του Κώστα Μελά
1. Η
μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Το 2017 βρίσκεται προ των πυλών και οι παράγοντες της αβεβαιότητας, για την
Παγκόσμια Οικονομία πολλαπλασιάζονται και καθιστούν περισσότερο πολύπλοκες τις
εξελίξεις για το προσεχές έτος. Αυτό αποτυπώνεται με τη συγκρατημένη
αισιοδοξία, που κυρίως οι διεθνείς πολυμερείς οργανισμοί, εκφράζουν τις
προβλέψεις τους για το 2017.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της παγκόσμιας δραστηριότητας υποδεικνύουν
ενίσχυση της μεγέθυνσης, η οποία όμως θα παραμείνει κάτω από τα προ κρίσης
επίπεδα.
Οι παγκόσμιες προοπτικές εξακολουθούν να επισκιάζονται από αρκετούς
παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της δυσμενούς επίδρασης των χαμηλών τιμών των
βασικών εμπορευμάτων στις χώρες που είναι εξαγωγείς βασικών εμπορευμάτων, της
σταδιακής επανεξισορρόπησης της κινεζικής οικονομίας και της αυξανόμενης αβεβαιότητας
αναφορικά με την οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει η νέα διοίκηση Τραμπ, στις
Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ η μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ αναμένεται
να κινηθεί , το 2017, με ρυθμό 3,4% λίγο υψηλότερο από το 3,1% το 2016.
Οι αναπτυγμένες οικονομίες υπολογίζεται ότι
θα μεγεθυνθούν κατά 1,8% (2017) έναντι 1,6% (2016) και 2,1% (2015). Εξ’ αυτών :
Η οικονομία των ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα μεγεθυνθεί κατά 1,8%
(2017) έναντι 1,6% (2016) και 2,1% (2015).
Η οικονομική περιοχή της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα
μεγεθυνθεί κατά 1,5% (2017) με μικρότερο ρυθμό τόσο από το
1,7% (2016) όσο και από το 2,1% (2015). Οι μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης
εκτιμάται ότι θα μεγεθυνθούν ως εξής: Γερμανία 1,4% (2017),
1,7% (2016), 1,4% (2015). Γαλλία 1,3% (2017-2016-2015). Ιταλία 0,9%
(2017), 0,8% (2016-2015). Η μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης της γερμανικής
οικονομίας επιβαρύνει, όπως είναι αναμενόμενο, το συνολικό ρυθμό μεγέθυνσης της
ευρωζώνης.
Επίσης η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμάται ότι θα
μεγεθυνθεί κατά 1,1% (2017) με μικρότερο ρυθμό τόσο από το
1,8% (2016) όσο και από το 2,2% (2015). Σίγουρα σε αυτή την εξέλιξη βαραίνει η
απόφαση για το Brexit αλλά και οι επερχόμενες εξελίξεις για την πραγμάτωσή του , αρχής
γενομένης εντός του 2017. Η αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές εμπορικές
σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου προβλέπεται να οδηγήσει σε μείωση των
επενδύσεων, ενώ η πρόσφατη υποτίμηση της λίρας Αγγλίας θα έχει επίδραση στην
κατανάλωση.
Η άλλη μεγάλη αναπτυγμένη οικονομία η Ιαπωνία αναμένεται
να μην παρουσιάσει διαφοροποιήσεις το 2017 έναντι τόσο του 2016 όσο και του
2015 : με αντίστοιχους ρυθμούς μεγέθυνσης, 0,6%, 0,5% και
0,5%.
Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες εκτιμάται ότι θα
μεγεθυνθούν κατά 4,6% (2017) έναντι 4,2% (2016) και 4,0% (2015).
Το βάρος αυτής της εξέλιξης σηκώνουν οι οικονομίες των BRICS. Συγκεκριμένα :
Η οικονομία της Βραζιλίας μετά από δύο συνεχή έτη υψηλών
αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης (2015: -3,8%, 2016: -3,3% ) εκτιμάται ότι θα
επανέλθει έστω και οριακά σε θετικούς ρυθμούς (2017: 0,5%). Αρκετοί
παράγοντες ρίχνουν τη σκιά τους στις μελλοντικές εξελίξεις στην οικονομία της
Βραζιλίας και γενικότερα στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής στους οποίους συμπεριλαμβάνονται
η αύξηση των επιτοκίων από την FED κάτι που θα δυσκολέψει τη ροή των
κεφαλαίων στην περιοχή.
Επίσης το ίδιο αναμένεται να συμβεί στην οικονομία της Ρωσίας (2017:
1,1% ) μετά από επίσης δύο χρόνια αρνητικών ρυθμών (2015: -3,7%, 2016: -0,8%).
Τα διαθέσιμα
στοιχεία υποδηλώνουν βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας στη Ρωσία.
Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες έχουν χαλαρώσει καθώς η κεντρική τράπεζα
μείωσε
τα επιτόκια πολιτικής της λόγω της συνεχιζόμενης αποκλιμάκωσης του
πληθωρισμού, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα και η εμπιστοσύνη
των καταναλωτών είναι υποτονική. Αν και η ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου θα
προσφέρει ένα χρονικό περιθώριο, η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή θα
επιβαρύνει το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η οικονομία της Νότιας Αφρικής εκτιμάται ότι θα
παρουσιάσει ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ 0,8% (2017), έναντι 0,1% (2016) και 1,3%
(2015). Εδώ το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να είναι η υπάρχουσα πολιτική
αβεβαιότητα.
Όμως, είναι οι δύο μεγάλες ασιατικές οικονομίες Κίνας και Ινδίας που
έχουν το μεγαλύτερο βάρος στον προσδιορισμό της μεγέθυνσης των αναπτυσσομένων
χωρών.
Η οικονομία της Κίνας εκτιμάται ότι θα μεγεθυνθεί με ρυθμό
6,2% (2017) έναντι 6,6% (2016) και 6,9% (2015). Η μεγέθυνση στην
Κίνα σταθεροποιήθηκε το 2016, με τη στήριξη
της έντονης κατανάλωσης και της δαπάνης σε υποδομές. Αν και οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές εξαρτώνται από το
εύρος των μέτρων τόνωσης, η οικονομική μεγέθυνση αναμένεται να
παραμείνει σε σταδιακά καθοδική πορεία μεσοπρόθεσμα. Η άνοδος των επενδύσεων θα
εξακολουθήσει να μετριάζεται καθώς μειώνεται σταδιακά το πλεονάζον παραγωγικό
δυναμικό. Η κατανάλωση προβλέπεται να αποτελέσει τη βασική κινητήρια δύναμη της
ανάπτυξης. Επίσης προβλέπεται να συνεχισθεί περαιτέρω η μετάβαση από τις
βιομηχανικές δραστηριότητες προς τις αντίστοιχες των υπηρεσιών γεγονός που
ενδυναμώνει την αλλαγή στη σύνθεση της εσωτερικής ζήτησης αλλά και στη δομή της
προσφοράς της κινέζικης οικονομίας. Ειδικά για την οικονομία της Κίνας, υπάρχει
ο απρόβλεπτος παράγοντας που ονομάζεται Τραμπ ο οποίος , ως γνωστό, έχει
τοποθετήσει την κινέζικη οικονομία ως τον πρώτο του αντίπαλο που χρειάζεται να
τιθασεύσει.
Η οικονομία της Ινδίας εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να
μεγεθύνεται με τους ίδιους ρυθμούς των τελευταίων ετών 7,6% (2017-2016-2015).
Μεγάλη συμβολή στη μεγέθυνση έχουν τα κέρδη από τη σημαντική καλυτέρευση των
όρων εμπορίου αλλά και την εγχώρια ζήτηση.
Στη Γραφική παράσταση 1 , που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι εκτιμήσεις για
το σύνολο των αναπτυσσομένων χωρών του πλανήτη, αναφορικά με την μεγέθυνση του
ΑΕΠ το 2017.
Γραφική παράσταση 1.
Οι εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση των αναδυομένων οικονομιών το 2017.
Συμπερασματικά
το 2017 θα επιβεβαιώσει
ότι η υποτονική παγκόσμια ανάπτυξη δεν ήταν ένα παροδικό φαινόμενο. Για άλλη
μια φορά, η ανάπτυξη θα κινηθεί κάτω του μέσου όρου της περιόδου πριν από τη
χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008. Από το 2011, η συνεχιζόμενη μείωση της
συμμετοχής του διεθνούς εμπορίου στο παγκόσμιο ΑΕΠ (αναμένεται κάτω του 22% για
το 2016, έναντι της κορύφωσης 25% το 2008) αποτελεί σύμπτωμα αυτής της
μακρόχρονης επιβράδυνσης της ανάπτυξης, που έχει σημειωθεί μετά το ξέσπασμα της
χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι κύριοι οικονομικοί μοχλοί σε παγκόσμιο επίπεδο -οι
ΗΠΑ, η Κίνα και η Ευρώπη- διανύουν φάση επιβράδυνσης.
2. Οι
συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Οι νομισματικές πολιτικές που αφορούν στα αποθεματικά νομίσματα
βρίσκεται σε περίοδο μερικής αναπροσαρμογής. Ήδη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ
(FED) προχώρησε σε αύξηση του βασικού της επιτοκίου σηματοδοτώντας ότι το 2017
θα έχουμε τουλάχιστον δύο ακόμη περαιτέρω αυξήσεις.
Αντιθέτως, η Τράπεζα της Αγγλίας, στη συνεδρίαση του Αυγούστου,
μείωσε τα επιτόκια και
ανακοίνωσε περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση και η Τράπεζα της Ιαπωνίας εισήγαγε
αλλαγές στο νομισματικό της πλαίσιο τον Σεπτέμβριο, δηλ. έλεγχο της
καμπύλης
αποδόσεων και δέσμευση να ξεπεράσει τον στόχο της για τον πληθωρισμό.
Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ διατηρήθηκαν αμετάβλητα και το Διοικητικό
Συμβούλιο αναμένει ότι θα παραμείνουν στα σημερινά ή σε χαμηλότερα επίπεδα για
παρατεταμένη χρονική περίοδο και πολύ πέραν του χρονικού ορίζοντα των καθαρών
αγορών περιουσιακών στοιχείων.
Οι
παραπάνω αναπροσαρμογές οδηγούν αναπόφευκτα (ceteris paribus) στην ενίσχυση του USD, αφενός ως αποτέλεσμα τόσο της
αύξησης της πολιτικής επιτοκίων στις ΗΠΑ, όσο και της διαδικασίας ανακύκλωσης
του πλεονάσματος USD των αναδυόμενων αγορών πίσω στην αγορά των ΗΠΑ. Το ισχυρό
δολάριο αποτελεί τον Νο 1 φόβο των υπευθύνων χάραξης οικονομικής πολιτικής, καθώς συνεπάγεται ότι η
παγκόσμια ανάπτυξη είναι πιθανόν να μειωθεί περαιτέρω.
Σύμφωνα με μια έρευνα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), τον Νοέμβριο του 2016, «μια ανατίμηση του δολαρίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα (συνολικά) συσχετίζεται με μια πτώση του ποσοστού αύξησης του διακρατικού τραπεζικού δανεισμού σε δολάρια κατά 49 μονάδες βάσης».
Προφανώς οι αναδυόμενες αγορές είναι οι πλέον ευάλωτες -ειδικά εκείνες που έχουν την ιδιαιτερότητα να εξαρτώνται έντονα από την ξένη χρηματοδότηση και που αντιμετωπίζουν υψηλό επίπεδο πολιτικού κινδύνου.
Αυτό ισχύει έντονα για την Τουρκία. Το χρηματοπιστωτικό της σύστημα εξαρτάται από τη χρηματοδότηση σε USD εξαιτίας των χαμηλών αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος, του χαμηλού επιπέδου εγχώριων αποταμιεύσεων και του υψηλού βραχυπρόθεσμου εξωτερικού χρέους (κράτους-τραπεζών- επιχειρήσεων).
Επιπλέον, το νόμισμα της χώρας είναι πιθανό να αντιμετωπίσει συνθήκες μεγαλύτερης αστάθειας το επόμενο έτος, λόγω του κινδύνου ανάληψης περαιτέρω επεκτατικής νομισματικής πολιτικής από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Τα ζητήματα της Τουρκίας επιτείνονται από τις συνέπειες του πολιτικού αυταρχισμού του Ερντογάν, που εξακολουθεί να αποσταθεροποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς, επηρεάζοντας αρνητικά τις προσδοκίες για το οικονομικό περιβάλλον. Η περίπτωση της Τουρκίας, ωστόσο, εγείρει το ερώτημα του υπερβολικού οικονομικού κόστους που βαρύνει πολλές χώρες, οι οποίες εξαρτώνται από συναλλαγές σε USD (και, σε ορισμένο βαθμό, σε EUR).
Αυτό το σύστημα είναι μη βιώσιμο σε έναν κόσμο ισχυρού δολαρίου. Ο κίνδυνος είναι ότι θα προκαλέσει την κατάρρευση διαφόρων νομισμάτων από τις αναδυόμενες αγορές, όπως συνέβη τον περασμένο Ιούνιο, όταν η Νιγηρία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ελάχιστη ισοτιμία με το USD, ή τον περασμένο Νοέμβριο, όταν η Αίγυπτος έκανε ακριβώς το ίδιο ακολουθώντας την οδηγία του ΔΝΤ και κατέληξε σε μια υποτίμηση της λίρας Αιγύπτου σχεδόν κατά 100%.
Σύμφωνα με μια έρευνα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), τον Νοέμβριο του 2016, «μια ανατίμηση του δολαρίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα (συνολικά) συσχετίζεται με μια πτώση του ποσοστού αύξησης του διακρατικού τραπεζικού δανεισμού σε δολάρια κατά 49 μονάδες βάσης».
Προφανώς οι αναδυόμενες αγορές είναι οι πλέον ευάλωτες -ειδικά εκείνες που έχουν την ιδιαιτερότητα να εξαρτώνται έντονα από την ξένη χρηματοδότηση και που αντιμετωπίζουν υψηλό επίπεδο πολιτικού κινδύνου.
Αυτό ισχύει έντονα για την Τουρκία. Το χρηματοπιστωτικό της σύστημα εξαρτάται από τη χρηματοδότηση σε USD εξαιτίας των χαμηλών αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος, του χαμηλού επιπέδου εγχώριων αποταμιεύσεων και του υψηλού βραχυπρόθεσμου εξωτερικού χρέους (κράτους-τραπεζών- επιχειρήσεων).
Επιπλέον, το νόμισμα της χώρας είναι πιθανό να αντιμετωπίσει συνθήκες μεγαλύτερης αστάθειας το επόμενο έτος, λόγω του κινδύνου ανάληψης περαιτέρω επεκτατικής νομισματικής πολιτικής από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Τα ζητήματα της Τουρκίας επιτείνονται από τις συνέπειες του πολιτικού αυταρχισμού του Ερντογάν, που εξακολουθεί να αποσταθεροποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς, επηρεάζοντας αρνητικά τις προσδοκίες για το οικονομικό περιβάλλον. Η περίπτωση της Τουρκίας, ωστόσο, εγείρει το ερώτημα του υπερβολικού οικονομικού κόστους που βαρύνει πολλές χώρες, οι οποίες εξαρτώνται από συναλλαγές σε USD (και, σε ορισμένο βαθμό, σε EUR).
Αυτό το σύστημα είναι μη βιώσιμο σε έναν κόσμο ισχυρού δολαρίου. Ο κίνδυνος είναι ότι θα προκαλέσει την κατάρρευση διαφόρων νομισμάτων από τις αναδυόμενες αγορές, όπως συνέβη τον περασμένο Ιούνιο, όταν η Νιγηρία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ελάχιστη ισοτιμία με το USD, ή τον περασμένο Νοέμβριο, όταν η Αίγυπτος έκανε ακριβώς το ίδιο ακολουθώντας την οδηγία του ΔΝΤ και κατέληξε σε μια υποτίμηση της λίρας Αιγύπτου σχεδόν κατά 100%.
Παράλληλα είναι βέβαιον ότι θα έχουμε συνέχιση της αναπροσαρμογής των διμερών
συναλλαγματικών ισοτιμιών των αποθεματικών νομισμάτων με σαφείς συνέπειες τόσο
στην πραγματική οικονομία όσο και στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Άλλωστε αυτές
οι εξελίξεις έχουν ήδη αρχίσει . Έτσι σε όρους διμερούς ισοτιμίας, από τις 8
Σεπτεμβρίου και εξής το ευρώ έχει υποτιμηθεί κατά 5% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ,
αντανακλώντας τις αυξανόμενες διαφορές αποδόσεων μετά τις αρχές Νοεμβρίου. Το
ευρώ υποτιμήθηκε επίσης έναντι του κινεζικού γιουάν (κατά 1,9%), καθώς και
έναντι νομισμάτων άλλων αναδυόμενων οικονομιών της Ασίας. Παράλληλα, η
γενικευμένη αποδυνάμωση του ιαπωνικού γιεν αντικατοπτρίστηκε στην ανατίμηση του
ευρώ κατά 6,6% έναντι του ιαπωνικού νομίσματος. Το ευρώ παρέμεινε σχετικά
σταθερό έναντι άλλων σημαντικών νομισμάτων, μεταξύ των οποίων η αγγλική λίρα
(+0,6%), εν μέσω της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας μετά το αποτέλεσμα του
βρετανικού δημοψηφίσματος, και το ελβετικό φράγκο (-0,8%), ενώ ανατιμήθηκε
έναντι των νομισμάτων πολλών άλλων χωρών της ΕΕ.
Στις
ΗΠΑ, τα επιτόκια υπολογίζεται να φθάσουν το 1,5%-2% ως τα τέλη του 2017.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα η FED να υιοθετήσει μια
στάση πιο επιθετική από το αναμενόμενο, προκειμένου να αντισταθμίσει τον
οικονομικό αντίκτυπο μιας κλιμακωτής δημοσιονομικής ώθησης από τον πρόεδρο
Τραμπ.
Τίθεται ευθέως το ερώτημα ,στις ΗΠΑ, η συνεχιζόμενη διαδικασία αύξησης των επιτοκίων (η οποία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2015) τι οικονομικό αντίκτυπο θα έχει;
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γραφικής παράστασης 2, τα συσσωρευμένα χρέη των νοικοκυριών ανέρχονται σε 12,25 τρις δολάρια εκ των οποίων 8,85 τρις δολάρια στεγαστικά και σε 3,4 τρις δολάρια για τις υπόλοιπες χρήσεις. Μία αύξηση του 0,25% των βασικών επιτοκίων θα επιφέρει περίπου 30 δις δολάρια επιβάρυνση στις αμερικάνικες οικογένειες (βεβαίως η επιβάρυνση θα είναι πολύ μεγαλύτερη δεδομένου ότι οι τράπεζες θα επιβάλλουν μεγαλύτερο επιτόκιο από το 0,25%). Τα παραπάνω είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν την καταναλωτική συμπεριφορά των αμερικανικών νοικοκυριών με αρνητικές επιδράσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Γραφική παράσταση 2.
Συσσωρευμένα χρέη νοικοκυριών (στεγαστικά κα υπόλοιπα)α.
Τίθεται ευθέως το ερώτημα ,στις ΗΠΑ, η συνεχιζόμενη διαδικασία αύξησης των επιτοκίων (η οποία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2015) τι οικονομικό αντίκτυπο θα έχει;
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γραφικής παράστασης 2, τα συσσωρευμένα χρέη των νοικοκυριών ανέρχονται σε 12,25 τρις δολάρια εκ των οποίων 8,85 τρις δολάρια στεγαστικά και σε 3,4 τρις δολάρια για τις υπόλοιπες χρήσεις. Μία αύξηση του 0,25% των βασικών επιτοκίων θα επιφέρει περίπου 30 δις δολάρια επιβάρυνση στις αμερικάνικες οικογένειες (βεβαίως η επιβάρυνση θα είναι πολύ μεγαλύτερη δεδομένου ότι οι τράπεζες θα επιβάλλουν μεγαλύτερο επιτόκιο από το 0,25%). Τα παραπάνω είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν την καταναλωτική συμπεριφορά των αμερικανικών νοικοκυριών με αρνητικές επιδράσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Γραφική παράσταση 2.
Συσσωρευμένα χρέη νοικοκυριών (στεγαστικά κα υπόλοιπα)α.
α Το μπλε χρώμα αναφέρεται στα συσσωρευμένα χρέη των
νοικοκυριών για στεγαστικά δάνεια ενώ το κόκκινο χρώμα αφορά σε συσσωρευμένα
χρέη των νοικοκυριών για λοιπές χρήσεις μεταξύ των οποίων μεγάλο ποσοστό αφορά
στα φοιτητικά δάνεια.
3. Η
τιμή του πετρελαίου.
Μετά την ανακοίνωση του ΟΠΕΚ στις 28 Σεπτεμβρίου ότι σκοπεύει να επαναφέρει
ανώτατο όριο επί της παραγωγής, η τιμή του πετρελαίου κυμάνθηκε μεταξύ 44 και
54 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι.
Μετά τη συμφωνία, η τιμή του αργού πετρελαίου τύπου Brent παρουσίασε αύξηση (από
45,9 δολ./βαρέλι στις 29 Νοεμβρίου σε 55,15 δολ./βαρέλι στις 27
Δεκεμβρίου).
Ωστόσο εξακολουθούν να επικρατούν κάποιοι από τους παράγοντες που είχαν
δημιουργήσει αβεβαιότητα στην αγορά.
Είναι η πρώτη φορά που παραγωγοί εντός και εκτός ΟΠΕΚ συμφώνησαν σε μια
συντονισμένη μείωση της προσφοράς. Ωστόσο, η μείωση μπορεί
στην πράξη να αποδειχθεί μικρότερη, καθώς δεν είναι ακόμη γνωστό αν η Ρωσία και
οι λοιποί παραγωγοί εκτός ΟΠΕΚ θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους.
Με αυτή τη συμφωνία, η Σαουδική Αραβία υπαναχωρεί σε σχέση με τη στρατηγική
που είχε εξαγγείλει τον Νοέμβριο του 2014 όσον αφορά τη διατήρηση του μεριδίου
αγοράς της. Τότε είχε αντιταχθεί
στην πρόταση των μικρότερων μελών για περιορισμό της παραγωγής προκειμένου να
αποτραπεί περαιτέρω διολίσθηση της τιμής του πετρελαίου.
Κατά συνέπεια, από την αρχή του 2015, η συνολική παραγωγή του ΟΠΕΚ
διευρύνθηκε κατά 2,7 εκατ. Βαρέλια ημερησίως. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της
προσφοράς προερχόταν από το Ιράκ, τη Σαουδική Αραβία και αργότερα το Ιράν, αλλά
οι ρυθμοί παραγωγής σε ορισμένες χώρες μειώθηκαν λόγω των χαμηλών τιμών του
πετρελαίου.
Με βάση διάφορα υποδείγματα, η τιμή του πετρελαίου προβλέπεται να αυξηθεί
μέχρι το τέλος του 2017 κατά ένα ποσοστό μεταξύ 19% και 25% πάνω από τα
προβλεπόμενα στο βασικό σενάριο των προβολών οι οποίες στηρίζονται στις τιμές
των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί πετρελαίου.
Εντούτοις, αυτό το σενάριο ανοδικής πορείας περιβάλλεται από καθοδικούς
κινδύνους.
Πρώτον, η ύπαρξη ιδιαίτερα υψηλών αποθεμάτων μετά από υπερπροσφορά επί μία
διετία και πλέον μπορεί να λειτουργήσει ως πρόσθετο απόθεμα ασφάλειας σε
περίπτωση αιφνίδιων και έντονων αντιδράσεων των τιμών.
Δεύτερον, οι εξελίξεις στην παραγωγή των χωρών-μελών του ΟΠΕΚ που
έχουν εξαιρεθεί μπορεί να αντισταθμίσουν εν μέρει την προσφορά.
Τρίτον, η δυνητική ενδογενής αντίδραση της προσφοράς από τις εκτός ΟΠΕΚ
χώρες ενδέχεται να περιορίσει την αντίδραση της τιμής.
Αν μπορούσαμε να συνάγουμε ένα πρώτο συμπέρασμα αυτό θα ήταν το ακόλουθο:
η επιδιωκόμενη τεχνητή αύξηση της τιμής του πετρελαίου αν δεν συνοδευτεί
από αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, έχω την εντύπωση, δεν θα έχει τα
προσδοκώμενα αποτελέσματα στον πληθωρισμό αλλά και στη μεγεθυντική διαδικασία
του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου