Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Σχετικά με την Αντίσταση*

Το Ποντίκι


του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη

Τον Οκτώβριο του 1944 σήμαναν οι καμπάνες της απελευθέρωσης και ο λαός κυριευμένος από ξέφρενη χαρά ξεχύθηκε στους δρόμους να πανηγυρίσει την ελευθερία του. Αυτό που ωστόσο ακολούθησε την απελευθέρωση για τη χώρα μας ήταν κάτι παραπάνω από δράμα – εξελίχθηκε σε μια τραγωδία, της οποίας οι συνέπειες αλλά και η οχληρότητα εξακολουθούν να μας βασανίσουν μέχρι σήμερα, δεκαετίες μετά. 
Η εν λόγω εποχή αλλά και τα γεγονότα που ακολούθησαν τον Οκτώβριο του 1944 είναι τόσο πολύπλοκα και δυσερμήνευτα, τόσο αγιάτρευτα, που ακόμα και σήμερα κάθε αναφορά σε αυτά γεννά περίεργα αντανακλαστικά. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για μια εποχή που δεν έχει λύσει ακόμα στη χώρα μας τις υποθέσεις της με την Ιστορία, γι’ αυτό και εξακολουθεί να γεννά πάθη και ανεξέλεγκτες συγκρούσεις. Εβδομήντα ένα χρόνια αργότερα και η εποχή εκείνη, με τα γεγονότα της, τις αστοχίες της και τις τυφλές συγκρούσεις της, κρατά με έναν εφιαλτικό τρόπο ανοιχτούς τους λογαριασμούς της με το παρόν μας.
Ένα από τα βασικά θέματα που ενέσκηψαν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής υπήρξε ο χαρακτήρας της Αντίστασης. Το ότι συγκροτούνταν μια αντίσταση ήταν προφανές, τα ερωτήματα ωστόσο που προέκυπταν ήταν από ποιους και με ποιον σκοπό. Η Αντίσταση θα είχε ξεκάθαρα πατριωτικό περιεχόμενο ή θα χρωματιζόταν από πολιτικο-ιδεολογικές αποχρώσεις. Αυτά ήταν ζητήματα που αφορούσαν όλες τις πλευρές που θα εμπλέκονταν. 
Όπως έγραψε ο Ζαφειρόπουλος, ένας Έλληνας στρατιωτικός ιστορικός, «ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ανέδειξε την ανάγκη των απελευθερωτικών κινημάτων, στη διάρκεια των οποίων διαπιστώθηκε ότι καμιά κοινωνική τάξη και καμιά πολιτική ομάδα δεν είχε να ζημιωθεί από τα απελευθερωτικά αυτά κινήματα, εάν ολόψυχα και αποφασιστικά αγωνιζόταν εναντίον του κατακτητή». 
Στη χώρα μας είναι εμφανές ότι αυτό το κατανόησαν πρώτοι οι κομμουνιστές, ενώ αντίθετα οι υπόλοιποι Έλληνες ηγέτες το αγνόησαν χαρακτηριστικά. Η αλήθεια είναι ότι ο ΕΛΑΣ είχε αναλάβει από μόνος του δράση πολύ πριν οι Βρετανοί αποφασίσουν να έρθουν σε επαφή με την Αντίσταση στην ελληνική ενδοχώρα. Όπως αλήθεια είναι ότι κανείς εθνικόφρονας δεν είχε βγει στο βουνό παρ’ εκτός του Ζέρβα, ο οποίος ωστόσο το έπραξε ύστερα από βρετανική παρότρυνση. Γενικά, είναι εμφανές ότι οι εθνικόφρονες άργησαν χαρακτηριστικά να αντιληφθούν την ευκαιρία, η οποία ταυτόχρονα ήταν και καθήκον τους, να αναλάβουν και να συγκροτήσουν ενεργό αντιστασιακή δράση. Έτσι, όλη την πρωτοβουλία της συγκρότησης της Εθνικής Αντίστασης την άφησαν στους κομμουνιστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο στρατηγός Τσακαλώτος, που βρισκόταν στην Αθήνα, γράφει σχετικά: «Οι εθνικόφρονες προσέφεραν τη μεγαλύτερη βοήθεια στο ΚΚΕ […] με τις ανοησίες και τις διαμάχες τους». Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του Κ. Πυρομάγλου: «Η ανώτερη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που παρέμεινε στην κατεχόμενη Ελλάδα ποτέ δεν πήρε μέρος στην Αντίσταση, και από τα μέσα του 1943 αντέδρασε απέναντί της φοβούμενη την ιδία την εξάλειψή της μετά την απελευθέρωση». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η μαρτυρία του γιατρού Χούτα, που υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Ζέρβα: «Η διαφορά ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους υπόλοιπους ήταν ότι οι κομμουνιστές έδρασαν από μόνοι τους χωρίς να περιμένουν έξωθεν παρότρυνση». 
Είναι γεγονός ότι οι Βρετανοί δεν είχαν καμιά απολύτως συμμετοχή στη συγκρότηση του ΕΛΑΣ. Τον ΕΛΑΣ τον βρήκαν έτοιμο και ο μοναδικός τους προβληματισμός ήταν αν έπρεπε να τον βοηθήσουν ή να τον μποϊκοτάρουν. Φυσικά, αν επέλεγαν τη δεύτερη εκδοχή, ο κίνδυνος να μειωθεί δραματικά ο αντιστασιακός αγώνας στην Ελλάδα ήταν παραπάνω από βέβαιος. Μάλιστα, μετά τη λήξη του πολέμου και με το άνοιγμα των γερμανικών αρχείων έγινε φανερό ότι η αντίσταση του ΕΛΑΣ ήταν πολύ σοβαρότερη από ό,τι εκτιμούσαν τότε. 
Παρ’ όλα αυτά εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί κάτι πλέον που είναι αποδεκτό: ότι αυτή η επιτυχία του ΕΛΑΣ εξαγοράστηκε με παράλογα βαρύ τίμημα, πράγμα που κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτερα αν δεν του είχε δοθεί καθόλου η υλική υποστήριξη που του δόθηκε. Οι τραγικές εξελίξεις που ακολούθησαν δυστυχώς δικαιώνουν αυτήν την άποψη.
Σε περιόδους πολύπλοκες οι πρόσκαιρες συμμαχίες είναι ακόμα πολυπλοκότερες. Το ακριβές μέγεθος της βρετανικής υλικής βοήθειας στον ΕΛΑΣ, και κατά συνέπεια στο ΚΚΕ, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Πριν απ’ όλα, πρέπει να δεχθούμε ότι αποδέκτες βοήθειας στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο ο ΕΛΑΣ και οι υπόλοιπες αντάρτικες οργανώσεις. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός χρυσών λιρών που διοχετεύθηκαν στη χώρα ανέρχεται στα 2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται επίσης ότι ο ΕΛΑΣ εισέπραξε απ’ αυτά ένα ποσό μεταξύ 700 χιλιάδων και ενός εκατομμυρίου. Στη γενικότερη βοήθεια πρέπει να προστεθούν και τα υλικά εφόδια που μπήκαν στη χώρα από αέρος και θαλάσσης. Η βοήθεια αυτή αφορά κυρίως τρόφιμα και ρουχισμό. Από αέρα και θάλασσα εκτιμάται ότι διοχετεύθηκαν στη χώρα μας πάνω από 1.000 τόνους σε όπλα και πυρομαχικά. Σύμφωνα με το SOE (Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών: βρετανική μυστική παραστρατιωτική υπηρεσία), το 90% των λιρών που διοχετεύθηκαν στην Ελλάδα, ξοδεύτηκε σε τρόφιμα και καθημερινή συντήρηση. Το συμπέρασμα όμως αυτό των Βρετανών στηρίζεται στην υπόθεση ότι μια χρυσή λίρα ισοδυναμούσε με δύο χάρτινες, άποψη που συνιστά χονδροειδή υποτίμηση της πραγματικής αξίας της χρυσής λίρας. Η βρετανική αυτή υπόθεση παραβλέπει επίσης την πρακτική του ΕΛΑΣ να προβαίνει σε επιτάξεις εφοδίων από Έλληνες εμπόρους χωρίς πληρωμή… Τέλος, δίχως αμφιβολία, ο ΕΛΑΣ είχε στην κατοχή του πολύ περισσότερα όπλα απ’ όσα του παρείχαν οι Βρετανοί, πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι το ΚΚΕ είχε συγκεντρώσει ένα σημαντικό πλεόνασμα από χρυσές λίρες, το οποίο και ξόδεψε σε αγορές όπλων και πυρομαχικών από τον εχθρό. 
Τα στοιχεία που παραθέτουν οι στρατηγοί Λαιρ, Λαντς και Σπάιντελ δεν αφήνουν αμφιβολία για τη σπουδαιότητα της παρουσίας των ανταρτών, έστω και ως «παρενόχλησης» – και με τον όρο «αντάρτες» εννοείται κυρίως ο ΕΛΑΣ. Είναι αλήθεια ότι μόνο ένα μικρό μέρος της δύναμης του ΕΛΑΣ αναλάμβανε κάθε φορά ένοπλη δράση εναντίον των Γερμανών. Η υπόλοιπη δύναμη αποτελούσε την εφεδρεία για σκοπούς πολιτικού ελέγχου. Εκείνοι όμως που πολέμησαν στις μάχες του ΕΛΑΣ, πολέμησαν αποτελεσματικά και καθήλωσαν περίπου 300.000 στρατιώτες του εχθρού στην Ελλάδα. 




Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1888 στις 28-10-2015



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου