Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Λαϊκή Ενότητα

analyst

Η προβλεπόμενη αποτυχία του κόμματος στις εκλογές, θα επισφραγίσει την υποδούλωση της Ελλάδας – αφού θα δοθεί η εντύπωση πως μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των Ελλήνων δεν συμφωνούν με τα μνημόνια και με την κατοχή της χώρας τους
του Ιάκωβου Ιωάννου


Κατ’ αρχήν, δεν ανήκω στους οπαδούς της δραχμής, ενώ δεν πιστεύω πως θα μπορούσε να λύσει τα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας. Θεωρώ δε πως η Ευρωζώνη είναι ή οφείλει να εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από μία νομισματική ένωση – επειδή στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κανένα μικρό κράτος δεν έχει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα να επιβιώσει μόνο του, απέναντι στον απελευθερωμένο ανταγωνισμό των μεγαλυτέρων, όπως είναι οι Η.Π.Α., η Ρωσία, η Ιαπωνία και η Κίνα.
Γνωρίζω βέβαια πως η Ελλάδα δεν θα είχε φτάσει ποτέ στο σημερινό επίπεδο υπερχρέωσης, εάν δεν υιοθετούσε το ευρώ – επειδή οι αγορές θα είχαν πάψει προ πολλού να την δανείζουν με βιώσιμα επιτόκια, οπότε δεν θα χρηματοδοτούνταν τα δίδυμα ελλείμματα της (προϋπολογισμός, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), τα οποία παράγουν νομοτελειακά τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά χρέη.
Στα πλαίσια αυτά, η αδυναμία της να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα του ισοζυγίου της, θα την είχε υποχρεώσει να αναπτύξει τον παραγωγικό της ιστό – σε κάθε περίπτωση, δεν θα είχε καταστρέψει τον υφιστάμενο, όπως συμβαίνει σήμερα.

Εκτός αυτού, οι εισροές των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, δεν θα είχαν ακολουθήσει – οπότε δεν θα παρατηρούνταν οι μαζικές εκροές μετά το 2008 (άρθρο), οι οποίες ουσιαστικά οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, σε συνδυασμό με τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος της.
Όσον αφορά τώρα τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από την Τρόικα, γνωρίζω πως στην ουσία τους δεν διαφέρουν από τη γνωστή ως «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» – η οποία έχει εφαρμοσθεί αναρίθμητες φορές στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες από το ΔΝΤ.
Άλλωστε, οι δέκα «βασικές εντολές» τόσο των Μνημονίων, όσο και της Συναίνεσης, οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά στο κείμενο «Οι αρχιερείς της δύναμης», είναι σχεδόν ίδιες – αναπροσαρμοσμένες για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, στις οποίες ανήκε μέχρι πρότινος η Ελλάδα.
Περαιτέρω, γνωρίζω πως το δημόσιο χρέος μετατράπηκε, από την πολιτική που εφαρμόσθηκε ερήμην της Ελλάδας (ανάλυση), σε μη βιώσιμο – οπότε είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί. Ως εκ τούτου, δεν είναι απίθανο να ισχύει η διακήρυξη της επιτροπής διεθνούς  δικαίου του ΟΗΕ από το 1980, σύμφωνα με την οποία:
«Ένα κράτος δεν μπορεί να κλείνει τα σχολεία του, τα πανεπιστήμιά του και τα δικαστήριά του, να καταργεί την αστυνομία του και να παραμελεί τις δημόσιες υπηρεσίες του σε σημείο ώστε να εκθέτει τον πληθυσμό του στην αταξία και στην αναρχία, απλά και μόνο για να εξοικονομήσει τα αναγκαία κονδύλια που θα του επιτρέψουν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι στους ξένους δανειστές του«.
Είναι επίσης δυνατόν να έχει τις προϋποθέσεις να υπαχθεί η Ελλάδα στην παρακάτω σύμβαση της Βιέννης του 1986 που αναλύει τα ελαττώματα της ελεύθερης βούλησης, καθώς επίσης της δήθεν λαϊκής συναίνεσης – τα οποία μπορεί να επισύρουν την ακυρότητα μιας δανειακής σύμβασης:
«Ένα κράτος ή ένας διεθνής οργανισμός που αναγκάζεται να υπογράψει μια σύμβαση εξαιτίας της δόλιας συμπεριφοράς ενός άλλου κράτους ή οργανισμού που έχει συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι ο δόλος συνιστά λόγο της ακυρότητας της βούλησής του και της συναίνεσής του να δεσμευτεί από αυτή τη σύμβαση«.
Περαιτέρω, θεωρώ πως ο λογιστικός έλεγχος του χρέους δεν είναι καθόλου παράλογος, πως η Ελλάδα δικαιούται τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του, πολύ περισσότερο από ότι η Γερμανία το 1953 (τουλάχιστον επειδή καταστράφηκε/υπερχρεώθηκε από την πολιτική που της επέβαλλε η Τρόικα μετά το 2010, η οποία άλλωστε αποδέχθηκε τα λάθη της), καθώς επίσης πως τόσο οι διαπραγματεύσεις, όσο και η ξαφνική αλλαγή της πολιτικής της απερχόμενης κυβέρνησης, μπορούν εύλογα να χαρακτηρισθούν ως ενδοτικές ενέργειες – αφού η χώρα οδηγήθηκε μάλλον σκόπιμα σε ένα αδιέξοδο, υπογράφοντας ένα τρίτο μνημόνιο που επισφράγισε τα προηγούμενα, χωρίς τη συμφωνία του 62% των Ελλήνων, προσφέροντας «γη και ύδωρ» στους δανειστές της.
Τέλος, δεν κατανοώ γιατί δεν υπάρχει ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό πολιτικό κόμμα (ο φιλελευθερισμός δεν έχει καμία σχέση με το νεοφιλελευθερισμό – άρθρο), το οποίο να συνειδητοποιεί τα παραπάνω, τασσόμενο εναντίον της μετατροπής της πατρίδας μας σε προτεκτοράτο χρέους – αφού δεν είναι δυνατόν να αποδέχεται κανείς την ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, ταυτόχρονα με τις μηδενικές προοπτικές για το μέλλον μας.
.

Η Λαϊκή Ενότητα

Συνεχίζοντας, τα μέλη του μοναδικού δημοκρατικού (αν και αριστερού) κόμματος που τάσσεται εναντίον των μνημονίων, έχοντας ουσιαστικά εκδιωχθεί από τη δική τους παραδοσιακά παράταξη (η οποία «υπεξαιρέθηκε» κατά κάποιον τρόπο από τους σοσιαλιστές νεοεισερχόμενους, με τη «συμπαιγνία» του νεαρού προέδρου του), φαίνεται πως βρίσκονται σε κατάσταση πανικού – «σοκ και δέους» καλύτερα.
Ειδικότερα, δεν μπορούν να αφομοιώσουν αυτά που τους συνέβησαν τους τελευταίους επτά μήνες, ενώ πρέπει ταυτόχρονα να προετοιμασθούν μέσα σε χρόνο μηδέν για τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου – χωρίς να έχουν χρήματα και χωρίς να διαθέτουν μία κάποια κομματική οργάνωση.
Φυσικά γνωρίζουν πολύ καλά τους λόγους, για τους οποίους αντέδρασαν στις αποφάσεις της ηγεσίας, χωρίς όμως μπορούν να αποφασίσουν πώς ακριβώς πρέπει να τοποθετηθούν προγραμματικά, με αποτέλεσμα να τοποθετούνται δογματικά, χωρίς ένα ρεαλιστικό σχέδιο, υπέρ της υιοθέτησης της δραχμής – παρά το ότι δεν είναι η επιθυμία της πλειοψηφίας των Ελλήνων, ενώ η χώρα ασφαλώς δεν έχει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις (συναλλαγματικά αποθέματα, χρόνος προετοιμασίας κλπ. – άρθρο).
Στην πραγματικότητα βέβαια, δεν θέλουν απλά να αποκλείσουν την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, εάν η τετραμελής επιτροπή των δανειστών επιμείνει στην πιστή εφαρμογή του τρίτου μνημονίου χωρίς διαγραφή του χρέους – καθώς επίσης χωρίς την άμεση υιοθέτηση αναπτυξιακών μέτρων. Επομένως, «συμπλέουν» απόλυτα με το 62% των Ελλήνων που τάθηκε υπέρ της ρήξης με τους δανειστές – αφού οι ψηφοφόροι του ΟΧΙ ασφαλώς γνώριζαν τους κινδύνους εξόδου της χώρας από τη νομισματική ένωση, χωρίς όμως να την επιλέγουν ως πρώτο, δικό τους βήμα.
Οι βασικές αντιρρήσεις τώρα της Λαϊκής Ενότητας έχουν σχέση με την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, με την υποταγή στις εντολές της νεοφιλελεύθερης γερμανικής κυβέρνησης, με την περαιτέρω εξαθλίωση των εισοδηματικά αδύναμων, με την αξιοπρέπεια των Ελλήνων, η οποία ανακτήθηκε με το δημοψήφισμα κοκ.– όχι τόσο δηλαδή με τις δυνατότητες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας λόγω της υποτίμησης ενός εθνικού νομίσματος, παράλληλα με την αύξηση της ρευστότητας στην αγορά, καθώς επίσης με μία νομισματική πολιτική προσαρμοσμένη στις ανάγκες της χώρας.
Αν και γνωρίζει λοιπόν πως η υιοθέτηση της νέας δραχμής θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, δεν έχει αυταπάτες σχετικά με τις επιθέσεις που θα δεχόταν από την ΕΚΤ, από τη Γερμανία (για να μην απελευθερωθούν οι φυγόκεντρες δυνάμεις της Ευρωζώνης από τυχόν επιτυχία της Ελλάδας), καθώς επίσης από τις διεθνείς αγορές και τους κερδοσκόπους, το κόμμα αυτό δεν αποδέχεται τη μετατροπή της χώρας μας σε γερμανική αποικία – η οποία θα εκτελεί με δουλικότητα τις εντολές που θα της δίνονται, ενώ θα ελέγχεται σε εβδομαδιαία συχνότητα σχετικά με την τήρηση τους.
Εν τούτοις, δεν είναι αυτή η εικόνα που τα μέλη του παρουσιάζουν στους Έλληνες – αλλά, αντίθετα, η εικόνα μίας ομάδας που πρόδωσε τον ηγέτη της, που επιδιώκει με κάθε θυσία την υιοθέτηση της δραχμής επειδή υποστηρίζει την κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία (κομμουνισμός), που τάσσεται υπέρ της συνέχισης του κρατισμού και της συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας, που δεν θέλει να καταπολεμήσει την αναξιοκρατία κοκ.
Εύλογα λοιπόν το κόμμα θα αποτύχει στις εκλογές, επισφραγίζοντας δυστυχώς με την αποτυχία του, ακούσια φυσικά, την υποδούλωση της Ελλάδας – αφού θα δοθεί η εντύπωση πως μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των Ελλήνων, καθώς επίσης μόνο μερικές ακραίες πολιτικές παρατάξεις, δεν συμφωνούν με τα μνημόνια και με την κατοχή της χώρας από τους δανειστές της.
Έτσι θα διευκολυνθεί η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Ελλήνων, όπως ακριβώς συνέβη στην Τουρκία (ανάλυση) – όπου η νέα κυβέρνηση και όχι η παλαιά, ήταν αυτή που αφενός μεν «διεύρυνε» την εξαθλίωση των Πολιτών της, αφετέρου ξεπούλησε σχεδόν το σύνολο της δημόσιας περιουσίας.
Παρέμεινε δε σταθερά «υποτελής» του Καρτέλ και των τοκογλύφων, χωρίς παραδόξως να διακινδυνεύει την εκλογική της δύναμη – ενώ το ξεπούλημα έγινε «έντεχνα», αφού ακολούθησε 2-3 έτη μετά την εκλογική της νίκη και τη σταθεροποίηση της στην εξουσία.
ΣυγγραφέαςΙάκωβος Ιωάννου, για το Analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου