Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Κρίση και δημόσιο χρέος

ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


Τα δημόσια χρέη έχουν την ίδια ρίζα με την καπιταλιστική κρίση. Οφείλονται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και συνοδεύουν τα καπιταλιστικά κράτη από την συγκρότησή τους μέχρι και σήμερα. Σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης η ύπαρξή τους περνά συνήθως απαρατήρητη. Ο ερχομός της καπιταλιστικής κρίσης, όμως, οξύνει απότομα και το πρόβλημα των δημοσίων χρεών. Για δυο βασικά λόγους: Πρώτον, γιατί αυξάνεται απότομα ο φόβος των κεφαλαιοκρατών δανειστών, ότι θα χάσουν μέρος ή το σύνολο των δανείων και των κερδών, αφού, σε τελευταία ανάλυση, η έξοδος από την κρίση απαιτεί και την απαξίωση, την καταστροφή μέρους των κεφαλαίων. Δεύτερον, γιατί το καπιταλιστικό κράτος σπεύδει σε βοήθεια των τραπεζιτών και των άλλων καπιταλιστών, «μπουκώνοντάς» τους με κρατικό χρήμα, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο τα δημόσια ελλείμματα και χρέη.
Από τον 19ο αιώνα ακόμη, ο Καρλ Μαρξ σημείωνε τον καθοριστικό ρόλο του κρατικού δανεισμού στην διαδικασία διαμόρφωσης της τάξης των κεφαλαιοκρατών, καθώς αποτελούσε έναν βασικό μοχλό της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίων. «Σαν με μαγικό ραβδί», ελεγε ο Μάρξ, «προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς νάναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση». Και αναφερόμενος στον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιξε το δημόσιο χρέος για την εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, σημείωνε. «Το δημόσιο χρέος, δηλαδή το ξεπούλημα του κράτους – αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος – βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Από τότε, επίσης, αποκάλυπτε σε ποιόν έστελναν πάντα το λογαριασμό του δημόσιου χρέους. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού, είναι το δημόσιο χρέος των κρατών».

Με την επικράτηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής δημιουργούνται καπιταλιστικά Κράτη-Έθνη. Εμφανίζεται η ανάγκη δημιουργίας ενός μηχανισμού εξουσίας που θα στηρίζει την άρχουσα τάξη αποτελεσματικότερα από ότι αυτό γινόταν στους προηγούμενους κοινωνικοπολιτικούς σχηματισμούς. Δημιουργούνται υπουργεία. Οργανώνεται δημόσια διοίκηση. Στρατός, δυνάμεις καταστολής. Δημιουργούνται υποδομές για τις μεταφορές, δρόμοι, σιδηρόδρομοι, λιμάνια. Δημιουργείται σύστημα δημόσιας υγείας και παιδείας πράγματα αναγκαία, τόσο για την απόκτηση εργατών ικανών και εξειδικευμένων, όσο και για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Η κάλυψη των παραπάνω – και άλλων – αναγκών ικανοποιείται από τη φορολογία που επιβάλλει το κράτος και άλλα δημόσια έσοδα. Οταν υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στα έσοδα και τις δαπάνες – αυτό που οι αστοί ονομάζουν δημοσιονομική ισορροπία – τότε δεν υπάρχει δημοσιονομικό πρόβλημα. Επειδή, όμως, οι ανάγκες συντήρησης και διεύρυνσης του κράτους είναι συνεχείς, όπως συνεχείς είναι και οι αξιώσεις που προβάλλουν οι κεφαλαιοκράτες για οικονομική …στήριξη των δραστηριοτήτων τους, οι κρατικές δαπάνες πολύ συχνά, είναι μεγαλύτερες από τα έσοδα. Τότε προκύπτουν τα ελλείμματα, που καλύπτονται -σχεδόν πάντα- με κρατικό δανεισμό, ο οποίος οδηγεί στην εμφάνιση του κρατικού χρέους
Στην Ελλάδα αυτό το χρέος έφτασε στα τέλη του 2010 το 149% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Το γεγονός αυτό, όμως, αυτό δεν αποτελεί αποκλειστικό ελληνικό φαινόμενο. Το συνολικό δημόσιο χρέος των ευρωπαϊκών κρατών ανέρχεται στα 8 τρισεκατομμύρια 61 δισεκατομμύρια ευρώ και των ηνωμένων πολιτειών στα 7 τρισεκατομμύρια 545 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ιαπωνικό δημόσιο χρέος αγγίζει το 230% του Ακαθάριστου εθνικού προιόντος της χώρας του «ανατέλλοντος ηλίου».
Η ιστορία των δανεισμών του νεοελληνικού κράτους ξεκινάει το 1823, όταν συνήφθη το πρώτο δάνειο, για τις ανάγκες υποτίθεται του εθνικο -απελευθερωτικού αγώνα. Η ονομαστική αξία του δανείου αυτού ήταν περίπου οχτακόσιες χιλιάδες χρυσές λίρες και δόθηκαν από βρετανικό τραπεζικό οίκο με εγγύηση εκτάσεις εθνικής γης. Η ελληνική κυβέρνηση εισέπραξε τελικά περίπου τριακόσιες χιλιάδες λίρες. Τα υπόλοιπα διασπαθίστηκαν σε προμήθειες και προεισπράξεις τόκων, σε όφελος των δανειστών και των μεσαζόντων. Οι τριακόσιες χιλιάδες λίρες μοιράστηκαν, κυρίως, μεταξύ των γαιοκτημόνων, με τους πλοιοκτήτες να εκδηλώνουν έντονα τις διαφωνίες και την δυσαρέσκειά τους. Η μοιρασιά του δανείου συντέλεσε κι αυτή στην πρόκληση του εμφυλίου πολέμου, που ξέσπασε ένα χρόνο αργότερα.
Το 1825 συνήφθη δεύτερο δάνειο ύψους δύο εκατομμυρίων λιρών, πάλι από βρετανικό τραπεζικό οίκο και με πρόσχημα πάλι τον εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα. Όπως και με το πρώτο δάνειο, στην Ελλάδα έφτασε τελικά το 1/10 του συνολικού ποσού. Πεντακόσιες χιλιάδες λίρες ξοδεύτηκαν σε παραγγελίες πολεμικών πλοίων, που είτε δεν παραλήφθηκαν ποτέ, είτε παραλήφθηκαν με σοβαρές μηχανικές βλάβες. Μεγάλο μέρος του δανείου σπαταλήθηκε σε εξαγορές βουλευτών και σε μισθούς αξιωματικών. Όπως επισημάνθηκε τότε “κατάντησε το έθνος να έχει υπέρ των 12.000 αξιωματικών”, σε σύνολο ενόπλων δυνάμεων από 20.000 άνδρες. Ό,τι απέμεινε μοιράστηκε για μια ακόμη φορά από τους προκρίτους και τους κοτζαμπάσηδες που άφησαν ακόμα και το πολιορκημένο Μεσολόγγι χωρίς τροφή και πολεμοφόδια.
Το 1827 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε αδυναμία να εξυπηρετήσει τα δάνεια δηλώνοντας στην ουσία την πρώτη πτώχευση πριν καν ολοκληρωθεί η δημιουργία του ελληνικού κράτους. Την ίδια εποχή, πολλές οικογένειες γαιοκτημόνων, πλοιοκτητών και εμπόρων διέθεταν τεράστιες για τα τότε δεδομένα περιουσίες, με τις οποίες θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ο απελευθερωτικός αγώνας. Αντί αυτού, η πολιτική των δανείων πολλαπλασίασε τις περιουσίες τους μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ενώ πολλά εκατομμύρια πήραν οι 8 μεγαλύτεροι πλοιοκτήτες ως αποζημίωση για την συμμετοχή των πλοίων τους στον εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα. Με άλλα λόγια, τα δημόσια δάνεια λειτούργησαν ως μοχλός πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίων της νεότευκτης τότε ελληνικής αστικής τάξης.
img34_1
Τον Ιανουάριο του 1833 ο Βαυαρός Όθωνας με ένα σμήνος Βαβαρών αξιωματούχων αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο έχοντας ως προίκα, από τον Γαλλικό τραπεζικό οίκο Ρότσιλντ δάνειο ύψους εξήντα τεσσάρων εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Το ποσό αυτό έτυχε πρωτοφανούς διασπάθισης και γι’ αυτό χαρακτηρίσθηκε ως «βασιλοφάγον άμα και βασιλοποιόν». Το 1/6 του δανείου σπαταλήθηκε για τα έξοδα της βαυαρικής δυναστείας και του στρατού της, ενώ το μισό παρακρατήθηκε για τόκους, προμήθειες και παλιότερα χρέη, προς όφελος των δανειστών. Στις επόμενες δεκαετίες, οι κυβερνήσεις της εποχής συνέχισαν την πολιτική του κρατικού δανεισμού, αυξάνοντας συνεχώς το δημόσιο χρέος. Πάντα προς όφελος των τότε πλουτοκρατών, ντόπιων και ξένων και σε βάρος του λαού. Το κράτος δανείζονταν, για να χρηματοδοτήσει την καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας. Οι κεφαλαιοκράτες συσσώρευαν πλούτη, έχοντας την πολύμορφη στήριξη του κράτους και ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους. Κι ο λαός καλούνταν μονίμως να ζει μέσα σε βάσανα και στερήσεις, χάριν της ανάπτυξης, πασπαλισμένη με τη «μεγάλη ιδέα» και μπόλικα εθνικιστικά κηρύγματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ξεσπά στην Ελλάδα καπιταλιστική οικονομική κρίση, στο γενικότερο πλαίσιο της τότε, πρώτης μεγάλης κρίσης του διεθνούς καπιταλισμού. Πείνα και δυστυχία αντιμετώπισαν οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου. Το εμπόριο κατέρρευσε και η δραχμή υποτιμήθηκε, σε σχέση με την λίρα και το φράγκο, με αποτέλεσμα την απογείωση του δημόσιου χρέους. Οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης εκτοξεύτηκαν προς τα πάνω με αποτελέσματα καταστροφικά για τα λαϊκά στρώματα, η κατάσταση των οποίων έγινε αξιοθρήνητη. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατακόρυφα και οι άνεργοι πολλαπλασιάστηκαν. Η μισή βιομηχανία του Πειραιά και το σύνολο της βιομηχανίας της Σύρου έκλεισαν, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου και, ταυτόχρονα, τη μαζική εισβολή ξένων καπιταλιστών. Χιλιάδες εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας την τύχη τους σε άλλες χώρες, κύρια στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η εγχώρια καπιταλιστική κρίση του 1890 όξυνε το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Πρόβλημα, που γίνονταν περισσότερο σύνθετο και εκρηκτικό, στο πλαίσιο των εντεινόμενων ανταγωνισμών των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων της εποχής, Αγγλίας, Γαλλίας και Γερμανίας και των διαπλεκόμενων μαζί τους ανταγωνισμών των εγχώριων κεφαλαιοκρατικών μερίδων. Οι έστω και αργές αλλαγές επέτρεψαν στην ελληνική αστική τάξη να μπει μέχρις ενός βαθμού στο καπιταλιστικό σύστημα της Ευρώπης. Αυτές οι αλλαγές όμως επέφεραν και σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό στο οποίο κυριάρχησαν δύο πολιτικοί σχηματισμοί. Οι συντηρητικοί και ο παλιός πολιτικός κόσμος με επικεφαλής τον Κουμουνδούρο και αργότερα τον Δηλιγιάννη από την μία και τα πιο δυναμικά στοιχεία της αστικής τάξης από την άλλη με εξέχουσα προσωπικότητα τον Χαρίλαο Τρικούπη.
222
Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Επιχείρησε με μια σειρά νόμους να εκσυγχρονίσει την δημόσια διοίκηση και τον κρατικό δεν τόλμησε όμως να έρθει σε ρήξη με τους ιδιοκτήτες των τσιφλικιών ανοίγοντας τον δρόμο στην ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλισμού. Δεν έδωσε ριζοσπαστικές λύσεις στο αγροτικό πρόβλημα αφού μόλις το μισό της καλλιεργήσιμης γης δόθηκε στο ένα τρίτο των καλλιεργητών της με υψηλό χρηματικό τίμημα ενώ το υπόλοιπο παρέμεινε στα χέρια μιας μικρής ομάδας γαιοκτημόνων, στην οποία συμμετείχαν και κεφαλαιοκράτες των παροικιών. Η διατήρηση αυτής της κατάστασης είχε σαν συνέπεια όχι μόνο την διαιώνιση της οικονομικής καθυστέρησης αλλά και την πρωτοκαθεδρία την τσιφλικάδων μέχρι τουλάχιστον την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Ο συμβιβασμός με τους τσιφλικάδες είχε σαν αποτέλεσμα η αστικές αλλαγές που προώθησε ο Τρικούπης να είναι δειλές και στηριγμένες κυρίως σε ξένα κεφάλαια που κυριολεκτικά εισέβαλαν στην χώρα παίρνοντας της πλουτοπαραγωγικές της πηγές. αλλά και εξωτερικούς δανεισμούς. Σ’ αυτόν χρεώνεται το 58,4% του συνολικού εξωτερικού δανεισμού της Ελλάδας εκείνη την περίοδο, ανακηρύσσοντάς τον σε αδιαμφισβήτητο πρωταθλητή δανείων. O εξωτερικός δανεισμός της χώρας έφτασε σε ονομαστικό κεφάλαιο τα 690 εκατομμύρια φράγκα. και 468 εκατομμύρια πραγματικό. Αυτό σημαίνει ότι πληρώνονταν πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που είχαμε πάρει. Μόλις το 6% αυτών των υπέρογκων ποσών κατευθύνθηκαν σε παραγωγικά έργα. Το μεγαλύτερο τμήμα δόθηκε είτε για να βελτιωθεί η θέση των τραπεζών ή για να πληρωθούν τα εσωτερικά δάνεια, δηλαδή οι ντόπιοι δανειστές του ελληνικού δημοσίου.
Το υπέρογκο χρέος εξυπηρετούνταν κυρίως από την βαριά φορολογία που επιβάλλονταν στα λαϊκά στρώματα. Σύμφωνα με στοιχεία που είχαν κατατεθεί στην βουλή οι άμεσοι φόροι από 12 εκατομμύρια το 1867 ανήλθαν σε 16 εκατομμύρια το 1886. Οι έμμεσοι φόροι την ίδια περίοδο από 12 εκατομμύρια ανήλθαν στα 46 εκατομμύρια σαρώνοντας κυριολεκτικά την ζωή των λαδικών στρωμάτων. Το 1886 στην εξυπηρέτηση των δανείων πήγαιναν 33 εκατομμύρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχαν επιβληθεί υψηλότατα σχολικά και πανεπιστημιακά τέλη που έκλειναν για τα λαϊκά στρώματα την πρόσβαση προς την δημόσια εκπαίδευση. Παρά την άγρια φορολογική πολιτική όμως τα ελλείμματα των προϋπολογισμών όχι μόνο δεν καλύφτηκαν μα αυξάνονταν σταθερά. Τελικά, το Νοέμβρη του 1893, η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη κηρύσσει τη χώρα σε πτώχευση.
3333
Ακολούθησε ο τυχοδιωκτικός ελληνοτουρκικός πόλεμος και η ήττα του 1897, η επιβολή από τους ξένους και ντόπιους πιστωτές του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και η επιχείρηση πρωτοφανούς λεηλασίας των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και του λαού. Τα κρατικά μονοπώλια του αλατιού, του πετρελαίου, των τραπουλόχαρτων, των σπίρτων, οι φόροι του καπνού και τα εισαγωγικά τέλη πέρασαν στον έλεγχο του ξένου κεφαλαίου και σε όφελος των δανειστών. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος έμεινε στην Ελλάδα μέχρι το 1978. Την ίδια περίοδο η κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, των εργατών και των αγροτών ήταν δραματική. Τα ημερομίσθια έχασαν το 50% της αγοραστικής τους δύναμης. Οι αγρότες φυτοζωούν αφού μια χούφτα μεγαλοτσιφλικάδες κατείχαν το 75% της καλλιεργήσιμης γης. Ενώ καλλιεργούσαν την γη ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν στον γαιοκτήμονα την μισή παραγωγή και να πληρώνουν ενοίκιο για την βοσκή των ζώων. Επίσης υποχρεώνονταν να παραδίδουν μεγάλο αριθμό προϊόντων, όπως τυριών, αυγών ή καυσόξυλων.
Οι ακτήμονες στην πλειοψηφία τους ζούσαν σε τρώγλες μαζί με τα ζώα τους και όλη την οικογένεια τους. Στην αντίπερα όχθη, η εθνική τράπεζα είχε κεφάλαια που άγγιζαν το 1898 τα 10 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, ενώ ο τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός είχε συνολική περιουσία 30 εκατομμύρια χρυσές δραχμές. Ο κατά κεφαλή μέσος όρος εισοδήματος δέκα βιομηχάνων το 1880 ήταν 100.000 χρυσές δραχμές και το 1900 έφτασε τις 250.000. Ο αντίστοιχος μέσος όρος για δέκα γαιοκτήμονες ήταν το 1880 τριάντα χιλιάδες χρυσές δραχμές και το 1900 στις 120.000. Στοιχεία και νούμερα, τα οποία αποδείχνουν, ότι η κρίση του 1890 ήταν κι αυτή κρίση υπέρ-συσσώρευσης κεφαλαίων, κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Κάνουν φανερό, επίσης, ότι το 1893 πτώχευσε ο λαός και όχι η αστική τάξη της εποχής και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι. Αυτοί βγήκαν κερδισμένοι, φορτώνοντας στο λαό, τόσο τα βάρη της κρίσης τους, όσο και αυτά του χρέους τους.
Ανάμεσα στο 1898 και το 1929, που ξέσπασε η δεύτερη μεγάλη διεθνής καπιταλιστική κρίση, η Ελλάδα δανείστηκε 1.735 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Τον Μάρτιο του 1931, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, το ελληνικό δημόσιο χρέος έφτανε στα 2.868 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Μετά την μικρασιατική καταστροφή, η αστική τάξη της χώρας και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι επιχείρησαν την σταθεροποίηση του εγχώριου καπιταλισμού και ανάπτυξης. Ένας βασικός μοχλός της επιχείρησης αυτής αποτέλεσε και πάλι η πολιτική του κρατικού δανεισμού. Για να εξασφαλισθεί η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων αυξάνονταν συνεχώς η φορολογία. Το 97% του συνόλου των φόρων βάραινε αγρότες, εργάτες και επαγγελματίες και μόνο το 3% τους μεγαλεμπόρους, βιομηχάνους και εφοπλιστές. Οι σχετικά καλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της περιόδου αυτής, όμως, δεν οδήγησαν σε βελτίωση της ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Οι ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων κάλυπταν μόλις το 40% των αναγκών τους.
Στην εποχή της Επανάστασης του 1821 ο Έλληνας κατανάλωνε κατά μέσο όρο 150 γραμμάρια ψωμί την ημέρα. Εκατό χρόνια μετά, στην δεκαετία του 1920, μόλις είχε φτάσει στα 180 γραμμάρια. Σύμφωνα με στατιστικές της ίδιας εποχής η μέση ημερήσια κατανάλωση τροφής κατά άτομο ήταν 1200 γραμμάρια. Από αυτά τα 1000 γραμμάρια ήταν φυτική και μόνο τα 200 ζωική. Η φτωχολογιά ξεγελούσε την πείνα της με κρεμμύδι, ελιές, χόρτα και ελάχιστο ψωμί. Η κακή διατροφή σήμαινε πολύμορφες συνέπειες και παρενέργειες. Η Ελλάδα κατείχε το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες, με 16 στους χίλιους κατοίκους. Οι μισοί πέθαιναν από ελονοσία και φυματίωση, κυρίως, λόγω της ανυπαρξίας νοσοκομειακής περίθαλψης αφού μόνο το 1-1,2% του κρατικού προϋπολογισμού κατευθυνόταν σε αυτόν τον τομέα. Ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν αγράμματος ενώ μόλις ένα στα δέκα παιδιά κατάφερνε να τελειώσει το δημοτικό σχολείο.
wall-street-crash-1929
Το Σάββατο 18 Οκτωβρίου του 1929 το αμερικάνικο Χρηματιστήριο της Γουόλ στρήτ έκανε μια τεράστια βουτιά. Ο αμερικανικός τύπος διαβεβαίωνε για τον παροδικό χαρακτήρα της πτώσης και την σύντομη ανάκαμψη της αγοράς. Την Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 1929 στο τέλος της συνεδρίασης του χρηματιστηρίου εκδηλώθηκε νέο μαζικό κύμα πωλήσεων μετοχών. Η νέα, παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν πλέον ολοφάνερη, τινάζοντας στον αέρα τα διάφορα ιδεολογήματα για οργανωμένο και χωρίς κρίσεις καπιταλισμό, για οικονομική δημοκρατία και διάχυση του πλούτου. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη κρίση υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίων και υπερπαραγωγής του καπιταλιστικού κόσμου στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Στην Ελλάδα, η κρίση του 1929 εκδηλώθηκε αρχικά με την μείωση του εισαγόμενου συναλλάγματος από τους μετανάστες και τους ναυτικούς. Συνεχίστηκε με την μείωση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων. Γρήγορα επεκτάθηκε στην βιομηχανική παραγωγή που μειώθηκε το 1930 κατά 7% σε σχέση με το 1928 και 14% το 1931. Δραματική ήταν και η πτώση της αξίας της αγροτικής παραγωγής που έπεσε το 1932, στο μισό της αντίστοιχης του 1928.
Το 1932 το εθνικό εισόδημα της χώρας έπεσε περίπου στο μισό σε σύγκριση με αυτό του του 1929. Η εργατική τάξη και ο λαός κλήθηκαν και πάλι να πληρώσουν τις βαριές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης. Ο τιμάριθμος μέσα σε δύο χρόνια ανέβηκε κατά 20% και το ημερομίσθιο έχασε το 30% της αξίας του. Οι άνεργοι έφτασαν τους διακόσιους χιλιάδες το 1931. Η φορολογία αυξήθηκε πέντε φορές σε σχέση με το 1928. Το ξεκλήρισμα των αγροτών πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Τα 2/3 του αγροτικού εισοδήματος πήγαινε στην πληρωμή των χρεών και των φόρων. Τα μεσαία στρώματα των πόλεων χρεοκοπούσαν μαζικά. Η εγχώρια κρίση του 1929 – 1930 όξυνε και πάλι στο έπακρο το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Τον Ιανουάριο του 1932 η κυβέρνηση Βενιζέλου, παράλληλα με την εφαρμογή μιας σκληρής πολιτικής σε βάρος του λαού, απευθύνθηκε στις βρετανικές και γαλλικές τράπεζες, ζητώντας πεντάχρονη αναστολή στην πληρωμή των τόκων και νέο δάνειο, για να προχωρήσουν μια σειρά μεγάλα έργα. Τελικά, μετά από αλλεπάλληλες και ατελέσφορες διαπραγματεύσεις και παζάρια, ανταγωνισμούς και αντιθέσεις, η κυβέρνηση Βενιζέλου κήρυξε χρεοστάσιο τον Μάη του 1932. Δήλωσε, δηλαδή, την αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους έναντι των ξένων και ντόπιων πιστωτών.
Η χρεοκοπία όμως δεν σήμαινε, ότι δεν θα πληρώνονταν τα δάνεια. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο και κατέληξαν σε συμφωνία. Σύμφωνα με αυτή, το ελληνικό κράτος δεσμεύθηκε να εκπληρώσει την συντριπτική πλειοψηφία των υποχρεώσεών του, καθώς οι δανειστές χάρισαν ένα μέρος των τόκων. Με άλλα λόγια και σύμφωνα με την σύγχρονη ορολογία, έγινε αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και, ταυτόχρονα, ένα «κούρεμα» των απαιτήσεων. Στην πραγματικότητα, η ζημιά για τους εγχώριους και ξένους τοκογλύφους ήταν ασήμαντη. Από το 1823 μέχρι το 1932 το ελληνικό κράτος είχε συνάψει δάνεια ύψους δύο δισεκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων χρυσών φράγκων. Είχε καταβάλει στους δανειστές του δύο δισεκατομμύρια τετρακόσια εκατομμύρια χρυσά φράγκα και χρωστούσε ακόμα ένα δισεκατομμύριο εννιακόσια εξήντα τρία εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Σ’ αυτή την απροκάλυπτη και χωρίς όρια τοκογλυφία συμμετείχαν και ντόπιοι πλουτοκράτες, αφού είχαν στα χέρια τους το 30% των ομολογιακών δανείων του ελληνικού κράτους.
assets_LARGE_t_420_54021624
Η καπιταλιστική κρίση του 1929 – 30 και η μετέπειτα χρεωκοπία του ελληνικού κράτους, κάθε άλλο παρά οδήγησε στη μείωση της δύναμης και των κερδών του εγχώριου κεφαλαίου. Αντίθετα, λειτούργησε ως ευκαιρία για την παραπέρα ενίσχυσή του, σε ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση της παραγωγής και της οικονομίας γενικότερα, σε λιγότερα χέρια. Τεράστια κονδύλια κατευθύνθηκαν στην βιομηχανία στο όνομα της στήριξης της και του ξεπεράσματος της κρίσης. Οι μεγάλες βιομηχανίες επεκτάθηκαν με κορυφαίο παράδειγμα την Πειραϊκή -Πατραϊκή που εκμεταλλεύτηκε την πτώση των μεροκάματων και της τιμής του βαμβακιού, διπλασιάζοντας σχεδόν τον κύκλο των εργασιών της. Την ίδια περίοδο τα κέρδη των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 57% και ο εμπορικός στόλος κατά 47%. Τα μεσαία στρώματα σαρώθηκαν αφήνοντας μεγάλα μερίδια αγοράς στο κεφάλαιο. Η καπιταλιστική κρίση και το δημόσιο χρέος φορτώθηκαν και πάλι στις πλάτες του λαού.
Τα τελευταία 35 χρόνια, η Ελλάδα, έχοντας το 0,17 του παγκόσμιου πληθυσμού, εισάγει σταθερά και σε ετήσια βάση το 3,74% των όπλων που εξάγουν παγκοσμίως οι ΗΠΑ. Επίσης, το 9,64% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων της Γερμανίας και το 5,51% των παγκοσμίων εξαγωγών της Γαλλίας. Προς μεγάλη ικανοποίηση, βέβαια, των πολυεθνικών του πολέμου και των κάθε λογής εγχωρίων συνεταίρων τους. Από την έκθεση της οικονομίας στην συνεχώς και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και το καθεστώς της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και της «ελεύθερης αγοράς». Από το 1980 μέχρι το 2007 το συνολικό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο μεγάλωσε κατά οχτώ φορές. Από το κόστος των τόκων και των δόσεων παλιότερων δανείων που μόνο για το 2009 ανήλθε στο 67% των συνολικών εσόδων του κράτους. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα δημόσια ελλείμματα και χρέη των καπιταλιστικών χωρών αποτελούν άλλη μια συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ανάπτυξης.
Σε τελευταία ανάλυση, είναι μια ακόμη έκφραση της βασικής αντίθεσης του καπιταλιστικού συστήματος, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό τρόπο ιδιοποίησης του παραγόμενου πλούτου. Το κεφάλαιο κρατά για λογαριασμό του όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου. Είτε με την άμεση, πολύμορφη και συνεχώς μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Είτε με την μεσολάβηση και βοήθεια του καπιταλιστικού κράτους. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην δημιουργία δημόσιων ελλειμμάτων που έχουν σαν αποτέλεσμα τους υπέρογκους δανεισμούς. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση γκρεμίζει ιδεολογήματα και αυταπάτες. Δίνει την τελική βολή στις διάφορες ψευτοθεωρίες, περί συνεχούς και απρόσκοπτης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αφαιρεί τα όποια φτιασίδια και αποκαλύπτει το πραγματικό, αντιδραστικό και απάνθρωπο πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού. Η σημερινή πραγματικότητα δίνει ατράνταχτες αποδείξεις για τον ολότελα ξεπερασμένο ιστορικά χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, την πολύμορφη σήψη και τον εντεινόμενο συνεχώς παρασιτισμό του. Την επιτακτική ανάγκη της ανατροπής και το πέταγμα του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου