Από την αρχή, η εμπειρία που αποκομίζει κάποιος από έναν τέτοιο κόσμο είναι η σταθερότητα. Μετά από έναν εύκολο τοκετό σε ένα ήσυχο μέρος, η μητέρα είναι πάντα εκεί, μια απτή παρουσία με τη ζεστασιά του σώματός της. Για το βρέφος είναι μια χαρούμενη άνετη ζωή να το νανουρίζει και να το χαϊδεύει συχνά, να το ταΐζει και να το καθαρίζει όπως απαιτεί το σώμα. Είναι ένας κόσμος με ποικιλία ρυθμών, με εναλλαγή του ζεστού και του κρύου, με την αίσθηση του ανέμου όπως η αίσθηση μιας ανάσας στο πρόσωπο, με τη μυρωδιά και την αίσθηση της βροχής και του χιονιού, με την αίσθηση του χώματος στην αφή και στις πατούσες. Το περιβάλλον του είναι ένας πολύχρωμος και φιλόξενος χώρος που σε καλεί «Έλα έξω, ξύπνησε, κοίτα, γεύσου, μύρισε. Τώρα αγκαλιάσου και να κοιμήσου!».
Είναι ένας κόσμος ταξιδιών και στάσεων. Στην αρχή το παιδί φοβάται την εγκατάλειψη και δένεται από φόβο με την μητέρα του και τους άλλους. Αυτή η εναλλασσόμενη κίνηση δίνει το ρυθμό στη ζωή του, λέγοντας του ευγενικά ότι είναι ένας ταξιδιώτης ή επισκέπτης του κόσμου αυτού. Η κίνηση του είναι σαν τη δική του ανάπτυξη: όσο μεγαλώνει και όσο ο κύκλος των ομαδικών μεταναστεύσεων επαναλαμβάνεται, βλέπει τόπους που είχε δει πριν και οι τόποι αυτοί φαίνονται λιγότερο απέραντοι και περίεργοι. Η ζωή της μετακίνησης και της στάσης είναι αυτή της επιστροφής, και οι τόποι είναι οι ίδιοι πάντα, κι όμως περισσότεροι.
Υπάρχει μια διαρκής παρουσία των ανθρώπων, όμως την ίδια στιγμή είναι ένας κόσμος γεμάτος με μη ανθρώπινες φόρμες, με μυριάδες μορφών, που προκαλούν μια έντονη αίσθηση των διαφορών και των ομοιοτήτων τους, είναι η δελεαστική πρόκληση της ζωής του. Η ομιλία αφορά αυτήν ακριβώς την ομοιότητα και την ανομοιότητα, την ανακάλυψη της σκέψης. Το παιδί αρχίζει να συλλαβίζει και στη συνέχεια αρχίζει να μιλά σύμφωνα με το χρόνο του, με τη συνεργασία των ενηλίκων οι οποίοι είναι οι ίδιοι που δρουν πάνω στη βαθιά σοφία ενός σταδίου της ζωής. Αρχικά αυτό είναι ένα θέμα συνήθειας και μίμησης, μια ονομασία πραγμάτων των οποίων οι διαφορές είναι διακριτές. Η φύση είναι ένα λεξικό όπου, σε πρώτη φάση, οι λέξεις είναι η απτή πραγματικότητα των πραγμάτων.
Σε αυτό το φωτεινό νέο κόσμο, υπάρχουν ακόμη μερικά μυθικά τέρατα, αλλά επίσης πραγματικά πλάσματα για να τα παρατηρήσουν και να τα μιμηθούν στο παιχνίδι. Το παιχνίδι είναι μια μίμηση, ξεκινώντας με την απλή προσπάθεια να ξεφύγουν και να πιάσουν, μιμούμενα με χαρά τα σημαντικά ζώα, κάνοντας πως είναι αυτά για μια στιγμή και στη συνέχεια πως δεν είναι, να νιώθουν όπως θα πρέπει να αισθάνεται αυτό το ζώο και στη συνέχεια το άλλο, όλα δοκιμασμένα στον εαυτό του. Το παιδί βλέπει τους ενήλικες να χορεύουν με τις κινήσεις των ζώων και κάνει το ίδιο. Η μουσική είναι παρούσα από την αρχή, από το τραγούδι της μητέρας του ως τις μελωδίες των πουλιών και τα ουρλιαχτά των λύκων.
Το παιδί αισθάνεται ήδη το μυστήριο της συγγένειας: ομοιότητα, αλλά και διαφορά. Τα ζώα ασκούν μια μαγνητική έλξη στο παιδί, καθώς το κάθε ένα με τον τρόπο του, φαίνεται να ενσαρκώνει κάποια παρόρμηση, αντίδραση ή κίνηση που μοιάζει «με εμένα». Με την παιχνιδιάρικη ελεγχόμενη αναπαράστασή τους έρχεται μια σταδιακή γνώση της προσωπικής εσωτερικής ζωολογίας των φόβων, των χαρών και των σχέσεων. Στις ιστορίες που τους διηγούνται, οι μορφές ζωντανεύουν στο μυαλό και προβάλλονται στη συνείδηση, εκπαιδεύοντας την ικανότητα των παιδιών να χρησιμοποιούν την φαντασία τους.
Ο χώρος του παιχνιδιού –τα δέντρα, οι θάμνοι, τα μονοπάτια, οι κρυψώνες και τα σημεία για αναρρίχηση– είναι μια ορατή, δομημένη οντότητα, ένα άλλο μοντέλο σχέσεων στο οποίο παραμένουν προσδεμένα. Είναι το αρχέγονο έδαφος, όπου τα παιχνίδια μίμησης των ενηλίκων θέτουν ένα πλαίσιο για έναν αξιόπιστο κόσμο και προεικονίζουν ένα νοικοκυριό, έτσι ώστε, για τα παιδιά των μετακινούμενων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, να μην είναι απαραίτητο ένα σπίτι για τη διάρθρωση και τον συμβολισμό της κοινωνικής θέσης. Μεμονωμένα δέντρα και βράχοι, που ήταν επίσης γνώριμα σε γονείς και παππούδες, μένουν στη θέση τους σταθερά, δίνοντας υπερβατικό νόημα αργότερα στη ζωή τους.
Είναι βέβαιο, πως υπάρχει μια άβολη κατάσταση που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Το παιδί βλέπει με υπερηφάνεια ότι μπορεί να αντέξει, ότι το σώμα του ωφελείται από αυτή την κατάσταση έτσι ώστε στις όμορφες μέρες να αισθάνεται υπέροχα. Γίνεται μάρτυρας της ασθένειας και του θανάτου, που είναι όντως υπαρκτά ως μέρος των πραγμάτων και δεν είναι συχνό γεγονός στην πραγματικότητα (πώς θα μπορούσε η μικρή ομάδα των δεκαπέντε να συνεχίσει αν πέθαιναν κάθε μέρα;).
Το παιδί πηγαίνει έξω από τον καταυλισμό με φίλους για να μιμηθούν τον τρόπο αναζήτησης τροφής και στη συνέχεια, με τους ενήλικες για το πραγματικό κυνήγι και τη συλλογή τροφής. Οι ενήλικες δεν παρουσιάζουν κανένα άγχος στη διάρκεια του κυνηγιού, μόνο περιμένουν υπομονετικά. Περιμένουν, παρατηρούν και ακούν. Μερικές φορές δεν συναντούν το καλύτερο, αλλά υπάρχει πάντα κάτι. Ο κόσμος είναι γεμάτος στοιχεία, λεπτά και ευαίσθητα. Τα αποκαλυπτικά σημάδια είναι πάντα εκεί. Ο άνθρωπος πρέπει μόνο να μάθει την τέχνη της ανάγνωσής τους.
Σε έναν τέτοιο κόσμο, δεν υπάρχει το άγριο, καθώς δεν υπάρχει και το ήμερο. Η εξουσία του ανθρώπου πάνω στη φύση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χειρωνακτική εργασία. Ο φυσικός κόσμος αποτελεί παράδειγμα για την ανθρώπινη κοινωνία και σηματοδοτεί πως δεν υπάρχει πιο μεγάλη δύναμη πάνω σε άλλα άτομα, εκτός της περίπτωσης όπου οι ηγετικές ικανότητες λαξεύονται με παράδειγμα και πειθώ. Η διαφορετικότητα της φύσης γίνεται προσιτή για τους ανθρώπους με υπέροχες μορφές ενσωμάτωσης, με την επιρροή, την συνδιαλλαγή και τον συμβιβασμό. Όταν ο νεαρός αρσενικός βγαίνει με τους ενήλικες να αναζητήσουν μια καλά κρυμμένη ρίζα ή να κυνηγήσουν μια αντιλόπη, βλέπει τις απεριόριστες δυνατότητες της σύνδεσης με το περιβάλλον, καθώς η επιτυχία είναι κατανοητό πως εξαρτάται από την ετοιμότητα του θηράματος ή τη θέση του βολβού όσο και από την ικανότητα των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.
Το παιδί είναι ελεύθερο. Δεν καλείται να εργαστεί. Στην αρχή μπορεί να ανέβει και να τσαλαβουτήσει και να σκάψει και να εξερευνήσει τα άπειρα πλούτη γύρω του. Με τον καιρό όλο και θέλει να κάνει πράγματα και να καταλάβει τί δεν μπορεί να αγγίξει ή να αλλάξει, να αναρωτηθεί γι’ αυτό που είναι αόρατο. Ο κόσμος του είναι γεμάτος ιστορίες που διηγούνται ένα πρόσφατο κυνήγι, φημισμένα γεγονότα, και έπη με απόκρυφες έννοιες. Έχει εμπλουτιστεί με τις φωνές του ενός ή του άλλου είδους πάντοτε. Οι φωνές διαρκούν μόνο όσο ακούγεται ο ήχος τους, αλλά προέρχονται από την ζωή. Το παιδί μαθαίνει ότι κάθε μορφή ζωής λέει κάτι και ότι όλοι οι ήχοι, από το κρώξιμο του βατράχου ως τον παφλασμό του κύματος της θάλασσας, προέρχονται από ένα ον συγγενικό και σημαντικό και για το ίδιο, λέγοντας κάποια ιστορία, δίνοντας κάποιο στοιχείο, μιμούμενο ένα ρυθμό που θα πρέπει να γνωρίζει. Δεν υπάρχει τέλος στις γνώσεις που έχει να λάβει.
Το παιδί δεν φιλοσοφεί ακόμη πάνω σε αυτό το θέμα. Είναι προστατευμένο από την κερδοσκοπία και την αφηρημένη σκέψη εξ αιτίας της οικειότητας της ψυχής του με το περιβάλλον του. Το παιδί είναι ελεύθερο, όπως και τα πλάσματα γύρω του – δηλαδή, είναι ελεύθερο να παρατηρεί χαλαρά, όχι μόνο τα ζώα αλλά και τους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων η ζωή δεν έχει βαθμίδες υποταγής στην εξουσία. Συμμόρφωση γι ‘αυτόν θα είναι η κοινωνική πίεση και το έθιμο, όχι η επιβολή. Όλα αυτά προοιωνίζονται στον μη ανθρώπινο κόσμο, όχι επειδή δεν βλέπει κυρίαρχα ζώα και άλλα ζώα που είναι υποταγμένα στα κυρίαρχα, πλάσματα να σκοτώνουν το ένα το άλλο, ή δέντρα των οποίων η σκιά καταστέλλει την ανάπτυξη άλλων φυτών, αλλά επειδή, φτάνοντας στην εφηβεία, είναι στα πρόθυρα ενός θαύματος ερμηνείας που θα μετατρέψει αυτά τα πράγματα.
Στο τέλος της παιδικής ηλικίας βιώνει μερικές από τα πιο συναρπαστικές ημέρες της ζωής του. Η μετάβαση με την οποία έρχεται αντιμέτωπος θα πρέπει να βιώνεται από το σώμα και σε αρμονία με το τελετουργικό. Η παιδική ηλικία του όπου ταξίδευε σε ένα γνωστό κόσμο, παρατηρώντας και μιμούμενο τις φυσικές μορφές, και πάντοτε ακούγοντας, τού έχει προετοιμάσει μια άλλη οκτάβα στην ύπαρξή του. Το ρολόι του σώματος τού επιτρέπει να μπορεί να υλοποιηθεί, και οι πρεσβύτεροι της ζωής του, θα φροντίσουν να μυηθεί. Πρόκειται για μια αρχή σε έναν κόσμο που έχει προαναγγελθεί από την παιδική ηλικία: το σπίτι, το καλό, το αφάνταστα πλούσιο, μερικές φορές επώδυνο με αιτιολογία, κατανοητό αν του δώσει την δέουσα προσοχή.
Οι αναζητήσεις και οι δοκιμές που σηματοδοτούν το πέρασμά του στην μύηση της εφηβικής ζωής δεν προορίζονται να αποκαλύψουν ότι η αγάπη του για τον φυσικό κόσμο ήταν μια ψευδαίσθηση ή ότι, αφού κατά τα φαινόμενα ήταν μόνο αυτό και τίποτε άλλο, κατά κάποιο τρόπο τον απογοήτευσε. Δεν θα ξεχάσει την χαρά του ουρανού και τη γης ως ένα παιδαριώδες και άσχετο πράγμα. Θα αποφοιτήσει όχι φεύγοντας από αυτόν τον κόσμο, αλλά μπαίνοντας στο νόημά του. Έτσι, με το τέλος της παιδικής ηλικίας, ξεκινάει μια δια βίου μελέτη, μια αμοιβαιότητα με τον φυσικό κόσμο του οποίου το βάθος είναι ατελείωτο, όπως και η δική του δημιουργική σκέψη. Δεν θα το μελετήσει, προκειμένου να μετατρέψει τη ζωντάνια του σε απλά αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν το εγώ του, αλλά ως ένα ποίημα, υπερφυσικό και αναλογικό, της ανθρώπινης κοινωνίας.
Οι δυτικοί πολιτισμοί, αντίθετα, έχουν εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό τις τελετές μύησης των εφήβων που δηλώνουν την μεταφορική, μυστηριώδη και ποιητική ιδιότητα της φύσης, υποβαθμίζοντας τες σε αισθητική και ανέσεις. Αλλά η ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους απαιτεί εξωτερικά μοντέλα εξουσίας – αν όχι μια κοινότητα φυτών και ζώων, τότε λέξεις σε ένα βιβλίο, τάξεις και επαγγέλματα της κοινωνίας, ή τις μηχανές. Αν η τελετουργική βάση της αλληγορίας του συμβόλου κατασκευής εξουσίας είναι ακατάλληλη, ο κόσμος μπορεί να σκληρύνει στο πιο κυριολεκτικό επίπεδο ως προς την κατανόησή του από τους νέους και έτσι να γίνει ένα βαρετό μέρος, το οποίο ο ενήλικας θα αγνοήσει ως επαναλαμβανόμενο ή θα το εκμεταλλευτεί ως απλή ουσία.
Η παρατήρηση του Χάρολντ Σήρλες είναι στο σημείο: «Μου φαίνεται ότι το πιο μεγάλο στάδιο ωριμότητας είναι ουσιαστικής σημασίας για την επίτευξη μιας συγγένειας με την πραγματικότητα, με αυτό που είναι το πιο διαφορετικό σε σχέση με τον εαυτό του». Η ωριμότητα αναδύεται στη μέση ηλικία, ως αποτέλεσμα των απαιτήσεων των έμφυτων ημερολογιακών φάσεων ανάπτυξης, στην οποία οι άνθρωποι-τροφοί –γονείς, φίλοι, και δάσκαλοι– ανταποκρίθηκαν όταν έπρεπε. Σηματοδοτεί μια κεντρική αναλογία του εαυτού και του κόσμου σε συνεχώς διευρυνόμενες σφαίρες νοήματος και συμμετοχής, όχι μια συνεχώς αυξανόμενη κυριαρχία πάνω στη φύση, απόδραση σε αφαιρέσεις, ή υπαρξιακού φόβου.
Η εικοσάχρονη ανθρώπινη ψυχογένεση εξελίχθηκε επειδή ήταν προσαρμοστική και ευεργετική για την επιβίωση. Οι φάσεις της ήταν εξειδικευμένες, αναπόσπαστες από την ατομική ανάπτυξη των φυσικών και πολιτιστικών περιβαλλόντων άμα τη εμφανίσει του είδους μας. Και εκεί είναι το πρόβλημα: είναι πως σε αυτά τα περιβάλλοντα –μικρές ομάδες, άνθρωποι με ελεύθερο χρόνο, κυνηγοί/συλλέκτες τροφής, βυθισμένοι στο φυσικό περιβάλλον– έχουμε προσαρμοστεί[1]. Για μας, τώρα, αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει πια. Το αποκορύφωμα της ατομικής οντογένεσης, που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, ανοχή και ανεκτικότητα, δεσμευμένο από την παράδοση να φιλοξενήσει έναν ως επί το πλείστον μη ανθρώπινο κόσμο, και με μια μακρόχρονη φτωχή εκπαίδευση των νέων, μπορεί να είναι ασύνδετη κατά κάποιους τρόπους με τις ανάγκες των «προηγμένων» κοινωνιών. Σε τέτοιες κοινωνίες –συμπεριλαμβανομένης της δικής μας– η επιμονή σε ορισμένες βρεφικής ιδιότητες μπορεί να βοηθήσει το άτομο να προσαρμοστεί καλύτερα: ο φόβος του αποχωρισμού, οι φαντασιώσεις περί της παντοδυναμίας του, το ανήσυχο στόμα, ο τρόμος του να είναι κανείς αβοήθητος, η σωματική ανικανότητα και εξάρτηση. Η βιολογική εξέλιξη δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των νέων αυτών κοινωνιών. Λειτουργεί πάρα πολύ αργά για να κάνει προσαρμογές στο είδος μας μέσα σε αυτές τις δέκα χιλιετίες όπου οι αρχαϊκοί πολιτισμοί αναζήτησης τροφής άρχισαν να καταστρέφονται από τους εχθρικούς, επιθετικούς, καλύτερα οργανωμένους, πολιτισμένους γείτονες. Προγραμματισμένοι για την αργή ανάπτυξη προς ένα ειδικό είδος σοφίας, ζούμε σε έναν κόσμο όπου η αίσθηση ταπεινότητας και η ενσυναίσθηση των ανθρώπινων ορίων δεν επιβραβεύεται πλέον. Ωστόσο, εμείς υποφέρουμε από τη λαχτάρα μας για αυτόν τον χαμένο κόσμο, και βιώνουμε μια βαθιά θλίψη που εκπαιδευόμαστε να την παρερμηνεύουμε.
Στον πολιτισμένο κόσμο πήραν τους ρόλους εξουσίας σταδιακά –κεφαλή της οικογένειας και άλλα άτομα που κατέχουν θέσεις εξουσίας– άτομα, κατά μια έννοια, που σε μια ανολοκλήρωτη διαδικασία, με τη σειρά τους θα επιλέξουν και θα εκπαιδεύσουν υφισταμένους που θα έχουν ελαττώματα όπως και οι ίδιοι. Ίσως κανείς να μην έχει συνειδητοποιήσει αυτή την τόσο εκφυλιστική τάση, η οποία θα προχωρήσει με πραγματική επιτυχία από γενιά σε γενιά, καθώς η κοινωνία παρεμβαίνει με άσχημο τρόπο σε καίριες στιγμές της ανατροφής του παιδιού απομακρύνοντας τις μητέρες από την φροντίδα του και στέλνοντάς τες στην εργασία, διαχέοντας και εξασθενώντας την προσοχή τους και την ενέργειά τους μέσα σε βρεφονηπιακούς σταθμούς με πολλά μωρά και λίγους φροντιστές, αλλοιώνοντας τα παιχνίδια και τα παραμύθια, κάνοντας διαχείριση του άγχους του παιδιού με εκατό τρόπους. Ο μεταβατικός και φυσιολογικά υγιής χαρακτηριστικός εφηβικός ναρκισσισμός, οι οιδιπόδειοι φόβοι και η αφοσίωση, η αμφιθυμία και η αστάθεια, το παιχνίδι με τις λέξεις, η ομαδοποίηση σε μια συμμορία, θα μπορούσε εν καιρώ να επεκταθεί σε παθολογικό βαθμό και στην ενήλικη ζωή, όπου θα τιμηθεί με πατριωτικό ιδίωμα και φιλοσοφικό αξίωμα. Τα βασικά ερεθίσματα της παιδικής ηλικίας θα παρουσιαστούν έτσι ώστε να φαίνονται απαραίτητα στην πίστη και την ηθική υπεροχή, και η καταπιεστική φύση τους θα καλύπτεται από τις ψυχολογικές άμυνες της καταστολής και της προβολής. Στη διάρκεια των αιώνων σημαντικοί θεσμοί καθώς και ο τομέας της μεταφυσικής θα μπορούσαν να παρατηρήσουν, επιτέλους, συμπεριφορές και ιδέες που να προέρχονται από το κανονικό πλαίσιο της ανωριμότητας, από την τυχοδιωκτική δίνη της εφηβείας, από τις φροϋδικές ψυχοσεξουαλικές φάσεις, ή ακόμη και από προγενέστερες καταστάσεις όπως η νεογνική ή η προγεννητική φάση.
Πιθανώς, ένας τέτοιος οντογενετικός ακρωτηριασμός να φέρει μαζί του στην ενήλικη ζωή κάποια χαρακτηριστικά που καμία κοινωνία δεν θέλει, αλλά που η δική μας τα αποκτά έτσι κι αλλιώς, επειδή τέτοια χαρακτηριστικά συνδυάζονται κατά κάποιο τρόπο με την παιδαριώδη επιθυμία για καταστροφή και με άλλες ενίοτε χρήσιμες αναδρομές, που συμβαδίζουν με δυσάρεστες επιπτώσεις. Ίσως δεν υπάρχει κανένας τρόπος ώστε να διαιωνιστεί η συμβίωση ενός παιδιού που θηλάζει με τη μητέρα ως κοινωνικό ή θρησκευτικό ιδεώδες χωρίς να ανασύρει επώδυνες υποσυνείδητες αναμνήσεις ενός ανάρμοστου σωματικού δεσμού, προκαλώντας απέχθεια για τον απογαλακτισμό.
Στην εποχή μας, η νεανικότητα είναι ένα κοινότυπο ιδανικό, ενώ η εξιδανίκευση της νεανικότητας μετουσιώνεται λαθεμένα σε μια ενηλικίωση απλοϊκών πολώσεων. Τα εφηβικά όνειρα και οι ελπίδες έχουν διαστραφεί και ακρωτηριαστεί, σύμφωνα με το εχθρικό πνεύμα, τους φόβους, ή τις φαντασιώσεις που απαιτούνται από την κοινωνία. Με την εξέλιξη των έμφυτων ημερολογιακών φάσεων ανάπτυξης να καθυστερεί, το άτομο έχει σχεδιαστεί σιωπηρά για να επιβληθεί στην ολότητα του και να μοιραστεί τη συλλογική επιθυμία για εξουσία. Η αλλαγή του κόσμου γίνεται ασυνείδητα απελπισμένο υποκατάστατο της αλλαγής του εαυτού. Έπειτα ασχολείται με την προστασία των ζώων, την προστασία των περιοχών άγριας ζωής (σε αντίθεση με τον υπόλοιπο πλανήτη), τον ονειροπόλο γυμνισμό και καλλωπισμό, όπου όλα έχουν δύο όψεις, μισούν τον συμβιβασμό και συγχέουν περίπλοκα οικολογικά ζητήματα με το καλό και το κακό στους ανθρώπους.
Το πρόβλημα με την διάθεση να δημιουργήσεις έναν κόσμο είναι ότι, επειδή ο κόσμος υπάρχει ήδη, ό,τι προϋπάρχει θα πρέπει να καταστραφεί. Ο ιδεαλισμός, είτε σύμφωνα με το ειρηνικό βασίλειο των ποιμαντικών διδαχών είτε με τον ηλεκτρονικό παράδεισο των μανιακών της τεχνολογίας και του εξώτερου διαστήματος, είναι κατά τον παραπάνω συλλογισμό ένα κανονικό μέρος της εφηβικής ονειροπόλησης, όπως και οι φαντασιώσεις των νεαρών για ηρωική δόξα. Ο Νόρμαν Κίελ παρατηρεί ότι ο έφηβος καλείται να εξελιχθεί ενώ ο προφητικός/διορατικός/ εαυτός του τοποθετείται στο κέντρο του κόσμου, και ως εκ τούτου ενεργεί για να «σώσει την ανθρωπότητα από τη δική του μη ανθρώπινη κατάσταση» –δηλαδή, από το προσωρινό κενό ταυτότητας κατά τη μετάβαση από την εφηβική στην ενήλικη ζωή.[2] Η δυσκολία στην εποχή μας είναι ότι δεν υπάρχουν ήθη και έθιμα, με συμβούλιο καλών σοφών γερόντων, να καθοδηγήσει και να διαχειριστεί αυτή τη μετάβαση.
Paul Shepard
Μετάφραση Κ.
[1] Κέννεθ Κέννιστον, «Ψυχολογική ανάπτυξη και ιστορική αλλαγή», στο Robert Jay Lifton, εκδ, Εξερευνήσεις στην ψυχοϊστορία (New York: Simon & Schuster, 1974).
[2] Νόρμαν Κίελ, Η παγκόσμια εμπειρία της εφηβείας (Νέα Υόρκη: International Universities Press, 1964).
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 125, Μάρτιος 1013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου