Το Ποντίκι
«Για κάθε Γάλλο στρατιώτη που θα στέλνετε στη χώρα μου, να έχετε έτοιμο και το φέρετρό του για να τον υποδεχτεί στη χώρα σας».
Χο Τσι Μινχ
του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη
5 Μαΐου 1954, Λάος, Χερσόνησος Ινδοκίνας
Το Boeing της Air France τροχοδρόμησε στον διάδρομο του αεροδρομίου της Βιεν - Τιαν και σταμάτησε κοντά στην πύλη εξόδου των επιβατών. Σε λίγα λεπτά είχαν φέρει τη σκάλα και οι πόρτες άνοιξαν. Οι εντυπωσιακές αεροσυνοδοί ξεπροβόδισαν τους επιβάτες στο ταξίδι τους στην Άπω Ανατολή. Ο κοντός, γεροδεμένος άνδρας δεν έδωσε καμία σημασία στο «καλή διαμονή» που του είπε στην πόρτα του αεροσκάφους η κοπέλα. Στάθηκε στην άκρη της σκάλας, φόρεσε τα γυαλιά - καθρέπτες του, σκούπισε τον ιδρώτα από τον παχύ σβέρκο του με ένα μαντίλι και γεμάτος ενθουσιασμό σκέφτηκε: «Κομμούνια, έφτασα»...
Προχώρησε στο κατακόκκινο χώμα του διαδρόμου προσγείωσης, μέχρι την πύλη για τον έλεγχο διαβατηρίων. Ύστερα θα συναντούσε τον σύνδεσμό του και, αν όλα πήγαιναν καλά, σε λίγες ώρες θα βρισκόταν, μέσω του ποταμού Μεκόνγκ και της απάτητης ζούγκλας, στο έδαφος του Βιετνάμ. Είχε εκπαιδευτεί σε όλα τα όπλα. Μπορούσε να αντέξει σε όλες τις συνθήκες, αλλά αυτή η αποπνικτική ζέστη και η αφόρητη υγρασία, σε αυτήν την κωλοχώρα των κιτρινιάρηδων, τον ζάλιζαν. Δεν είχε συνηθίσει το κλίμα αυτό. Ήταν μέλος της «Λεγεώνας των Ξένων» και ανήκε στο 1ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών.
Ήταν φανατικός αντικομμουνιστής, φανατικός εθνικιστής και πίστευε στην καθαρότητα του αίματος. Εξάλλου για τον λόγο αυτόν είχε έρθει στο Βιετνάμ, για να δώσει ένα μάθημα στα κίτρινα ανθρωπάκια που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τη Γαλλική Αυτοκρατορία. Σε δυο ημέρες θα έπρεπε να παρουσιαστεί στη βάση των Γάλλων στο Ντιεν Μπιεν Φου, την οποία πολιορκούσαν μήνες τώρα οι Βιετναμέζοι.
Λίγες ώρες πριν, χωριό Σονγκ Ναμ Ρομ, περίχωρα Ντιεν Μπιεν Φου
Ο λοχίας Ζαν Λουί Αρτώ των Corps Expéditionnaire Français en Extrême-Orient ή αλλιώς CEFEO βεβαιώθηκε ότι οι άνδρες του είχαν κυκλώσει το χωριό από παντού. Κανείς δεν θα μπορούσε να ξεφύγει. Η χειροβομβίδα που έριξε ήταν το σύνθημα. Οι Γάλλοι στρατιώτες εισέβαλαν και άρχισαν να καίνε τις καλύβες των έντρομων χωρικών. Συγκέντρωσαν μικρούς και μεγάλους, γυναίκες και παιδιά στην υποτυπώδη πλατεία, τους πρόσταξαν να γονατίσουν στο χώμα και ο μεταφραστής τούς ρώτησε: «Πού βρίσκονται οι Βιετμίνχ;».
Κανείς δεν απάντησε. Ο Αρτώ, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έγνεψε. Τα πολυβόλα γάβγισαν και σε λίγα λεπτά το χώμα είχε γίνει μια κόκκινη λάσπη. Δεκάδες πτώματα σε αφύσικες στάσεις. Γέροντες με ανοιγμένα κεφάλια, μητέρες και μωρά με μαύρες τρύπες στο σώμα και τον λαιμό, άνδρες με μια σφαίρα στον κρόταφο. «Εμπρός, μαζέψτε ό,τι προμήθειες τρώγονται και γυρνάμε στη βάση, πριν πέσει το σκοτάδι. Γρήγορα, έχει αρχίσει να βραδιάζει» διέταξε ο Ζαν Λουί, τα νεύρα του οποίου τους τελευταίους μήνες κόντευαν να σπάσουν. Είχε ξεκινήσει μάλιστα και τα ηρεμιστικά και τα αγχολυτικά για να αντέξει.
Ο λοχίας υπερασπιζόταν με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του την πόλη του Ντιεν Μπιεν Φου. Βάση της γαλλικής πολεμικής μηχανής. Στην αρχή νόμιζε ότι θα ήταν μια επιχείρηση, αν όχι αναψυχής, ρουτίνας. Η ανωτερότητα των λευκών Ευρωπαίων έναντι των κιτρινιάρηδων σε όπλα και μαχητική δύναμη ήταν ασύγκριτη. Όμως οι παράξενοι αυτοί δαίμονες έμοιαζαν να μην πεθαίνουν, όσους και να σκότωναν. Κάθε, μα κάθε βράδυ, μόλις έπεφτε ο ήλιος και τα τεράστια κουνούπια μαζί με την υγρασία της ζούγκλας έκαναν μαύρη τη ζωή των Γάλλων στρατιωτών, οι μικρόσωμοι αντάρτες έκαναν επίθεση από κάθε σημείο, μέχρι το ξημέρωμα.
Μετά εξαφανίζονταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Άφηναν πίσω τους νεκρούς λευκούς στρατιώτες, και όσοι από τους Γάλλους είχαν την ατυχία να βρεθούν έξω από τη βάση όταν νύχτωνε, η τύχη τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι αντάρτες τούς εντόπιζαν, τους αιχμαλώτιζαν και στη συνέχεια τους «επέστρεφαν» στη βάση, κομμάτι - κομμάτι, που το πετούσαν με αυτοσχέδιους καταπέλτες από θέσεις που ήταν αδύνατον να εντοπιστούν.
Υπόγειο στρατηγείο Βιετμίνχ, ζούγκλα Βορειοδυτικού Βιετνάμ
Ο Βο Νγκουέν δεν ήταν γεννημένος για δάσκαλος. Αγαπούσε τα παιδιά, αγαπούσε να διδάσκει, αλλά κάτι μέσα του δεν του επέτρεπε να αφοσιωθεί στο επάγγελμα του δασκάλου. Ο Βο καθόταν στην άβολη ξύλινη καρέκλα του και επάνω στο πρόχειρο γραφείο του είχε απλωμένο τον χάρτη του Ντιεν Μπιεν Φου. Βρισκόταν στην καρδιά του στρατηγείου των ανταρτών του Χο Τσι Μινχ, αρκετά μέτρα κάτω από τη γη, σε έναν σκαμμένο βράχο που οδηγούσε σε ένα σύμπλεγμα στοών, στην καρδιά της ζούγκλας.
Ο προβληματισμός που του έκαιγε τα σωθικά τις τελευταίες εβδομάδες, από τότε που οι Γάλλοι τον προκάλεσαν, κατέλαβαν το Ντιεν Μπιεν Φου και τον παρέσυραν 500 χιλιόμετρα μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του, είχε σταματήσει πια. Ο Βο είχε ρισκάρει, είχε σηκώσει το γάντι και με υπομονή οργάνωνε μυστικά, μήνες τώρα, την πολεμική δύναμη των Βιετμινχ. Οι αποικιοκράτες θα έπαιρναν ένα μάθημα που δεν θα το ξεχνούσαν ποτέ. Η ώρα είχε φτάσει και οι Γάλλοι δεν το γνώριζαν ακόμη.
Οι μακάριοι Ευρωπαίοι, ενώ τόσους μήνες έβλεπαν τις κινήσεις του εχθρού στις κορυφογραμμές των καταπράσινων βουνών που κύκλωναν το Ντιεν Μπιεν Φου, δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση. Είχαν τεράστια πίστη στη δύναμη πυρός που διέθεταν, στην άριστη εκπαίδευση των ειδικών δυνάμεων και στη CEFEO, και απαξίωναν μέχρι κομπασμού τους κοντούς κίτρινους ανθρώπους που πολεμούσαν για την ελευθερία τους.
Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Βο Νγκουέν, ο δάσκαλος από το χωριό Ανξά της επαρχίας Κουάνγκ Μπινχ του Βιετνάμ. Πλέον λίγοι τον φώναζαν Βο. Όλοι τον ήξεραν με το ψευδώνυμό του: Στρατηγός Γκιαπ, επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων του Βιετνάμ. Όλοι, από τον τελευταίο φαντάρο μέχρι τον απλό αγρότη, είχαν εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Γκιαπ. Το μαρτυρούσε άλλωστε και το όνομά του, που στην τοπική διάλεκτο σημαίνει «θώρακας».
Κάτω από τη μύτη των Γάλλων ο Γκιαπ άρχισε να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για το τελειωτικό χτύπημα. Τι κι αν βρισκόταν 500 χιλιόμετρα μακριά από τον ανεφοδιασμό του. Ογδόντα χιλιάδες απλοί χωρικοί μέσα από την απάτητη ζούγκλα και τα ποτάμια σχημάτιζαν ένα «ανθρώπινο τρένο» και μετέφεραν στη βάση των Βιετμίνχ 60 τόνους τροφής και πυρομαχικών κάθε μέρα. Στη συνέχεια οχύρωσε άριστα τα γύρω βουνά με κανόνια και αντιαεροπορικά. Οι Βιετναμέζοι μετέφεραν τα βαριά πυροβόλα που το καθένα ζύγιζε περισσότερους από δύο τόνους, αποσυναρμολογημένα σε ξεχωριστά εξαρτήματα, χωρίς μέσα ελκυσμού, μέσα από βραχώδη βουνά, κάτω από τη μύτη των Γάλλων, και τα τοποθέτησαν σε θέσεις βολής μέσα σε σπηλιές απέναντι από το φρούριο. Τέλος, εξόπλισε και τον υπόλοιπο στρατό του. Όλα ήταν έτοιμα.
Ο Δαβίδ θα χτυπούσε τον υπερόπτη Γολιάθ ακριβώς στο κούτελο. «Η θέση των Γάλλων μοιάζει με μπολ γεμάτο ρύζι. Καλά, δεν καταλαβαίνουν ότι έπεσαν μόνοι τους στην παγίδα που πήγαν να στήσουν;» σκέφτηκε ο λιπόσαρκος, κοντούλης πρώην δάσκαλος και σήκωσε το μαγνητικό τηλέφωνό του να μιλήσει με τον ηγέτη του, τον Χο Τσι Μινχ. Η απάντηση του οπαδού του Κομφούκιου και πρώην σερβιτόρου ήταν μονολεκτική: «Ξεκινήστε». Ξημέρωνε η 6η Μαΐου του 1954
Ντιεν Μπιεν Φου, γαλλική βάση
Ο διοικητής της γαλλικής βάσης του Ντιεν Μπιεν Φου, ο συνταγματάρχης Ferdinand de la Croix de Castries, ξύπνησε νωρίτερα από ό,τι συνήθιζε. Η ορντινάντσα του τού ετοίμασε ένα πλούσιο πρωινό, αλλά εκείνος δεν είχε όρεξη να φάει. Φόρεσε τη στολή του και βγήκε έξω από το παράπηγμά του. Κοίταξε τη μεγάλη βάση του γαλλικού στρατού και ένιωσε σίγουρος. Απολάμβανε το λυκαυγές στη μέση της ζούγκλας. Πού και πού ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί. Ήταν οι νυχτερινές επιθέσεις των Βιετμίνχ.
Η ελίτ των επίλεκτων δυνάμεων, 16.000 άνδρες, είχε συγκεντρωθεί και ήταν έτοιμη να τα βάλει ακόμη και με υπερδεκαπλάσιους αντιπάλους, με ελάχιστες απώλειες. Η CEFEO δεν αστειευόταν. Είχε για υποστήριξη ελικόπτερα, 170 αεροπλάνα, άρματα μάχης, αλεξιπτωτιστές και μέλη της περίφημης Λεγεώνας των Ξένων. Αρκετοί από τους στρατιώτες του ήταν βετεράνοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ήταν μέλη της γερμανικής μεραρχίας των Γάλλων SS Charlemagne και της μονάδας εθελοντών Legiondes Volontaires Français Contrele Bolchevisme. Δεν τον πείραζε καθόλου. Αυτό που τον ενδιέφερε, ήταν πως οι άνδρες του ήξεραν να κόβουν λαιμούς. Ένα τέτοιο μέλος, μαζί με άλλους εκπαιδευμένους να σκορπούν τον θάνατο, περίμενε σε λίγες ώρες να έρθει από τη Λεγεώνα των Ξένων και να ενταχθεί στις δυνάμεις του.
Ο διοικητής έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου του ένα σκούρο μπλε πακέτο τσιγάρων, που απεικόνιζε μια χορεύτρια. Άναψε το πρώτο Gitanes της ημέρας και κοίταξε ψηλά στις κορυφογραμμές των βουνών. Καθώς έβγαζε τον καπνό με ευχαρίστηση, αναρωτήθηκε πότε θα πέσουν στην παγίδα οι κιτρινιάρηδες για να τους λιανίσει. Κοίταξε το ρολόι του και σκέφτηκε πως σε λίγη ώρα, με το ξημέρωμα, οι απολίτιστοι θα σταματούσαν τις νυχτερινές τους επιθέσεις. Έκανε λάθος...
Η μάχη
Το σύνθημα δόθηκε με το πρώτο φως της ημέρας. Οι Γάλλοι περίμεναν να βγει ο ήλιος και να πάνε να ξεκουραστούν, αφού ξαγρυπνούσαν για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των κιτρινιάρηδων, και έτσι να περάσει άλλη μια «βαρετή» μέρα μέσα στην υγρασία, τη ζέστη και τα υπερμεγέθη έντομα της ζούγκλας.
Ξαφνικά, στην απέραντη ζούγκλα επικράτησε η απόλυτη σιγή. Λες πως τα ίδια τα ζώα βαστούσαν την αναπνοή τους και ο ίδιος ο άνεμος αρνιόταν να φυσήξει για να μη θροΐσουν τα παχιά φύλλα των δέντρων. Ο συνταγματάρχης De Castries έμεινε με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη. Ποτέ δεν είχε ακούσει τόση ησυχία. Είδε τις κορυφογραμμές από τα γύρω βουνά να αστράφτουν σε όλο τους το μήκος και σε κλάσματα δευτερολέπτου άκουσε τα βλήματα από τα κανόνια να σκάνε και να ισοπεδώνουν τη βάση του.
«Στα όπλα» ούρλιαξε. «Να απογειωθούν τα αεροπλάνα» και άρχισε να τρέχει «Πότε στο διάβολο οι κιτρινιάρηδες γέμισαν τα βουνά με κανόνια;» σκέφτηκε και βούτηξε σε έναν άδειο κρατήρα που κάπνιζε ακόμη, για να σωθεί.
Ο αιφνιδιασμός των Γάλλων ήταν πλήρης. Ταυτόχρονα με το μπαράζ από τα κανόνια, ο στρατηγός Γκιαπ διέταξε όλες τις δυνάμεις του να επιτεθούν από κάθε σημείο στο οχυρό και τα χαρακώματα του εχθρού. Οι Ευρωπαίοι τα είχαν χαμένα. Οβίδες έσκαγαν και όργωναν κάθε μέτρο της βάσης. Σφαίρες σφύριζαν δαιμονικά επάνω από τα κεφάλια τους και απόκοσμες κραυγές μέσα από τη ζούγκλα πάγωναν το αίμα τους. Όποιος έκανε το λάθος να μετακινηθεί, ήταν νεκρός ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, αλλά και όποιος έμενε στη θέση του τα θραύσματα του έκοβαν το νήμα της ζωής. Φλόγες παντού. Οι Γάλλοι βίωναν μια κόλαση.
Η μια μετά την άλλη οι οχυρωμένες θέσεις των Ευρωπαίων σαρώνονταν. Πρώτη έπεσε η Beatrice και σχεδόν αμέσως η Claudin και η Junon. Οι Βιετναμέζοι έμπαιναν από παντού και δεν έπαιρναν αιχμαλώτους. Τόσα χρόνια καταπίεσης, αδικίας, εξευτελισμού τούς είχαν μεταβάλει σε θεριά. Πολλοί Γάλλοι πετούσαν τα όπλα τους, κουλουριάζονταν, έπιαναν το γεμάτο μαυρίλες από τους καπνούς πρόσωπό τους και έκλαιγαν σαν μωρά παιδιά. Ικέτευαν για οίκτο. Από τον ασύρματο «έπεσε» ένα σήμα προς τον Γάλλο διοικητή. Η κυβέρνηση του Παρισιού τον προήγαγε σε ταξίαρχο. Παράλληλα, διοχέτευε στον Τύπο, προκειμένου να καθησυχάσει την κοινή γνώμη της Γαλλίας, ιστορίες «περί ηρωικά μαχόμενων στρατιωτικών στελεχών στο Ντιεν Μπιεν Φου». Οι Γάλλοι όμως στην πλειονότητά τους ήταν έξαλλοι. Δεν ήθελαν αποικίες. Ήθελαν ηρεμία.
Η «Le Monde» την ίδια μέρα βγήκε με ένα κείμενο - καταπέλτη: «Ανακαλέστε στη μνήμη τη Γαλλική Επανάσταση, θυμηθείτε το Βαλμύ και τους δικούς σας άσχημα εξοπλισμένους στρατιώτες σε σχέση με τον πρωσικό επαγγελματικό στρατό. Παρ’ όλα αυτά οι στρατιώτες σας νίκησαν. Για να μας κατανοήσετε, σκεφτείτε αυτές τις ιστορικές στιγμές του λαού σας. Ψάξτε την πραγματικότητα. Ένας λαός που πολεμά για την ανεξαρτησία του κατορθώνει θρυλικές ηρωικές πράξεις».
Την επόμενη μέρα στη βάση του Ντιεν Μπιεν Φου η γαλλική σημαία αποκαθηλώθηκε από τον ιστό της και ποδοπατήθηκε από εξαγριωμένους Βιετμίνχ. Στη θέση της ανέβηκε η κόκκινη σημαία με το κίτρινο αστέρι στο κέντρο. Το Ντιεν Μπιεν Φου είχε πέσει. Οι Γάλλοι είχαν πληρώσει βαρύ φόρο αίματος. Ελάχιστοι σώθηκαν, και εκείνοι παραδόθηκαν με κλάματα και ικεσίες για τη ζωή τους. Οι στρατιώτες που εισέβαλαν στο διοικητήριο των Γάλλων, συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση. Έφτασαν στο δωμάτιο του διοικητή και τον βρήκαν ξαπλωμένο επάνω στο κρεβάτι του, όπου είχε στρώσει ένα λευκό σεντόνι, να καπνίζει και να κοιτάζει το ταβάνι.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ ναύαρχος Arthur W.Radford, έπειτα από σύμφωνη γνώμη και του ομόλογού του Γάλλου, πρότεινε ακόμη και τη «ρίψη της ατομικής βόμβας στις καθυστερημένες περιοχές Χο Τσι Μινχ». Ο Αϊζενχάουερ όμως δεν θέλησε να ρισκάρει μια απάντηση από τη Μόσχα. Στις ΗΠΑ, έτριβαν τα χέρια τους που οι Γάλλοι ισοπεδώθηκαν στο Βιετνάμ. Ήταν πλέον η ευκαιρία τους να αναλάβουν δράση. Εξάλλου για εκείνους θα ήταν ένα παιχνιδάκι να λιανίσουν τους κιτρινιάρηδες...
Ντιεν Μπιεν Φου, ισοπεδωμένη βάση, 9 Μαΐου
Ο κοντός άνδρας με τις φαρδιές πλάτες και τον παχύ σβέρκο δεν έβγαλε ούτε στιγμή τα γυαλιά - καθρέπτες που φορούσε. Σκούπισε για άλλη μια φορά τον ρυπαρό λαιμό του και έξυσε το μέτωπό του, που το είχαν «γαζώσει» τα κουνούπια ύστερα από τόσες μέρες επίπονου ταξιδιού μέσα στη ζούγκλα. Ήταν έτοιμος μαζί με τον οδηγό του και ελάχιστους άλλους Γάλλους να παρουσιαστούν στον διοικητή. Ξαφνικά το αίμα του πάγωσε. Στον ιστό δεν κυμάτιζε η τρίχρωμη σημαία, αλλά η μισητή κόκκινη των κομμουνιστών.
«Τι στο διάβολο συμβαίνει εδώ;» μούγκρισε, αλλά, όταν είδε τους αιχμάλωτους στρατιώτες με τη γαλλική φορεσιά σε σειρά τον έναν πίσω από τον άλλον να έχουν ξεκινήσει δεμένοι μια πορεία με άγνωστο προορισμό, κατάλαβε. Έσφιξε τα δάχτυλά του μέχρι να ασπρίσουν και δάκρυσε. «Πάμε να φύγουμε» είπε «όλα τελείωσαν».
Ο οδηγός του με σπασμένα γαλλικά τον ρώτησε: «Είστε σίγουρος μεσιέ Λεπούν;». Ο άνδρας που ονειρευόταν δόξες και τιμές και που είχε σαν ίνδαλμα τους ακροδεξιούς συναδέλφους του από τη LVFCB (Legiondes Volontaires Français Contrele Bolchevisme), έβλεπε ότι για άλλη μια φορά θα ήταν ένας άκαπνος. Εκνευρίστηκε ακόμη περισσότερο. Έπιασε τον κοντόσωμο άνδρα από τον λαιμό γεμάτος οργή: «Ηλίθιε κιτρινιάρη, δεν με λένε Λεπούν. Άχρηστη φάρα. Πόσες φορές πρέπει να σ’ το πω, βρωμιάρη; Με λένε Λεπέν. Ζαν - Μαρί Λεπέν».
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1971 στις 08-06-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου