Γιατί έπρεπε από την αρχή των μνημονίων να τεθούν τραπεζικοί περιορισμοί στην εξαγωγή κεφαλαίων. Η λάθος συζήτηση για τις αναλήψεις και η αλήθεια για το ευρώ.
Γράφει ο Β. Παζόπουλος.
Ο ήλιος της Κρήτης ανέτειλε σκορπίζοντας γενναιόδωρα τα αστραφτερά του διαμάντια στην ρυτιδιασμένη θάλασσα. Το βλέμμα μου περιφέρονταν ερευνητικά πάνω από τα μικρά κύματα.
Εισπνέοντας το θαλασσινό αεράκι που έμπαινε από τα παράθυρα, άνοιξα αισιόδοξος τον υπολογιστή μου για να διαβάσω τα νέα. Είχε αρχίσει να διαρρέει η είδηση πως θα υπάρξουν εξελίξεις στο θέμα των capital controls.
Μια δυσάρεστη έκπληξη όμως με περίμενε. Όχι μόνο δεν άλλαξε τίποτα προς το καλύτερο, αλλά υπολόγισα πως υπάρχει μια μικρή ελάττωση στο ποσό που αφήνουν να γίνει ανάληψη. Σήμερα αν κάποιος κάνει χρήση της μέγιστης επιτρεπόμενης ανάληψης όλες τις εβδομάδες τον χρόνο, θα λάβει σε μετρητά 52 Χ 420 = 21.840 ευρώ.
Με τα νέα μέτρα, αν εξαντλεί κάθε μήνα επί ένα χρόνο το νέο όριο, θα λάβει 12 Χ 1.800 = 21.600 ευρώ. Δηλαδή λιγότερα!
«Ρε τους μπαγάσες, μας κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα μας», σκέφτηκα τσαντισμένος και έκλεισα με δύναμη το καπάκι του laptop.
Είναι όμως έτσι; Για να το ξανασκεφτούμε. Μπορεί το συνολικό επιτρεπόμενο ποσό ανάληψης να είναι σχεδόν το ίδιο, όμως από την συγκεκριμένη αλλαγή του κανονισμού, συμπεραίνεται πως η εμπιστοσύνη του κοινού προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σαφώς βελτιωμένη.
Ο κίνδυνος του τραπεζικού πανικού και της μαζικής απόσυρσης καταθέσεων (bank run) δείχνει να απομακρύνεται. Αν υποθέσουμε πως γίνεται κάτι που ξαφνικά παρακινεί τους καταθέτες να αποσύρουν τα χρήματα τους. Με αυτά που ισχύουν σήμερα, μέσα σε μία ημέρα θα προλάβουν να προβούν σε ανάληψη 420 ή 840 ευρώ ο καθένας. Από 1η Σεπτέμβρη όμως θα μπορούν να τραβήξουν 1.800 ευρώ.
Ενώ λοιπόν ο κίνδυνος για το τραπεζικό σύστημα αυξάνεται, η Κεντρική Τράπεζα (όχι η κυβέρνηση, όπως λανθασμένα έχει δημιουργηθεί η εντύπωση) θεώρησε πως το περιβάλλον ευνοεί να προχωρήσει σε αυτή την απελευθέρωση.
Τελικά δεν πρόκειται περί απάτης, ούτε περί καινοτομίας. Εφαρμόζεται η καθιερωμένη μεθοδολογία που συναντάμε στα εγχειρίδια της διεθνούς τραπεζικής. Είναι τα απαραίτητα βήματα προκειμένου να πραγματοποιηθεί η σταδιακή εξάλειψη των capital controls.
Το ευρώ είναι συνάλλαγμα, όχι νόμισμα
Όσο και αν ακούγεται δυσάρεστο ή «αντιευρωπαϊκό», η πραγματικότητα είναι πως η Ελλάδα δεν διαθέτει δικά της εργαλεία νομισματικής πολιτικής. Ούτε για ανάπτυξη, ούτε για αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων. Ουσιαστικά δεν έχει δικό της νόμισμα. Οι δυνατότητα δικιάς της επέμβασης της σε νομισματικά ζητήματα περιορίζεται στα όρια της επέμβασης σε κάποιου είδους… συναλλάγματος.
Για αυτό έπρεπε από την αρχή να τεθούν τραπεζικοί περιορισμοί στην εξαγωγή κεφαλαίων. Από τον Απρίλη του 2010, την ημέρα του περίφημου διαγγέλματος του Καστελόριζου, όταν ανακοινώθηκε η προσφυγή της Ελλάδας στον διεθνή μηχανισμό στήριξης.
Η δικαιολογία ότι θα επιβάρυνε το επιχειρηματικό κλίμα φαντάζει σήμερα πιο ανίσχυρη παρά ποτέ. Λες και δεν την επιβάρυναν οι δηλώσεις περί Τιτανικού, η φοροκαταιγίδα που ακολούθησε, η ανεργία και η καταβαράθρωση της καταναλωτικής δαπάνης, η πιστωτική ασφυξία, η αδυναμία του κράτους για πρόσβαση στις αγορές.
Από την στιγμή μάλιστα που επιλέχτηκε η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, τα μετρητά είχαν μεγαλύτερη αξία. Η αξίας της ιδιωτικής και δημόσιας ακίνητης περιουσίας, καθώς και των χρηματιστηριακών τίτλων, νομοτελειακά θα μειωνόταν. Όπως και έγινε.
Οι καταθέσεις σε ευρώ ήταν το περιουσιακό στοιχείο που έπρεπε να διαφυλαχθεί πάση θυσία. Και όμως από την μια οι πολίτες έντρομοι μάθαιναν πως το κράτος χρεοκόπησε και από την άλλη αφέθηκαν ανοικτές οι πόρτες διαφυγής των χρημάτων στο εξωτερικό. Μόνο δελτίο τύπου δεν είχε εκδοθεί που να προτρέπει τους καταθέτες να βγάλουν έξω τις οικονομίες τους για να τις γλιτώσουν
Η αιμορραγία των τραπεζών δεν ήταν έκπληξη. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως αυτός που νιώθει τον μεγαλύτερο φόβο δεν είναι αυτός που κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Είναι αλλά αυτός που κινδυνεύει να χάσει τις οικονομίες του.
Ακολούθησαν πολλά τραγελαφικά που οδήγησαν στην μεγάλη φυγή, όπως όταν ο Στουρνάρας αναφέρθηκε σε «πρόβλημα ρευστότητας». Ίσως ο μοναδικός Κεντρικός Τραπεζίτης παγκοσμίως που στάθηκε τόσο απρόσεκτος, ώστε να προβεί σε δηλώσεις με απαγορευμένες για την θέση του λέξεις.
Οι περιορισμοί αν έμπαιναν από την αρχή, μπορούσαν να ήταν έτσι σχεδιασμένοι ώστε να θέτουν χαλαρά ανώτατα όρια και να μην δυσκολεύουν τις καθημερινές συναλλαγές, ενώ θα περιελάμβαναν αυστηρότερους όρους στην εκροή καταθέσεων.
Με αυτό τον τρόπο θα είχε αποφευχθεί η τεράστια έξοδος κεφαλαίων στο εξωτερικό. Τελικά επιβλήθηκαν σε κατάσταση πανικού, όταν το πουλάκι είχε πια πετάξει.
- Αντιπαραθέτοντας την προσωπική μου εμπειρία, δεν θα μπορούσα να μην σταθώ στο γεγονός πως η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων προς το εξωτερικό με ωφέλησε, σε προσωπικό επίπεδο. Αυξήθηκαν οι επενδυτές που στράφηκαν στις ξένες αναπτυγμένες αγορές -στις οποίες ειδικεύομαι- με αποτέλεσμα να αποφύγουν την καταστροφή από το Χρηματιστήριο Αθηνών. Από την αρχή, όμως, είχα επισημάνει πως η αναβολή των περιορισμών θα δυσκόλευε την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
* Ο Βασίλης Παζόπουλος (vpazopoulos@gmail.com) είναι οικονομολόγος, χρηματιστηριακός αναλυτής, συγγραφέας του βιβλίου «Επενδυτές χωρίς Σύνορα».
euro2day
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου