Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Η βιωσιμότητα του χρέους

analyst

Είτε συνεχίζεται η πολιτική λιτότητας, η οποία προϋποθέτει την ονομαστική διαγραφή του δημοσίου χρέους, είτε παύει να επιβάλλεται – οπότε αρκεί η ελάφρυνση του, παράλληλα με ευρωπαϊκά αναπτυξιακά μέτρα και την στήριξη της ΕΚΤ

Ενώ η Ελλάδα έχει εισέλθει ξανά σε μία προεκλογική περίοδο, ουσιαστικά για να αποφασισθεί ποιά κυβέρνηση θα υπογράφει στο μέλλον τις εντολές των δανειστών της, η Γερμανία και το ΔΝΤ «λογομαχούν», σε σχέση με το πώς θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το δημόσιο χρέος της – όπου αρχικά το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι, εάν δεν μεσολαβήσει η διαγραφή ενός μέρους του, από τους Ευρωπαίους δανειστές της χώρας μας όμως και όχι από το ίδιο, δεν θα συμμετέχει στο νέο πρόγραμμα διάσωσης (86 δις €), με το ποσόν των 16 δις €.
Εν τούτοις, μετά από τις πιέσεις της Γερμανίας, η οποία θεωρεί απαραίτητη τη συμμετοχή του Ταμείου, φαίνεται πως υπάρχει μία σημαντική αλλαγή – αφού το ΔΝΤ δήλωσε ξαφνικά πως θα αναθεωρήσει τις θέσεις του περί διαγραφής, στη βάση ενός νέου υπολογισμού της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ειδικότερα, αντικαθιστώντας τη μία μεταβλητή της εξίσωσης με κάποια άλλη, οι δανειστές άλλαξαν εντελώς τη μέθοδο υπολογισμού – όπου σημαντικό δεν θα είναι πλέον το απόλυτο ύψος του χρέους της Ελλάδας το 2022, το οποίο όφειλε να είναι στο 120% του ΑΕΠ, αλλά οι δυνατότητες εξυπηρέτησης του.
Σύμφωνα τώρα με τον διοικητή του ESM, δεν πρόκειται για μία «ωραιοποίηση» των αριθμών, αλλά για την αλλαγή ενός κριτηρίου, μέσω της οποίας διορθώνεται ένα λάθος του παρελθόντος – αφού, κατά τον ίδιο, αυτό που έχει σημασία για μία χώρα είναι η δυνατότητα της να πληρώνει τους τόκους και τα χρεολύσια του χρέους της.
Περαιτέρω, το ΔΝΤ φαίνεται πως πείσθηκε από την επιχειρηματολογία του ESM, κατά την οποία αυτό που θα πρέπει να το ενδιαφέρει είναι η εξόφληση των δανείων που έχει δώσει στην Ελλάδα – δηλαδή, η εμπρόθεσμη πληρωμή των τόκων και των δόσεων εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου. Επ’ αυτού, το ΔΝΤ έχει συγκεκριμένους κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους επιτρέπεται να χρηματοδοτεί τότε μόνο κράτη, όταν οι χρηματοπιστωτικές ανάγκες τους είναι το ανώτατο στο 15% του ΑΕΠ τους – κάτι που θα ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας.

Αναλυτικότερα, το EFSF έχει δανείσει στην Ελλάδα 130 δις €, με μία περίοδο χάριτος για  τους τόκους έως το 2023 – ενώ οι περισσότερες δόσεις θα πληρωθούν μετά το 2040. Η μέση διάρκεια αποπληρωμής είναι στα 32 έτη, ενώ το δάνειο δεν θα επιστραφεί με μηνιαίες δόσεις, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά εφάπαξ στην ημερομηνία λήξης του.
Συνοψίζοντας, τα παραπάνω σημαίνουν πως το ελληνικό δημόσιο δεν θα επιβαρυνθεί καθόλου από το δάνειο του EFSF έως το 2023 – ενώ σχετικά ανάλογες συνθήκες ισχύουν για το νέο πακέτο που εγκρίθηκε στην Ελλάδα από το ESM (μέσος χρόνος αποπληρωμής στα 32 έτη, αλλά άμεση καταβολή των τόκων, με επιτόκιο όμως μόλις 1%).
Ως εκ τούτου, πάντοτε κατά το διοικητή του ESM, η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους (τοκοχρεολύσια) θα κοστίζει λιγότερο από το 15% του ΑΕΠ της χώρας – ενώ θα είναι εξασφαλισμένη, εάν οι Ευρωπαίοι συμφωνήσουν εντός του Φθινοπώρου ορισμένες επί πλέον ελαφρύνσεις του. Για παράδειγμα, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, τα χαμηλότερα επιτόκια, την επιστροφή των κερδών που αποκομίζει η ΕΚΤ από τη διαπραγμάτευση των ελληνικών ομολόγων κοκ.
Επομένως, σύμφωνα με το ESM, η διαγραφή αποκλείεται, ενώ δεν είναι καθόλου απαραίτητη – αφού σε τελική ανάλυση είναι αδιάφορο εάν πληρώνει κανείς υψηλούς τόκους για χαμηλότερο χρέος ή χαμηλούς τόκους για υψηλότερο χρέος. Κατ’ επακόλουθο, η Ελλάδα είναι φερέγγυα, αντιμετωπίζοντας μόνο προβλήματα ρευστότητας – τα οποία θα επιλυθούν από το νέο πρόγραμμα διάσωσης. Είναι όμως πράγματι έτσι;
.

Η αναδιάρθρωση του χρέους

Από το ξεκίνημα της κρίσης, την οποία ουσιαστικά προκάλεσαν οι χρηματαγορές αυξάνοντας τα επιτόκια σε χρόνο μηδέν άνω του 6%, το θέμα του χρέους βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων – ενώ η πρώτη αναδιάρθρωση του έγινε πολύ αργά, το 2011/12 (PSI), με αποτέλεσμα αφενός μεν τη μείωση του κατά 30%, αφετέρου τη χρεοκοπία των υγιών τότε ελληνικών τραπεζών, με την ταυτόχρονη επιβάρυνση πολλών οργανισμών του δημοσίου.
Υπήρξε παράλληλα μία σειρά σιωπηρών αναδιαρθρώσεων, οι οποίες αφορούσαν την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του, καθώς επίσης τη μείωση των επιτοκίων – λόγω των οποίων η μέση διάρκεια αποπληρωμής υπολογίζεται πλέον στα 16 έτη, αισθητά μεγαλύτερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Σε σχέση με το 2011, η επιβάρυνση της Ελλάδας από τους τόκους μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ, φτάνοντας στο 4% περίπου του ΑΕΠ το 2014 – ενώ η αντίστοιχη στις άλλες χώρες της περιφέρειας (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία) αυξήθηκε.
Με δεδομένο δε το ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου το δημόσιο χρέος της χώρας μας, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αυξήθηκε, η πραγματική επιβάρυνση από τόκους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ μειώθηκε ακόμη περισσότερο (γράφημα, πηγή de Grauwe).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ευρωζώνη, επιβάρυνση τόκων, τόκοι
Συνεχίζοντας, οι πληρωμές τόκων ως ποσοστό επί του χρέους μας (όχι επί του ΑΕΠ) μειώθηκαν από 6% περίπου στο 2,2% (γράφημα που ακολουθεί) – ενώ, σύμφωνα με το Watt (2015), η πραγματική επιβάρυνση των τόκων ως ποσοστό επί του χρέους, είναι χαμηλότερη στην Ελλάδα, από αυτήν της Γερμανίας.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ελλάδα, τόκοι
.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω αναδιαρθρώσεων λοιπόν, σιωπηρών και μη, το ύψος του χρέους στο 180% του ΑΕΠ υπερεκτιμά κατά πολύ την πραγματική επιβάρυνση της Ελλάδας από αυτό – αφού, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις που βασίζονται στην καθαρή παρούσα αξία των μελλοντικών πληρωμών τόκων και χρεολυσίων, η πραγματική επιβάρυνση του ελληνικού δημοσίου αντιστοιχεί σε ένα χρέος της τάξης του 90% του ΑΕΠ.
Σε κάθε περίπτωση, η πραγματική επιβάρυνση του ελληνικού χρέους είναι χαμηλότερη από αυτήν στις άλλες χώρες της περιφέρειας – επίσης, συγκριτικά με τη Γαλλία και το Βέλγιο. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μπορούσε πλέον να είναι βιώσιμο, οπότε η χώρα φερέγγυα, υπό την προϋπόθεση να επανέλθει σε πορεία ανάπτυξης – κάτι που, μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης, σωρευτικά της τάξης του 30% του ΑΕΠ, δεν μπορεί να είναι δύσκολο, αρκεί να ανακτηθεί η πιστοληπτική μας ικανότητα.
.

Η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους

Περαιτέρω, στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται το πραγματικό επιτόκιο του δημοσίου χρέους, καθώς επίσης ο ονομαστικός (συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού) ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2015 – ενώ στην τελευταία στήλη αναγράφεται η διαφορά μεταξύ των δύο η οποία, εάν είναι θετική, οδηγεί σε μία συνεχή αύξηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
.
ΧώραΕπιτόκιο (R)Ονομαστική ανάπτυξη (G)R-G
Ελλάδα2,2-1,03,2
Πορτογαλία3,81,82,0
Ιταλία3,60,82,8
Ιρλανδία3,64,0-0,4
Ισπανία3,42,21,2
Πηγή: Eurostat and European Commission, Spring Forecast, προβλέψεις 2015.
.
Όπως διαπιστώνεται από τον πίνακα, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο, οπότε τη μικρότερη επιβάρυνση για το χρέος της. Δυστυχώς όμως, επίσης το χαμηλότερο προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης (ύφεση -1% το 2015), με αποτέλεσμα να έχει τη χειρότερη σχέση «R-G» – σύμφωνα με την οποία το δημόσιο χρέος της θα συνεχίσει να αυξάνεται, οπότε θα ήταν μη βιώσιμο (μόνο της Ιρλανδίας θα μειώνεται).
Στα πλαίσια αυτά, εάν η Ελλάδα επέστρεφε σε έναν ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2,2% (πραγματική ανάπτυξη + πληθωρισμός), θα μπορούσε να σταθεροποιήσει το δημόσιο χρέος της – ενώ, εάν το ΑΕΠ της αυξανόταν άνω του 2,2%, τότε το χρέος της θα άρχιζε να μειώνεται, οπότε θα θεωρούταν βιώσιμο.
Με δεδομένο όμως το ότι, η χώρα δεν μπορεί να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης, όταν συνεχίζει η Τρόικα να της επιβάλλει την ίδια αποτυχημένη πολιτική λιτότητας (ανάλυση), παρά το ότι δεν υπάρχει κανένας οργανισμός, συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ (άρθρο) ή του δόκτορα του σοκ που να την θεωρεί σωστή, τότε το χρέος της δεν είναι βιώσιμο – εκτός εάν πάψει να εφαρμόζει το δόγμα του χάους (άρθρο).
.

Ο δρόμος προς το μέλλον

Με βάση την παραπάνω οικονομική ανάλυση, τεκμηριώνεται πως για την Ελλάδα υπάρχουν θεωρητικά δύο μόνο «επιλογές»:
(α)  Η συνέχιση της πολιτικής λιτότητας, η οποία όμως προϋποθέτει την ονομαστική διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους της, έτσι ώστε να γίνει εφικτή η διαγραφή μέρους του ιδιωτικού – οπότε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών της, για να έχει πρόσβαση στις αγορές και να πάψει να βρίσκεται στον ορό της Ευρωζώνης (τέταρτο, πέμπτο κλπ. πρόγραμμα στήριξης).
(β)  Το τέλος της πολιτικής λιτότητας (προφανώς δεν εννοούμε τις απαιτούμενες, απολύτως απαραίτητεςθεσμικές και λοιπές μεταρρυθμίσεις), σε συνδυασμό με την ελάφρυνση (απομείωση) του χρέους – καθώς επίσης με αναπτυξιακά μέτρα εκ μέρους τόσο της Ευρώπης, όσο και της Ελλάδας (ανάλυση). Έτσι, η χώρα θα κατάφερνε να επανέλθει σε πορεία ανάπτυξης, οπότε να είναι βιώσιμο το χρέος της και να μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αγορές – «μετακυλώντας» το όπως οι υπόλοιπες χώρες.
Η δεύτερη «επιλογή» έχει βέβαια σχέση και με την ΕΚΤ – η οποία αφενός μεν μπορεί να εξασφαλίσει στην Ελλάδα χαμηλά επιτόκια δανεισμού από τις διεθνείς αγορές, όπως άλλωστε κάνει για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, αφετέρου να της επιτρέψει να συμμετέχει στο πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE).
Θα όφειλε επίσης να διορθώσει τη λανθασμένη διάγνωση της φύσης του ελληνικού χρέους, με βάση την οποία αποφάσισε πως οι ελληνικές τράπεζες είναι αφερέγγυες – με αποτέλεσμα εν πρώτοις το (παράνομο) κλείσιμο των τραπεζών, καθώς επίσης την επιβολή των καταστροφικών ελέγχων κεφαλαίου, μέσω των οποίων «στραγγαλίσθηκε» η οικονομία της χώρας χωρίς πραγματική αιτία (ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση, εάν η Ελλάδα τελικά χρεοκοπήσει ή/και αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, παρά το ότι η λύση των προβλημάτων της είναι πλέον εφικτή είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο που αναφέραμε παραπάνω (επιλογές), η ΕΚΤ θα έχει τεράστιες ευθύνες – όπως επίσης οι πολιτικοί της Ευρωζώνης, κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίοι αρνούνται να αντιμετωπίσουν την αλήθεια, φοβούμενοι τις αντιδράσεις των φορολογουμένων Πολιτών τους, τους οποίους έχουν «τροφοδοτήσει» με χιλιάδες ψέματα.
.

Επίλογος

Ασφαλώς ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της Ελλάδας είναι το ότι δεν εξέτασε ποτέ τις δυνατότητες/πιθανότητες/προϋποθέσεις εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της (κανένα κράτος στον κόσμο δεν το εξοφλεί, απλά το μετακυλύει) – χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν ή είναι πράγματι βιώσιμο.
Όποιο κόμμα δε υποσχόταν στους Έλληνες πως υπάρχουν χρήματα ή ότι θα διαγραφεί το δημόσιο χρέος, ως επαχθές ή ως οτιδήποτε άλλο, πως δεν θα πληρώσουν δηλαδή για τα λάθη του παρελθόντος απολύτως τίποτα, κέρδιζε τις εκλογές – χωρίς να τηρεί καμία από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, με αποτέλεσμα να βυθίζεται η χώρα στη μία κρίση μετά την άλλη.
Η στάση αυτή ορισμένων Ελλήνων («δεν πληρώνω»), έχει κοστίσει στην πατρίδα μας πάνω από 1 τρις € (κατάρρευση των τιμών των ακινήτων και του χρηματιστηρίου, πτώση των μισθών και των εισοδημάτων, χρεοκοπίες εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων, έκρηξη της ανεργίας, περί τα 60 δις € μόνο το τελευταίο εξάμηνο κοκ) – καθώς επίσης, το κυριότερο, την εθνική τους κυριαρχία, την οποία δεν θα ανακτήσουν ποτέ, εάν δεν αλλάξει άμεσα η «περιρρέουσα» νοοτροπία.
Ακόμη περισσότερο, θα ιδιωτικοποιηθούν σε εξευτελιστικές τιμές όλες οι επιχειρήσεις του δημοσίου, θα λεηλατηθεί η κρατική και η ιδιωτική περιουσία, η χώρα θα παραμείνει στο διηνεκές γερμανικό προτεκτοράτο, ενώ οι Έλληνες θα μετατραπούν σε σκλάβους χρέους – οδυνηρά γεγονότα που μπορούν κάλλιστα να αποφευχθούν, καθώς επίσης η Ελλάδα να μεγαλουργήσει, εάν επανέλθει η κοινή λογική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου