analyst
Το σημαντικότερο ερώτημα των ανθρώπων στην προκειμένη περίπτωση είναι το «ποιός με χρειάζεται» – ενώ, για έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό, η απάντηση είναι συνήθως η εξής: «κανένας».
Η σημερινή κοινωνία μας βέβαια ισχυρίζεται σταθερά ότι, ο καθένας μπορεί να τα καταφέρει, εάν κουραστεί αρκετά – εάν το προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις. Την ίδια στιγμή όμως, οχυρώνει, προστατεύει δηλαδή τα υφιστάμενα προνόμια όλο και περισσότερο, καταπιέζοντας με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό τα ήδη εξαντλημένα μέλη της.
Όλο και πιο πολλοί άνθρωποι λοιπόν δεν καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους από τον εαυτό τους – με αποτέλεσμα να νοιώθουν άσχημα, να αυτοκατηγορούνται, καθώς επίσης να ντρέπονται.
Περαιτέρω, ακούμε ξανά και ξανά πως είμαστε τόσο ελεύθεροι, όσο ποτέ μέχρι σήμερα, όσον αφορά τη διαμόρφωση του τρόπου ζωής μας. Εν τούτοις, εάν δεν εξασφαλίσει κανείς την ατομική του επιτυχία, η ελευθερία αυτή έχει πραγματικά πολύ στενά όρια – αφού, όποιος αποτύχει, χαρακτηρίζεται, «σφραγίζεται» καλύτερα ανεξίτηλα, ως αποτυχημένος. Συχνά δε ως εκμεταλλευτής, ο οποίος ζει εις βάρος των άλλων – «κακοποιώντας» παράλληλα τα κοινωνικά συστήματα ασφάλισης.
Η νεοφιλελεύθερη «αξιοκρατική» κοινωνία θέλει να μας πείσει πως η επιτυχία εξαρτάται από τις ατομικές προσπάθειες, καθώς επίσης από το έμφυτο ταλέντο – κάτι που οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά και μόνο στο άτομο, ολοκληρωτικά.
Κατ’ επακόλουθο, το κράτος πρέπει να επιτρέπει στους ανθρώπους όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ελευθερίες γίνεται, έτσι ώστε να μην εμποδίζονται στην επίτευξη των στόχων τους. Δεν έχει λοιπόν το ίδιο καμία ουσιαστικά ευθύνη.
.
Όμως, αφενός μεν ο ισχυρισμός πως μπορεί να υπάρξει ο τέλειος άνθρωπος, εάν προσπαθήσει αρκετά, αφετέρου δε η ιδεολογία που υπερασπίζεται η Δύση, σχετικά με την απεριόριστη προσωπική ελευθερία, αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα ψέματα του 21ου αιώνα.
Το παράδοξο της εποχής μας δε έχει περιγραφεί πολύ όμορφα από έναν κοινωνιολόγο, ο οποίος είπε τα εξής: «Ποτέ δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχουμε νοιώσει περισσότερο αδύναμοι«.
Ολοκληρώνοντας, οι κάτοικοι της πλούσιας Ευρώπης είναι πράγματι πιο ελεύθεροι, σχετικά με το παρελθόν. Μπορούν να επικρίνουν τις θρησκείες, να έχουν την ερωτική ζωή που επιθυμούν, καθώς επίσης να ενισχύουν οποιαδήποτε πολιτική κίνηση θέλουν. Μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά, επειδή στην πραγματικότητα έχουν πάψει να σημαίνουν κάτι για τους ίδιους – λόγω του ότι λοιπόν πίσω από αυτό το είδος της ελευθερίας, κρύβεται ουσιαστικά η απόλυτη αδιαφορία τους για τα πάντα.
Την ίδια στιγμή, η καθημερινότητα τους είναι ένας συνεχής, αδιάκοπος πόλεμος εναντίον μίας απίστευτης γραφειοκρατίας – αφού υπάρχουν κανονισμοί για τα πάντα, πρόστιμα και φόροι που αυξάνονται συνεχώς, παράλληλα με την πολυπλοκότητα τους. Αυτή είναι δυστυχώς η ελευθερία τους – με τους περισσότερους να είναι κλεισμένοι στη σπηλιά του Πλάτωνα (άρθρο), αλυσοδεμένοι, χωρίς καν να το γνωρίζουν.
.
Εάν λοιπόν κανείς, παρά τις αξιόλογες σπουδές του, θεωρήσει σημαντικότερη την ασχολία με τα παιδιά του, αντί να κάνει καριέρα, θα πρέπει να υπολογίζει με τη σφοδρή κριτική των άλλων. Εάν κάποιος έχει μία καλή δουλειά, αλλά αρνείται την προαγωγή του, επειδή του αρέσει να ασχολείται και με άλλα πράγματα, με το διάβασμα, με το γράψιμο, με τη μουσική ή με τον αθλητισμό, αντιμετωπίζεται σαν σχιζοφρενής – εκτός εάν όλες οι υπόλοιπες ασχολίες του «υπηρετούν» το επάγγελμα ή/και τα εισοδήματα του.
Για τη σημερινή κοινωνία δε οι άνεργοι είναι είτε οκνηροί, είτε ανίκανοι, είτε και τα δύο μαζί – κάτι που πιστεύουν δυστυχώς και οι ίδιοι για τον εαυτό τους, όλο και περισσότεροι όσο περνάει ο χρόνος. Δυστυχώς δεν γνωρίζουν πως εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο στόχο: τη μείωση των μισθών, καθώς επίσης των κοινωνικών παροχών προς όφελος της ελίτ, η οποία είναι αδύνατη χωρίς τη «βοήθεια» της ανεργίας.
Ολοκληρώνοντας, ακούγονται καθημερινά «θρήνοι», οι οποίοι αφορούν την απώλεια των προτύπων μας (νόρμες), καθώς επίσης των ηθικών και λοιπών αξιών μας. Τα πρότυπα όμως και οι αξίες αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της προσωπικής και κοινωνικής μας ταυτότητας – οπότε είναι αδύνατον να χαθούν, αλλά μπορούν μόνο να αλλάξουν.
Ακριβώς αυτό έχει συμβεί λοιπόν: μία μεταβαλλόμενη μορφή Οικονομίας αντικατοπτρίζεται σε αλλαγμένες ηθικές αντιλήψεις, οι οποίες οδηγούν στη διαφοροποίηση της ταυτότητας μας. Το σημερινό οικονομικό σύστημα, ο νεοφιλελευθερισμός, φέρνει το χειρότερο μέρος του εαυτού μας στην επιφάνεια, στο φως – οπότε το μέλλον μας είναι μάλλον δυσοίωνο, εάν δεν καταπολεμηθεί η μεγάλη αυτή αρρώστια: η επάρατη συστημική νόσος.
.
Το σημερινό οικονομικό σύστημα φέρνει το χειρότερο μέρος του ανθρώπου στην επιφάνεια, στο φως – οπότε το μέλλον μας θα είναι μάλλον δυσοίωνο, εάν δεν καταπολεμηθεί η μεγάλη αυτή αρρώστια: η επάρατη «συστημική» νόσος
«Σε σας φωνάζω οπαδοί του ωφελιμισμού: μήπως αγαπάτε ότι είναι ωφέλιμο σαν όχημα των τάσεων σας;Μήπως βρίσκετε αλήθεια αφόρητο το θόρυβο που κάνουν οι ρόδες, από αυτό το όχημα;» (F. Nietzsche).
Κείμενο
Διαπιστώνεται πως ζούμε σε μία εποχή, η οποία διέπεται από την Οικονομία και όχι από την Πολιτική – σε έναν κόσμο καλύτερα που έχει αλλάξει εντελώς την ανθρώπινη ηθική, ενώ αμείβει πλουσιοπάροχα τα ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του εκάστοτε ατόμου. Με απλά λόγια, οι οικονομικές αλλαγές δεν έχουν επηρεάσει μόνο τις αντιλήψεις μας για τις ηθικές αξίες αλλά, επίσης, την προσωπικότητα μας – σε βαθμό που δεν μπορούμε καν να φαντασθούμε (πηγή: P. Verhaeche, σε ελεύθερη μετάφραση).
Ειδικότερα, θεωρείται ως βέλτιστη «ταυτότητα» αυτή που είναι σταθερή και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τις εξωτερικές επιρροές. Όπως φαίνεται δε, τα τριάντα χρόνια που έχει διαρκέσει μέχρι σήμερα η «βασιλεία του νεοφιλελευθερισμού», των συνεχώς λιγότερο ρυθμισμένων «δυνάμεων» της αγοράς, καθώς επίσης των αυξημένων ιδιωτικοποιήσεων, έχουν απαιτήσει ένα υπέρογκο τίμημα – την ανελέητη πίεση για επιτυχία, η οποία έχει ανακηρυχθεί σε ένα παγκόσμιο πρότυπο, σε μία πρωταρχική «νόρμα».
Η αιτία είναι το ότι, η νεοφιλελεύθερη κοινωνία της συνεχώς αυξανόμενης παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της αποδοτικότητας, προωθεί ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, ενώ τιμωρεί παραδειγματικά κάποια άλλα – με την έννοια πως χωρίς τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, είναι σχεδόν αδύνατη η επαγγελματική επιτυχία.
Τα πλέον σημαντικό είναι το να εκφράζεται κανείς τόσο καλά, ώστε να κερδίζει όσο περισσότερους ανθρώπους μπορεί με το μέρος του. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι εντελώς αδιάφορο εάν η επικοινωνία είναι επιφανειακή – αφού αυτό συμβαίνει πλέον σχεδόν με όλες τις επαφές μεταξύ των ανθρώπων, ακόμη και αν είναι μέλη της ίδιας οικογένειας.
Περαιτέρω, πρέπει να μπορεί κανείς να πουλάει με επιτυχία τις ικανότητες, καθώς επίσης τις δεξιότητες του – ισχυριζόμενος, για παράδειγμα, πως γνωρίζει αρκετούς ισχυρούς ανθρώπους, ότι διαθέτει μεγάλη επαγγελματική εμπειρία, πολιτικές διασυνδέσεις, καθώς επίσης πως τελείωσε πρόσφατα ένα πολύ σπουδαίο επιχειρηματικό εγχείρημα (project).
Εάν δε αργότερα διαπιστωθεί πως τα περισσότερα από όλα αυτά ήταν «λόγια του αέρα», τότε το συγκεκριμένο γεγονός θα αποτελέσει την επιβεβαίωση της ύπαρξης ενός ακόμη ωφέλιμου χαρακτηριστικού: του ότι δηλαδή είναι σε θέση να λέει πειστικά ψέματα, χωρίς να έχει «ανόητες» τύψεις συνείδησης για τη συμπεριφορά του (ειδικά εάν είναι πολιτικός). Ακριβώς για το λόγο αυτό δεν αναλαμβάνει ποτέ την υπευθυνότητα των πράξεων του – η οποία θεωρείται ζημιογόνα.
Συνεχίζοντας, ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας είναι εξαιρετικά ευέλικτος και παρορμητικός, αναζητώντας πάντοτε καινούργια κίνητρα, καθώς επίσης νέες προκλήσεις. Στην πράξη, οι ιδιότητες αυτές οδηγούν σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, τις αρνητικές συνέπειες όμως των οποίων δεν είναι κανείς πρόθυμος να αναλάβει – όπως συμβαίνει με τις τράπεζες που «ιδιωτικοποιούν» τυχόν οφέλη της κερδοσκοπίας τους, ενώ κοινωνικοποιούν τις ζημίες.
Φυσικά η περιγραφή αυτή είναι υπερβολική, πληθωρική, ζωγραφισμένη με έντονα χρώματα. Εν τούτοις, απεικονίζει σε κάποιο βαθμό την υφιστάμενη χρηματοπιστωτική κρίση, από την «μακροοικονομική – κοινωνική» της οπτική γωνία– η οποία χαρακτηρίζει ακόμη και τις συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών της Ευρωζώνης.
Ειδικότερα, δείχνει τι ακριβώς κάνει με τους ανθρώπους μία νεοφιλελεύθερη, «αξιοκρατική» κοινωνία: στην οποία η αλληλεγγύη γίνεται αγαθό πολυτελείας, με την έννοια ότι, δεν είναι υποχρεωμένος κανείς να το διαθέτει.
Η «υπ’ αριθμόν ένα» προτεραιότητα, είναι η αποκόμιση περισσοτέρων κερδών από μία «κατάσταση», σε σχέση με τον εκάστοτε ανταγωνιστή – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία τρέφεται από την κρίση.
Στην περίπτωση των εργαζομένων, οι τυχόν εντάσεις στις σχέσεις με τους συναδέλφους, καθώς επίσης η αφοσίωση, η συναισθηματική σύνδεση καλύτερα με την ίδια την εταιρεία, έρχονται σε δεύτερη μοίρα – είναι σχεδόν αδιάφορα.
.
Τα παιδικά συναισθηματικά ξεσπάσματα
Κάποτε, οι «παρενοχλήσεις» περιορίζονταν στις τάξεις του σχολείου, στα παιδικά χρόνια – ενώ σήμερα συμβαίνουν πολύ συχνά επίσης στο χώρο εργασίας. Εκείνοι, οι οποίοι δεν μπορούν να νοιώσουν ισχυροί, επιβαρύνουν με την απογοήτευση τους τα άτομα, τα οποία θεωρούν πιο αδύναμα – κάτι που στην ψυχολογία αποκαλείται «μετατόπιση της επιθετικότητας».
Επικρατεί ένα υπόγειο ρεύμα φόβου, το οποίο ξεκινάει από τον πανικό απέναντι σε τυχόν επαγγελματική αποτυχία, φθάνοντας έως ένα γενικότερο κοινωνικό «άγχος απειλής», εκ μέρους των άλλων. Οι συνεχείς αξιολογήσεις στο χώρο εργασίας οδηγούν στην απώλεια της αυτονομίας, καθώς επίσης σε μία αυξανόμενη εξάρτηση από εξωτερικές «νόρμες» – οι οποίες, εκτός των άλλων δεινών που προκαλούν, διαφοροποιούνται συνεχώς.
Τα παραπάνω οδηγούν στον «παιδισμό των εργαζομένων» – με την έννοια ότι, ενήλικοι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από παιδικά συναισθηματικά ξεσπάσματα, ενώ ακόμη και τα πιο ασήμαντα πράγματα τους προκαλούν φθόνο ή ζήλεια. Για παράδειγμα, σκέφτονται πως ο/η συνάδελφός του «πριμοδοτήθηκε» από την εταιρεία με μια καινούργια καρέκλα γραφείου, ενώ ο/η ίδια όχι – οπότε νιώθουν πως αδικούνται ή δεν αξίζουν τίποτα, φθονούν και ζηλεύουν.
Συχνά οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν «αναγκαστικά ψέματα» (white lies), εξαπατούν ο ένας τον άλλο, νοιώθουν ευχαρίστηση με την αποτυχία των συναδέλφων τους και «καλλιεργούν» μικροπρεπείς εκδικήσεις. Όλα αυτά είναι τα αποτελέσματα ενός συστήματος, το οποίο εμποδίζει μεθοδικά τους ανθρώπους να σκέφτονται ανεξάρτητα, υπεύθυνα, καθώς επίσης να αντιμετωπίζουν τους συναδέλφους τους στην επιχείρηση που εργάζονται ως ενηλίκους.
Η αυτοεκτίμηση
Η σημαντικότερη ζημία που προκαλείται στους εργαζομένους κάτω από το νεοφιλελεύθερο σύστημα, είναι αναμφίβολα η απώλεια της αυτοεκτίμησης τους. Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, η αυτοεκτίμηση των ανθρώπων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αναγνώριση τους εκ μέρους των άλλων – από εξωτερικούς παράγοντες δηλαδή.Το σημαντικότερο ερώτημα των ανθρώπων στην προκειμένη περίπτωση είναι το «ποιός με χρειάζεται» – ενώ, για έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό, η απάντηση είναι συνήθως η εξής: «κανένας».
Η σημερινή κοινωνία μας βέβαια ισχυρίζεται σταθερά ότι, ο καθένας μπορεί να τα καταφέρει, εάν κουραστεί αρκετά – εάν το προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις. Την ίδια στιγμή όμως, οχυρώνει, προστατεύει δηλαδή τα υφιστάμενα προνόμια όλο και περισσότερο, καταπιέζοντας με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό τα ήδη εξαντλημένα μέλη της.
Όλο και πιο πολλοί άνθρωποι λοιπόν δεν καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους από τον εαυτό τους – με αποτέλεσμα να νοιώθουν άσχημα, να αυτοκατηγορούνται, καθώς επίσης να ντρέπονται.
Περαιτέρω, ακούμε ξανά και ξανά πως είμαστε τόσο ελεύθεροι, όσο ποτέ μέχρι σήμερα, όσον αφορά τη διαμόρφωση του τρόπου ζωής μας. Εν τούτοις, εάν δεν εξασφαλίσει κανείς την ατομική του επιτυχία, η ελευθερία αυτή έχει πραγματικά πολύ στενά όρια – αφού, όποιος αποτύχει, χαρακτηρίζεται, «σφραγίζεται» καλύτερα ανεξίτηλα, ως αποτυχημένος. Συχνά δε ως εκμεταλλευτής, ο οποίος ζει εις βάρος των άλλων – «κακοποιώντας» παράλληλα τα κοινωνικά συστήματα ασφάλισης.
Η νεοφιλελεύθερη «αξιοκρατική» κοινωνία θέλει να μας πείσει πως η επιτυχία εξαρτάται από τις ατομικές προσπάθειες, καθώς επίσης από το έμφυτο ταλέντο – κάτι που οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά και μόνο στο άτομο, ολοκληρωτικά.
Κατ’ επακόλουθο, το κράτος πρέπει να επιτρέπει στους ανθρώπους όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ελευθερίες γίνεται, έτσι ώστε να μην εμποδίζονται στην επίτευξη των στόχων τους. Δεν έχει λοιπόν το ίδιο καμία ουσιαστικά ευθύνη.
.
Οι μύθοι της τελειότητας και της απεριόριστης ελευθερίας
Συνεχίζοντας, όσοι πιστεύουν στο μύθο των απεριόριστων επιλογών και των ελεύθερων αποφάσεων, εισπράττουν το μήνυμα ότι, η διοίκηση των ανθρώπων από τους ίδιους, καθώς επίσης η αυτόνομη οργάνωση της ζωής τους, αποτελούν την απόλυτη προτεραιότητα της Πολιτικής – ειδικά επειδή έτσι κερδίζεται ακόμη περισσότερη προσωπική ελευθερία.Όμως, αφενός μεν ο ισχυρισμός πως μπορεί να υπάρξει ο τέλειος άνθρωπος, εάν προσπαθήσει αρκετά, αφετέρου δε η ιδεολογία που υπερασπίζεται η Δύση, σχετικά με την απεριόριστη προσωπική ελευθερία, αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα ψέματα του 21ου αιώνα.
Το παράδοξο της εποχής μας δε έχει περιγραφεί πολύ όμορφα από έναν κοινωνιολόγο, ο οποίος είπε τα εξής: «Ποτέ δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχουμε νοιώσει περισσότερο αδύναμοι«.
Ολοκληρώνοντας, οι κάτοικοι της πλούσιας Ευρώπης είναι πράγματι πιο ελεύθεροι, σχετικά με το παρελθόν. Μπορούν να επικρίνουν τις θρησκείες, να έχουν την ερωτική ζωή που επιθυμούν, καθώς επίσης να ενισχύουν οποιαδήποτε πολιτική κίνηση θέλουν. Μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά, επειδή στην πραγματικότητα έχουν πάψει να σημαίνουν κάτι για τους ίδιους – λόγω του ότι λοιπόν πίσω από αυτό το είδος της ελευθερίας, κρύβεται ουσιαστικά η απόλυτη αδιαφορία τους για τα πάντα.
Την ίδια στιγμή, η καθημερινότητα τους είναι ένας συνεχής, αδιάκοπος πόλεμος εναντίον μίας απίστευτης γραφειοκρατίας – αφού υπάρχουν κανονισμοί για τα πάντα, πρόστιμα και φόροι που αυξάνονται συνεχώς, παράλληλα με την πολυπλοκότητα τους. Αυτή είναι δυστυχώς η ελευθερία τους – με τους περισσότερους να είναι κλεισμένοι στη σπηλιά του Πλάτωνα (άρθρο), αλυσοδεμένοι, χωρίς καν να το γνωρίζουν.
.
Επίλογος
Η υποτιθέμενη ελευθερία μας, σε μία εποχή που δεν μπορούμε καν να επιλέξουμε την πολιτική ηγεσία που επιθυμούμε, εάν δεν το επιτρέψει προηγουμένως η απολυταρχική, πέμπτη εξουσία, είναι συνδεδεμένη σαφώς με μία κεντρική προϋπόθεση: θα πρέπει να καταφέρουμε κάτι, να «καταξιωθούμε» δηλαδή στα μάτια του στενότερου ή ευρύτερου περιβάλλοντος μας.Εάν λοιπόν κανείς, παρά τις αξιόλογες σπουδές του, θεωρήσει σημαντικότερη την ασχολία με τα παιδιά του, αντί να κάνει καριέρα, θα πρέπει να υπολογίζει με τη σφοδρή κριτική των άλλων. Εάν κάποιος έχει μία καλή δουλειά, αλλά αρνείται την προαγωγή του, επειδή του αρέσει να ασχολείται και με άλλα πράγματα, με το διάβασμα, με το γράψιμο, με τη μουσική ή με τον αθλητισμό, αντιμετωπίζεται σαν σχιζοφρενής – εκτός εάν όλες οι υπόλοιπες ασχολίες του «υπηρετούν» το επάγγελμα ή/και τα εισοδήματα του.
Για τη σημερινή κοινωνία δε οι άνεργοι είναι είτε οκνηροί, είτε ανίκανοι, είτε και τα δύο μαζί – κάτι που πιστεύουν δυστυχώς και οι ίδιοι για τον εαυτό τους, όλο και περισσότεροι όσο περνάει ο χρόνος. Δυστυχώς δεν γνωρίζουν πως εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο στόχο: τη μείωση των μισθών, καθώς επίσης των κοινωνικών παροχών προς όφελος της ελίτ, η οποία είναι αδύνατη χωρίς τη «βοήθεια» της ανεργίας.
Ολοκληρώνοντας, ακούγονται καθημερινά «θρήνοι», οι οποίοι αφορούν την απώλεια των προτύπων μας (νόρμες), καθώς επίσης των ηθικών και λοιπών αξιών μας. Τα πρότυπα όμως και οι αξίες αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της προσωπικής και κοινωνικής μας ταυτότητας – οπότε είναι αδύνατον να χαθούν, αλλά μπορούν μόνο να αλλάξουν.
Ακριβώς αυτό έχει συμβεί λοιπόν: μία μεταβαλλόμενη μορφή Οικονομίας αντικατοπτρίζεται σε αλλαγμένες ηθικές αντιλήψεις, οι οποίες οδηγούν στη διαφοροποίηση της ταυτότητας μας. Το σημερινό οικονομικό σύστημα, ο νεοφιλελευθερισμός, φέρνει το χειρότερο μέρος του εαυτού μας στην επιφάνεια, στο φως – οπότε το μέλλον μας είναι μάλλον δυσοίωνο, εάν δεν καταπολεμηθεί η μεγάλη αυτή αρρώστια: η επάρατη συστημική νόσος.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου