Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Η χρονιά που θα αποφασίσει την μοίρα της Ευρώπης


Οι κάλπες που στήνονται στην Ευρώπη θα καθορίσουν την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γιατί ενώ δεν είναι βασικό σενάριο η επικράτηση των ακραίων τα δεδομένα μπορεί να ανατραπούν. Το χάσμα Βορρά-Νότου και το δίλημμα που καλείται να απαντήσει η Γερμανία.

Άννα Φαλτάιτς


Του χρόνου τέτοια εποχή, η ευρωζώνη μπορεί να μας έχει… αφήσει χρόνους. Παρά τις μικρές πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο, το γεγονός πως η κατάρρευση της νομισματικής ένωσης αποτελεί πιθανότητα, λέει πολλά για το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Από τότε που έπληξαν την Ευρώπη η χρηματοπιστωτική, η οικονομική και η πολιτική κρίση, πριν από σχεδόν μια δεκαετία, η Ευρώπη έχει περάσει πολλές δύσκολες στιγμές. Όμως το 2017 θα είναι η πιο σημαντική χρονιά για τη συνέχεια της ευρωζώνης, καθώς τα πολιτικά και οικονομικά ρίσκα φτάνουν στην «καρδιά» του μπλοκ, στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Οι απειλές για την Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρωζώνη γίνονται εντονότερες καθώς εξαπλώνονται στα μεγαλύτερα μέλη του μπλοκ. Αν και οι υπερεθνικές δομές της Ευρώπης θα μπορούσαν πιθανότατα να επιβιώσουν μιας αποχώρησης της Ελλάδας από την ευρωζώνη, ή της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, ωστόσο πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να ξεπεράσουν την αποχώρηση της Γερμανίας, της Γαλλίας ή της Ιταλίας. Οι χώρες αυτές όχι μόνο έχουν τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, αλλά είναι και οι βασικές δυνάμεις που κινούν τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το επόμενο έτος, μια σειρά γεγονότων θα θέσει σε δοκιμασία τις θεμελιώδεις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πιο σοβαρές προκλήσεις του μπλοκ θα έρθουν από τη Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίες πλήττονται από χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και υψηλά επίπεδα ανεργίας.

Το αίσθημα κατά της παγκοσμιοποίησης είναι ισχυρό σε μεγάλα κομμάτια των πληθυσμών των δυο χωρών, που θέλουν να προστατεύσουν την οικονομία τους από τις αντιλαμβανόμενες απειλές της μετανάστευσης και του ελεύθερου εμπορίου. Εν τω μεταξύ, πολλοί Γάλλοι και Ιταλοί ψηφοφόροι είναι δύσπιστοι έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολιτικών κομμάτων του κατεστημένου που τη στηρίζουν. Ήδη, και οι δυο χώρες είναι «πρόσφορο έδαφος» για πολιτικές δυνάμεις που ορκίζονται να πολεμήσουν την παγκοσμιοποίηση και να αντιστρέψουν τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Δυο σενάρια για τη Γαλλία και την Ιταλία

Η Γαλλία θα διενεργήσει προεδρικές εκλογές σε δυο γύρος τον Απρίλιο και τον Μάιο, ενώ η παραίτηση του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι έχει ανοίξει τον δρόμο για γενικές εκλογές στην Ιταλία. Σε κάθε ψηφοφορία, τα εθνικιστικά κόμματα και τα κόμματα που τάσσονται κατά της παγκοσμιοποίησης θα έχουν ισχυρές επιδόσεις. Όμως το μεγαλύτερο ερώτημα είναι αν θα εξασφαλίσουν αρκετή στήριξη για να νικήσουν τα εκλογικά συστήματα που σχεδιάστηκαν για να τα κρατήσουν μακριά από την εξουσία.
Ακόμα και στην πιθανή περίπτωση που η ηγέτις του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λε Πεν λάβει αρκετές ψήφους για να φτάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας, θα δυσκολευτεί να πιάσει το όριο του 50% που χρειάζεται για να κερδίσει, δεδομένου ότι οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι πιθανότατα θα συμμαχήσουν εναντίον της.
Εν τω μεταξύ, η Ιταλία ουσιαστικά λειτουργεί χωρίς εκλογικό νόμο. Νόμος που πέρασε το 2015 με στόχο την μεταρρύθμιση της προηγούμενης νομοθεσίας, ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί και επί του παρόντος βρίσκεται υπό εξέταση από το Συνταγματικό Δικαστήριο της  χώρας. Τις επόμενες εβδομάδες, το Ιταλικό Κοινοβούλιο πιθανότατα θα εισάγει ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα που θα αναγκάζει τα κόμματα να σχηματίζουν συνασπισμούς για να μπουν στην κυβέρνηση. Αυτός ο νόμος πιθανότατα θα καταρτιστεί έτσι ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες του Κινήματος των Πέντε Αστέρων να αποκτήσει πρόσβαση στην εξουσία, αφού το αντισυστημικό αυτό κόμμα αρνείται να σχηματίσει συμμαχία με άλλα πολιτικά κόμματα.
Έτσι, η Γαλλία και η Ιταλία θα δουν να εκτυλίσσεται ένα από τα δυο σενάρια. Στο πρώτο σενάριο, το Εθνικό Μέτωπο και/ή το Κίνημα των Πέντε Αστέρων έρχονται στην εξουσία, φέρνοντας τις χώρες τους ακόμα πιο κοντά στην αποχώρηση από την ευρωζώνη.
Για να αποχωρήσουν από την ευρωζώνη, οι νέες κυβερνήσεις θα πρέπει να οργανώσουν και να κερδίσουν σε δημοψήφισμα για τη συμμετοχή στη νομισματική ένωση. Όμως η ανακοίνωση και μόνο από τη Γαλλική ή την Ιταλική κυβέρνηση της πρόθεσης εξόδου από τη νομισματική ένωση, μπορεί να επισπεύσει την κατάρρευση της ευρωζώνης πριν καν διενεργηθεί δημοψήφισμα. Η αναγγελία ενός δημοψηφίσματος πιθανότατα θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει μαζική φυγή καταθέσεων από τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, καθώς οι καταθέτες θα μεταφέρουν τα χρήματά τους από τις αδύναμες οικονομίες του Νότου, σε «ασφαλή καταφύγια» του Βορρά.
Οι επιπτώσεις ενός τέτοιου bank run θα έφτανα πολύ πέρα από τις χώρες που εμπλέκονται άμεσα με τα δημοψηφίσματα. Πολλοί με χρήματα σε Ισπανικές ή Πορτογαλικές τράπεζες, για παράδειγμα, θα έσπευδαν να τα μεταφέρουν σε τράπεζες του Βορρά. Αν η ευρωζώνη εξαφανιστεί και οι τραπεζικές καταθέσεις μετατραπούν σε εθνικά νομίσματα, οι κάτοχοι τραπεζικών λογαριασμών θα προτιμούσαν τα ευρώ τους να μετατραπούν σε γερμανικά μάρκα, αντί για πεσέτες ή εσκούδα.
Στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν πως το χρήμα στην Ευρώπη ήδη «μεταναστεύει» από τα Νότια στις τράπεζες του Βορρά εδώ και αρκετά χρόνια. Μια ανακοίνωση από μια χώρα του πυρήνα της ευρωζώνης για σχεδιασμό διενέργειας δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη, θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να αναγκάσει την ΕΚΤ να επιβάλει capital controls για την αποτροπή της κίνησης χρημάτων προκειμένου να «αγοράσει χρόνο» στους ηγέτες της ΕΕ για να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν με τη νομισματική ένωση.
Στο δεύτερο και πιθανότερο σενάριο, τα μετριοπαθή κόμματα σε Γαλλία και Ιταλία παραμένουν στην εξουσία. Αν και αυτό θα απομάκρυνε τον κίνδυνο μιας άμεσης κρίσης στην ευρωζώνη, ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί προσωρινή αναβολή. Ακόμα και οι μετριοπαθείς της Γαλλίας και της Ιταλίας τάσσονται υπέρ της αναδιάρθρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αποδυναμωθούν κεντρικοί θεσμοί στις Βρυξέλλες και να επιστρέψουν ορισμένες εξουσίες στα εθνικά κοινοβούλια.  Δεδομένου ότι τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις φαίνεται απίθανο να πραγματοποιηθούν υπό τις παρούσες συνθήκες (οι κυβερνήσεις της ΕΕ θέλουν να αποφύγουν τον κίνδυνο να ανοίξει η διαδικασία αναθεώρησης Συνθηκών), η καλύτερη εναλλακτική θα ήταν να ενεργήσουν μονομερώς και να αλλάξουν επιλεκτικά –ή να αγνοήσουν- την εξουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων θεσμών της ΕΕ.
Όμως το βασικό ζήτημα που θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν είναι πως, εκτός και αν οι οικονομίες αυτές βιώσουν μια ισχυρή ανάκαμψη –και μάλιστα γρήγορα- η άνοδος εθνικιστικών κομμάτων στην εξουσία απλώς θα αναβληθεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Στη Γαλλία, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πέντε χρόνια, αν η μετριοπαθής κυβέρνηση που πιθανότατα θα προκύψει  το 2017 καταφέρει να ολοκληρώσει τη θητεία της.
Στην Ιταλία θα μπορούσε να σημαίνει μόλις λίγους μήνες, αφού οι κυβερνήσεις εκεί σπάνια αντέχουν μέχρι το τέλος της θητείας τους.

Μια πιο απομονωμένη Γερμανία

Εκλογές διενεργεί το 2017 και η Γερμανία, όμως αναλόγως του πώς θα εκτυλιχθεί το μέλλον, η ψηφοφορία εκεί θα μπορούσε να έχει την μικρότερη επίπτωση στην μοίρα της Ευρώπης. Μέχρι να φτάσουν οι Γερμανοί στις Κάλπες, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, τα γεγονότα σε άλλες χώρες μπορεί να έχουν ήδη προκαλέσει κρίση στην ευρωζώνη. Η Γερμανία θα έχει ελάχιστη επιρροή στα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία ή στη Γαλλία, και η κυβέρνηση στο Βερολίνο πιθανότατα θα πρέπει να αντιδράσει στα γεγονότα, αντί να έχει την ευκαιρία να τα διαμορφώσει.
Αν οι μετριοπαθείς δυνάμεις κρατήσουν τον έλεγχο της Γαλλίας και της Ιταλίας, η προεκλογική περίοδος της Γερμανίας θα είναι σχετικά κανονική, και θα επικεντρώνεται σε θέματα όπως η μετανάστευση και η ασφάλεια. Οι ηγέτες της χώρας αντιλαμβάνονται πως οι Γάλλοι και Ιταλοί γείτονές τους αισθάνονται όλο και λιγότερο άνετα με την κατεύθυνση της ευρωζώνης, όμως θα αποφύγουν να κάνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις μέχρι να τελειώσουν με τις εκλογές τους.
Αν και τα βόρεια και νότια μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνούν πως το μπλοκ πρέπει να μεταρρυθμιστεί, έχουν διαφορετικές απόψεις ως προς την προσέγγιση. Οι εκλογικές πιέσεις στη Γερμανία θα κάνουν το Βερολίνο απρόθυμο να συμβιβαστεί με τους νότιους εταίρους για μια σειρά ζητημάτων, περιλαμβανομένης της πιο «ευέλικτης» ερμηνείας των ευρωπαϊκών στόχων για τα ελλείμματα, την εισαγωγή μέτρων τόνωσης της οικονομίας σε όλη την ευρωζώνη, ή τη στήριξη των επεκτατικών πολιτικών της ΕΚΤ.
Αυτό δεν θα βοηθήσει στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των βόρειων και νότιων μελών της ευρωζώνης. Για τη Γερμανία, το καλύτερο σενάριο θα ήταν να αναβληθούν οι όποιες πραγματικές μεταρρυθμίσεις της ΕΕ μέχρι το 2018, όμως ακόμα και αυτό απλώς θα καθυστερήσει τα προβλήματα του μπλοκ και δεν θα τα λύσει.
Από την άλλη πλευρά, μια νίκη των λαϊκιστών στη Γαλλία ή την Ιταλία θα άλλαζε δραματικά τους υπολογισμούς της Γερμανίας. Η πρώτη αντίδραση του Βερολίνου θα ήταν να προσπαθήσει να διευκολύνει μια νέα κυβέρνηση στο Παρίσι ή τη Ρώμη σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την κατάρρευση της ευρωζώνης. Όμως η Γερμανία δεν μπορεί να θέσει το δικό της οικονομικό μέλλον στα χέρια της Γαλλίας ή της Ιταλίας, κάτι που σημαίνει ότι θα έπρεπε ταυτόχρονα να καταρτίσει έκτακτα εναλλακτικά σχέδια για έναν κόσμο μετά την ευρωζώνη.
Η αρχική αντίδραση της Γερμανίας σε μια αποσύνθεση της ευρωζώνης θα ήταν να βρει συμμάχους με τους οποίους να συνεργαστεί για μελλοντικά εμπορικά και συναλλαγματικά μπλοκ. Όμως και αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί δύσκολο. Η Αυστρία είναι ένας φυσικός εταίρος για τη Γερμανία, όμως η χώρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις δικές της εθνικιστικές δυνάμεις, κάτι που θα περιόριζε τη διάθεση των ηγετών της να συμμετέχουν σε νέα υπερεθνικά εγχειρήματα.
Η Σκανδιναβική Ευρώπη είναι οικονομικά και ιδεολογικά κοντά στη Γερμανία, όμως στο πλαίσιο μιας ευρείας  πολιτικής κρίσης, η περιοχή θα μπορούσε να αποφασίσει να επικεντρωθεί στις δικές της προσπάθειες ενοποίησης. Συνεπώς, η Γερμανία θα μπορούσε να βρεθεί να διαπραγματεύεται τη δημιουργία μιας «βόρειας ευρωζώνης» με τη Benelux και τις χώρες της Βαλτικής.

Σε ένα τέτοιο περίπλοκο σενάριο, οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα μπορούσαν να στραφούν μαζικά στην Άνγκελα Μέρκελ για προστασία, φέρνοντάς την για τέταρτη φορά στην εξουσία. Όμως αυτό δεν θα ανακούφιζε μια χώρα που αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή κρίση. Η εξαρτώμενη από τις εξαγωγές οικονομία της Γερμανία βασίζεται στην πρόσβαση στις ξένες αγορές για να δημιουργεί θέσεις εργασίας εγχωρίως. Η διάλυση της ευρωζώνης θα δημιουργούσε αξιοσημείωτη αβεβαιότητα που θα αποδυνάμωνε την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρώπη και θα επηρέαζε αρνητικά τις Γερμανικές εξαγωγές.

Η πραγματική απειλή για τη Γερμανία, όμως, δεν θα ήταν η διάλυση της ευρωζώνης, αλλά η επαναφορά των εμπορικών δασμών στην Ευρώπη. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ασχέτως του τι θα συμβεί στην ευρωζώνη, ο κόσμος θα εξακολουθήσει να θέλει να αγοράζει γερμανικά αυτοκίνητα και θα είναι πρόθυμος να τα πληρώσει με γερμανικά μάρκα. Όμως τα μέτρα προστατευτισμού που θα θεσμοθετούνταν σε άλλες χώρες, θα έπληττα τις γερμανικές εξαγωγές και θα οδηγούσαν σε αύξηση της ανεργίας.
Ενώ οι εμπορικοί εταίροι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να μετριαστεί κάπως η ζημιά, ωστόσο δεν θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν πλήρως τις χαμηλότερες πωλήσεις στην Ευρώπη. Έτσι, δεν εκπλήσσει το ότι το νέο κύμα του αισθήματος κατά της παγκοσμιοποίησης που σαρώνει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη Γερμανία, μια χώρα η ευημερία της οποίας εξαρτάται από την παγκοσμιοποίηση.

Πολλές απειλές μαζί

Τα πιο δραστικά σενάρια –αυτά στα οποία οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις κερδίζουν στις εκλογές του 2017- είναι απίθανο να υλοποιηθούν. Όμως ακόμα και αν οι μετριοπαθείς της Γαλλίας και της Ιταλίας παραμείνουν στην εξουσία το 2017, η δυσαρέσκεια των δυο λαών με το ευρωπαϊκό κατεστημένο αυξάνεται όλο και περισσότερο.
Οι φωνές που ζητούν μεταρρύθμιση της ΕΕ γίνονται όλο και πιο δυνατές και για πρώτη φορά αυτοί οι διαφωνούντες θα απαιτήσουν τον επαναπατρισμό εξουσιών στις εθνικές κυβερνήσεις, αντί για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι κυβερνήσεις θα ενεργούν συχνότερα μονομερώς και οι κεντρικοί θεσμοί στις Βρυξέλλες θα αρχίσουν να χάνουν τη σημασία τους. Το σημαντικότερο, τα εκλογικά και πολιτικά συστήματα που πιθανότατα θα κρατήσουν τις αντισυστημικές δυνάμεις μακριά από την εξουσία το 2017, ίσως να μην συνεχίσουν να τις μπλοκάρουν για πολύ καιρό ακόμα, αν δεν βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη.
Όπως ένα κομμάτι κλασσικής μουσικής, όπου τα όργανα και οι μελωδίες μπαίνουν ένα-ένα, φτάνοντας σε ένα αρμονικό κρεσέντο, αρκετά από τα θέματα που έχουν προκύψει στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια θα μπορούσαν σύντομα να «παίζουν» όλα μαζί.
Το επόμενο έτος, ένας συνδυασμός εθνικιστικών και αντισυστημικών αισθημάτων, δυσεπίλυτων τριβών μεταξύ Βορρά και Νότου, μεταναστευτικής κρίσης, περιφερειοποίησης, εύθραυστων τραπεζικών κλάδων και ανεπάρκειας στη λήψη αποφάσεων, θα μπορούσαν να έρθουν στην επιφάνεια, ανοίγοντας ακόμα περισσότερο τις ρωγμές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θεωρητικά, κανένα από τα προβλήματα αυτά από μόνο του δεν θα ήταν τόσο σοβαρό ώστε να καταστρέψει την ευρωζώνη μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Μαζί όμως θα μπορούσαν να αποδειχθούν υπερβολικά για να τα αντέξει η ευρωζώνη. Αν και η κατάρρευση της νομισματικής ένωσης τον επόμενο χρόνο δεν είναι πιθανή, ωστόσο είναι δυνατή, κάτι που δείχνει πως το 2017 θα είναι η πιο κρίσιμη χρονιά για την ευρωπαϊκή ενοποίηση από τότε που ξεκίνησαν οι πολλές κρίσης της Ευρώπης.

anna@euro2day.gr

euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου