analyst
του Σαράντου Λέκκα
ΑΡΘΡΟ
Στα μέσα Μαρτίου 2010 η τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και σημερινή επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κα Κριστίν Λαγκάρτ δήλωνε στους Financial Times ότι « η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσα από την υψηλή πίεση του εργατικού κόστους (δηλαδή την συμπίεση των μισθών ) οδηγεί σε ένα μη βιώσιμο μοντέλο για το σύνολο της ευρωζώνης.
Τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα σε βάρος των υπολοίπων εταίρων δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτά δεδομένου ότι οδηγούν σε στρεβλώσεις υψηλού κόστους».
Στην ουσία φωτογράφιζε την Γερμανία και τις πρακτικές της.
Τι είχε κάνει όμως η Γερμανία και πως είχε βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της;
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας είχε την βάση της στο πακέτο μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας το οποίο εφαρμόστηκε από τους Σοσιαλδημοκράτες του Γκέρχαρντ Σρέντερ με έναρξη το 2002 και στηρίχτηκε από το 2005 και από τους Χριστιανοδημοκράτες κατά την διάρκεια του μεγάλου συνασπισμού.
Στην ουσία μεταρρυθμίσεις βαφτίστηκαν οι προτάσεις της 15μελους επιτροπής για τις σύγχρονες υπηρεσίες στην αγορά εργασίας που είχε ως επικεφαλή τον διευθυντή προσωπικού της εταιρείας Volkswagen Πέτερ Χάρτς.
Η επιτροπή Χάρτς είχε ως αποκλειστικό στόχο την μείωση της ανεργίας που εκείνο το χρονικό διάστημα έφθανε το 10%, είχε δηλαδή ως κατεύθυνση την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας με κάθε τρόπο.
Στην ουσία εκείνο που προκρίθηκε ήταν η προώθηση μορφών μερικής και ευέλικτης εργασίας με την επιδότηση των εργοδοτών που προσλάμβαναν ανέργους.
Παράλληλα μειώθηκε ο χρόνος που δίνονταν το επίδομα ανεργίας από τους 32 σε 12 μήνες, ενώ το επίδομα κόβονταν τελείως εάν ο άνεργος δεν αποδέχονταν την θέση που του προτείνονταν και παράλληλα εγκαταλείφτηκε κάθε ιδέα για θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Το εντυπωσιακό ήταν ότι τις μεταρρυθμίσεις αγκάλιασαν και τα συνδικάτα τα οποία προέταξαν τη εργασία στην όποια μορφή της από τις αυξήσεις και τα κεκτημένα.
Περίπου 4 χρόνια μετά, τα γερμανικά πλεονάσματα και η παραμονή τους σε υψηλά επίπεδα οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην διεξαγωγή έρευνας για τον τρόπο που αυτά δημιουργούνται και κυρίως για τις στρεβλώσεις που διαμορφώνουν.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ακόμη και η κρίση χρέους ευνοεί την γερμανική πλευρά.
Ενώ κατά τη πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα με τις μεταρρυθμίσεις τους στην αγορά εργασίας έβαλαν τις βάσεις για την μείωση του εργατικού κόστους η κρίση χρέους που σοβεί από την έναρξη της δεύτερης δεκαετίας έμμεσα είχε ως αποτέλεσμα την μείωση ή και το μηδενισμό του κόστους χρήματος στις περιπτώσεις βραχυπρόθεσμου δανεισμού τους.
Είναι κοινό μυστικό ότι η Γερμανία δανείζεται σχεδόν τζάμπα αυξάνοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της.
Η κρίση χρέους οδήγησε κεφάλαια από τον νότο προς τον βορρά και ειδικά προς την Γερμανία όπου θεωρήθηκε καταφύγιο ασφάλειας.
Στην ουσία ομιλούμε για καθαρή ανακατανομή κεφαλαίων με τεράστιο κόστος για τις χώρες του νότου οι οποίες πέρα του γεγονότος ότι είναι αναγκασμένες να εφαρμόζουν ιδιαίτερα επώδυνες δημοσιονομικές πρακτικές πρέπει να διατηρούν και τα επιτόκια τους σε υψηλά επίπεδα για να μπορούν να διακρατούν τα κεφάλαια τους.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η νομισματική ένωση έθεσε πέραν των άλλων πλεονεκτημάτων και ως υπόβαθρο ανάπτυξης την εύκολη και φυσικά φθηνή πρόσβαση στην χρηματοδότηση.
Αυτή η προϋπόθεση σήμερα αλλοιώνεται από χώρες με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτή η πραγματικότητα όμως αλλοιώνει για να μην ισχυριστούμε ότι ενδέχεται να οδηγήσει ακόμη και στην διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος εάν δεν ληφθούν μέτρα διόρθωσης και αποκατάστασης των ανισορροπιών.
Όταν μια χώρα με δεσπόζουσα θέση σε μια ένωση μαζεύει τον μεγαλύτερο όγκο της ρευστότητας διότι, είτε μέσω οικονομικών μεταρρυθμίσεων, είτε μέσω συγκυριών, έχει επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού , τότε το μόνο που επιτυγχάνει είναι να οδηγεί μια σειρά κρατών σε καταστάσεις αποπληθωρισμού και φτωχοποίησης .
Όταν απουσιάζουν οι επενδυτικοί πόροι, όταν το κόστος χρήματος είναι ιδιαίτερα αυξημένο τότε μέλη που βρίσκονται σε κατάσταση ύφεσης οδηγούνται σε αδιέξοδα.
Όταν η ενεργώς ζήτηση υποβαθμίζεται τόσο εξαιτίας των συσταλτικών δημοσιονομικών πολιτικών που καλούνται να εφαρμόσουν τα κράτη –μέλη με προβλήματα χρέους, όσο και εξαιτίας της απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων τότε το οικονομικό τέλμα εγκαθιδρύεται με όρους κοινωνικής αποσταθεροποίησης.
Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι όπως τα ελλείμματα δημιουργούν προβλήματα και διαβρώνουν την διεθνή θέση μιας οικονομίας άλλο τόσο και τα μεγάλα και επί σειρά ετών πλεονάσματα αποσταθεροποιούν μια νομισματική ένωση.
Λιμνάζοντα κεφάλαια δεν πρέπει να υπάρχουν όταν οι ανάγκες παραγωγικών επενδύσεων επιβάλουν την διάχυση τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Πόσο μάλλον όταν μεγάλο μέρος των πλεονασμάτων διοχετεύεται σε αγορές φούσκες των αναπτυσσόμενων χωρών.
Εφόσον και τα μεγάλα ελλείμματα και τα μεγάλα πλεονάσματα οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην αποσταθεροποίηση μιας νομισματικής ένωσης τότε όπως έχει γίνει αποδεκτή η επιβολή αυτόματων κυρώσεων σε κράτη-μέλη με ελλείμματα άνω του 3% και χρέη άνω του 60% αναφορικά με το ΑΕΠ τους τότε το ίδιο πρέπει να γίνει και με τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Πρέπει να επιβάλλονται αυτόματα κυρώσεις όταν το εμπορικό πλεόνασμα ενός κράτους –μέλους ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ του, κάτι που αναφέρεται στις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Να θυμίσουμε ότι η Γερμανία τη τελευταία 8ετια καταγράφει πλεονάσματα της τάξεως του 6% – 8%.
Το 2016 το εμπορικό της πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 8% του ΑΕΠ με τις εξαγωγές να φτάνουν στο εξωπραγματικό επίπεδο των 1,2 τρις ευρώ.
Ανάλογες κυρώσεις πρέπει να έχουν και οι εμπορικές τράπεζες των χώρων με πλεονάσματα.
Πρέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιβάλει σημαντικά υψηλό αρνητικό επιτόκιο όταν αποδέχεται μεγάλες καταθέσεις τραπεζών που προέρχονται από χώρες με υπερβολικά πλεονάσματα.
Βέβαια επειδή ανάλογες με τις παραπάνω προτάσεις είναι λίγο δύσκολο να γίνουν αποδεκτές από την Γερμανία και τους δορυφόρους της δεδομένης της δεσπόζουσας θέσης στα όργανα της ένωσης και της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας ίσως θα πρέπει οι πολίτες των χωρών που θίγονται να εφαρμόσουν την άμεση δημοκρατική διάταξη της συνθήκης της Λισαβόνας για δημοψήφισμα.
Η ενεργοποίηση ενός δημοψηφίσματος γίνεται με την συλλογή ενός εκατομμυρίου υπογραφών από πολίτες κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρέπει οι φτωχοποιημένοι πολίτες του νότου να επιβάλουν κανόνες δικαίου και για τους ισχυρούς της ένωσης μιας και το πολιτικό παιχνίδι στα θεσμικά όργανα ευνοεί τους ισχυρούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου