Το πρότυπο αυτό περιλαμβάνει μία σειρά από μέτρα και ελέγχους τα οποία αποτελούν παγκοσμίως αναγνωρισμένες καλές πρακτικές καταπολέμησης της διαφθοράς και ειδικότερα της δωροδοκίας. |
Της Αναστασίας Σωτηροπούλου*
Η διαφθορά αποτελεί ένα σύνθετο και ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο το οποίο έχει αναμφισβήτητα σοβαρές συνέπειες στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή μιας χώρας. Τις τελευταίες δεκαετίες, η διεθνής κοινότητα αλλά και τα επιμέρους κράτη έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν το ανησυχητικό αυτό πρόβλημα με μία σειρά νομοθετικών κειμένων τα οποία προβλέπουν τη λήψη μέτρων για την πρόληψη και την καταστολή της διαφθοράς, και τη βασικότερη και συνηθέστερη μορφή της, τη δωροδοκία.
Ωστόσο, το νομοθετικό πλαίσιο δεν μπορεί από μόνο του να επιλύσει τις διάφορες μορφές διαφθοράς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO), οι οργανισμοί έχουν υποχρέωση να συμβάλλουν στην πρόληψη του φαινομένου. Αυτό είναι εφικτό με την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης για την καταπολέμηση της δωροδοκίας και τη δέσμευση της ηγεσίας του οργανισμού στις αρχές της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της συμμόρφωσης.
To διεθνές πρότυπο καταπολέμησης δωροδοκίας, ISO 37001, το οποίο εκδόθηκε μόλις πριν τρεις μήνες (Οκτώβριος 2016), σχεδιάστηκε με σκόπο να συνδράμει διάφορα είδη οργανισμών, ανεξάρτητα από τη φύση, το μέγεθος, τη δομή, ή το αν ανήκουν στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, να θεσπίσουν, να εφαρμόσουν, να διατηρήσουν και να εξελίξουν προγράμματα συμμόρφωσης κατά της δωροδοκίας. Το πρότυπο αυτό περιλαμβάνει μία σειρά από μέτρα και ελέγχους τα οποία αποτελούν παγκοσμίως αναγνωρισμένες καλές πρακτικές καταπολέμησης της διαφθοράς και ειδικότερα της δωροδοκίας.
Πράγματι, το ISO 37001 καλύπτει μόνο μορφές συμπεριφοράς οι οποίες συνιστούν δωροδοκία. Η τελευταία ορίζεται σύμφωνα με τις οδηγίες εφαρμογής (§3.1) ως προσφορά, υπόσχεση, παροχή, αποδοχή ή απαίτηση ενός μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος οποιασδήποτε αξίας (οικονομικής ή όχι), άμεσα ή έμμεσα, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας, ως κίνητρο ή ανταμοιβή προκειμένου ένα πρόσωπο να ενεργήσει ή να απέχει από μια ενέργεια σχετική με την εκτέλεση των καθηκόντων του. Αντικείμενο του ISO 37001, είναι τόσο η καταπολέμηση της δωροδοκίας που τελείται από τον οργανισμό, το προσωπικό ή τους συνεργάτες που ενεργούν για λογαριασμό και προς όφελός του, όσο και οι περιπτώσεις δωροδοκίας του ίδιου του οργανισμού, του προσωπικού ή των συνεργατών του (καλύπτει δηλαδή τόσο την ενεργητική, όσο και την παθητική δωροδοκία). Αξίζει να σημειωθεί ότι το ISO 37001 δεν καλύπτει άλλα οικονομικά αδικήματα όπως απάτη, προσβολές του ανταγωνισμού, ή ξέπλυμα χρήματος, τα οποία συνιστούν κατά πολλούς εκφάνσεις του φαινομένου της διαφθοράς υπό ευρεία έννοια. Ωστόσο, ένας οργανισμός μπορεί να επιλέξει να διευρύνει το πεδίο δράσης του συστήματος διαχείρισης καλύπτοντας και τις συμπεριφορές αυτές.
Ο οργανισμός που επιδιώκει την πιστοποίηση ISO 37001 θα πρέπει να εφαρμόσει μία σειρά από μέτρα και ελέγχους για την πρόληψη, ανίχνευση και καταπολέμηση της δωροδοκίας. Ενδεικτικά, στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνονται η υιοθέτηση από τον οργανισμό αποτελεσματικής πολιτικής κατά της δωροδοκίας, η δέσμευση της ηγεσίας του οργανισμού στην αποδοκιμασία της διαφθοράς και στη συμμόρφωση με το νομοθετικό πλαίσιο κατά της δωροδοκίας, η εκπαίδευση του προσωπικού, η εφαρμογή δέουσας επιμέλειας πριν, κατά και μετά την ανάθεση έργων και τη συνεργασία με τρίτα μέρη. Οι έλεγχοι που απαιτούνται είναι οικονομικοί και εμπορικοί, αλλά και έλεγχοι συμβάσεων, ενώ θα πρέπει να προβλέπεται και η δυνατότητα υποβολής αναφοράς σε περίπτωση παράβασης των όρων του ισχύοντος προγράμματος. Τέλος, τα ως άνω υπόκεινται σε συνεχή παρακολούθηση και διόρθωση με σκοπό τη βελτίωση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους.
Η εφαρμογή ενός συστήματος διαχείρισης καταπολέμησης δωροδοκίας προσφέρει μια σειρά από οφέλη σε μια εταιρεία με βασικότερο την αξιοπιστία της. Αν και η πιστοποίηση δεν είναι δυνατό να εγγυάται από μόνη της ότι δεν πρόκειται να προκύψει κάποιο κρούσμα δωροδοκίας, ενισχύει την ικανότητα μιας εταιρείας να ανιχνεύει και να προλαμβάνει τέτοιες συμπεριφορές, ενώ ταυτόχρονα παρέχει διαβεβαιώσεις προς τους διαχειριστές, επενδυτές, υπαλλήλους και πελάτες της ότι έχει λάβει κατάλληλα μέτρα.
Σε περίπτωση έρευνας από τις αρχές, η υπάρξη ενός αποτελεσματικού προγράμματος συμμόρφωσης κατά της δωροδοκίας, και ιδίως ενός προγράμματος με σχετική πιστοποίηση, αποδεικνύει ότι μία εταιρεία είχε λάβει μέτρα για την πρόληψη τέτοιων κρουσμάτων. Μάλιστα, η ύπαρξή του μπορεί να προσφέρει πλήρη υπεράσπιση στην εταιρεία, σύμφωνα με το Νόμο κατά της Δωροδοκίας του Η.Β. (UK Bribery Act, 7§2), ή να αποτελέσει λόγο μείωσης της ποινής/προστίμου σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την επιβολή ποινής των Η.Π.Α. (U.S. Sentencing Commission Guidelines, §8C2.5f).
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η δωροδοκία δεν είναι μόνο μία ανήθικη πρακτική αλλά είναι και παράνομη. Διανύουμε μία εποχή όπου η νομοθεσία κατά της διαφθοράς έχει γίνει ακόμα πιο αυστηρή, ενώ παρατηρούμε ότι εθνικοί νόμοι παρέχουν ευρεία δικαιοδοσία, καλύπτοντας πολυεθνικές εταιρείες με δραστηριότητες στο εξωτερικό. Αυτό, συνεπώς απαιτεί από τον ιδιωτικό τομέα να δείξει υπευθυνότητα. Όλες οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε κίνδυνο και χρειάζονται να λάβουν μέτρα κατά τις διαφθοράς και ιδιαίτερα κατά της δωροδοκίας, να αναθεωρήσουν πρακτικές του παρελθόντος και να συμμορφωθούν πλέον με το αυστηρό νομικό πλαίσιο που ισχύει σε πολλές χώρες. Απώτερος σκοπός είναι η προστασία της επιχείρησης, η βελτίωση των όρων του ανταγωνισμού, αλλά και η αλλαγή στον «τρόπο που γίνονται τα πράγματα» που τόσο ανάγκη έχει η χώρα μας.
* Η Αναστασία Σωτηροπούλου είναι Adjunct Professor στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ελλάδος, δικηγόρος-μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Νέας Υόρκης, καθώς και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Business Integrity Forum της Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδος.
Ναυτεμπορική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου