Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ισλαμικό Κράτος και Ισλαμική Τρομοκρατία

Νέα Κρήτη


Οι πολύνεκρες συνδυασμένες τρομοκρατικές επιχειρήσεις στο Παρίσι ήλθαν με δραματικό τρόπο να υπογραμμίσουν αυτό που και οι δυτικές κυβερνήσεις και η δυτική κοινή γνώμη έχουν την τάση να υποτιμούν: Δεν είναι αντιμέτωπες με μεμονωμένες επιθέσεις, οι οποίες αραιά και που ταράζουν την καθημερινότητα στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης. Πρόθεση της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι όχι απλώς να την διαταράξει, αλλά με όπλο τη διάχυση του φόβου να την αλλοιώσει.
Του Σταύρου Λυγερού
Τα δείγματα γραφής είναι πολλά για να υποβαθμισθεί το μήνυμά τους. Μετά την εμβληματική επιχείρηση εναντίον της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, το 2004 στη Μαδρίτη και το 2005 στο Λονδίνο είχαμε πολύνεκρες τυφλές επιθέσεις. Τις πρώτες ημέρες του 2015 είχαμε την αιματηρή επίθεση εναντίον του γαλλικού σατυρικού περιοδικού Charlie Hebdo, η οποία συνδυάσθηκε με κάποιες άλλες μικρότερης κλίμακας. Μόλις τον περασμένο Αύγουστο δύο Αμερικανοί στρατιώτες εμπόδισαν την τελευταία στιγμή τζιχαντιστή με καλάσνικωφ που ήταν έτοιμος να σκορπίσει τον θάνατο σε τρένο.
Η χρήση του όρου τρομοκρατία για όλα αυτά τα περιστατικά δεν είναι βεβαίως λανθασμένη. Βάζοντας, όμως, διαφορετικά πράγματα στο ίδιο τσουβάλι χάνουμε τον ειδικό χαρακτήρα αυτών των επιθέσεων. Η ισλαμική τρομοκρατία διαφέρει ποιοτικά και από την ακροαριστερή και από την ακροδεξιά τρομοκρατία, αλλά και από την τρομοκρατική δράση εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.

Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες τρομοκρατών, που διατηρούν κάποιου είδους ηθικούς φραγμούς, η ισλαμική τρομοκρατία δεν έχει την παραμικρή αναστολή. Η πυροδότηση του απόλυτου μίσους καταλύει όλους τους περιορισμούς που η Ανθρωπότητα έχει στην πορεία της ιστορίας θέσει για τους τρόπους διεξαγωγής των εχθροπραξιών.
Η ισλαμική τρομοκρατία δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς για τις απώλειες αθώων. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι δράστες θεωρούν ότι θυσιάζονται για έναν ιερό σκοπό δεν διστάζουν να συμπαρασύρουν στον θάνατο αμάχους, ακόμα και μικρά παιδιά. Στα μάτια τους, ο Δυτικός άνθρωπος είναι όχι μόνο "άπιστος", αλλά και εχθρός.
Το 2002, είχαμε την πολύνεκρη έκρηξη στο τουριστικό Μπαλί της Ινδονησίας. Το 2003, είχαμε τα δύο ζεύγη βομβιστικών επιθέσεων στην Κωνσταντινούπολη. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις μεταξύ των θυμάτων ήταν και μουσουλμάνοι. Όσοι τις σχεδίασαν και τις εκτέλεσαν απέδειξαν ότι θεωρούν αναλώσιμους και ανύποπτους ομόθρησκούς τους που έτυχε να βρίσκονται στον τόπο των εκρήξεων.
Όπως προαναφέραμε, την επόμενη χρονιά το μέτωπο του ασύμμετρου αυτού πολέμου μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Ευρώπης. Ήταν ένα μήνυμα ότι όποια ευρωπαϊκή χώρα είχε ευθυγραμμισθεί με την κυβέρνηση Μπους θα γινόταν στόχος. Παραλλήλως, αντίστοιχες επιθέσεις δέχθηκε και η Ρωσία (η αιματηρή κατάληψη του σχολείου στη Βόρεια Οσετία το 2004 και οι πολύνεκρες επιθέσεις των Τσετσένων στη Μόσχα) και η Ινδία (η αιματηρή επίθεση Πακιστανών τρομοκρατών στη Βομβάη το 2008). Κοινός παρονομαστής είναι ότι όλες αυτές οι επιθέσεις εντάσσονται στον "ιερό πόλεμο" (τζιχάντ) εναντίον όχι κάποιων κυβερνήσεων, αλλά εναντίον κοινωνιών.
Η ισλαμική τρομοκρατία αντλεί από τη δεξαμενή του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο οποίος είναι η ακραία εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ. Μία εκδοχή που κερδίζει συνεχώς έδαφος στο μουσουλμανικό τόξο που αρχίζει από το Μαρόκο και τη Νιγηρία και φθάνει μέχρι τις Φιλιππίνες. Υπενθυμίζουμε ότι το Ισλάμ είναι η θρησκεία του ενός πέμπτου των κατοίκων της Γης. Είναι επίσης η θρησκεία που επεκτείνεται με ταχύτερο ρυθμό διεθνώς, ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, εγκλωβισμένοι αφενός στο παιχνίδι των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, αφετέρου στον οριενταλισμό τους (βλέπουν την Ανατολή με δυτικούς παραμορφωτικούς φακούς) υποτίμησαν ανεπίτρεπτα τη θρησκευτική-πολιτισμική εχθρότητα του ισλαμικού φονταμενταλισμού προς τη Δύση και τον δυτικό τρόπο ζωής.
Στην πραγματικότητα, η ισλαμική τρομοκρατία αντιπροσωπεύει μία ασύμμετρη απειλή που παραπέμπει σε πόλεμο πολιτισμών. Εξ ου και το φαινόμενο δεν αποτελεί πτυχή του παραδοσιακού γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Μπορεί ορισμένες φορές να διασυνδέεται με αυτόν, αλλά τακτικά κι όχι στρατηγικά.
Για τους τζιχαντιστές εχθρός δεν είναι μόνο οι φορείς και οι μηχανισμοί ενός κράτους. Εχθρός είναι τα ιδεολογικά και αξιακά παρακλάδια του Διαφωτισμού, αλλά και κάποια κράτη-κοινωνίες που έχουν ανακηρυχθεί εχθροί. Η χρήση κάθε μέσου που καλλιεργεί τον τρόμο στον εχθρό, είναι θεμιτή. Γι' αυτό και δεν διστάζουν να καταφεύγουν τόσο στην τυφλή μαζική βία, όπως οι πρόσφατες επιθέσεις, όσο και στην τελετουργική βία, όπως οι βιντεοσκοπημένοι αποκεφαλισμοί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική σπάνια από μόνη της οδηγεί σε τόσο ακραίες συμπεριφορές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθοριστικό ρόλο παίζει η ύπαρξη του θρησκευτικού υπόβαθρου και η νομιμοποιημένη από το Ισλάμ έννοια του "ιερού πολέμου". Αυτό δεν σημαίνει ότι αιτία της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι το θρησκευτικό δόγμα. Μία τέτοια ταύτιση θα ήταν όχι μόνο άτοπη, αλλά και επικίνδυνη.
Από την άλλη πλευρά, όμως, εθελοτυφλούν όσοι στο όνομα της πολιτικής ορθότητας αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ των δύο. Δεν είναι τυχαίο ότι π.χ. κανένας Σέρβος δεν πραγματοποίησε επίθεση αυτοκτονίας, παρότι η χώρα του βομβαρδίσθηκε και ταπεινώθηκε από τις δυτικές δυνάμεις. Όπως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αιματηρές επιθέσεις των τζιχαντιστών γίνονται δεκτές με ικανοποίηση, αν όχι με ενθουσιασμό, από δεκάδες εκατομμυρίων απλών μουσουλμάνων σ' όλο τον κόσμο.
Η τάση ριζοσπαστικοποίησης των απανταχού μουσουλμάνων τροφοδοτεί τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και αυτός με τη σειρά του την ισλαμική τρομοκρατία. Τόσο στις μουσουλμανικές κοινωνίες όσο και στις μουσουλμανικές κοινότητες της Δύσης, οι φονταμενταλιστές όχι μόνο δεν είναι απομονωμένοι από τους υπόλοιπους σουνίτες, αλλά συχνά ισχύει το αντίθετο. Είναι πρόσωπα σεβαστά και με επιρροή.
Δεδομένου ότι οι τρομοκράτες κινούνται στους κύκλους των φονταμενταλιστών σαν τα ψάρια στο νερό, έχουν εξασφαλίσει ένα ζωτικό χώρο αφενός κάλυψης και ενίοτε προστασίας, αφετέρου αναπαραγωγής τους και στο ιδεολογικό επίπεδο και στο επίπεδο της στρατολόγησης. Είναι, άλλωστε, εξαιρετικά δυσχερής η διάκριση ανάμεσα σ' ένα φανατικό φονταμενταλιστή και σ' έναν επίδοξο τρομοκράτη.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, ενώ η πρώτη γενιά μουσουλμάνων μεταναστών είναι κατά κανόνα νομιμόφρων και εργάζεται σκληρά για να ριζώσει, η δεύτερη και τρίτη γενιά έχει συχνά την τάση να ριζοσπαστικοποιείται. Το σύνηθες είναι η προσχώρηση στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και ενίοτε στην ισλαμική τρομοκρατία.
Το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τον μουσουλμανικό κόσμο από τη Δύση και το παρελθόν της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας έχουν δημιουργήσει το υπόβαθρο μίας αντιπαράθεσης. Την τάση ριζοσπαστικοποίησης των απανταχού μουσουλμάνων τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, τροφοδότησαν αποφασιστικά οι σχετικά πρόσφατες επεμβάσεις της Δύσης και το αίσθημα  ταπείνωσης που αυτές προκαλούν.
Υπενθυμίζουμε ότι η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 λειτούργησε σαν καταλύτης για να τεθεί σε εφαρμογή η νεοσυντηρητική στρατηγική για την αναμόρφωση της Μέσης Ανατολής, η οποία είχε εκπονηθεί και δημοσιευθεί αρκετά χρόνια πριν. Έτσι μετά τη στρατιωτική επέμβαση εναντίον των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν το 2001 είχαμε τη στρατιωτική επέμβαση εναντίον του Σαντάμ Χουσεϊν.
Η απρόσμενη αντίσταση που συνάντησαν στο Ιράκ δεν επέτρεψε στον πρόεδρο Μπους να κάνει και τα επόμενα βήματα, να δρομολογήσει αντίστοιχες στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία και στο Ιράν. Όταν, όμως, ξέσπασε το κίνημα της "Αραβικής Άνοιξης", η Δύση άδραξε την ευκαιρία για να ανατρέψει το καθεστώς Άσσαντ στη Συρία, ενισχύοντας ποικιλοτρόπως τους αντιπάλους του, οι οποίοι κατά κανόνα είναι τζιχαντιστές.
Με την ίδια ελαφρότητα, η Δύση ανέτρεψε με στρατιωτική δράση το καθεστώς στη Λιβύη παρότι ο Καντάφι ουσιαστικά της είχε πλήρως παραδοθεί. Σήμερα, η Λιβύη έχει μετατραπεί σε μαύρη τρύπα και η Συρία σε πεδίο ατελείωτων πολεμικών συγκρούσεων. Το αποτέλεσμα είναι διπλό:
∙      Πρώτον, να έχουν γιγαντωθεί οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, φέρνοντας την Ευρώπη αντιμέτωπη με μία μη διαχειρίσιμη πρόκληση.
∙      Δεύτερον, ως αντίδραση να ενισχύεται ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και κατ' επέκτασιν η δεξαμενή από όπου αντλεί η ισλαμική τρομοκρατία.
Με τις επιθέσεις της, η ισλαμική τρομοκρατία επιδιώκει να προκαλέσει έναν ακήρυχτο πόλεμο πολιτισμών για να υποχρεώσει τον μουσουλμανικό κόσμο να περιχαρακωθεί και να εισέλθει μαζικά σε τροχιά αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με τη Δύση. Παρά τις αντιστάσεις που υπάρχουν στις μουσουλμανικές κοινωνίες, θα ήταν σφάλμα να υποτιμηθεί η επιρροή του ισλαμικού φονταμενταλισμού στη συλλογική συνείδηση αυτών των κοινωνιών.
Ταυτοχρόνως, οι πολύνεκρες και κατά κανόνα φανταιζί επιθέσεις των τζιχαντιστών μεγιστοποιούν την πολιτικοψυχολογική επίπτωση στη δυτική κοινή γνώμη. Λόγω της τεράστιας κάλυψης από τα διεθνή ΜΜΕ, αφήνουν βαθύτερη σφραγίδα. Προκαλούν μεγάλο θόρυβο κι ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια. Οι Δυτικοί τείνουν να πιστέψουν ότι η ισλαμική τρομοκρατία είναι ικανή να πλήξει στόχους όπου και όποτε θέλει.
Η ισλαμική τρομοκρατία δεν έχει επιδείξει μόνο φαντασία και πρωτοτυπία στις μεθόδους. Έχει επιδείξει και ένα πρωτοφανές για τα μέτρα του μουσουλμανικού κόσμου επίπεδο επιχειρησιακής οργάνωσης και πειθαρχίας. Και σ' αυτό έχει συμβάλει η νέα γενιά τζιχαντιστών, η οποία έχει γεννηθεί ή εκπαιδευθεί στη Δύση και μπορεί να κινείται άνετα στους κόλπους της.
Ο Mπιν Λάντεν είχε δηλώσει ότι εφεξής ο Δυτικός Κόσμος δεν θα μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Πράγματι, η διάχυτη αόρατη απειλή μετατρέπει τους ανθρώπους στις δυτικές μεγαλουπόλεις σε έρμαια του φόβου και κατ' αυτό τον τρόπο αποσταθεροποιεί την καθημερινότητά τους. Με άλλα λόγια, η ισλαμική τρομοκρατία είναι πρωτίστως εργαλείο ψυχολογικού πολέμου.
Η νέα γενιά τζιχαντιστών που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ διευρύνει πολύ τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ισλαμικού τρομοκρατικού δικτύου. Όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, τροφοδοτεί και ένα κύμα διάσπαρτων μικρής κλίμακας επιθέσεων εναντίον απροστάτευτων στόχων. Τέτοιες επιθέσεις έχουν ήδη λάβει χώρα και στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι προφανές ότι εάν γενικευθούν θα διαμορφώσουν ένα εφιαλτικό κλίμα μαζικής ανασφάλειας, το οποίο εκ των πραγμάτων θα διαταράξει την καθημερινότητα και θα λειτουργήσει σαν καταλύτης για τη συρρίκνωση των δημοκρατικών ελευθεριών. Δεν αποκλείεται καθόλου, μάλιστα, να προκληθεί ένα κύμα ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον απλών μουσουλμάνων και βεβαίως να διογκωθεί η επιρροή των ξενοφοβικών κομμάτων. Όλα δείχνουν, πάντως, ότι το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας έχει εισέλθει σε βαθιά κρίση.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η ισλαμική τρομοκρατία ήταν ταυτισμένη με την Αλ Κάιντα. Παρά την αντιτρομοκρατική εκστρατεία που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εξαπέλυσαν αμέσως μετά την 11ηΣεπτεμβρίου 2001 εναντίον της, η οργάνωση του Μπιν Λάντεν επιβίωσε, κυρίως επειδή δεν λειτουργεί ως πυραμιδοειδής ιεραρχικός μηχανισμός.
Στην πραγματικότητα, είναι η ομπρέλα ενός πλήθους ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων που είναι διεσπαρμένες σ' όλο σχεδόν τον μουσουλμανικό κόσμο και οι οποίες δρουν αποκεντρωμένα. Είναι, όμως, και το σημείο αναφοράς αυτοσχέδιων ομάδων φανατικών ισλαμιστών, οι οποίοι επιδιώκουν τα μιμηθούν τη δράση των "ηρώων" τους και να γίνουν κι αυτοί μάρτυρες.
Η Αλ Κάιντα προσφέρει στις τοπικές οργανώσεις την ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα και σε αρκετές περιπτώσεις την τεχνογνωσία του τρόμου και χρηματικούς πόρους. Σημαντική πηγή παραμένει το δίκτυο των μουσουλμανικών οργανισμών και φιλανθρωπικών ταμείων που χρηματοδοτεί αφειδώς η Σαουδική Αραβία. Ένα τμήμα αυτών των χρημάτων διοχετεύεται μέσα από πολυδαίδαλα κανάλια στη χρηματοδότηση της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Σήμερα, την πρώτη θέση στο πάνελ της ισλαμικής τρομοκρατίας κατέχει το Ισλαμικό Κράτος. Πρόκειται για ένα παρακλάδι της Αλ Κάιντα, το οποίο κατάφερε γρήγορα να υποσκελίσει τη μητρική οργάνωση. Ιδρυτής και ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους, που διεκδίκησε για τον εαυτό του τον ρόλο του Χαλιφάτου, είναι ο πολέμαρχος Αλ Μαγκντάντι από τη Σαμάρα του Ιράκ. Ο Αλ Μπαγκντάντι είχε συλληφθεί από τους Αμερικανούς το 2004 και έχει φυλακισθεί. Το 2010 κατάφερε να ηγηθεί του κλάδου της Αλ Κάιντα στο Ιράκ, αφού τέσσερα χρόνια πριν είχε σκοτωθεί ο εκεί αρχηγός του Αλ Ζαρκάουι.
Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στη Συρία, η οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι στρατεύθηκε στον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος Άσσαντ και διακρίθηκε για τις ακραίες μεθόδους της και για την προσέλκυση τζιχαντιστών από άλλες χώρες. Η ραγδαία ανάπτυξή της στη Συρία την έφερε σε ανταγωνισμό με το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα, την οργάνωση Αλ Νούσρα.
Ο ανταγωνισμός αυτός υποχρέωσε τον διάδοχο του Μπιν Λάντεν στην ηγεσία της Αλ Κάιντα Αλ Ζαουάχρι να παρέμβει και να ζητήσει από τον Αλ Μπαγκντάντι να περιορίσει τη δράση του στο Ιράκ. Αυτός διαφώνησε, με αποτέλεσμα να αποκηρυχθεί και οι δρόμοι τους να χωρίσουν.
Σε αντίθεση με την Αλ Κάιντα, η οποία λειτουργεί ως ένα σχεδόν παγκόσμιο τρομοκρατικό δίκτυο, το Ισλαμικό Κράτος εξαρχής επιδίωξε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις σουνιτικές περιοχές στη Συρία και στο Ιράκ και να δημιουργήσει υβρίδια κρατικών δομών, αδιαφορώντας για τα υφιστάμενα σύνορα. Κατάφερε, μάλιστα, να καταλάβει αρκετές σουνιτικές πόλεις στη Συρία και να δημιουργήσει κρατικές δομές με κέντρο την πόλη Ράκα στη βορειοανατολική Συρία.
Η ταχεία γιγάντωση του Ισλαμικού Κράτους κατέστη δυνατή, λόγω της δυτικής ανοχής και συχνά υποστήριξης. Επιδιώκοντας την ανατροπή του καθεστώτος Άσσαντ, η Δύση επανέλαβε το λάθος που είχε στο παρελθόν διαπράξει στο Αφγανιστάν. Υπενθυμίζουμε ότι για να ανατρέψει το τότε φιλοσοβιετικό καθεστώς είχε χρηματοδοτήσει, εκπαιδεύσει και εξοπλίσει τους Ταλιμπάν και τους φανατικούς ισλαμιστές μαχητές που στη συνέχεια συγκρότησαν την Αλ Κάιντα. Το φίδι που οι Δυτικοί έτρεφαν στον κόρφο τους γύρισε και τους δάγκωσε. Το ίδιο συνέβη και με το Ισλαμικό Κράτος.
Όταν εκδηλώθηκε η σουνιτική εξέγερση στη Συρία, για να μη φανεί ότι βοηθάει φανατικούς ισλαμιστές, η Δύση βάφτισε το κρέας ψάρι. Εμφανιζόταν να βοηθάει τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, ενώ ήταν κοινό μυστικό ότι αυτό το καπέλο κατά κανόνα κάλυπτε τζιχαντιστές. Η μεγάλη πλειονότητα των μαχητών εντός της Συρίας ήταν μέλη του Ισλαμικού Κράτους, της Αλ Νούσρα (τοπικός κλάδος της Αλ Κάιντα) και άλλων μικρότερων οργανώσεων.
Με την ανοχή της Ουάσιγκτον, οι σουνιτικές οργανώσεις τζιχαντιστών χρηματοδοτούνταν και εξοπλίζονταν από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ και υποστηρίζονταν ποικιλοτρόπως από τη νεοοθωμανική Τουρκία του Ερντογάν. Το επιβεβαιώνουν εκθέσεις του Στέητ Ντηπάρτμεντ και του βρετανικού Φόρεϊν Όφις, αλλά και αποκαλυπτικά δημοσιεύματα. Πριν λίγες ημέρες στη σύνοδο κορυφής των G20 στην Αττάλεια, μάλιστα, ο πρόεδρος Πούτιν παρουσίασε δορυφορικές φωτογραφίες που αποδεικνύουν ότι χώρες-μέλη του G20 υποστηρίζουν το Ισλαμικό Κράτος.
Τα χρήματα και τα όπλα που επισήμως προορίζονταν για τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, κατά κανόνα κατέληγαν σε οργανώσεις τζιχαντιστών. Έχει δημοσιευθεί φωτογραφία (Μάιος 2013) που δείχνει τον Αμερικανό γερουσιαστή Μακ Κέιν (πρώην υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία των ΗΠΑ) να συνομιλεί με ηγετικά στελέχη του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, μεταξύ των οποίων ήταν και ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους!
Οι Αμερικανοί επιδίωξαν την ανατροπή του καθεστώτος Άσσαντ κυρίως για να εκριζώσουν το μοναδικό ρωσικό έρεισμα στη Μεσόγειο. Οι Ισραηλινοί το επιδιώκουν για να κόψουν τον διάδρομο που συνδέει το Ιράν με τη σιιτική Χεζμπολά του Λιβάνου μέσω των σιιτών του Ιράκ και της Συρίας του Άσσαντ. Πιστεύουν ότι μόνο έτσι μπορούν να αποδυναμώσουν τη Χεζμπολά, τη μόνη ένοπλη οργάνωση που κατάφερε να αναχαιτίσει τον ισραηλινό στρατό (2006).
Οι νεοοθωμανοί του Ερντογάν το επιδιώκουν για να εντάξουν στη σφαίρα επιρροής τους τη μετά-Άσσαντ Συρία. Τέλος, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα άλλα εμιράτα του Κόλπου το επιδιώκουν για να δημιουργήσουν μία σουνιτική Συρία και κατ' αυτό τον τρόπο να περιορίσουν την επιρροή της Τεχεράνης.
Παρά τις προσδοκίες όλων των παραπάνω για γρήγορη ανατροπή του καθεστώτος Άσσαντ, αυτό αντέχει παρότι έχει χάσει τον έλεγχο μεγάλου μέρους της επικράτειας. Η πρόσφατη ρωσική στρατιωτική επέμβαση, μάλιστα, αποδυνάμωσε σημαντικά τους αντικαθεστωτικούς, γεγονός που εκ των πραγμάτων ωθεί και τη Δύση να διαπραγματευθεί μία πολιτική λύση.
Όταν, όμως, ακόμα η Δύση είχε προτεραιότητα την ανατροπή του καθεστώτος Άσσαντ, ουσιαστικά ανεχόταν τις οργανώσεις τζιχαντιστών. Σ' εκείνο το τοπίο, έχοντας αποκτήσει πολεμική πείρα, σύγχρονο δυτικό οπλισμό, γρήγορα οχήματα μεταφοράς και αρκετά χρήματα το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε μεγάλες περιοχές της Συρίας και στη συνέχεια στράφηκε προς τις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ.
Εκμεταλλευόμενο αφενός την εχθρότητα του σουνιτικού πληθυσμού προς τη σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης, αφετέρου το χαμηλό ηθικό και τη στατικότητα των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων, το Ισλαμικό Κράτος συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στον εκάστοτε στόχο, ώστε τα πλήγματα να είναι συντριπτικά. Έτσι, κατέλαβε τη Φαλούτζα (Ιανουάριος 2014) και άλλες πόλεις του δυτικού και κεντρικού Ιράκ, αποκομίζοντας χρήματα και σύγχρονο οπλισμό.
Η Μοσούλη ουσιαστικά παραδόθηκε. Παρότι την υπεράσπιζε ένα ολόκληρο σώμα του ιρακινού στρατού (περίπου 60.000 άνδρες) κατελήφθη από 2.500 τζιχαντιστές! Η κατάληψη της δεύτερης σε μέγεθος πόλης του Ιράκ ήταν ένα ποιοτικό άλμα σε πολλά επίπεδα για την οργάνωση του Αλ Μπαγκντάτι. Απέκτησε τον σύγχρονο αμερικανικό οπλισμό του ιρακινού σώματος στρατού που έδρευε στη Μοσούλη. Έβαλε στο χέρι τα αποθέματα του παραρτήματος της κεντρικής τράπεζας του Ιράκ (δηνάρια αξίας περίπου 450 εκατομμυρίων δολαρίων) και έθεσε υπό τον έλεγχό του τις πετρελαιοπηγές της περιοχής.
Μετά την κατάληψη της Μοσούλης, το Ισλαμικό Κράτος μπορεί να αυτοχρηματοδοτείται. Σύμφωνα με δυτικές πηγές, ελέγχει 13 κοιτάσματα πετρελαίου στο Ιράκ και επτά στη Συρία με ημερήσια παραγωγή πάνω από 120.000 βαρέλια. Ελέγχει, επίσης, πολλά κοιτάσματα φυσικού αερίου, μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο κοίτασμα του Ιράκ. Τέλος, ελέγχει πολλούς φυσικούς πόρους και μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης.
Το Ισλαμικό Κράτος ελέγχει στη Συρία και στο Ιράκ μία έκταση λίγο μικρότερη από τη Γαλλία, στην οποία ζει ένας πληθυσμός περίπου 10 εκατομμυρίων. Σύμφωνα με δυτικές πηγές, ελέγχει περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ο ετήσιος προϋπολογισμός του είναι της τάξεως των δύο δισεκατομμυρίων.
Μόνο από το λαθρεμπόριο πετρελαίου που διεξάγεται μέσω Τουρκίας και δευτερευόντως μέσω Λιβάνου (κατά δήλωση και του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κέρι), υπολογίζεται ότι εισπράττει περίπου τρία εκατομμύρια δολάρια ημερησίως. Σ' αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα έσοδα από τους κάθε είδους φόρους, από λύτρα, από το δουλεμπόριο (πωλήσεις "απίστων") και από την πώληση αρχαιοτήτων.
Το Ισλαμικό Κράτος διοικείται από μία επιτροπή ανώτατων στελεχών του, τα οποία έχουν υπουργικές αρμοδιότητες. Η τοπική διοίκηση έχει αφεθεί στους παραδοσιακούς τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι έχουν δηλώσει υποταγή και συνεργάζονται με το νέο καθεστώς.
Στις περιοχές που ελέγχει, έχει επιβάλει τον ισλαμικό νόμο (σαρία) και έχει αλλάξει το πρόγραμμα εκπαίδευσης των μαθητών. Στις σουνιτικές περιοχές έχει οργανώσει ένα υβρίδιο κοινωνικού κράτους, το οποίο έχει ενισχύει τη λαϊκή υποστήριξη προς το Ισλαμικό Κράτος. Σε περιοχές που υπάρχουν χριστιανικές, σιιτικές και κουρδικές κοινότητες οι τζιχαντιστές ασκούν πολιτική εθνικής κάθαρσης. Όσοι χριστιανοί γίνονται ανεκτοί πληρώνουν ειδικό φόρο.
Λόγω των επιτυχιών της, η οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι απέκτησε υπόσταση και τεράστιο κύρος στους απανταχού φανατικούς ισλαμιστές. Χιλιάδες νέοι σουνίτες έσπευσαν να ενταχθούν στις γραμμές της. Η CIA υπολόγισε ότι το 2014 διέθετε περίπου 30.000 έμπειρους μαχητές, εκ των οποίων οι 12.000 προέρχονται από 74 χώρες (εκτός Ιράκ και Συρίας). Με τη στρατιωτική αυτή δύναμη, ο Αλ Μπαγκντάτι, που αυτοαναγορεύθηκε σε χαλίφη Ιμπραχήμ, έφθασε να πιέζει στρατιωτικά και το κουρδικό κρατίδιο στο βόρειο Ιράκ και την ίδια τη Βαγδάτη.
Για να εδραιώσει τη φήμη του και να σπείρει τον φόβο στη Δύση, ο Αλ Μπαγκντάτι χρησιμοποιεί και το επικοινωνιακό όπλο των τελετουργικών αποκεφαλισμών. Τα σχετικά βίντεο έφεραν σε πρώτο πλάνο μία εφιαλτική πραγματικότητα που μέχρι τότε η Δύση σχεδόν έκανε πως δεν βλέπει. Μ' αυτή την έννοια, η πρακτική αυτή μετατράπηκε σε πολιτικό μπούμεραγκ. Το σοκ της δυτικής κοινής γνώμης υποχρέωσε και την Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διαφοροποιήσουν τη μέχρι τότε ανεκτική στάση τους.
Η ανοχή τους δεν πήγαζε μόνο από την απροθυμία του Ομπάμα να εμπλέξει και πάλι τις ΗΠΑ στο ναρκοπέδιο της Μέσης Ανατολής. Πήγαζε και από το γεγονός ότι ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς Άσσαντ και να απομονώσουν το Ιράν. Γι' αυτό και εμμέσως ευνοούσαν την κατάρρευση των συνόρων και τη δημιουργία μίας σουνιτικής κρατικής οντότητας στην ανατολική Συρία και στο δυτικό Ιράκ.
Δεν επιθυμούν, βεβαίως, την οντότητα αυτή να την ελέγχουν οι τζιχαντιντές του Αλ Μπαγκντάντι. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι μετριοπαθείς αντικαθεστωτικοί έχουν αμελητέα παρουσία στα πεδία των μαχών εντός της Συρίας, ενώ χωρίς επιρροή είναι και οι μετριοπαθείς σουνίτες στο Ιράκ.
Υπό την πίεση της κοινής γνώμης, οι Αμερικανοί αναγκάσθηκαν να αλλάξουν προτεραιότητες και να αναζητήσουν τοπικές συμμαχίες. Στην πραγματικότητα, όμως, αδυνατούν να επιβάλλουν μία νέα βιώσιμη τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπηρετούν αντιφατικούς στόχους. Για να ανατρέψουν το καθεστώς Άσσαντ ανέχονταν το Ισλαμικό Κράτος και όταν αυτό προκάλεσε με τους τελετουργικούς αποκεφαλισμούς επιδίωξαν να το αποδυναμώσουν, αλλά όχι να το εξαλείψουν.
Με το κοινό ανακοινωθέν της Τζέντα το 2014 οι Αμερικανοί υποχρέωσαν τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου να συμμετάσχουν έστω και συμβολικά στη συμμαχία των προθύμων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Εκτός αυτού, πίεσαν και τον Ερντογάν να σταματήσει να υποστηρίζει εμμέσως πλην σαφώς τους τζιχαντιστές. Ο μέχρι πρότινος Αμερικανός πρεσβευτής στη  Άγκυρα Ρικιαρντόνε το δήλωσε δημοσίως. Παρότι, όμως, θεωρούν την Τουρκία περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης, οι Δυτικοί συνεχίζουν να την θεωρούν κομβικό κράτος για την πολιτική τους.
Ας σημειωθεί ότι η Άγκυρα δεν έχει χαρακτηρίσει το Ισλαμικό Κράτος τρομοκρατική οργάνωση και παρά τις πιέσεις αρχικά αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διεθνή συμμαχία εναντίον του. Ο αρχηγός της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας ΜΙΤ Φιντάν έχει με δήλωσή του φανερώσει την άτυπη συμπόρευση μεταξύ των νεοοθωμανών και των τζιχαντιστών.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ δυτικών και τουρκικών ΜΜΕ, στην τουρκική επικράτεια λειτουργούν άτυπα κέντρα στρατολόγησης τζιχαντιστών (στο Χατζή Μπαϊράμ της Άγκυρας και στο Φατίχ της Πόλης), βάσεις επιμελητείας (στη συνοριακή ζώνη) και νοσοκομείο για την περίθαλψη τραυματιών τζιχαντιστών (στο Σαχίνμπεη του νομού Γκαζιαντέπ). Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, πως οι φανατικοί ισλαμιστές που πηγαίνουν από το εξωτερικό για να πολεμήσουν στις γραμμές του Ισλαμικού Κράτους εισέρχονται στη Συρία κατά κανόνα από την Τουρκία.
Η ποικιλότροπη τουρκική υποστήριξη δεν οφείλεται μόνο στο νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό των Ερντογάν και Νταβούτογλου. Έχει και έναν ειδικότερο στόχο: τη στρατιωτική συντριβή της κουρδικής κρατικής οντότητας στη βόρειο Συρία, η οποία ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό πολιτικά από το ΡΚΚ. Η Άγκυρα έχει ζητήσει από το Ισλαμικό Κράτος να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Αυτός είναι ο λόγος που οι τζιχαντιστές πολιόρκησαν και βομβάρδισαν με μανία τον στρατηγικής σημασίας κουρδικό θύλακο Κομπάνι.
Οι Κούρδοι της Συρίας, αλλά και το ΡΚΚ κήρυξαν πανστρατιά για να αναχαιτίσουν την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους. Εάν το Κομπάνι έπεφτε, θα αποκλειόταν και θα έπεφτε στα χέρια των τζιχαντιστών και ο δυτικότερος κουρδικός θύλακος. Θα έμενε μόνο ο ανατολικός θύλακος του Καμισλί, ο οποίος για να επιβιώσει θα ήταν υποχρεωμένος να προσαρτηθεί στο κουρδικό κρατίδιο του Μπαρζανί στο βόρειο Ιράκ. Αυτό ακριβώς επιδίωκε η Άγκυρα.
Αν και στις επιθέσεις του το Ισλαμικό Κράτος χρησιμοποίησε τανκς και βαρύ αμερικανικό οπλισμό δεν τα κατάφερε. Πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος, οι Κούρδοι όχι μόνο απέκρουσαν τις επιθέσεις, αλλά και απώθησαν τους πολιορκητές. Πριν μερικές ημέρες, μάλιστα, κατέλαβαν μία στρατηγικής σημασίας πόλη, η οποία ελέγχει την οδική αρτηρία και αποκόπτει τις επαρχίες που ελέγχουν οι τζιχαντιστές στη Συρία από αυτές που ελέγχουν στο Ιράκ.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι δυτικές αεροπορικές επιθέσεις είχαν αντικειμενικό σκοπό να αποδυναμώσουν κι όχι να εξουδετερώσουν το Ισλαμικό Κράτος. Και όχι μόνο αυτό. Οι βομβαρδισμοί ήταν σχεδιασμένοι, ώστε να κατευθύνουν τη δράση των τζιχαντιστών εναντίον του καθεστώτος Άσσαντ και όχι εναντίον των Κούρδων ή άλλων αντικαθεστωτικών οργανώσεων.
Αντιδρώντας στην πίεση, το Ισλαμικό Κράτος εγκατέλειψε την αρχική επιλογή του να περιορίζει τη δράση του στη Μέση Ανατολή. Υιοθέτησε τη στρατηγική της Αλ Κάιντα για μεταφορά του μετώπου στην Ευρώπη μέσω τρομοκρατικών επιθέσεων. Τα πράγματα πήραν νέα τροπή όταν η Μόσχα παρενέβη στρατιωτικά στο συριακό μέτωπο. Οι ρωσικές αεροπορικές επιθέσεις διαφοροποίησαν τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του καθεστώτος Άσσαντ. Η Δύση αντέδρασε κατηγορώντας τους Ρώσους, αλλά υποχρεώθηκε να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα.
Ως απάντηση στα ισχυρά πλήγματα που δέχεται, το Ισλαμικό Κράτος κλιμάκωσε την τρομοκρατική δράση του. Κατάφερε να τινάξει στον αέρα το ρωσικό πολιτικό αεροσκάφος που εκτελούσε πτήση από αιγυπτιακό θέρετρο. Και λίγες ημέρες μετά εξαπέλυσε τις συνδυασμένες πολύνεκρες επιθέσεις στο Παρίσι.
Με πολιτικούς όρους, η διπλή αυτή επίθεση εξελίσσεται σε μπούμεραγκ για την οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι. Στην πραγματικότητα, μπόρεσε να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί ως κρατικό μόρφωμα, επειδή της άφηνε χώρο ο νεοψυχροπολεμικός ανταγωνισμός της Δύσης με τη Ρωσία. Με τις επιθέσεις του, το Ισλαμικό Κράτος εξωθεί τους δύο γεωπολιτικά ανταγωνιστές να συνεργασθούν εναντίον του.
Η Γαλλία ήταν η χώρα που έθετε με ανελαστικό τρόπο ως όρο την ανατροπή του καθεστώτος Άσσαντ. Τώρα πλέον προσανατολίζεται προς μία πολιτική λύση, η οποία με κάποιον τρόπο θα συμπεριλαμβάνει και το καθεστώς Άσσαντ, αν όχι τον ίδιο προσωπικά. Η προσέγγιση με τη Ρωσία ευνοεί διπλωματικά τον Πούτιν, αλλά για το Παρίσι δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Εκτός των άλλων, ο Ολάντ είναι αντιμέτωπος και με τις τοπικές εκλογές του Δεκεμβρίου.
Μετά από όσα έχουν μεσολαβήσει, πάντως, είναι πολύ δύσκολο η Συρία να ξαναγίνει ενιαίο κράτος. Όχι μόνο λόγω των ερειπίων που έχουν συσσωρευθεί, αλλά και επειδή από τις πολεμικές συγκρούσεις έχουν προκύψει νέες οντότητες, όπως η κουρδική στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Εάν η Δύση συμφωνήσει με τη Ρωσία θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το Ισλαμικό Κράτος. Δεν θα καταφέρει να επιβιώσει ως κρατικό μόρφωμα και θα εκπέσει σ' ένα ισλαμικό τρομοκρατικό δίκτυο, όπως η Αλ Κάιντα. Η ήττα του αυτή δεν θα απαλλάξει τα επόμενα χρόνια τη Δύση από τρομοκρατικές επιθέσεις.
Όσο αποτελεσματικές και αν είναι οι υπηρεσίες ασφαλείας και όσο αυστηρά μέτρα ελέγχου κι αν ληφθούν, είναι απίθανο να αποτρέπεται και το 100% των επιθέσεων. Πολύ περισσότερο που οι τζιχαντιστές είναι και εντός των τειχών, γεγονός που διευρύνει πολύ τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ισλαμικού τρομοκρατικού δικτύου. Επιβεβαιώνεται η πρόβλεψη πως όταν εξάγεις "ανθρωπιστικούς πολέμους" αναπόφευκτα θα εισάγεις τρομοκρατία και προσφυγικά ρεύματα. Η παγκοσμιοποίηση, άλλωστε, είναι Ιανός, έχει δύο πρόσωπα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου