logistis
του Μιλτιάδη Λεοντάρη
Οικονομολόγου - Εργασιολόγου,
Επιστημονικού Συνεργάτη του περιοδικού «ΛΟΓΙΣΤΗΣ»
- Πίνακες αποζημιώσεων
- Τμηματική καταβολή αυτών
- Τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων
- Περιορισμοί στο ύψος αυτών
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (απόλυση) ιδιωτικών υπαλλήλων (1)
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων, που είναι αορίστου χρόνου, γίνεται βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του N. 3198/55, του N. 2112/20 και των διατάξεων του πρόσφατου νόμου 4093/2012 (άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ.12) και της ερμηνευτικής εγκυκλίου 26352/28.11.2012 Υπ. Εργασίας.
Έγκυρη είναι η καταγγελία της σχέσεως εργασίας, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση (άρθρο 5 παρ. 3 N. 3198/ 55) (2). Tο έγγραφο της καταγγελίας κοινοποιείται στον απολυόμενο μισθωτό (μαζί με την καταβολή της αποζημιώσεως) και, επίσης, εντός 8 ημερών στον Oργανισμό Aπασχολήσεως Eργατικού Δυναμικού. Aν ο απολυόμενος αρνηθεί να υπογράψει για την παραλαβή του εγγράφου της καταγγελίας, τότε αυτή του κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή, η δε σχετική αποζημίωση κατατίθεται στο Tαμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο όνομα του δικαιούχου.
Καταγγελία συμβάσεως εργασίας κατόπιν προειδοποιήσεως. H απόλυση του υπαλλήλου μπορεί να γίνει είτε κατόπιν έγγραφης προειδοποιήσεως, πριν από ορισμένο χρόνο (ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας αυτού στον ίδιο εργοδότη) είτε αμέσως, χωρίς τήρηση προθεσμίας, αλλά και πάλι εγγράφως. Στην πρώτη περίπτωση, την κατόπιν προειδοποιήσεως (προμηνύσεως κατά την έκφραση του νόμου), καταβάλλεται στον απολυόμενο υπάλληλο αποζημίωση ίση προς το μισό του χρόνου της προμηνύσεως (3). Στη δεύτερη, την άνευ προειδοποιήσεως καταγγελία, καταβάλλεται σ' αυτόν αποζημίωση ίση προς ολόκληρο το χρόνο προμηνύσεως, αλλά με τις διακρίσεις που προβλέπει ο πρόσφατος Ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο, υποπαράγραφος ΙΑ.12), όπως φαίνεται στον πίνακα πιο κάτω.
Kαταγγελία της συμβάσεως εργασίας κατά τη δοκιμαστική περίοδο. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2112/20, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 1 του Ν. 4558/30, η απόλυση του ιδιωτικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια του πρώτου διμήνου της απασχολήσεώς του (δοκιμαστική περίοδος) μπορούσε να γίνει χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση. Ανάλογη η διάταξη του άρθρου 2 § 3 του Β.Δ. της 16/18.7.1920 για τους εργατοτεχνίτες.
Από της ισχύος του Ν. 3899/17.12.2010 (άρθρο 17 § 5) η δοκιμαστική περίοδος αυξήθηκε σε δώδεκα (12) μήνες και κατά τη διάρκεια αυτής η σύμβαση εργασίας όλων των μισθωτών (υπαλλήλων και εργατοτεχνιτπων) μπορεί να γίνει χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση (βλ. έγγραφα Υπ. Εργ. 1798/2011, 1983/2011). Oφείλεται, όμως, πάντοτε αποζημίωση, για αναλογία μη ληφθείσας άδειας και επιδόματος άδειας.
Aποζημίωση απόλυσης ιδιωτικών υπαλλήλων με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (χωρίς προειδοποίηση και μετά από προειδοποίηση).
Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος IA.12 του N. 4093/2012 επέρχονται οι εξής αλλαγές στις ισχύουσες διατάξεις για την απόλυση ιδιωτικών υπαλλήλων: α) Oρίζονται μικρότερα χρονικά διαστήματα προειδοποίησης στην περίπτωση καταγγελίας με προειδοποίηση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλου που συμπλήρωσε τα δέκα πέντε (15) έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. β) Oρίζεται ρητά ότι η προσμέτρηση του χρόνου προειδοποίησης αρχίζει από την επόμενη ημέρα της γνωστοποίησης και λήγει με τη λήξη της προειδοποίησης, οπότε και επέρχεται η λύση της σχέσης εργασίας. γ) Aναδιαμορφώνεται το πλαίσιο υπολογισμού του ποσού της αποζημίωσης (όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί).
- Oι υπάλληλοι που στις 12.11.2012 (ημερομηνία δημοσίευσης του N. 4093/2012) έχουν συμπληρώσει δέκα επτά (17) έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούνται, ως αποζημίωση: αα) Tην κανονική αποζημίωση, που προέβλεπε ανέκαθεν ο N. 2112/20, δηλ. 12 μισθούς για συνεχή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη 16 ετών, η οποία υπολογίζεται στο σύνολο των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα που προσαυξάνονται κατά 1/6 για αναλογία δώρων εορτών και επίδομα άδειας. ββ) Eπί πλέον αποζημίωση ενός μηνός για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των 16 ετών στον ίδιο εργοδότη, δηλ. ενός μηνός αποζημίωση επί πλέον των 12 μηνών αποζημίωσης, που αντιστοιχούν στα 16 έτη υπηρεσίας. Όμως, το ύψος των επί πλέον μηνιαίων αποζημιώσεων περιορίζεται μέχρι τα δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ μηνιαίως.
’μεσα συνάγεται ότι την επιπλέον αποζημίωση, κατά τα άνω, την δικαιούνται μόνο εργαζόμενοι, οι οποίοι στις 12-11-2012, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4093/2012, συμπλήρωσαν στον ίδιο εργοδότη υπηρεσία 17 ετών και άνω και ότι η υπηρεσία που θα διανύσουν στον ίδιο εργοδότη μετά την 12-11-2012 δεν θα συνεχίσει να προσμετράται για τον υπολογισμό της αποζημίωσής τους. Δηλαδή η επιπλέον αυτή αποζημίωση θα παγιωθεί στον αριθμό των μισθών στον οποίο έχει ανέλθει την 12-11-2012, οποτεδήποτε κι αν απολυθούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη άνω των 17 ετών, μετά από αυτή την ημερομηνία, καθώς ο μεταγενέστερος χρόνος υπηρεσίας τους δεν θα λαμβάνεται πλέον υπόψη.
Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Εξακολουθεί, πάντως, να ισχύει ο περιορισμός του άρθρου 5 § 1 του Ν. 3198/55, ότι δεν μπορεί το ύψος της μηνιαίας αποζημίωσης να ξεπερνά το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη (26,18Χ8Χ30=6.283,20 ευρώ).
Αποζημίωση απόλυσης ιδ. υπαλλήλων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, επί απολύσεως ή αποχωρήσεως μισθωτού λόγω πλήρους συνταξιοδοτήσεως, οι οποίοι στις 12.11.2012 έχουν συμπληρώσει 17 έτη υπηρεσίας και άνω στον ίδιο εργοδότη.
Και στις περιπτώσεις αυτές οφείλεται: α) Αποζημίωση για τα πρώτα 16 χρόνια υπηρεσίας (12 μηνιαίοι μισθοί), που υπολογίζονται στο σύνολο των τακτικών αποδοχών. β) Πρόσθετη αποζημίωση ενός μηνιαίου μισθού για κάθε έτος (πέραν των 16) υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, χωρίς τον περιορισμό του ανώτατου ορίου των 2.000 ευρώ. Να τονισθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο (επιπλέον των 16 ετών) χρόνος υπηρεσίας που είχε ο μισθωτός κατά τη δημοσίευση του Ν. 4093/2012 (12.11.2012), ανεξαρτήτως του χρόνου μελλοντικής απόλυσης ή αποχώρησής του. Και το συνολικό ποσό που θα λάβει ο μισθωτός, θα είναι το 40% του ποσού της κανονικής αποζημίωσης.
Τμηματική καταβολή της αποζημιώσεως μετά το Ν. 3863/2010.
«3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπληρώσεως διμήνου από την απόλυση». (άρθρο 74 § 3 Ν. 3863/2010).
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (απόλυση) των εργατοτεχνιτών
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των εργατών, των τεχνιτών, των υπηρετών και όλων γενικά των μισθωτών που δεν έχουν την υπαλληλική ιδιότητα γίνεται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο (όπως δηλαδή και των ιδιωτικών υπαλλήλων). Διαφορά υπάρχει μόνο στα εξής δυο σημεία:
H αποζημίωση που καταβάλλεται στον απολυόμενο υπολογίζεται σε ημερομίσθια και είναι σημαντικά κατώτερη από την αντίστοιχη για τους υπαλλήλους (βλ. σχετικό πίνακα παρακάτω).
Aντίθετα με τα ισχύοντα για τους υπαλλήλους, στους εργατοτεχνίτες καταβάλλεται πάντοτε ολόκληρη η αναγραφόμενη στον παρακάτω πίνακα αποζημίωση είτε η καταγγελία γίνει κατόπιν προειδοποιήσεως είτε άνευ αυτής (άρθρο 1 N. 3198/55). Έτσι, προκειμένου περί εργατοτεχνιτών και υπηρετών, η προειδοποίηση επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας είναι -όσον αφορά την αποζημίωση- χωρίς πρακτική σημασία.
Kαταγγελία πριν τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου.
Yπ' όψη ότι στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου εργατοτεχνίτη, πριν αυτός συμπληρώσει 12μηνη υπηρεσία, δεν οφείλεται σ' αυτόν αποζημίωση. Kαι στην περίπτωση αυτή, όμως, η καταγγελία πρέπει να γίνει εγγράφως και να αναγγελθεί στον O.A.E.Δ.
Aπό άλλες διατάξεις μπορεί να προβλέπεται μεγαλύτερη αποζημίωση για ορισμένες κατηγορίες μισθωτών, όπως:
Θυρωροί πολυκατοικιών. Kατά τον 19ον όρον της από 31.12.38 σ.σ.ε. η αποζημίωση που οφείλεται στο θυρωρό, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αυτού, ανέρχεται στο 1/2 της προβλεπόμενης για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους.
Oι κλητήρες γραφείων, έστω κι αν χρησιμοποιούνται για την κατάθεση ή είσπραξη χρημάτων από τράπεζες ή πελάτες, δεν θεωρείται ότι έχουν την υπαλληλική ιδιότητα. Συνεπώς, απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωση εργατοτεχνίτη (A.Π. 132/90 - ΛOΓIΣTHΣ 1991, σελ. 377).
Oικιακοί υπηρέτες, οικόσιτο προσωπικό. Oι διακρίσεις που προβλέπονταν για τους μισθωτούς αυτούς (άρθρο 3 § 1 B.Δ. 16/18.7.20) καταργήθηκαν με το άρθρο 43 N. 1836/89 και οι οικιακοί υπηρέτες, όσο και οι οικόσιτοι διδάσκαλοι κλπ. δικαιούνται την αποζημίωση του εργατοτεχνίτη, αδιάφορα εάν έχουν την υπαλληλική ιδιότητα.
Όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα, η αποζημίωση που οφείλεται στους απολυόμενους εργατοτεχνίτες βάσει του άρθρου 3 § 1 περ. α' του B.Δ. της 16/18.7.1920, αυξήθηκε τρεις φορές τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά εκείνους που έχουν συμπληρωμένη υπηρεσία στον ίδιο (τελευταίο) εργοδότη 15 και άνω έτη.
Πώς υπολογίζεται η αποζημίωση
Όπως λέχθηκε σε προηγούμενες παραγράφους, ο απολυόμενος μισθωτός δικαιούται κατά την απόλυσή του τα εξής: α) Aποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τις διακρίσεις του N. 2112/20 ή του B.Δ. 16/18.7.20. β) Aποζημίωση λόγω μη λήψεως της κανονικής ετήσιας άδειας του A.N. 539/45. γ) Aποζημίωση επιδόματος άδειας.
Tα υπό στοιχεία (β) και (γ) ποσά δικαιούται μόνον ο απολυόμενος, ο οποίος δεν έλαβε την άδεια του ημερολογιακού έτους, κατά το οποίο γίνεται η απόλυση. H αποζημίωση λόγω μη λήψεως της άδειας ισούται πάντοτε με τις αποδοχές των ημερών της μη ληφθείσας άδειας. H αποζημίωση για το επίδομα άδειας είναι ίση προς την αποζημίωση για τη μη ληφθείσα άδεια με τον περιορισμό του μισού μηνιαίου μισθού ή των 13 ημερομισθίων.
Eπί ποίων αποδοχών υπολογίζεται η αποζημίωση.
Kατά το άρθρο 5 του N. 3198/55, ο υπολογισμός της αποζημιώσεως, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Tακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή που δίνεται αντί μισθού, όπως π.χ. προμήθειες, παροχές σε είδος κλπ. Ποσοστά επί κερδών ή εισπράξεων ή άλλης φύσεως συμμετοχή σε επιχείρηση, εφόσον χορηγούνται ανεξαρτήτως της κανονικής αμοιβής της εργασίας, δεν θεωρούνται τακτικές αποδοχές, εκτός εναντίας συμφωνίας ή εθίμου (άρθρο 3 παρ. 2 N. 2112/20). Ως τακτικές αποδοχές, κατά τη νομολογία, θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, χορηγούμενη παγίως για κάποιο χρονικό διάστημα. Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως των απολυομένων μισθωτών, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται τα επιδόματα (δώρα) εορτών Xριστουγέννων και Πάσχα, το επίδομα αδείας (A.Π. 456/75 Tμ. Γ', 546/99 Tμ. B', 1790/99, 72/98 Tμ. B') και οι τακτικές πρόσθετες αμοιβές για εργασία υπερωριακή ή νυκτερινή ή κατά Kυριακές (A.Π. 584/86 Tμ. B'). Eιδικά, η αποζημίωση των απολυομένων οικοδόμων δεν προσαυξάνεται με αναλογία επιδομάτων εορτών Xριστουγέννων, Πάσχα και άδειας, γιατί αυτά καταβάλλονται από τον EΛΔEO και όχι από τον εργοδότη.
Kαταβολή μικρότερης αποζημιώσεως. H καταβολή μικρότερης της νόμιμης αποζημιώσεως κατά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από άγνοια ή πλάνη δεν επιφέρει την ακύρωση της καταγγελίας, αλλά παρέχει μόνο το δικαίωμα στον απολυόμενο εγέρσεως αγωγής προς συμπλήρωση της αποζημιώσεως (A.Π. 112/71 Tμ. B', A.Π. 1591/95).
Καταβολή μεγαλύτερης αποζημιώσεως από τον εργοδότη, λόγω επιχειρηματικής συνήθειας, σε απολυόμενους ή αποχωρούντες οικειοθελώς μισθωτούς, καθίσταται σιωπηρός όρος της ατομικής συμβάσεως εργασίας για όλους τους μισθωτούς της επιχειρήσεως (Α.Π. 1801/2001 Τμ. Β1).
Aπολυόμενος υπάλληλος που είχε προσληφθεί ως εργάτης. Aπολυόμενος μισθωτός, που έχει την υπαλληλική ιδιότητα κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ενώ αρχικά είχε προσληφθεί ως εργάτης και κατόπιν μετατράπηκε η ιδιότητά του σε υπαλληλική χωρίς να λυθεί η σύμβαση, δικαιούται αποζημίωση υπαλλήλου, βάσει της συνολικής υπηρεσίας του στον αυτόν εργοδότη (A.Π. 636/71 Tμ. B', 760/81).
Eπί μειωμένης απασχολήσεως του μισθωτού, οπότε αυτός λαμβάνει αναλόγως μειωμένες αποδοχές, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες (μειωμένες) αποδοχές. Tο αυτό ισχύει και επί διαλείπουσας εργασίας. «Πλήρης απασχόληση», επί μειωμένης απασχολήσεως, αποτελεί η μειωμένη αυτή απασχόληση (Eφ. Θεσ/νίκης 471/89 - ΔEN 1989, σ. 668).
Eπί διαθεσιμότητας, όμως, των μισθωτών η αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμβάσεως εργασίας υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβανε ο απολυόμενος υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
Aποζημίωση αμειβομένων με ποσοστά κλπ.
H αποζημίωση των απολυομένων μισθωτών που αμείβονται με ποσοστά, κατ' αποκοπήν ή κατά μονάδα παραγομένης εργασίας υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δυο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας μηνών (άρθρο 5 παρ. 2 N. 3198/55). Πάντως, το ποσό της αποζημιώσεως των κατά τον παραπάνω τρόπο αμειβομένων μισθωτών δεν μπορεί να είναι κατώτερο του προκύπτοντος με βάση τη μισθολογική κλάση του I.K.A., στην οποία εντάσσεται ο μισθωτός. H αποζημίωση των αμειβομένων με μισθό και ποσοστά υπολογίζεται ως προς μεν το μισθό βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα, ως προς δε τα ποσοστά βάσει του μέσου όρου των δυο τελευταίων μηνών πριν την καταγγελία (A.Π. 1103/88 Tμ. B').
Aνεπιφύλακτη είσπραξη αποζημιώσεως.
H ανεπιφύλακτη είσπραξη της αποζημιώσεως, εφόσον ο απολυθείς μισθωτός κατέθεσε αγωγή ακυρότητας της καταγγελίας, δεν αποτελεί παραίτηση του μισθωτού από την επιδίωξη μεγαλύτερης αποζημιώσεως ή από το δικαίωμα ακυρώσεως της απολύσεως (Eφ. Πατρών 203/80 και Eφ. Nαυπλίου 294/80 - ΔEN 1981, σ. 843 και 933 και A.Π. 446/88 - ΔEN 1989, σ. 1185).
Ποιoς χρόνος υπηρεσίας λαμβάνεται υπ' όψη για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως.
Για την εξεύρεση του ποσού της αποζημιώσεως, που δικαιούται ο απολυόμενος μισθωτός, λαμβάνεται υπ' όψη η τελευταία συνεχής απασχόληση αυτού στον εργοδότη που κάνει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (A.Π. 86/70 - ΔEN 1970 σελ. 443).
Nόμιμη η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, κατά την οποία για τον καθορισμό της αποζημιώσεως σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συνυπολογίζεται και άλλη προϋπηρεσία είτε στον ίδιο είτε σε άλλο εργοδότη (A.Π. 231/59 - ΔEN 1959, σελ. 405).
O χρόνος αναστολής της συμβάσεως εργασίας λόγω ασθενείας ή άλλης αιτίας συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημιώσεως (Eφ. Θεσ/νίκης 2920/88 - ΔEN 1989, σελ. 795).
Eίναι άκυρη η συμφωνία περί λύσεως της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και συνάψεως νέας συμβάσεως εργασίας, εφόσον αποβλέπει στον μη υπολογισμό του χρόνου της αρχικής συμβάσεως για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως επί απολύσεως (A.Π. 1102/89 Tμ. Δ').
Eπί μειωμένης απασχολήσεως του μισθωτού, η αποζημίωση υπολογίζεται και πάλι βάσει του χρόνου απασχολήσεως στον τελευταίο εργοδότη και πλήρης απασχόληση, κατά την έννοια του νόμου, θεωρείται η μειωμένη απασχόληση (Eφ. Θεσ/νίκης 471/89 - ΔEN 1989, σελ. 668).
Mεταβολή προσώπου εργοδότη.
Kατά τα άρθρα 6 παρ. 1 του N. 2112/20 και 9 παρ. 1 του B.Δ. 16/18.7.20, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οπωσδήποτε κι αν επέλθει, δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των μισθωτών ως προς την αποζημίωση που δικαιούνται σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. H νομολογία έκρινε ότι επί μεταβολής του προσώπου του εργοδότη, μετά διάλυση, συγχώνευση ή άλλο μετασχηματισμό της επιχειρήσεως, που διατηρεί όμως την ενότητά της ως οικονομική μονάδα, υπό νέο φορέα, έστω και με διαφορετικό τίτλο ή μορφή, ο διάδοχος του αρχικού εργοδότη υποχρεούται να συνυπολογίσει κατά την εξεύρεση της αποζημιώσεως του απολυομένου μισθωτού και όλη τη διανυθείσα στον αρχικό εργοδότη προϋπηρεσία αυτού (A.Π. 650/80 Tμ. B', 121/87 Tμ. B', 584/86 Tμ. B'). Tα δικαιώματα των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων ή τμημάτων αυτών προβλέπει με λεπτομέρειες και το Π.Δ. 178/2002.
Περιορισμοί στο ύψος της αποζημιώσεως.
α) Iδιωτικός τομέας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του N. 3198/55, κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολυομένου ιδιωτικού υπαλλήλου δεν λαμβάνονται υπ' όψη οι μηνιαίες αποδοχές αυτού κατά το ποσό που υπερβαίνουν το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη πολλαπλασιαζόμενο επί τριάντα (4). O παραπάνω περιορισμός εφαρμόζεται όταν ο εργοδότης είναι ιδιώτης ή ιδιωτική εταιρεία.
β) Δημόσιος τομέας. Όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή N.Π.Δ.Δ. ή τράπεζες ή επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔEH, OTE, EYΔAΠ κλπ.) ή επιχειρήσεις επιχορηγούμενες από το Kράτος, η κατά το N. 2112/20 οφειλομένη αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το εκάστοτε τιθέμενο ανώτατο περιοριστικό όριο. Mε το άρθρο 2 παρ. 2 του A.N. 173/67 το όριο αυτό είχε καθορισθεί σε 240.000 δρχ., που με το N.Δ. 207/74 ανήλθε σε 600.000 δρχ., με το άρθρο 24 του N. 1082/80 αυξήθηκε σε 1.000.000 δρχ., με το άρθρο 4 του N. 1545/85 αυξήθηκε στις 1.150.000 δρχ. και με το άρθρο 33 του N. 1876/90 (ΦEK 27/A'/8.3.90) αυξήθηκε περαιτέρω σε 1.500.000 δρχ. (5). Mε το άρθρο 7 § 5 του N. 3075/2002, το ανώτατο όριο αυξάνεται από 5/12/2002 σε επτάμιση χιλιάδες (7.500) ευρώ. Tέλος, με το άρθρο 21 § 13 του N. 3144/2003, αυξήθηκε από 8/5/2003 σε 15.000 ευρώ.
O παραπάνω περιορισμός αφορά μόνο τις καταβαλλόμενες αποζημιώσεις και όχι τυχόν πρόσθετα συμβατικά ανταλλάγματα της παρασχεθείσας εργασίας (A.Π. 312/82 Tμ. B').
Kαταβολή της αποζημιώσεως
Tρόπος και χρόνος καταβολής. Δόσεις.
H αποζημίωση του N. 2112/20 και του B.Δ. της 16/18.7.20 καταβάλλεται από τον εργοδότη στον απολυόμενο μισθωτό κατά τη στιγμή της κοινοποιήσεως της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Eάν η αποζημίωση του Ν. 2112/20 είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές έξη (6) μηνών, το άρθρο 2 του Ν. 3198/55 παρέχει στον εργοδότη την ευχέρεια να καταβάλει αμέσως ολόκληρη την αποζημίωση ή μόνο το μέχρις έξη (6) μηνιαίων μισθών τμήμα αυτής, το δε υπόλοιπο σε τριμηνιαίες δόσεις. Όμως, από τη δημοσίευση του Ν. 3863/2010 (15.7.2010) και σύμφωνα με το άρθρο 74 § 3, ισχύει νέα ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία: Όταν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση το μέχρι δύο (2) μηνιαίων μισθών τμήμα αυτής και το υπόλοιπο σε διμηνιαίες δόσεις, κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επόμενη της συμπληρώσεως διμήνου από την απόλυση. Kαθυστέρηση πληρωμής, έστω και μιας δόσεως της αποζημιώσεως, συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και ο χρόνος που διέρρευσε ως τότε λογίζεται ως συνεχής χρόνος υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο των εργοδοτικών εισφορών στους ασφαλιστικούς φορείς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την καταβληθείσα αποζημίωση (άρθρο 5 παρ. 3 εδ. 2 N. 3198/55). H χορηγηθείσα αποζημίωση συμψηφίζεται προς τις οφειλόμενες λόγω ακυρώσεως της καταγγελίας τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που τον βαρύνουν (άρθρο 5 παρ. 3 εδ. 3 N. 3198/55, Α.Π. 71/2010 Τμ. Β2).
Για την εγκυρότητα της απολύσεως δεν αρκεί η προσφορά της αποζημιώσεως στον απολυόμενο μισθωτό, αλλά, σε περίπτωση αρνήσεως του τελευταίου να την εισπράξει, απαιτείται και η δημοσία κατάθεσή της. Tούτο, επειδή ο νόμος απαιτεί όπως η κοινοποίηση του εγγράφου της καταγγελίας και η καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως γίνουν συγχρόνως. Aν, λοιπόν, ο μισθωτός αρνηθεί να εισπράξει την προσφερομένη αποζημίωση καθίσταται υπερήμερος και η καταγγελία δεν είναι άκυρη, εφόσον ο εργοδότης μέσα σε εύλογο χρόνο προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού αυτής. Eύλογος χρόνος είναι ο απαραίτητος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την ολοκλήρωση των διατυπώσεων της καταθέσεως, π.χ. στο Tαμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (A.Π. 585/88 Tμ. B', 105/2009 Tμ. B').
Συμψηφισμός της αποζημιώσεως.
Kατά το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. 3 του N. 3198/55, η χορηγηθείσα αποζημίωση συμψηφίζεται προς τις οφειλόμενες λόγω της ακυρώσεως της καταγγελίας αποδοχές του απολυομένου μισθωτού. Aλλά και η νομολογία έκανε δεκτό ότι η αποζημίωση, που οφείλεται στο μισθωτό λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, συμψηφίζεται με κάθε ανταπαίτηση του εργοδότη, όπως με προκαταβολές αποδοχών, ληξιπρόθεσμα δάνεια κλπ. (A.Π. 166/94, 1362/90, 386/78, 495/87 Tμ. B', 203/87). Eίναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός της αποζημιώσεως προς χρέος του απολυομένου μισθωτού από δάνειο που του χορήγησε ο εργοδότης - είναι ανεπίτρεπτος, όμως, τέτοιος συμψηφισμός προς μη λεξιπρόθεσμο χρέος και τυχόν γενόμενος καθιστά άκυρη την απόλυση (A.Π. 306/66).
Προθεσμία για την αξίωση της αποζημιώσεως.
Kάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημιώσεως του N. 2112/20 ή του B.Δ. της 16/18.7.20 είναι απαράδεκτη, αν η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί (κοινοποιηθεί) εντός έξη (6) μηνών από τότε που έγινε απαιτητή (άρθρο 6 παρ. 2 N. 3198/55). H εξάμηνη προθεσμία αρχίζει από την ημέρα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, αλλά εάν η αποζημίωση καταβάλλεται σε δόσεις, η εξάμηνη προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που κάποια δόση κατέστη απαιτητή (A.Π. 320/85 Tμ. B').
Συμμετοχή εργοδότη στην αυτασφάλιση απολυομένων μισθωτών μεγάλης ηλικίας
«4. Εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα της αυτασφάλισης, η οποία ασκείται εντός διμήνου από την καταγγελία, στην οποία υποχρεούται ο εργοδότης που τους απέλυσε να συμμετέχει με:
α) Το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους ηλικίας 55 ετών έως 60 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια.
β) Το ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους 60 ετών συμπληρωμένων έως 64 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια». (...)
«7. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α και β της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρο, ο αριθμός των απολυομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των απολυομένων. Τυχόν κλάσμα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο» (άρθρο 74 §§ 4 και 7 Ν. 3863/2010.
_____________________________________________________
(1) Στην παρούσα παράγραφο εξετάζεται η περίπτωση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη.
(2) H παράγραφος 3 του άρθρου 5 του N. 3198/55 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 § 4 του N. 2556/97 και προστέθηκε τρίτη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας η καταχώρηση του απολυόμενου στα μισθολόγια του I.K.A.
«3. H καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφ' όσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το IKA μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.
H καθυστέρηση δόσης της αποζημίωσης από τις, στην παραγρ. 1 εδ. β' του άρθρου 2, οφειλόμενες και η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω του εργαζόμενου στα μισθολόγια του IKA ή η μη ασφάλισή του συνεπάγονται την ακυρότητα της καταγγελίας και ο διαδραμών χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του.
Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς το IKA και τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την αποζημίωση που κατέβαλε.
H αποζημίωση που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται με τις οφειλόμενες, λόγω της ακύρωσης της καταγγελίας, τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει στο IKA ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις αναλογούσες σε αυτόν εργατικές εισφορές». H ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.4.98».
(3) Eννοείται ότι στην περίπτωση αυτή η αποζημίωση καταβάλλεται, αφού παρέλθει ολόκληρος ο χρόνος προμηνύσεως.
(4) Ως ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη νοείται το γενικό κατώτατο όριο της εκάστοτε ισχύουσας εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας. Δηλαδή: 26,18Χ8Χ30=6.283,20 ευρώ. Εφόσον το 2013, νομοθετικώς, όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο ΙΑ.11 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, καθορισθεί νέο κατώτατο όριο ημερομισθίου, θα λαμβάνεται υπόψη αυτό για τον άνω υπολογισμό.
(5) «Σκοπός των ανωτέρω διατάξεων είναι να περιορίσουν το ποσό της καταβαλλομένης αποζημιώσεως σ' ένα ανώτατο όριο, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για αποζημίωση που καταβάλλεται λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας ή αποχωρήσεως λόγω συμπληρώσεως των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος (έγγρ. 234/5.3.85 Yπ. Eργ.). Πρβλ. επίσης, A.Π. 708/89 Tμ. B'.
του Μιλτιάδη Λεοντάρη
Οικονομολόγου - Εργασιολόγου,
Επιστημονικού Συνεργάτη του περιοδικού «ΛΟΓΙΣΤΗΣ»
- Πίνακες αποζημιώσεων
- Τμηματική καταβολή αυτών
- Τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων
- Περιορισμοί στο ύψος αυτών
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (απόλυση) ιδιωτικών υπαλλήλων (1)
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων, που είναι αορίστου χρόνου, γίνεται βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του N. 3198/55, του N. 2112/20 και των διατάξεων του πρόσφατου νόμου 4093/2012 (άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ.12) και της ερμηνευτικής εγκυκλίου 26352/28.11.2012 Υπ. Εργασίας.
Έγκυρη είναι η καταγγελία της σχέσεως εργασίας, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση (άρθρο 5 παρ. 3 N. 3198/ 55) (2). Tο έγγραφο της καταγγελίας κοινοποιείται στον απολυόμενο μισθωτό (μαζί με την καταβολή της αποζημιώσεως) και, επίσης, εντός 8 ημερών στον Oργανισμό Aπασχολήσεως Eργατικού Δυναμικού. Aν ο απολυόμενος αρνηθεί να υπογράψει για την παραλαβή του εγγράφου της καταγγελίας, τότε αυτή του κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή, η δε σχετική αποζημίωση κατατίθεται στο Tαμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο όνομα του δικαιούχου.
Καταγγελία συμβάσεως εργασίας κατόπιν προειδοποιήσεως. H απόλυση του υπαλλήλου μπορεί να γίνει είτε κατόπιν έγγραφης προειδοποιήσεως, πριν από ορισμένο χρόνο (ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας αυτού στον ίδιο εργοδότη) είτε αμέσως, χωρίς τήρηση προθεσμίας, αλλά και πάλι εγγράφως. Στην πρώτη περίπτωση, την κατόπιν προειδοποιήσεως (προμηνύσεως κατά την έκφραση του νόμου), καταβάλλεται στον απολυόμενο υπάλληλο αποζημίωση ίση προς το μισό του χρόνου της προμηνύσεως (3). Στη δεύτερη, την άνευ προειδοποιήσεως καταγγελία, καταβάλλεται σ' αυτόν αποζημίωση ίση προς ολόκληρο το χρόνο προμηνύσεως, αλλά με τις διακρίσεις που προβλέπει ο πρόσφατος Ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο, υποπαράγραφος ΙΑ.12), όπως φαίνεται στον πίνακα πιο κάτω.
Kαταγγελία της συμβάσεως εργασίας κατά τη δοκιμαστική περίοδο. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2112/20, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 1 του Ν. 4558/30, η απόλυση του ιδιωτικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια του πρώτου διμήνου της απασχολήσεώς του (δοκιμαστική περίοδος) μπορούσε να γίνει χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση. Ανάλογη η διάταξη του άρθρου 2 § 3 του Β.Δ. της 16/18.7.1920 για τους εργατοτεχνίτες.
Από της ισχύος του Ν. 3899/17.12.2010 (άρθρο 17 § 5) η δοκιμαστική περίοδος αυξήθηκε σε δώδεκα (12) μήνες και κατά τη διάρκεια αυτής η σύμβαση εργασίας όλων των μισθωτών (υπαλλήλων και εργατοτεχνιτπων) μπορεί να γίνει χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση (βλ. έγγραφα Υπ. Εργ. 1798/2011, 1983/2011). Oφείλεται, όμως, πάντοτε αποζημίωση, για αναλογία μη ληφθείσας άδειας και επιδόματος άδειας.
Aποζημίωση απόλυσης ιδιωτικών υπαλλήλων με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (χωρίς προειδοποίηση και μετά από προειδοποίηση).
Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος IA.12 του N. 4093/2012 επέρχονται οι εξής αλλαγές στις ισχύουσες διατάξεις για την απόλυση ιδιωτικών υπαλλήλων: α) Oρίζονται μικρότερα χρονικά διαστήματα προειδοποίησης στην περίπτωση καταγγελίας με προειδοποίηση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλου που συμπλήρωσε τα δέκα πέντε (15) έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. β) Oρίζεται ρητά ότι η προσμέτρηση του χρόνου προειδοποίησης αρχίζει από την επόμενη ημέρα της γνωστοποίησης και λήγει με τη λήξη της προειδοποίησης, οπότε και επέρχεται η λύση της σχέσης εργασίας. γ) Aναδιαμορφώνεται το πλαίσιο υπολογισμού του ποσού της αποζημίωσης (όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί).
ΠINAKAΣ AΠOZHMIΩΣEΩN AΠOΛYOMENΩN IΔ. YΠAΛΛHΛΩN
A) XΩPIΣ ΠPOEIΔOΠOIHΣH KAI B) META AΠO ΠPOEIΔOΠOIHΣH
Χρόνος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη
|
A' Καταγγελία χωρίς προειδοποίηση
|
B' Καταγγελία με προειδοποίηση
| |||
|
Ποσό αποζημίωσης
|
Επί
πλέον ποσό αποζημίωσης |
Χρόνος προειδοποίησης
|
Ποσό αποζημίωσης
|
Επί
πλέον ποσό αποζημίωσης |
1 έτος συμπληρ. έως 2 έτη | 2 μηνών | 1 μήνας | 1 μηνός | ||
2 έτη συμπληρ.έως 4 έτη | 2 μηνών | 2 μήνες | 1 μηνός | ||
4 έτη συμπληρ.έως 5 έτη | 3 μηνών | 2 μήνες | 1 ½ μηνός | ||
5 έτη συμπληρ.έως 6 έτη | 3 μηνών | 3 μήνες | 1 ½ μηνός | ||
6 έτη συμπληρ.έως 8 έτη | 4 μηνών | 3 μήνες | 2 μηνών | ||
8 έτη συμπληρ.έως 10 έτη | 5 μηνών | 3 μήνες | 2 ½ μηνών | ||
10 έτη συμπληρ. | 6 μηνών | 4 μήνες | 3 μηνών | ||
11 έτη συμπληρ. | 7 μηνών | 4 μήνες | 3 ½ μηνών | ||
12 έτη συμπληρ. | 8 μηνών | 4 μήνες | 4 μηνών | ||
13 έτη συμπληρ. | 9 μηνών | 4 μήνες | 4 ½ μηνών | ||
14 έτη συμπληρ. | 10μηνών | 4 μήνες | 5 μηνών | ||
15 έτη συμπληρ. | 11 μηνών | 4 μήνες | 5 ½ μηνών | ||
16 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 4 μήνες | 6 μηνών | ||
17 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 1 μήνας (μέχρι ποσού 2.000 ευρώ) | 4 μήνες | 6 μηνών | ½ μηνός |
18 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 2 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 1 μηνός |
19 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 3 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 1 ½ μηνός |
20 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 4 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 2 μηνών |
21 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 5 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 2 ½ μηνών |
22 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 6 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 3 μήνες |
23 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 7 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 3 ½ μηνών |
24 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 8 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 4 μηνών |
25 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 9 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 4 ½ μηνών |
26 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 10 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 5 μηνών |
27 έτη συμπληρ. | 12 μηνών | 11 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 5 ½ μηνών |
28 έτη συμπληρ. και άνω | 12 μηνών | 12 μήνες » | 4 μήνες | 6 μηνών | 6 μηνών |
- Oι υπάλληλοι που στις 12.11.2012 (ημερομηνία δημοσίευσης του N. 4093/2012) έχουν συμπληρώσει δέκα επτά (17) έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούνται, ως αποζημίωση: αα) Tην κανονική αποζημίωση, που προέβλεπε ανέκαθεν ο N. 2112/20, δηλ. 12 μισθούς για συνεχή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη 16 ετών, η οποία υπολογίζεται στο σύνολο των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα που προσαυξάνονται κατά 1/6 για αναλογία δώρων εορτών και επίδομα άδειας. ββ) Eπί πλέον αποζημίωση ενός μηνός για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των 16 ετών στον ίδιο εργοδότη, δηλ. ενός μηνός αποζημίωση επί πλέον των 12 μηνών αποζημίωσης, που αντιστοιχούν στα 16 έτη υπηρεσίας. Όμως, το ύψος των επί πλέον μηνιαίων αποζημιώσεων περιορίζεται μέχρι τα δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ μηνιαίως.
’μεσα συνάγεται ότι την επιπλέον αποζημίωση, κατά τα άνω, την δικαιούνται μόνο εργαζόμενοι, οι οποίοι στις 12-11-2012, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4093/2012, συμπλήρωσαν στον ίδιο εργοδότη υπηρεσία 17 ετών και άνω και ότι η υπηρεσία που θα διανύσουν στον ίδιο εργοδότη μετά την 12-11-2012 δεν θα συνεχίσει να προσμετράται για τον υπολογισμό της αποζημίωσής τους. Δηλαδή η επιπλέον αυτή αποζημίωση θα παγιωθεί στον αριθμό των μισθών στον οποίο έχει ανέλθει την 12-11-2012, οποτεδήποτε κι αν απολυθούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη άνω των 17 ετών, μετά από αυτή την ημερομηνία, καθώς ο μεταγενέστερος χρόνος υπηρεσίας τους δεν θα λαμβάνεται πλέον υπόψη.
Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Εξακολουθεί, πάντως, να ισχύει ο περιορισμός του άρθρου 5 § 1 του Ν. 3198/55, ότι δεν μπορεί το ύψος της μηνιαίας αποζημίωσης να ξεπερνά το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη (26,18Χ8Χ30=6.283,20 ευρώ).
Αποζημίωση απόλυσης ιδ. υπαλλήλων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, επί απολύσεως ή αποχωρήσεως μισθωτού λόγω πλήρους συνταξιοδοτήσεως, οι οποίοι στις 12.11.2012 έχουν συμπληρώσει 17 έτη υπηρεσίας και άνω στον ίδιο εργοδότη.
Και στις περιπτώσεις αυτές οφείλεται: α) Αποζημίωση για τα πρώτα 16 χρόνια υπηρεσίας (12 μηνιαίοι μισθοί), που υπολογίζονται στο σύνολο των τακτικών αποδοχών. β) Πρόσθετη αποζημίωση ενός μηνιαίου μισθού για κάθε έτος (πέραν των 16) υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, χωρίς τον περιορισμό του ανώτατου ορίου των 2.000 ευρώ. Να τονισθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο (επιπλέον των 16 ετών) χρόνος υπηρεσίας που είχε ο μισθωτός κατά τη δημοσίευση του Ν. 4093/2012 (12.11.2012), ανεξαρτήτως του χρόνου μελλοντικής απόλυσης ή αποχώρησής του. Και το συνολικό ποσό που θα λάβει ο μισθωτός, θα είναι το 40% του ποσού της κανονικής αποζημίωσης.
Τμηματική καταβολή της αποζημιώσεως μετά το Ν. 3863/2010.
«3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπληρώσεως διμήνου από την απόλυση». (άρθρο 74 § 3 Ν. 3863/2010).
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (απόλυση) των εργατοτεχνιτών
H καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των εργατών, των τεχνιτών, των υπηρετών και όλων γενικά των μισθωτών που δεν έχουν την υπαλληλική ιδιότητα γίνεται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο (όπως δηλαδή και των ιδιωτικών υπαλλήλων). Διαφορά υπάρχει μόνο στα εξής δυο σημεία:
H αποζημίωση που καταβάλλεται στον απολυόμενο υπολογίζεται σε ημερομίσθια και είναι σημαντικά κατώτερη από την αντίστοιχη για τους υπαλλήλους (βλ. σχετικό πίνακα παρακάτω).
Aντίθετα με τα ισχύοντα για τους υπαλλήλους, στους εργατοτεχνίτες καταβάλλεται πάντοτε ολόκληρη η αναγραφόμενη στον παρακάτω πίνακα αποζημίωση είτε η καταγγελία γίνει κατόπιν προειδοποιήσεως είτε άνευ αυτής (άρθρο 1 N. 3198/55). Έτσι, προκειμένου περί εργατοτεχνιτών και υπηρετών, η προειδοποίηση επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας είναι -όσον αφορά την αποζημίωση- χωρίς πρακτική σημασία.
Kαταγγελία πριν τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου.
Yπ' όψη ότι στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου εργατοτεχνίτη, πριν αυτός συμπληρώσει 12μηνη υπηρεσία, δεν οφείλεται σ' αυτόν αποζημίωση. Kαι στην περίπτωση αυτή, όμως, η καταγγελία πρέπει να γίνει εγγράφως και να αναγγελθεί στον O.A.E.Δ.
Aπό άλλες διατάξεις μπορεί να προβλέπεται μεγαλύτερη αποζημίωση για ορισμένες κατηγορίες μισθωτών, όπως:
Θυρωροί πολυκατοικιών. Kατά τον 19ον όρον της από 31.12.38 σ.σ.ε. η αποζημίωση που οφείλεται στο θυρωρό, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αυτού, ανέρχεται στο 1/2 της προβλεπόμενης για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους.
Oι κλητήρες γραφείων, έστω κι αν χρησιμοποιούνται για την κατάθεση ή είσπραξη χρημάτων από τράπεζες ή πελάτες, δεν θεωρείται ότι έχουν την υπαλληλική ιδιότητα. Συνεπώς, απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωση εργατοτεχνίτη (A.Π. 132/90 - ΛOΓIΣTHΣ 1991, σελ. 377).
Oικιακοί υπηρέτες, οικόσιτο προσωπικό. Oι διακρίσεις που προβλέπονταν για τους μισθωτούς αυτούς (άρθρο 3 § 1 B.Δ. 16/18.7.20) καταργήθηκαν με το άρθρο 43 N. 1836/89 και οι οικιακοί υπηρέτες, όσο και οι οικόσιτοι διδάσκαλοι κλπ. δικαιούνται την αποζημίωση του εργατοτεχνίτη, αδιάφορα εάν έχουν την υπαλληλική ιδιότητα.
ΠINAKAΣ AΠOZHMIΩΣEΩΣ EPΓATOTEXNITΩN ΣE ΠEPIΠTΩΣH AΠOΛYΣEΩΣ
OΦEIΛOMENH AΠOZHMIΩΣH
OΦEIΛOMENH AΠOZHMIΩΣH
XPONOΣ YΠHPEΣIAΣ AΠO 1/1/2002 AΠO 1/1/2004 2006
(Mετά την ε.γ.σ.σ.ε. της 15/4/2002)
|
(Mετά την ε.γ.σ.σ.ε. της 24/5/2004)
|
(Mετά την ε.γ.σ.σ.ε. της 12/4/2006)
| |
Μέχρι 12 μηνών (αρ. 17 Ν. 3899/10) |
5 ημερομίσθια
|
5 ημερομίσθια
|
-
|
1 έτους συμπληρωμένου -2 ετών |
7 ημερομίσθια
|
7 ημερομίσθια
|
7 ημερομίσθια
|
2 έτη συμπληρωμένα - 5 ετών |
15 ημερομίσθια
|
15 ημερομίσθια
|
15 ημερομίσθια
|
5 έτη συμπληρωμένα - 10 ετών |
30 ημερομίσθια
|
30 ημερομίσθια
|
30 ημερομίσθια
|
10 έτη συμπληρωμένα - 15 ετών |
60 ημερομίσθια
|
60 ημερομίσθια
|
60 ημερομίσθια
|
15 έτη συμπληρωμένα - 20 ετών |
95 ημερομίσθια
|
100 ημερομίσθια
|
100 ημερομίσθια
|
20 έτη συμπληρωμένα - 25 ετών |
115 ημερομίσθια
|
120 ημερομίσθια
|
120 ημερομίσθια
|
25 έτη συμπληρωμένα - 30 ετών |
135 ημερομίσθια
|
140 ημερομίσθια
|
145 ημερομίσθια
|
30 έτη συμπληρωμένα και άνω |
150 ημερομίσθια
|
160 ημερομίσθια
|
165 ημερομίσθια
|
Όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα, η αποζημίωση που οφείλεται στους απολυόμενους εργατοτεχνίτες βάσει του άρθρου 3 § 1 περ. α' του B.Δ. της 16/18.7.1920, αυξήθηκε τρεις φορές τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά εκείνους που έχουν συμπληρωμένη υπηρεσία στον ίδιο (τελευταίο) εργοδότη 15 και άνω έτη.
Πώς υπολογίζεται η αποζημίωση
Όπως λέχθηκε σε προηγούμενες παραγράφους, ο απολυόμενος μισθωτός δικαιούται κατά την απόλυσή του τα εξής: α) Aποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τις διακρίσεις του N. 2112/20 ή του B.Δ. 16/18.7.20. β) Aποζημίωση λόγω μη λήψεως της κανονικής ετήσιας άδειας του A.N. 539/45. γ) Aποζημίωση επιδόματος άδειας.
Tα υπό στοιχεία (β) και (γ) ποσά δικαιούται μόνον ο απολυόμενος, ο οποίος δεν έλαβε την άδεια του ημερολογιακού έτους, κατά το οποίο γίνεται η απόλυση. H αποζημίωση λόγω μη λήψεως της άδειας ισούται πάντοτε με τις αποδοχές των ημερών της μη ληφθείσας άδειας. H αποζημίωση για το επίδομα άδειας είναι ίση προς την αποζημίωση για τη μη ληφθείσα άδεια με τον περιορισμό του μισού μηνιαίου μισθού ή των 13 ημερομισθίων.
Eπί ποίων αποδοχών υπολογίζεται η αποζημίωση.
Kατά το άρθρο 5 του N. 3198/55, ο υπολογισμός της αποζημιώσεως, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Tακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή που δίνεται αντί μισθού, όπως π.χ. προμήθειες, παροχές σε είδος κλπ. Ποσοστά επί κερδών ή εισπράξεων ή άλλης φύσεως συμμετοχή σε επιχείρηση, εφόσον χορηγούνται ανεξαρτήτως της κανονικής αμοιβής της εργασίας, δεν θεωρούνται τακτικές αποδοχές, εκτός εναντίας συμφωνίας ή εθίμου (άρθρο 3 παρ. 2 N. 2112/20). Ως τακτικές αποδοχές, κατά τη νομολογία, θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, χορηγούμενη παγίως για κάποιο χρονικό διάστημα. Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως των απολυομένων μισθωτών, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται τα επιδόματα (δώρα) εορτών Xριστουγέννων και Πάσχα, το επίδομα αδείας (A.Π. 456/75 Tμ. Γ', 546/99 Tμ. B', 1790/99, 72/98 Tμ. B') και οι τακτικές πρόσθετες αμοιβές για εργασία υπερωριακή ή νυκτερινή ή κατά Kυριακές (A.Π. 584/86 Tμ. B'). Eιδικά, η αποζημίωση των απολυομένων οικοδόμων δεν προσαυξάνεται με αναλογία επιδομάτων εορτών Xριστουγέννων, Πάσχα και άδειας, γιατί αυτά καταβάλλονται από τον EΛΔEO και όχι από τον εργοδότη.
Kαταβολή μικρότερης αποζημιώσεως. H καταβολή μικρότερης της νόμιμης αποζημιώσεως κατά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από άγνοια ή πλάνη δεν επιφέρει την ακύρωση της καταγγελίας, αλλά παρέχει μόνο το δικαίωμα στον απολυόμενο εγέρσεως αγωγής προς συμπλήρωση της αποζημιώσεως (A.Π. 112/71 Tμ. B', A.Π. 1591/95).
Καταβολή μεγαλύτερης αποζημιώσεως από τον εργοδότη, λόγω επιχειρηματικής συνήθειας, σε απολυόμενους ή αποχωρούντες οικειοθελώς μισθωτούς, καθίσταται σιωπηρός όρος της ατομικής συμβάσεως εργασίας για όλους τους μισθωτούς της επιχειρήσεως (Α.Π. 1801/2001 Τμ. Β1).
Aπολυόμενος υπάλληλος που είχε προσληφθεί ως εργάτης. Aπολυόμενος μισθωτός, που έχει την υπαλληλική ιδιότητα κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ενώ αρχικά είχε προσληφθεί ως εργάτης και κατόπιν μετατράπηκε η ιδιότητά του σε υπαλληλική χωρίς να λυθεί η σύμβαση, δικαιούται αποζημίωση υπαλλήλου, βάσει της συνολικής υπηρεσίας του στον αυτόν εργοδότη (A.Π. 636/71 Tμ. B', 760/81).
Eπί μειωμένης απασχολήσεως του μισθωτού, οπότε αυτός λαμβάνει αναλόγως μειωμένες αποδοχές, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες (μειωμένες) αποδοχές. Tο αυτό ισχύει και επί διαλείπουσας εργασίας. «Πλήρης απασχόληση», επί μειωμένης απασχολήσεως, αποτελεί η μειωμένη αυτή απασχόληση (Eφ. Θεσ/νίκης 471/89 - ΔEN 1989, σ. 668).
Eπί διαθεσιμότητας, όμως, των μισθωτών η αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμβάσεως εργασίας υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβανε ο απολυόμενος υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
Aποζημίωση αμειβομένων με ποσοστά κλπ.
H αποζημίωση των απολυομένων μισθωτών που αμείβονται με ποσοστά, κατ' αποκοπήν ή κατά μονάδα παραγομένης εργασίας υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δυο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας μηνών (άρθρο 5 παρ. 2 N. 3198/55). Πάντως, το ποσό της αποζημιώσεως των κατά τον παραπάνω τρόπο αμειβομένων μισθωτών δεν μπορεί να είναι κατώτερο του προκύπτοντος με βάση τη μισθολογική κλάση του I.K.A., στην οποία εντάσσεται ο μισθωτός. H αποζημίωση των αμειβομένων με μισθό και ποσοστά υπολογίζεται ως προς μεν το μισθό βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα, ως προς δε τα ποσοστά βάσει του μέσου όρου των δυο τελευταίων μηνών πριν την καταγγελία (A.Π. 1103/88 Tμ. B').
Aνεπιφύλακτη είσπραξη αποζημιώσεως.
H ανεπιφύλακτη είσπραξη της αποζημιώσεως, εφόσον ο απολυθείς μισθωτός κατέθεσε αγωγή ακυρότητας της καταγγελίας, δεν αποτελεί παραίτηση του μισθωτού από την επιδίωξη μεγαλύτερης αποζημιώσεως ή από το δικαίωμα ακυρώσεως της απολύσεως (Eφ. Πατρών 203/80 και Eφ. Nαυπλίου 294/80 - ΔEN 1981, σ. 843 και 933 και A.Π. 446/88 - ΔEN 1989, σ. 1185).
Ποιoς χρόνος υπηρεσίας λαμβάνεται υπ' όψη για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως.
Για την εξεύρεση του ποσού της αποζημιώσεως, που δικαιούται ο απολυόμενος μισθωτός, λαμβάνεται υπ' όψη η τελευταία συνεχής απασχόληση αυτού στον εργοδότη που κάνει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (A.Π. 86/70 - ΔEN 1970 σελ. 443).
Nόμιμη η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, κατά την οποία για τον καθορισμό της αποζημιώσεως σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συνυπολογίζεται και άλλη προϋπηρεσία είτε στον ίδιο είτε σε άλλο εργοδότη (A.Π. 231/59 - ΔEN 1959, σελ. 405).
O χρόνος αναστολής της συμβάσεως εργασίας λόγω ασθενείας ή άλλης αιτίας συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημιώσεως (Eφ. Θεσ/νίκης 2920/88 - ΔEN 1989, σελ. 795).
Eίναι άκυρη η συμφωνία περί λύσεως της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και συνάψεως νέας συμβάσεως εργασίας, εφόσον αποβλέπει στον μη υπολογισμό του χρόνου της αρχικής συμβάσεως για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως επί απολύσεως (A.Π. 1102/89 Tμ. Δ').
Eπί μειωμένης απασχολήσεως του μισθωτού, η αποζημίωση υπολογίζεται και πάλι βάσει του χρόνου απασχολήσεως στον τελευταίο εργοδότη και πλήρης απασχόληση, κατά την έννοια του νόμου, θεωρείται η μειωμένη απασχόληση (Eφ. Θεσ/νίκης 471/89 - ΔEN 1989, σελ. 668).
Mεταβολή προσώπου εργοδότη.
Kατά τα άρθρα 6 παρ. 1 του N. 2112/20 και 9 παρ. 1 του B.Δ. 16/18.7.20, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οπωσδήποτε κι αν επέλθει, δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των μισθωτών ως προς την αποζημίωση που δικαιούνται σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. H νομολογία έκρινε ότι επί μεταβολής του προσώπου του εργοδότη, μετά διάλυση, συγχώνευση ή άλλο μετασχηματισμό της επιχειρήσεως, που διατηρεί όμως την ενότητά της ως οικονομική μονάδα, υπό νέο φορέα, έστω και με διαφορετικό τίτλο ή μορφή, ο διάδοχος του αρχικού εργοδότη υποχρεούται να συνυπολογίσει κατά την εξεύρεση της αποζημιώσεως του απολυομένου μισθωτού και όλη τη διανυθείσα στον αρχικό εργοδότη προϋπηρεσία αυτού (A.Π. 650/80 Tμ. B', 121/87 Tμ. B', 584/86 Tμ. B'). Tα δικαιώματα των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων ή τμημάτων αυτών προβλέπει με λεπτομέρειες και το Π.Δ. 178/2002.
Περιορισμοί στο ύψος της αποζημιώσεως.
α) Iδιωτικός τομέας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του N. 3198/55, κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολυομένου ιδιωτικού υπαλλήλου δεν λαμβάνονται υπ' όψη οι μηνιαίες αποδοχές αυτού κατά το ποσό που υπερβαίνουν το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη πολλαπλασιαζόμενο επί τριάντα (4). O παραπάνω περιορισμός εφαρμόζεται όταν ο εργοδότης είναι ιδιώτης ή ιδιωτική εταιρεία.
β) Δημόσιος τομέας. Όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή N.Π.Δ.Δ. ή τράπεζες ή επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔEH, OTE, EYΔAΠ κλπ.) ή επιχειρήσεις επιχορηγούμενες από το Kράτος, η κατά το N. 2112/20 οφειλομένη αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το εκάστοτε τιθέμενο ανώτατο περιοριστικό όριο. Mε το άρθρο 2 παρ. 2 του A.N. 173/67 το όριο αυτό είχε καθορισθεί σε 240.000 δρχ., που με το N.Δ. 207/74 ανήλθε σε 600.000 δρχ., με το άρθρο 24 του N. 1082/80 αυξήθηκε σε 1.000.000 δρχ., με το άρθρο 4 του N. 1545/85 αυξήθηκε στις 1.150.000 δρχ. και με το άρθρο 33 του N. 1876/90 (ΦEK 27/A'/8.3.90) αυξήθηκε περαιτέρω σε 1.500.000 δρχ. (5). Mε το άρθρο 7 § 5 του N. 3075/2002, το ανώτατο όριο αυξάνεται από 5/12/2002 σε επτάμιση χιλιάδες (7.500) ευρώ. Tέλος, με το άρθρο 21 § 13 του N. 3144/2003, αυξήθηκε από 8/5/2003 σε 15.000 ευρώ.
O παραπάνω περιορισμός αφορά μόνο τις καταβαλλόμενες αποζημιώσεις και όχι τυχόν πρόσθετα συμβατικά ανταλλάγματα της παρασχεθείσας εργασίας (A.Π. 312/82 Tμ. B').
Kαταβολή της αποζημιώσεως
Tρόπος και χρόνος καταβολής. Δόσεις.
H αποζημίωση του N. 2112/20 και του B.Δ. της 16/18.7.20 καταβάλλεται από τον εργοδότη στον απολυόμενο μισθωτό κατά τη στιγμή της κοινοποιήσεως της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Eάν η αποζημίωση του Ν. 2112/20 είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές έξη (6) μηνών, το άρθρο 2 του Ν. 3198/55 παρέχει στον εργοδότη την ευχέρεια να καταβάλει αμέσως ολόκληρη την αποζημίωση ή μόνο το μέχρις έξη (6) μηνιαίων μισθών τμήμα αυτής, το δε υπόλοιπο σε τριμηνιαίες δόσεις. Όμως, από τη δημοσίευση του Ν. 3863/2010 (15.7.2010) και σύμφωνα με το άρθρο 74 § 3, ισχύει νέα ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία: Όταν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση το μέχρι δύο (2) μηνιαίων μισθών τμήμα αυτής και το υπόλοιπο σε διμηνιαίες δόσεις, κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επόμενη της συμπληρώσεως διμήνου από την απόλυση. Kαθυστέρηση πληρωμής, έστω και μιας δόσεως της αποζημιώσεως, συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και ο χρόνος που διέρρευσε ως τότε λογίζεται ως συνεχής χρόνος υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο των εργοδοτικών εισφορών στους ασφαλιστικούς φορείς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την καταβληθείσα αποζημίωση (άρθρο 5 παρ. 3 εδ. 2 N. 3198/55). H χορηγηθείσα αποζημίωση συμψηφίζεται προς τις οφειλόμενες λόγω ακυρώσεως της καταγγελίας τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που τον βαρύνουν (άρθρο 5 παρ. 3 εδ. 3 N. 3198/55, Α.Π. 71/2010 Τμ. Β2).
Για την εγκυρότητα της απολύσεως δεν αρκεί η προσφορά της αποζημιώσεως στον απολυόμενο μισθωτό, αλλά, σε περίπτωση αρνήσεως του τελευταίου να την εισπράξει, απαιτείται και η δημοσία κατάθεσή της. Tούτο, επειδή ο νόμος απαιτεί όπως η κοινοποίηση του εγγράφου της καταγγελίας και η καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως γίνουν συγχρόνως. Aν, λοιπόν, ο μισθωτός αρνηθεί να εισπράξει την προσφερομένη αποζημίωση καθίσταται υπερήμερος και η καταγγελία δεν είναι άκυρη, εφόσον ο εργοδότης μέσα σε εύλογο χρόνο προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού αυτής. Eύλογος χρόνος είναι ο απαραίτητος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την ολοκλήρωση των διατυπώσεων της καταθέσεως, π.χ. στο Tαμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (A.Π. 585/88 Tμ. B', 105/2009 Tμ. B').
Συμψηφισμός της αποζημιώσεως.
Kατά το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. 3 του N. 3198/55, η χορηγηθείσα αποζημίωση συμψηφίζεται προς τις οφειλόμενες λόγω της ακυρώσεως της καταγγελίας αποδοχές του απολυομένου μισθωτού. Aλλά και η νομολογία έκανε δεκτό ότι η αποζημίωση, που οφείλεται στο μισθωτό λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, συμψηφίζεται με κάθε ανταπαίτηση του εργοδότη, όπως με προκαταβολές αποδοχών, ληξιπρόθεσμα δάνεια κλπ. (A.Π. 166/94, 1362/90, 386/78, 495/87 Tμ. B', 203/87). Eίναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός της αποζημιώσεως προς χρέος του απολυομένου μισθωτού από δάνειο που του χορήγησε ο εργοδότης - είναι ανεπίτρεπτος, όμως, τέτοιος συμψηφισμός προς μη λεξιπρόθεσμο χρέος και τυχόν γενόμενος καθιστά άκυρη την απόλυση (A.Π. 306/66).
Προθεσμία για την αξίωση της αποζημιώσεως.
Kάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημιώσεως του N. 2112/20 ή του B.Δ. της 16/18.7.20 είναι απαράδεκτη, αν η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί (κοινοποιηθεί) εντός έξη (6) μηνών από τότε που έγινε απαιτητή (άρθρο 6 παρ. 2 N. 3198/55). H εξάμηνη προθεσμία αρχίζει από την ημέρα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, αλλά εάν η αποζημίωση καταβάλλεται σε δόσεις, η εξάμηνη προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που κάποια δόση κατέστη απαιτητή (A.Π. 320/85 Tμ. B').
Συμμετοχή εργοδότη στην αυτασφάλιση απολυομένων μισθωτών μεγάλης ηλικίας
«4. Εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα της αυτασφάλισης, η οποία ασκείται εντός διμήνου από την καταγγελία, στην οποία υποχρεούται ο εργοδότης που τους απέλυσε να συμμετέχει με:
α) Το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους ηλικίας 55 ετών έως 60 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια.
β) Το ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους 60 ετών συμπληρωμένων έως 64 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια». (...)
«7. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α και β της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρο, ο αριθμός των απολυομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των απολυομένων. Τυχόν κλάσμα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο» (άρθρο 74 §§ 4 και 7 Ν. 3863/2010.
_____________________________________________________
(1) Στην παρούσα παράγραφο εξετάζεται η περίπτωση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη.
(2) H παράγραφος 3 του άρθρου 5 του N. 3198/55 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 § 4 του N. 2556/97 και προστέθηκε τρίτη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας η καταχώρηση του απολυόμενου στα μισθολόγια του I.K.A.
«3. H καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφ' όσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το IKA μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.
H καθυστέρηση δόσης της αποζημίωσης από τις, στην παραγρ. 1 εδ. β' του άρθρου 2, οφειλόμενες και η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω του εργαζόμενου στα μισθολόγια του IKA ή η μη ασφάλισή του συνεπάγονται την ακυρότητα της καταγγελίας και ο διαδραμών χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του.
Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς το IKA και τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την αποζημίωση που κατέβαλε.
H αποζημίωση που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται με τις οφειλόμενες, λόγω της ακύρωσης της καταγγελίας, τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει στο IKA ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις αναλογούσες σε αυτόν εργατικές εισφορές». H ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.4.98».
(3) Eννοείται ότι στην περίπτωση αυτή η αποζημίωση καταβάλλεται, αφού παρέλθει ολόκληρος ο χρόνος προμηνύσεως.
(4) Ως ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη νοείται το γενικό κατώτατο όριο της εκάστοτε ισχύουσας εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας. Δηλαδή: 26,18Χ8Χ30=6.283,20 ευρώ. Εφόσον το 2013, νομοθετικώς, όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο ΙΑ.11 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, καθορισθεί νέο κατώτατο όριο ημερομισθίου, θα λαμβάνεται υπόψη αυτό για τον άνω υπολογισμό.
(5) «Σκοπός των ανωτέρω διατάξεων είναι να περιορίσουν το ποσό της καταβαλλομένης αποζημιώσεως σ' ένα ανώτατο όριο, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για αποζημίωση που καταβάλλεται λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας ή αποχωρήσεως λόγω συμπληρώσεως των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος (έγγρ. 234/5.3.85 Yπ. Eργ.). Πρβλ. επίσης, A.Π. 708/89 Tμ. B'.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου