Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

1922: Η πρώτη ελληνοτουρκική αερομαχία που έγινε ποτέ

Το Ποντίκι


του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη
Οι παράτολμοι  Έλληνες πιλότοι που  ήταν  φόβος και τρόμος των Τούρκων
Ο λοχαγός του τουρκικού στρατού, Αχμέτ Μπαχατίν, έπιασε με τα δυο του χέρια το πηδάλιο του αεροσκάφους του. Το τράβηξε προς το μέρος του και το έστρεψε στα αριστερά, αυξάνοντας ταυτόχρονα το γκάζι στον κινητήρα. Το γαλλικής κατασκευής διπλάνο τύπου Breguet 14 B2, που οι Τούρκοι είχαν εξασφαλίσει σαν βοήθεια από τη «σύμμαχο» της Ελλάδας, πήρε μια μεγάλη κλίση προς τα αριστερά. Η μύτη του υψώθηκε και ξεκίνησε να διαγράφει έναν αόρατο κύκλο στον γαλάζιο και δίχως σύννεφα ουρανό του Μπαλ Μαχμούτ.
 
Στον τέταρτο μεγάλο κύκλο που διέγραψε, ο Μπαχατίν έσκυψε προς την μπροστινή θέση του αεροπλάνου και έδειξε στον άλλο επιβάτη, που ήταν ο διοικητής του στρατιωτικού αεροδρομίου του Τσάι, κάτι στο έδαφος.
 
«Κεμάλ Μπέη!» ούρλιαξε ο Μπαχατίν, «Έλληνες. Ακριβώς από κάτω. Τους βλέπεις;».
Ο Κεμάλ Μπέης έγνεψε καταφατικά. «Είμαι έτοιμος» φώναξε σαν απάντηση στον πιλότο, ο οποίος, πριν συμπληρωθεί ο κύκλος, άρχισε να ευθυγραμμίζει το αεροσκάφος και να το χαμηλώνει πάνω από τους Έλληνες φαντάρους.
 
Ο ανθυπολοχαγός Φουντουλάκης του 8ου Κρητών άκουσε περισσότερο, παρά είδε, τον θόρυβο από ένα αεροπλάνο που πλησίαζε. Το τάγμα στο οποίο υπηρετούσε μόλις είχε απομακρυνθεί από το Μπαλ Μαχμούτ και κατευθυνόταν αργά, ανατολικότερα. Οι φαντάροι έσερναν τα πόδια τους από την κούραση και δημιουργούσαν ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.
 
«Αεροπλάνο» φώναξε ο ανθυπολοχαγός και αμέσως βγήκε από τον δρόμο και έτρεξε σε μια συστάδα θάμνων να προφυλαχθεί. Όπλισε και σημάδεψε. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μπορούσε πια να διακρίνει την ημισέληνο ζωγραφισμένη στην ουρά του σκάφους.
 
«Διάολος να μπει μέσα σου βρωμότουρκε» μονολόγησε ο Φουντουλάκης και άρχισε να πυροβολεί, καλυμμένος πίσω από τους θάμνους, προς την γκρίζα φιγούρα που ερχόταν από τον ουρανό. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι. Εκατοντάδες καυτές σφαίρες έφευγαν με στόχο το τουρκικό αεροπλάνο που πλησίαζε γρήγορα.
 
Ιούλιος του 1922, βορειοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ
 
Τον τελευταίο καιρό είχε ξεκινήσει ένας άλλος πόλεμος. Αυτή τη φορά όχι στα πυρωμένα χώματα της Τουρκίας, ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, αλλά στον ουρανό. Οι Έλληνες πιλότοι, με αρκετή τρέλα και γεμάτοι αδρεναλίνη, παράτολμοι, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος τόσο των άτακτων Κούρδων και Τσετών όσο και του τακτικού στρατού του Κεμάλ Ατατούρκ. 
 
Τελευταία όμως και οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει το ίδιο ακριβώς «παιχνίδι». Οι πιλότοι, όπως ο Μπαχατίν, χαμήλωναν τα αεροπλάνα τους πάνω από τις γραμμές των Ελλήνων και τις περισσότερες φορές πυροβολούσαν, σκορπώντας τον θάνατο. Άλλες πάλι φορές άδειαζαν προκηρύξεις που είχαν σε μεγάλους ταχυδρομικούς σάκους.
 
Ο Κεμάλ Μπέης έβαλε το χέρι του βαθιά στον έναν από τους δύο σάκους που είχε ανάμεσα στα πόδια του, πήρε μια μεγάλη ποσότητα τυπωμένων προκηρύξεων και όταν βρισκόταν στο κατώτατο σημείο, ακριβώς πάνω από τους Έλληνες, τις άφησε στο κενό. Οι σφαίρες λυσσασμένες σφύριζαν στα αυτιά του...
 
Τα τυπωμένα χαρτιά σαν νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν και μετά έπεφταν αργά στις γραμμές των φαντάρων. Ψυχολογικός πόλεμος...
«Έλληνες μην πολεμάτε σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός σας. Είστε μακριά από τα σπίτια σας. Μόνο ο θάνατος σας περιμένει. Φύγετε».
 
«Διάλε να τσι πάρει θα μου τροζάνουν τα κοπέλια μου. Εδά θα δουν τα μεμέτια». Ο Φουντουλάκης συνέχισε να πυροβολεί το αεροπλάνο που έκανε κύκλους και άφηνε προκηρύξεις. Ξαφνικά φώναξε: «Νικολάου τον ασύρματο. Ενημέρωσε τη Β Μοίρα. Επαέ θα δούμε πόσα απίδια βάνει ο σάκος». 
 
Ελληνική βάση Β Αεροπορικής Μοίρας
 
Στο πρόχειρο αεροδρόμιο στο Μπαλ Μαχμούτ, τη βάση της Β Μοίρας της στρατιωτικής αεροπορίας, η ελληνική σημαία κυμάτιζε δίπλα από τον υποτυπώδη πύργο ελέγχου, ανάμεσα στους κοιτώνες των στρατιωτών. 
 
Ο ανθυπασπιστής Ευάγγελος Παπαδάκος στεκόταν μπροστά από το αεροπλάνο του, ένα Neuport IV G, και συνομιλούσε μαζί με έναν μηχανικό. «Όχι, όχι, δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένα πρόβλημα με το Vickers. Έχω διπλοελέγξει το σύστημα συγχρονισμού. Μπορείτε να πυροβολείτε άνετα», του έλεγε ο μηχανικός και ο Παπαδάκος μόλις είχε ανάψει ένα τσιγάρο και τον άκουγε προσεκτικά. Εκείνη τη στιγμή ένας φαντάρος ασθμαίνων έφτασε τρέχοντας από τον πύργο ελέγχου: «Το 8ο έχει πρόβλημα με έναν Τούρκο. Πετά από πάνω τους, κάνει αναγνώριση, ρίχνει προκηρύξεις και πυροβολεί. Φεύγετε με τον λοχία Χριστόφορο Σταυρόπουλο προς καταδίωξή του».
 
Ο Παπαδάκος είδε στην άκρη του διαδρόμου ένα Spad XIII να τροχοδρομεί ήδη, και τον πιλότο του να του κάνει νοήματα χαμογελώντας. Πέταξε το τσιγάρο του, κούμπωσε το δερμάτινο χοντρό μπουφάν του, σκαρφάλωσε και κάθισε στη θέση του.
 
Με κατεύθυνση ανατολικά τα δύο ελληνικά αεροπλάνα συναντήθηκαν λίγα λεπτά αργότερα. Οι δυο χειριστές με νοήματα «μοίρασαν» τους ρόλους τους. Ο Παπαδάκος θα ανέβαινε υψηλότερα και θα διέγραφε μεγάλους κύκλους για να εντοπίσει το τουρκικό αεροπλάνο, ενώ ο Σταυρόπουλος θα πετούσε γρήγορα και χαμηλά.
 
Σε ένα τέταρτο το ταχύτατο Spad του Σταυρόπουλου έφτανε ήδη στις γραμμές του 8ου. Οι φαντάροι είχαν βγει από τις θέσεις τους και ενθουσιασμένοι ούρλιαζαν και ζητωκραύγαζαν στον Έλληνα πιλότο που πετούσε από πάνω τους. Είχαν βγάλει κράνη και καπέλα και τα πετούσαν στον αέρα, ενώ έδειχναν με νοήματα προς μια κατεύθυνση: Ανατολικά, προς το Εμπέρκιοϊ.
 
Ο Τούρκος είχε εξαφανιστεί, αλλά ο Σταυρόπουλος είχε καταλάβει πού πήγαινε. Τράβηξε και άλλο το γκάζι και ο κινητήρας μούγκρισε μανιασμένα.
 
Η αερομαχία
 
Ο ανθυπασπιστής Παπαδάκος πετούσε σε υψόμετρο 2.800 μέτρων. Διέγραφε απαλά στον ουρανό μεγάλους κύκλους και σχεδόν απολάμβανε τη μοναξιά του εκεί ψηλά. Είχε τα μάτια του ανοιχτά και έλεγχε δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Μέσα από το δερμάτινο κασκέτο του έφτανε στα αυτιά του το σφύριγμα του αέρα και ο μονότονος ήχος του κινητήρα του αεροπλάνου του. Η απόλυτη ηρεμία...
Κάποια στιγμή που ο ήλιος ήταν πίσω του, του φάνηκε ότι είδε μια μεταλλική λάμψη λίγο πιο κάτω και αριστερά του. Ένα διπλάνο τον πλησίαζε από τα πλάγια...
 
Ο Έλληνας πιλότος ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ίσως να είναι και ο Τούρκος που έψαχνε εκείνη η μεταλλική λάμψη που διέκρινε. Αμέσως οι αισθήσεις του τέθηκαν σε επιφυλακή. Χωρίς να το πολυσκεφτεί τράβηξε απότομα το κλείστρο και όπλισε το μικρό θηρίο, το Vickers του. Δεν αύξησε ταχύτητα. Συνέχισε την πορεία που είχε για να μην καταλάβει ο Τούρκος ότι τον είχε αντιληφθεί, και να τον αιφνιδιάσει.
 
«Κεμάλ Μπέη» ούρλιαξε ο Τούρκος πιλότος Αχμέτ Μπαχατίν στον συνεπιβάτη του: «Έλληνας ψηλά και δεξιά μας. Δεν μας έχει δει. Ας τον κυνηγήσουμε. Να είσαι έτοιμος». Το Breguet με την ημισέληνο στην ουρά αύξησε ταχύτητα και έσκισε τον ουρανό ανοδικά. Ο Μπαχατίν ήθελε να «πάρει» την ουρά του Έλληνα πιλότου και να τον καταρρίψει.
 
Το διπλάνο των Τούρκων έπαιρνε τη στροφή με ανοδική πορεία για να βγει πίσω από τον Έλληνα πιλότο. Ο Παπαδάκος συνέχιζε αμέριμνος να διαγράφει τους κύκλους του. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε ο Μπαχατίν. Σε ελάχιστα λεπτά το τουρκικό σκάφος ήταν στις «7 η ώρα». Έμενε μόνο να τραβήξει τη σκανδάλη και το Lewis να ξεράσει φωτιά. Το δάχτυλο του Κεμάλ Μπέη χάιδεψε τη σκανδάλη. Με το άλλο του χέρι ίσιωσε το δερμάτινο κασκέτο του και έφτιαξε το λάστιχο από τα προστατευτικά του γυαλιά, πίσω από το κεφάλι του. Πάτησε τη σκανδάλη. Δεκάδες καυτές σφαίρες λυσσασμένες έφυγαν προς το αντίπαλο αεροπλάνο...
 
«Αλλάχ - Αλλάχ» σκέφτηκε ο Μπαχατίν. Ένιωσε το τράνταγμα όταν το Lewis πυροβόλησε, είδε τις σφαίρες να φεύγουν προς τον στόχο τους και εκεί που περίμενε να δει το αντίπαλο αεροσκάφος γαζωμένο, απλά… το έχασε.
 
Ο Παπαδάκος περίμενε, σαν να μην είχε καταλάβει το παραμικρό. Ο αέρας αυλάκωνε τα μάγουλά του. Το ένα του χέρι ήταν γαντζωμένο στο πηδάλιο και το άλλο κρατούσε απαλά τον μοχλό με το γκάζι. Παρακολουθούσε, από το μικρό του καθρεφτάκι, τον Τούρκο να έρχεται αργά από πίσω του. Άφησε τον εαυτό του να χαλαρώσει, περίμενε και εμπιστεύτηκε το ένστικτό του. Κλάσματα του δευτερολέπτου πριν ο Τούρκος πυροβολήσει, ο Παπαδάκος τράβηξε όλο το γκάζι και πίεσε το πηδάλιο με δύναμη. Το αεροπλάνο του έχασε απότομα δεκάδες μέτρα ύψος. Σαν να είχε πέσει σε ένα βάραθρο... Οι σφαίρες από το τουρκικό αεροπλάνο πέρασαν ξυστά από την άτρακτο και το κεφάλι του Έλληνα πιλότου.
 
Το Neuport του Παπαδάκου έχανε ύψος ελεγχόμενα. Ο Τούρκος πιλότος αιφνιδιάστηκε που δεν βρήκε τον στόχο του και ξεκίνησε την καταδίωξη. Τώρα όμως δεν είχε εκείνος το πλεονέκτημα. Με δαιμονισμένη ταχύτητα το ελληνικό αεροπλάνο έπεφτε, ο Τούρκος στο κατόπι του να πυροβολεί. Οι σφαίρες χάνονταν στο κενό. Τότε ο Έλληνας πιλότος έκανε κάτι παράτολμο για να ξεφύγει. Σαν βαρίδι κατηύθυνε το Neuport του πάνω από ένα δάσος. Πίστευε πως ο Τούρκος δεν θα τολμούσε να τον ακολουθήσει. Έπεφτε με ταχύτητα προς τα δέντρα στρίβοντας δεξιά και αριστερά το πηδάλιό του για να αποφύγει τις σφαίρες. Ο Τούρκος ήταν πάντα κολλημένος πίσω του. Οι κορυφές των δέντρων πλησίαζαν επικίνδυνα γρήγορα.
 
«Ανάθεμα σε γκιαούρη» σκέφτηκε ο Κεμάλ Μπέης. «Κοίτα και αυτό Μεμέτη και τρέμε», σκέφτηκε ο Παπαδάκος, και, λίγο πριν οι ρόδες του αεροπλάνου του «γλείψουν» τις κορυφές των δέντρων, τράβηξε και άλλο το γκάζι και έφερε το πηδάλιο να κολλήσει στο στέρνο του. Το αεροπλάνο, σαν να το σήκωσε κάποιο αόρατο χέρι, πήρε ύψος την τελευταία στιγμή. Δεκάδες φύλλα και κλαδιά από τα δέντρα στροβιλίστηκαν διαλυμένα...
 
Ο Μπαχατίν δεν πίστευε στα μάτια του. Σταμάτησε την αυτοκτονική καταδίωξη και προσπάθησε να συνέλθει. Αναρωτήθηκε τι θα έπρεπε να κάνει σε αυτή την περίπτωση. Οι Ιταλοί εκπαιδευτές τού έμαθαν τα πάντα, αλλά όχι πώς να αντιμετωπίζει το απρόβλεπτο. Τράβηξε το πηδάλιο δεξιά και το διπλάνο του άρχισε να παίρνει ύψος και να στρίβει. Μοιραίο λάθος.
 
«Τώρα πράγματι θα τρέμεις Μεμέτη», σκέφτηκε ο Παπαδάκος που, με φουλ τον κινητήρα, διέγραφε ένα αριστερό τόξο και σχεδόν αμέσως έφερε τη ζωγραφισμένη κόκκινη ουρά στο σκοπευτικό του. Τα δάχτυλά του έτρεμαν από την υπερένταση. Το στομάχι του, από τους ελιγμούς και την απότομη αύξηση ύψους, κόντευε να αδειάσει. Πάτησε τη σκανδάλη και το Vickers «τραγούδησε» μονότονα.
 
Τα δύο αεροπλάνα έμοιαζαν να σκαρφαλώνουν τώρα στον ουρανό το ένα πίσω από το άλλο. Ένας τρελός μανιασμένος χορός. Ο Τούρκος έβλεπε συνέχεια τον καθρέφτη του «γεμάτο» με τη φιγούρα του
ελληνικού αεροπλάνου. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Ο Κεμάλ Μπέης γύρισε και κοίταξε με απόγνωση τον Μπαχατίν. 
 
Ο ανθυπασπιστής Παπαδάκος έλεγξε τα ρολόγια από το καντράν του αεροπλάνου. Τα καύσιμα είχαν πέσει αρκετά. Η αερομαχία είχε διαρκέσει ήδη 20 λεπτά. Έπρεπε σιγά - σιγά να επιστρέψει στο Μπαλ Μαχμούτ: Πάτησε τη σκανδάλη για άλλη μια φορά. Το θηρίο του ανταποκρίθηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Οι σφαίρες έφυγαν δαιμονικά προς το τουρκικό αεροπλάνο και γάζωσαν τα φτερά και την ουρά του. Το είδε πεντακάθαρα. Μετά σιγή. Το στομάχι του σφίχτηκε και δυσκολεύτηκε να ανασάνει. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Ξαναπάτησε τη σκανδάλη και ένα ξερό μεταλλικό «κλικ» τον έκανε να παγώσει. Οι σφαίρες είχαν τελειώσει...
 
Περίμενε τώρα τον Τούρκο να γυρίσει και να τον γαζώσει. Ήταν ανυπεράσπιστος. Όμως έβλεπε το Breguet να συνεχίζει ευθεία. Μάλλον είχε πετύχει με τις τελευταίες σφαίρες του το σύστημα διεύθυνσης του αντίπαλου σκάφους.
 
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα. Ήθελε να δει το πρόσωπο του Τούρκου που θα τον σκότωνε πριν λίγο. Το ελληνικό αεροσκάφος πλησίασε. Έφτασε παράλληλα με το τουρκικό και στο ίδιο ύψος. Ο ανθυπασπιστής Παπαδάκος κοίταξε στα μάτια τον λοχαγό Αχμέτ Μπαχατίν. Τους χώριζαν 10 μέτρα το πολύ. Ελάχιστα δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνας. Ο Τούρκος με σεβασμό χαιρέτησε στρατιωτικά, ο Έλληνας, με τον ίδιο σεβασμό για τον αντίπαλο, έκανε το ίδιο, και έγνεψε το κεφάλι του καταφατικά.
 
Το τουρκικό αεροπλάνο είχε πάθει ζημιά και δεν μπορούσε να τον καταδιώξει και εκείνος δεν είχε πλέον σφαίρες να το αποτελειώσει. Πριν τραβήξει το πηδάλιο για να απομακρυνθεί, είδε τον συνεπιβάτη του Μπαχατίν στην μπροστινή θέση, τον Κεμάλ Μπέη, να έχει αγκαλιάσει το Lewis με το ένα του χέρι και το άλλο να κρέμεται άψυχο και να κουνιέται πέρα δώθε από τον αέρα. Οι σφαίρες τον είχαν γαζώσει.
 
Μόλις είχε προλάβει να πάρει τη μισή στροφή όταν άκουσε το τουρκικό αεροπλάνο να πυροβολεί. Ο Παπαδάκος έκανε μια «λούπα» και επανήλθε στην αρχική του θέση. Ο Τούρκος πυροβολούσε ένα Spad που μόλις είχε εμφανιστεί μπροστά του. Στην ουρά του ήταν βαμμένα τα ελληνικά χρώματα. Ήταν ο λοχίας Χριστόφορος Σταυρόπουλος.
 
Το τουρκικό αεροπλάνο ήταν καταδικασμένο. Ο λοχίας Σταυρόπουλος με έναν ελιγμό απέφυγε τις σφαίρες, έκανε στροφή και είδε το Breguet με την ημισέληνο μπροστά του. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Άδειασε όλη τη δεσμίδα πάνω του. Το γαλλικής κατασκευής ασημένιο διπλάνο τυλίχθηκε στις φλόγες και έπεσε αργά, αφήνοντας μαύρο καπνό, σε μια πεδιάδα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή.
 
Μόλις οι δύο Έλληνες πιλότοι επέστρεψαν στο Μπαλ Μαχμούτ, έδωσαν εντολή να μεταβεί άγημα στο σημείο πτώσης του τουρκικού αεροπλάνου. Η αερομαχία τούς είχε μεταφέρει μέσα στις ελληνικές γραμμές. Πήγαν και οι ίδιοι μαζί. Την επόμενη ημέρα, δίπλα στο σημείο της συντριβής, οι δυο Τούρκοι πιλότοι ετάφησαν με στρατιωτικές τιμές και σύμφωνα με τα μουσουλμανικά έθιμα. Ένας ιμάμης διάβασε τις ευχές από το κοράνι. Τα προσωπικά τους είδη περισυνελέγησαν και τοποθετήθηκαν μέσα σε έναν σάκο.
 
Το επόμενο απόγευμα, από το αεροδρόμιο του Μπαλ Μαχμούτ, ένα ελληνικό διθέσιο Breguet απογειώθηκε με προορισμό το τουρκικό αεροδρόμιο του Εμπέρκιοϊ. Οι πιλότοι του, ανθυπολοχαγοί Νικόλαος Δέας και Ιωάννης Χατζηκαμάρης της Β Μοίρας, μετέφεραν ένα ασυνήθιστο φορτίο...
 
Τουρκικό αεροδρόμιο Εμπέρκιοϊ 
 
Στο Εμπέρκιοϊ, οι Τούρκοι φαντάροι και αξιωματικοί, μόλις είδαν το ελληνικό αεροπλάνο να βρίσκεται ακριβώς από πάνω τους, δίχως κανείς να το έχει αντιληφθεί, πάγωσαν. Οι Έλληνες διέγραψαν έναν αναγνωριστικό κύκλο στον ουρανό, σε απόσταση ασφαλείας, και στη συνέχεια άρχισαν να ρίχνουν φωτοβολίδες από το Breguet, γνωστοποιώντας στους Τούρκους να μην πυροβολήσουν, διότι οι σκοποί τους δεν είναι εχθρικοί. 
 
Ο διοικητής Τζελάλ Κιοπρουλού έδωσε διαταγή να μην πυροβολήσει κανείς. Βγήκε αγέρωχος από το Διοικητήριό του και στάθηκε στην άκρη του διαδρόμου προσγείωσης, κοιτάζοντας συνέχεια το ελληνικό αεροπλάνο.
 
Εκείνο χαμήλωσε, έφτασε στα 30 μέτρα και άφησε έναν σάκο να πέσει στο έδαφος ακριβώς μπροστά στα πόδια του, λες και τον είχε βάλει σημάδι. Οι Τούρκοι αξιωματικοί που ήταν δίπλα στον Τούρκο διοικητή τρομοκρατήθηκαν. Κάποιος φώναξε «βόμβα» και αμέσως έτρεξαν να καλυφθούν. Ο Τζελάλ δεν κουνήθηκε καθόλου. Σήκωσε τον ερματισμένο σάκο και τον άνοιξε. Μέσα βρίσκονταν τα προσωπικά είδη και οι στρατιωτικές ταυτότητες των δύο Τούρκων πιλότων. Υπήρχε και ένας φάκελος. Έβαλε τον σάκο κάτω από τη μασχάλη του και έσκισε τον φάκελο: «Σας γνωστοποιούμε ότι οι δυο πιλότοι σας, ο Κεμάλ Μπέης και ο Αχμέτ Μπαχατίν, έπεσαν τιμημένα επάνω στη μάχη με Έλληνες πιλότους. Επιστρέψατε τα προσωπικά τους είδη στις οικογένειές τους και ενημερώστε ότι ετάφησαν με όλες τις στρατιωτικές τιμές και σύμφωνα με τη θρησκεία σας». 
 
Το ελληνικό αεροπλάνο διέγραψε άλλον έναν χαμηλό κύκλο και ξαναπέρασε μπροστά από τον Τούρκο διοικητή. Ο Τζελάλ Κιοπρουλού, σε στάση προσοχής, χαιρετούσε στρατιωτικά τους Έλληνες πιλότους, μέχρι που το αεροπλάνο με τις δύο γαλάζιες χοντρές κάθετες γραμμές στην ουρά χάθηκε στον ορίζοντα...

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1976 στις 13-07-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου