του Κώστα Μελά
Σύμφωνα με έγκυρες
πηγές της ΤτΕ αποκλείεται κατηγορηματικά το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας μεγάλης
ενιαίας «κακής» τράπεζας στην οποία θα μεταφερθούν τα «κόκκινα» δάνεια του
τραπεζικού συστήματος. Όπως σημειώνουν, το ζήτημα εξετάστηκε αναλυτικά πριν από
δύο χρόνια όπου αποφασίστηκε ο γνωστός τρόπος ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού
συστήματος για προφανείς ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους (σχηματισμός 4
συστημικών τραπεζών, παραμονή των παλαιών διοικήσεων με βάση τις γνωστές
προϋποθέσεις ). Εντός αυτού του πλαισίου επίσης αποφασίστηκε ως καλύτερη
επιλογή η δημιουργία εσωτερικών μονάδων σε κάθε τράπεζα, η οποία ασχολείται
αποκλειστικά με το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Δηλαδή η λογική της
παραπάνω απόφασης συνίσταται στο εξής : ο κίνδυνος, το βάρος και οι ευκαιρίες
να μοιράζονται μεταξύ του δανειολήπτη και του πιστωτή.
Επίσης η ΤτΕ σημειώνει ότι οι
τράπεζες έχουν ενισχυθεί με το πακέτο των 40 δισ. ευρώ που διαχειρίζεται το
Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), αλλά και με 8,3 δις ευρώ από
ιδιωτικά κεφάλαια και ενδεχόμενη μεταφορά των προβληματικών δανείων σε
έναν νέο φορέα του Δημοσίου θα αποτελούσε μια διευθέτηση που θα ήταν σε βάρος
των συμφερόντων των φορολογουμένων. Μάλιστα κατά την άποψη αναλυτών κάτι
τέτοιο, απλά, θεωρείται σκάνδαλο.
Όμως όλα τα πράγματα στην οικονομία
κρίνονται από το αποτέλεσμα. Φαίνεται ότι παρά τις πολλαπλές ρυθμίσεις δανείων
στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων
συνεχίζει να αυξάνεται αγγίζοντας τα 80 δις ευρώ, με αποτέλεσμα να
υποβαθμίζεται περαιτέρω η ποιότητα του ενεργητικού τους. Επίσης οι
σχηματισθείσες προβλέψεις παρότι φαίνονται επαρκείς χρησιμοποιώντας τον
ευρύτερο (λιγότερο συντηρητικό σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα και τις οδηγίες
της EBA, ) ορισμό των μη επισφαλών δανείων, η κάλυψη δείχνει “αδύναμη” σε
σύγκριση με τον συνολικό όγκο των απομειωμένων δανείων.
Με απλά λόγια η λύση που
υιοθετήθηκε, δεν έχει αποδειχτεί επαρκής και αποτελεσματική ως προς τον στόχο.
Η συναινετική λύση μεταξύ δανειζομένων και δανειστών δεν έχει φέρει αποτέλεσμα.
Και τα δύο μέρη καλούν σε μεταβολή του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου σαφώς το
καθένα υπέρ των συμφερόντων τους.
Οι τράπεζες επιζητούν να πάρουν το
πάνω χέρι κυρίως μέσω των ριζικών αλλαγών του Πτωχευτικού Δικαίου καθώς
και την αναμόρφωση του Νόμου Κατσέλη επειδή εκτιμούν ότι
μόνο έτσι θα προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς οι αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και η
διαχείριση του χρέους των νοικοκυριών με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση
των κόκκινων δανείων.
Οι δανειολήπτες ζητούν αντιθέτως
ζητούν από «κούρεμα» μέχρι μεγάλες επιμηκύνσεις με μείωση επιτοκίων κτλ.
Η λογική που απορρέει από την
διαμορφωθείσα πραγματικότητα είναι μία:
Η αποτυχία της διευθέτησης μεταξύ
των δύο εμπλεκομένων μερών επιβάλλει την δραστική παρέμβαση του δημοσίου με
τους εξής στόχους:
-
Τη δραστική μείωση του βάρους που εξακολουθεί να φέρει το τραπεζικό σύστημα ,
οι παράγοντες της οικονομίας (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) και συνεπώς η
οικονομία συνολικά.
-
Το κύριο βάρος (κόστος) αυτής της απομείωσης θα πρέπει να φέρουν αναλογικά
οι δύο άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς με βασική επιδίωξη να μην χρειαστούν νέα
εποπτικά κεφάλαια για το τραπεζικό σύστημα.
-
Το δημόσιο αν χρειαστεί θα επωμισθεί ένα μέρος του κόστους ως ανταμοιβή για τις
θετικές επιδράσεις που η συγκεκριμένη ρύθμιση θα επιφέρει συνολικά στην
οικονομία. Άλλωστε θυμίζουν «κροκοδείλια» δάκρυα όσα υποστηρίζονται από την ΤτΕ
, ότι θα επέλθει επιβάρυνση των φορολογουμένων όταν ήδη έχουν επιβαρυνθεί με 40
δις ευρώ μάλιστα μέρος των οποίων δεν θα επανεισπραχθούνε , αλλά και
χωρίς το αναμενόμενο οικονομικό αποτέλεσμα.
Τώρα το ζήτημα είναι ο
αποτελεσματικότερος τρόπος που το δημόσιο πρέπει να επιβάλλει τη βούλησή του.
Διότι δεν μπορεί το δημόσιο να μην έχει άποψη για τον αναπτυξιακό ρόλο του
τραπεζικού συστήματος. Αν μπορεί με «εξωτερικό» τρόπο να επιβάλλει
αποτελεσματικές λύσεις στο τραπεζικό σύστημα , πχ μεγάλη χρονική
επιμήκυνση των στεγαστικών δανείων , μέχρι και 100 έτη , με μειώσεις επιτοκίων
και ατόκων περιόδων ή σαφές πλαίσιο εξυγίανσης των προβληματικών
επιχειρήσεων με υψηλά χρέη τότε δεν χρειάζεται η δημιουργία ενός νέου
ενδιάμεσου δημόσιου φορέα . Αν όμως όλα τα προηγούμενα δεν μπορούν να
επιβληθούν για διάφορους λόγους ο ενδιάμεσος φορέας θα είναι η τελευταία λύση.
Η ελληνική εμπειρία δυστυχώς δεν είναι ευνοϊκή για καμία από τις δύο λύσεις.
Απλά διότι δεν υπήρξε ποτέ η απαιτούμενη πολιτική βούληση για αποτελεσματική
επίλυση του προβλήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου