analyst
Ευρισκόμαστε πριν από ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα, όπου από τη μία πλευρά υπάρχει το μοντέλο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού της Δύσης, ενώ από την άλλη το νέο μικτό μοντέλο της Κίνας – όπου το κράτος συμμετέχει ενεργητικά στη βιομηχανική πολιτική και στην καινοτομία.
του Άρη Οικονόμου
Άποψη
Η Ελλάδα ευρίσκεται συνήθως πολύ πίσω από τις εξελίξεις οπότε, όταν φτάνει η στιγμή να εφαρμόσει μία οικονομική θεωρία, όπως για παράδειγμα το νεοφιλελευθερισμό, αποτελεί ήδη παρελθόν. Εκτός αυτού τόσο η πολιτική, όσο και τα ΜΜΕ, αναμασούν διαρκώς αυτά που έχουν συμβεί πριν από χρόνια, παρά το ότι δεν έχουν πλέον κανένα νόημα – όπως στο παράδειγμα της συνθηκολόγησης της κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2015 και της «εκ βάθρων» αλλαγής της πολιτικής της, η οποία αποτελεί πια ένα γεγονός που δεν αλλάζει.
Πόσο μάλλον όταν με τη συγκεκριμένη πολιτική ηγεσία της χώρας, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, καθώς επίσης με την πλήρη αδιαφορία των Πολιτών για τα τεκταινόμενα, η οποία συμπεραίνεται από το ότι δεν αντιδρούν καθόλου, ο μοναδικός δρόμος που έχει απομείνει είναι η πιστή εφαρμογή των εντολών των πιστωτών – η τήρηση των μνημονίων χωρίς καμία καθυστέρηση και βασιλικότερα του βασιλέως.
Η αποδοχή δηλαδή του ότι, η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά σε γερμανική αποικία, οπότε δεν έχει άλλη επιλογή από το να σέβεται τις εντολές των «κυρίων» της – ελπίζοντας πως θα δείξουν στο μέλλον κάποια επιείκεια, μετριάζοντας την ακραία πολιτική λιτότητας που επιβάλλουν στους ιθαγενείς, με αντάλλαγμα βέβαια τα ιδιωτικά και δημόσια περιουσιακά τους στοιχεία. Την κατοχή λοιπόν της πατρίδας τους, όπου όμως θα τους δίνεται η δυνατότητα να εργασθούν έστω με μισθούς πείνας, για να μην εξαθλιωθούν εντελώς – υπηρετώντας χωρίς αντιρρήσεις τους νέους ιδιοκτήτες της.
Στα πλαίσια αυτά μπορεί ορισμένα γεγονότα του παρελθόντος να έχουν σημασία, όπως η διόγκωση των ελλειμμάτων από την ΕΛΣΤΑΤ, η «προδοσία» του τότε πρωθυπουργού σε συνεργασία με τον υπουργό οικονομικών του, η επόμενη του PSI, η κυβίστηση του κ. Σαμαρά όσον αφορά τη στάση του απέναντι στα μνημόνια ή ο απόλυτος εξευτελισμός της σημερινής κυβέρνησης, αλλά τα αποτελέσματα τους δεν αλλάζουν – ενώ δύσκολα θα πιστεύαμε πως θα τιμωρηθούν τουλάχιστον από τη Δικαιοσύνη ή από τους Πολίτες οι υπεύθυνοι, αφού κάτι τέτοιο θα μπορούσε τότε μόνο να συμβεί, όταν απελευθερωνόταν η Ελλάδα.
Εν τούτοις, επειδή δεν προβλέπεται στο μέλλον η ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, δεν έχει νόημα να περιμένει κανείς ούτε καν την απονομή δικαιοσύνης – ενώ κανένας δεν του απαγορεύει φυσικά να διατηρεί χαμηλή τη φλόγα της ελπίδας, αλλά το πιθανότερο είναι να κάψει στο τέλος τα χέρια του, παρά να δυναμώσει και να μετατραπεί σε μία δυνατή φωτιά που θα απελευθερώσει τη χώρα.
Είναι βέβαια πολύ σημαντική μία ελεύθερη ζωή, απαλλαγμένη από το «μίασμα» του φόβου, αλλά δεν χαρίζεται ποτέ – αντίθετα, κατακτάται με κόπους και θυσίες, με αρετή και τόλμη, με αίμα και με δάκρυα. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις όμως δεν φαίνεται υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, ενώ οι πρόθυμοι να αγωνιστούν Πολίτες είναι ελάχιστοι – οπότε οι όποιες ελπίδες θα ήταν ουτοπικές.
Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις
Περαιτέρω, όσον αφορά τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, η Δύση τασσόταν ανέκαθεν εναντίον μίας κρατικής βιομηχανικής πολιτικής– επειδή θεωρεί πως η τεχνολογική πρόοδος και ο νεωτερισμός δεν μπορούν ούτε να σχεδιαστούν κεντρικά, ούτε να επιβληθούν. Ως εκ τούτου, μία επιτυχημένη πολιτική που θα προάγει την καινοτομία, θα πρέπει να στηρίζεται κυρίως στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποδέσμευση των δημιουργικών δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού.
Σήμερα όμως, εννιά χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η οποία προκλήθηκε κυρίως από την ανευθυνότητα των αμερικανικών τραπεζών και των εταιρειών αξιολόγησης, μετά τα σκάνδαλα της Deutsche Bank και της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, μετά από τις δεκάδες υποθέσεις νόμιμης φοροδιαφυγής των πολυεθνικών κοκ., γεγονότα που αφορούν στο σύνολο τους τον ιδιωτικό τομέα, αναρωτιέται η Δύση εάν πράγματι είναι σωστή η εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς και του ανταγωνισμού – πόσο μάλλον όταν κανένας ακριβοπληρωμένος μάνατζερ του χρηματοοικονομικού κλάδου δεν σκέφθηκε καν να ελέγξει την ποιότητα του ενεργητικού της τράπεζας του ή/και τι ακριβώς αγόραζε.
Κάτι ανάλογο σκέφτονται οι Γερμανοί, όσον αφορά τους μεγάλους ενεργειακούς ομίλους τους που έχουν ιδιωτικοποιηθεί στο σύνολο τους – κρίνοντας από τον ανόητο τρόπο που συμπεριφέρθηκαν στο θέμα των ανανεώσιμων πηγών ενεργείας, όπου θεώρησαν πως η πυρηνική ενέργεια και ο λιγνίτης θα τους έλυναν για πάντα τα προβλήματα τους, επιτρέποντας τους τεράστια κέρδη. Έτσι έχασαν το τραίνο της εξέλιξης, αντιμετωπίζοντας ως γραφικούς αυτούς που ασχολούνταν με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – παρά το ότι οι επενδύσεις σε αυτές προσέφεραν υψηλές και σίγουρες αποδόσεις.
Το ίδιο ισχύει για τον πυρήνα της οικονομίας τους, την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία επικεντρώθηκε στις μηχανές πετρελαίου – πόσο μάλλον όταν, εκτός από τα σκάνδαλα των εκπομπών ρύπων τεκμηριώθηκε ότι, όλες οι επιχειρήσεις αυτού του κλάδου είχαν συστήσει ένα καρτέλ που φυσικά δεν εξασφάλιζε τις δημιουργικές δυνάμεις του ανταγωνισμού. Σε κάθε περίπτωση, οι Γερμανοί αναρωτούνται γιατί οι μεγάλες αυτές αυτοκινητοβιομηχανίες δεν ακολούθησαν την εξέλιξη – επιλέγοντας παράνομους τρόπους για να μην τηρήσουν τους περιβαλλοντολογικούς κανόνες, αντί να καινοτομήσουν.
Απέναντι τώρα στα ελλείμματα καινοτομίας του ιδιωτικού τομέα, ευρίσκεται το μοντέλο της κρατικής προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενεργείας – όπου, μέσω των επιδοτήσεων εκ μέρους του γερμανικού κράτους, δημιουργήθηκε μία νέα «τεχνολογία-κλειδί», η οποία τόνωσε την ιδιωτική καινοτομία και τις επενδύσεις.
Το γεγονός αυτό οδήγησε στην εντυπωσιακή πτώση των τιμών των ηλιακών συλλεκτών ενέργειας, καθώς επίσης των αιολικών πάρκων– ενώ στην πρώτη δημοπράτηση που αφορούσε την προώθηση των υπεράκτιων (offshore) αιολικών πάρκων, συμμετείχαν αγοραστές που δεν απαιτούσαν καν κρατική χρηματοδότηση. Τεκμηριώθηκε επομένως πως η ενεργητική συμμετοχή του κράτους στις επενδυτικές αποφάσεις ήταν αποτελεσματική – οπότε είναι λογικό να ερευνηθεί περισσότερο.
Οι Η.Π.Α. και η Κίνα
Στις Η.Π.Α. τώρα, σύμφωνα με την αμερικανίδα οικονομολόγο M. Mazzucato (The entrepreneurial state), καμία από τις βασικές τεχνολογίες που ευρίσκονται σε ένα iphone δεν έχει δημιουργηθεί χωρίς κρατική υποστήριξη! Το internet, το GPS, το SIRI και η οθόνη αφής προέρχονται εκ ολοκλήρου από στοχευόμενες κρατικές επενδύσεις – οι οποίες αρχικά εξυπηρετούσαν στρατιωτικούς σκοπούς.
Ως εκ τούτου, η οικονομολόγος βλέπει το ρόλο του κράτους στη διενέργεια εκείνων των επενδύσεων που έχουν μεγάλο ρίσκο για τους ιδιώτες επενδυτές – ενώ ταυτόχρονα απαιτούν έναν ορίζοντα προγραμματισμού που είναι πολύ μεγαλύτερος, από αυτόν που είναι συνήθως πρόθυμος να αποδεχθεί ο ιδιωτικός τομέας.
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα εν προκειμένω είναι η περίπτωση της Κίνας – όπου, κάτω από την ονομασία «Made in China 2025», επιδιώκεται μία αυστηρή βιομηχανική πολιτική υπό κρατική εποπτεία. Ειδικότερα, σε συνδυασμό με το 13ο πενταετές πρόγραμμα της χώρας, καθώς επίσης με την πρωτοβουλία «Βιομηχανική Κίνα 2015», η κυβέρνηση θέτει τις προτεραιότητες στους κλάδους της Βιοτεχνολογίας, της εξοικονόμησης ενέργειας, των βιομηχανικών ρομπότ, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των νέων υλικών, των οχημάτων με εναλλακτική κίνηση, των δημιουργικών ψηφιακών βιομηχανιών, καθώς επίσης των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας.
Ο στόχος της κυβέρνησης είναι να αναδείξει την Κίνα σε μία ηγετική βιομηχανική χώρα, καθώς επίσης να μειώσει την εξάρτηση της από τις ξένες εισαγωγές – όπου μόνο το 2015 ιδρύθηκαν 300 κρατικά επενδυτικά κεφάλαια, με συνολική δυνατότητα επενδύσεων ύψους 200 δις €. Ο κεντρικός εποπτικός οργανισμός για τις δημόσιες κινεζικές επιχειρήσεις προσπαθεί σήμερα, μέσω συγχωνεύσεων κρατικών εταιρειών, να δημιουργήσει «εθνικούς πρωταθλητές» – μεγάλες επιχειρήσεις δηλαδή που μόνο από το μέγεθος τους θα έχουν μία ισχυρή παρουσία στο παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Συνεχίζοντας, από την πλευρά των οπαδών της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού, το κινεζικό μοντέλο δεν θα έχει καλές προοπτικές – αφού σε μία κεντρικά κατευθυνόμενη χώρα, η οποία θεωρητικά περιορίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν μπορούν να υπάρξουν εκείνες οι δημιουργικές δυνάμεις που εξασφαλίζουν την καινοτομία και την εξέλιξη. Εν τούτοις δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει ότι, μέχρι σήμερα η Κίνα είχε μεγάλες επιτυχίες – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχει φτάσει ενδεχομένως στα όρια της, αφού μέχρι πρόσφατα αντέγραφε τεχνολογίες από τη Δύση, ενώ πλέον πρέπει να τις δημιουργήσει η ίδια.
Κάτι ανάλογο όμως είχε συμβεί με την Ιαπωνία στο παρελθόν – η οποία, αν και παραμένει ηγέτιδα δύναμη, εμποδίστηκε από τις Η.Π.Α. να συνεχίσει την ανοδική της πορεία. Η Κίνα βέβαια είναι σε θέση να προστατευθεί από την υπερδύναμη – οπότε δεν θα αντιμετωπίσει μία αντίστοιχη συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση ευρισκόμαστε πριν από ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα – όπου από τη μία πλευρά υπάρχει το μοντέλο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού της Δύσης (=τα πάντα στους ιδιώτες), ενώ από την άλλη το μικτό μοντέλο της Κίνας, όπου το κράτος συμμετέχει ενεργητικά στη βιομηχανική πολιτική και στην καινοτομία.
Κανένας δεν γνωρίζει φυσικά εάν το κινεζικό μοντέλο επιτύχει, καθιστώντας τη χώρα πρωτοπόρα στις σύγχρονες τεχνολογίες. Το πρόβλημα είναι όμως το ότι, η Δύση συμμετέχει ακούσια στο πείραμα – αφού, εάν τυχόν πετύχει, θα έχει σημαντικά επακόλουθα για το βιοτικό της επίπεδο και την ευημερία της.
Λογικά λοιπόν ορισμένοι ικανοί Γερμανοί όπως ο κ. Boffinger, ο οποίος ανήκει στους πέντε σοφούς που συμβουλεύουν την καγκελάριο, προτείνουν να ερευνηθούν η δυνατότητες μίας ενεργητικής βιομηχανικής πολιτικής εκ μέρους της Γερμανίας και της ΕΕ, κατά το παράδειγμα της Κίνας – άρα έναν κεντρικά κατευθυνόμενο καπιταλισμό, τον οποίο θεωρούν αποτελεσματικότερο.
Επίλογος
Ενώ ο κόσμος εξελίσσεται και πειραματίζεται με νέα οικονομικά μοντέλα, ανακαλύπτοντας ξανά τα πλεονεκτήματα της μεικτής οικονομίας και τοποθετώντας τα απέναντι στα μειονεκτήματα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, του καπιταλισμού καζίνο και της πλεονεξίας των πολυεθνικών κολοσσών που παράγουν ταυτόχρονα ανεργία για να μειώσουν τους μισθούς αυξάνοντας επικίνδυνα τις εισοδηματικές ανισότητες (οι οποίες εάν δεν καταπολεμηθούν θα οδηγήσουν στην κατάρρευση του συστήματος), στην Ελλάδα επικρατεί η πεπαλαιωμένη σύγκρουση μεταξύ της παραδοσιακής αριστεράς και της δεξιάς – όπου η μεν αριστερά κατηγορείται για κρατισμό, παρά το ότι η δεξιά και οι σοσιαλιστές κατασκεύασαν ένα ογκώδες και μη αποτελεσματικό δημόσιο, ενώ η δεξιά για έναν ακραίο νεοφιλελευθερισμό που ποτέ δεν δρομολόγησε.
Στα πλαίσια αυτά, έχουμε την άποψη πως εάν η Ελλάδα προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί σωστά το εξαιρετικά εκπαιδευμένο προσωπικό της στο δημόσιο (εκπαιδευμένο επειδή σε καμία άλλη χώρα δεν επέλεγαν οι απόφοιτοι πανεπιστημίων το δημόσιο, όπως στην Ελλάδα), επεξεργαζόμενη ένα πενταετές πρόγραμμα ανάπτυξης με την ενεργή συμμετοχή του κράτους, θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά τις οδυνηρές συνέπειες της χρεοκοπίας της – κατορθώνοντας κάποια στιγμή να ξεφύγει από την παγίδα της Γερμανίας, οπότε να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία.
Φυσικά θα υπήρχαν πολλές άλλες δυσκολίες που θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν, αλλά η χώρα είναι σε θέση να τα καταφέρει, διαθέτοντας πάρα πολλά πλεονεκτήματα – αρκεί να δραστηριοποιηθούν από κοινού Πολίτες και πολιτικοί, χωρίς τις μεταξύ τους ανόητες αντιπαραθέσεις, οι οποίες δεν οδηγούν πουθενά. Εάν βέβαια μας ρωτούσε κανείς αν πιστεύουμε πως θα συμβεί κάτι τέτοιο, δυστυχώς θα απαντούσαμε αρνητικά – οπότε επανερχόμαστε στην εισαγωγή του κειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου