Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Δίκοπο μαχαίρι το βασικό εισόδημα

Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


Τα φώτα της δημοσιότητας συγκέντρωσε η απόφαση της 50ης, και πιο πρόσφατα αποκτημένης Πολιτείας των ΗΠΑ, της Χαβάης να δρομολογήσει τις διαδικασίες για την καθιέρωση βασικού εισοδήματος, σε όλους του πολίτες της. Η απόφαση, που ψηφίστηκε ομόφωνα και στα δύο νομοθετικά σώματα, αιτιολογήθηκε στη βάση του υπερβολικά ακριβού κόστους διαβίωσης, που είναι το υψηλότερο σε όλες τις ΗΠΑ, από τη μια και από την άλλη της σαρωτικής έκτασης που έχουν προσλάβει οι χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας του τομέα υπηρεσιών.
Δεν ήταν ωστόσο η πρώτη φορά που το βασικό εισόδημα ήλθε στη δημόσια συζήτηση.
Μόλις πρόσφατα, στις 25 Μαΐου 2017, μιλώντας ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Facebook στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ απ’ όπου αποφοίτησε πρότεινε κι αυτός την καθιέρωση ενός βασικού εισοδήματος. Το σκεπτικό μάλιστα του ιδρυτή του δημοφιλέστερου μέσου κοινωνικής δικτύωσης δε σχετιζόταν με την αντιμετώπιση των συνεπειών της τριτογενοποίησης της οικονομίας, που συνδέεται πάντα με την πτώση των αμοιβών, αλλά με την ενθάρρυνση των επιχειρηματικών καινοτομιών. Συγκεκριμένα είπε πως «η μεγαλύτερη επιτυχία έρχεται όταν έχεις την ελευθερία να αποτύχεις», ενώ με ένα πρωτότυπο και αναπάντεχο τρόπο χαρακτήρισε το βασικό εισόδημα ως το κοινωνικό συμβόλαιο της γενιάς του.
Στην από δω μεριά του Ατλαντικού, στο πλαίσιο των προκριματικών εκλογών εντός των γάλλων σοσιαλιστών, ο Μπενουά Αμόν που είχε διατελέσει υπουργός Παιδείας το 2014 έθεσε το αίτημα του βασικού εισοδήματος, στο ύψος μάλιστα των 750 ευρώ, στην κορυφή της προεκλογικής του ατζέντας. Η υποχρέωση του κράτους για παροχή ενός βασικού καθολικού εισοδήματος, που θα ξεκινούσε το 2022, σύμφωνα με το πρόγραμμα του σοσιαλιστή υποψηφίου θα λειτουργούσε αντισταθμιστικά απέναντι στην έκρηξη της ανεργίας που είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει η είσοδος των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Ο αριστερός, ριζοσπαστικός χαρακτήρας του αιτήματος για καθιέρωση βασικού εισοδήματος υπογραμμιζόταν επίσης από μια δύο ακόμη εξαγγελίες: Η μία αφορούσε την περαιτέρω μείωση των ωρών εργασίας από τις 35 στις 32 ανά εβδομάδα και η άλλη τη φορολόγηση των ρομπότ που εισέρχονται στην παραγωγή. Μια πρόταση ρηξικέλευθη που ως στόχο είχε να βάλει ένα φρένο στην υποκατάσταση ζωντανής εργασίας από νεκρή. Τίποτε απ’ όλα αυτά ωστόσο δεν μπόρεσε να αντιρροπήσει την  βαριά αρνητική κληρονομιά της θητείας του Ολάντ…

Όχι ψήφισαν οι Ελβετοί
Μένοντας μόνο στα γεγονότα του τελευταίου έτους, και για να μη μείνει η εντύπωση ότι η κοινωνική γενναιοδωρία ευδοκιμεί αποκλειστικά και μόνο στο θερμό κλίμα της Γαλλίας, για το βασικό εισόδημα κλήθηκαν να ψηφίσουν και οι κάτοικοι της Ελβετίας σε δημοψήφισμα που διοργανώθηκε σε όλη τη χώρα στις 5 Ιουνίου 2016. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελβετών, σχεδόν το 77%, απέρριψε την ιδέα του επιχειρηματία που εισήγαγε την πρόταση, χωρίς μάλιστα να βρεθεί ούτε 1 από τα 26 καντόνια να αποδεχθεί με πλειοψηφία την ιδέα να αμείβεται κάθε ενήλικας πολίτης με 2.500 ελβετικά φράγκα κάθε μήνα. Τα επιχειρήματα που πρόβαλλε η αντίθετη πλευρά ήταν το κόστος του μέτρου, το οποίο ανερχόταν στα 25 δισ. ετησίως, που θα οδηγούσε σε αύξηση των φόρων ή δημοσιονομικό έλλειμμα.
Και μόνο τα προαναφερθέντα γεγονότα δείχνουν ότι το αίτημα του βασικού μισθού, υπό την πιο ευρέως διαδεδομένη έννοια του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, δεν ορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της διεύρυνσης της κοινωνικής πολιτικής. Με λίγα λόγια, από αριστερή πλευρά.
Εξ ίσου πειστικά τίθεται κι από την άλλη πλευρά. Αρκεί μια ματιά σε ένα από τα θεμελιώδη έργα του νεοφιλελευθερισμού, στο βιβλίο Καπιταλισμός και Ελευθερία του Μίλτον Φρίντμαν, όπου προτείνεται η υιοθέτηση του βασικού μισθού, υπό τη μορφή ενός αρνητικού φόρου εισοδήματος. Στην περίπτωση δηλαδή που το εισόδημα ενός φορολογούμενου υπολείπεται του αφορολόγητου ορίου τότε θα λαβαίνει από το κράτος ένα επίδομα, όταν όλη η υπόλοιπη κοινωνία θα πληρώνει φόρους. «Τα πλεονεκτήματα αυτής της ρύθμισης είναι προφανή», αναφέρει ο νομπελίστας οικονομολόγος. «Αντιμετωπίζει συγκεκριμένα το πρόβλημα της φτώχειας. Παρέχει βοήθεια υπό τη χρησιμότερη μορφή για το άτομο – ρευστό. Είναι γενική και μπορεί να αντικαταστήσει όλη τη γκάμα των ειδικών μέτρων που ισχύουν σήμερα. Καθιστά σαφές το κόστος που αναλαμβάνει η κοινωνία». Στη συνέχεια ο υμνητής της χούντας του χιλιανού δικτάτορα Πινοτσέτ, παραθέτει το κόστος της κοινωνικής πολιτικής όπως διαμορφώνεται  από «επιδοτήσεις στην τρίτη ηλικία, πληρωμές επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης, αρωγή σε ανήλικα τέκνα, γενικά επιδόματα, προγράμματα στήριξης τιμών παραγωγού, δημόσια στέγη, κοκ», για να καταλήξει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Προφανώς, όλα αυτά τα προγράμματα παραείναι ακραία για να μπορούν να δικαιολογηθούν από την “ανακούφιση της φτώχειας” όσο γενναιόδωρα κι αν ερμηνεύσουμε αυτόν το όρο. Ένα πρόγραμμα που θα συμπλήρωνε τα εισοδήματα του 20% των καταναλωτικών μονάδων με τα χαμηλότερα εισοδήματα ώστε να τα ανεβάσει στο ύψος του κατώτατου εισοδήματος των υπολοίπων θα κόστιζε λιγότερο από τα μισά που ξοδεύαμε τώρα», έγραφε το 1962 ο ιδρυτής της μονεταριστικής σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγου.
Νεοφιλελεύθερη έγκριση
Πρόκειται για ένα σκεπτικό που με μια πιο προσεκτική ανάγνωση ιεραρχεί την μείωση του κόστους της κοινωνικής πολιτικής, έναντι της ανακούφισης της φτώχειας. Αν ζητούμενο εκ μέρους του ιδρυτή του facebook είναι η ώθηση στο επιχειρείν, αφετηριακό σημείο μιας δημοφιλούς και αφελούς ιδέας που αναζητά τη δημιουργία του πλούτου στην καινοτομία και όχι στην εργασία, το ζητούμενο εκ μέρους του θεμελιωτή του νεοσυντηρητισμού είναι η μείωση του κόστους που προκαλεί στον κρατικό προϋπολογισμό η αντιμετώπιση της φτώχειας. Ας αναλογισθούμε την κοινωνική δυστυχία σε έναν κόσμο όπου οι ευθύνες του κράτους απέναντι στους πολίτες θα τελείωναν με έναν μισθό στους αναξιοπαθούντες κι όλα τα υπόλοιπα θα παρέχονταν αποκλειστικά σε ανταποδοτική βάση: από τα νηπιαγωγεία και τα σχολεία μέχρι τη διέλευση των δρόμων. Τότε, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα ήταν η βασιλική οδός για τον κοινωνικό Καιάδα.
Ωστόσο, αναφερόμενοι στην ίδια ταραγμένη και ξεχειλίζουσα από αισιοδοξία περίοδο, τη δεκαετία του ’60, υπέρ του βασικού μισθού τάχθηκαν κι οι σπουδαιότεροι προοδευτικοί οικονομολόγοι των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1968, οι Τζον Κένεθ Γκαλμπρέηθ, Χάρολντ Γουότς, Τζέιμς Τόμπιν, Πολ Σάμουελσον και Ρόμπερτ Λάμπμαν, έγραψαν σε επιστολή που δημοσίευσαν οι New York Times στην πρώτη τους σελίδα, την οποία υπέγραψαν 1.200 επιπλέον οικονομολόγοι, ότι «η χώρα δε θα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της μέχρι να εξασφαλισθεί στον καθένα στο έθνος ένα εισόδημα που δε θα είναι μικρότερο από τον επίσημα αναγνωρισμένο ορισμό της φτώχειας».
Στη βάση της παραπάνω διελκυστίνδας, που το βασικό εισόδημα είχε τη συναίνεση όλων των ιδεολογικών σχολών με διαφορετικό τελικό ζητούμενο ωστόσο για την κάθε μία, εξηγείται η νομοθετική πρωτοβουλία του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον το 1969 να δοθούν σε κάθε τετραμελή οικογένεια 1.600 δολάρια ετησίως. Ένα ποσό που σε σημερινούς όρους αντιστοιχεί σε 10.000 δολάρια. Πρωτοβουλία που ποτέ ωστόσο δε συγκέντρωσε την έγκριση και των δύο νομοθετικών σωμάτων με τα ιδεολογικά πυρά να προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από τη Δεξιά. Το πρόγραμμα FAP (Family Action Plan – Σχέδιο Δράσης για την Οικογένεια) απορρίφθηκε λόγω του κόστους του και των κινδύνων που δημιουργούσε για τη δημοσιονομική ισορροπία. Εξέλιξη που δείχνει την αρνητική στάση της κοινωνικής και πολιτικής συντήρησης ακόμη και στην προοπτική (που ακολουθεί το τέλος της βεβαιότητας για μια κοινωνία πλήρους απασχόλησης) να δημιουργηθεί ένα κοινωνικό δίχτυ για όλους που θα αποτρέπει την ακραία φτώχεια.
Κοινή συνισταμένη των παραπάνω είναι πως η καθιέρωση του βασικού εισοδήματος όσο αναγκαία κι αν είναι δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην βήμα προς τα μπρος. Το κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κρίνεται κάθε φορά από το ύψος των δαπανών. Η ποσότητα καθορίζει την ποιότητα. Ο προοδευτικός του προσανατολισμός εξαρτάται επομένως από τον αν διαψεύδει τη «συνθήκη του Φρίντμαν»: αν υπολείπεται ή υπερβαίνει το κόστος της κοινωνικής πολιτικής που έρχεται να αντικαταστήσει…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου