analyst
«Τα λάθη σίγουρα είναι ανθρώπινα, ενώ κανένας δεν είναι αλάνθαστος. Χαρακτηριστικό βέβαια όλων όσων κάνουν μεγάλα λάθη με σοβαρές επιπτώσεις είναι το ότι, είτε προσπαθούν να βγάλουν τους πάντες τρελούς είτε, σε ελάχιστες περιπτώσεις, να τα παραδέχονται – προσπαθώντας πραγματικά μετανιωμένοι να τα διορθώσουν.Το θέμα, ωστόσο, είναι το τι γίνεται όταν κάνεις τραγικά λάθη και προσπαθείς να τους βγάλεις όλους τρελούς,υποστηρίζοντας με όλες σου τις δυνάμεις ότι, για τα λάθη σου ευθύνονται οι τρίτοι – οπότε πρέπει όλοι να σε στηρίξουν για να τα διορθώσεις.Βέβαια, υπάρχουν επίσης αυτοί που ξεχνούν τα λάθη τους, όταν τα εξομολογούνται σε κάποιον άλλο. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει με αρκετά από τα στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης, τα οποία κάνουν καθημερινά την αυτοκριτική τους για τα λάθη της επτάμηνης διακυβέρνησης – πιστεύοντας ότι μπορεί πολύ εύκολα να ξεχαστούν, αφού τα εξομολογούνται στον λαό.Τους διαφεύγει όμως ότι, όποιος έχει υποστεί τις συνέπειες, δύσκολα ξεχνάει – πως κανένας δεν μπορεί να πάψει να θυμάται το ουτοπικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, τη δημιουργική ασάφεια και το δημοψήφισμα. Ούτε φυσικά το κλείσιμο των τραπεζών, τους ελέγχους κεφαλαίων, καθώς επίσης όλα όσα έγιναν τους προηγούμενους μήνες – βυθίζοντας την οικονομία ξανά στην ύφεση, οδηγώντας χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία και αναβιώνοντας το τέρας της ανεργίας.Το θέμα σίγουρα είναι να μην κάνουμε λάθη – αλλά όλοι κάνουμε. Επομένως, το θέμα είναι να μην κάνουμε ουσιαστικά λάθη – καθώς επίσης να μπορούμε να τα επανορθώσουμε γρήγορα και εύκολα. Δυστυχώς όμως, στην περίπτωση, του τρίτου μνημονίου, τα λάθη είναι ουσιαστικά και αναμφισβήτητα – οπότε τίποτα δεν μπορεί να διορθωθεί γρήγορα και εύκολα» (Κούρος με παρεμβάσεις).
.
Άρθρο
Τα περισσότερα πολιτικά κόμματα προσπαθούν να πείσουν τους Έλληνες πως δεν υπάρχει πλέον η διαφοροποίηση των κοινωνικών ομάδων «υπέρ και κατά των μνημονίων» – ότι ελάχιστοι τάσσονται πια εναντίον των αυστηρών μέτρων λιτότητας που απαιτούν οι δανειστές της χώρας, κατ’ εντολή της Γερμανίας.
Διαπιστώνεται όμως μία σημαντική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν: το γεγονός ότι, τα μνημόνια θεωρούνται πλέον μόνο ως «αναγκαίο κακό» για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της χώρας, καθώς επίσης για την παραμονή της στην Ευρωζώνη – επειδή δεν της προσφέρεται καμία άλλη δυνατότητα. Κανένα κόμμα δηλαδή και κανένας λογικός παρατηρητής δεν πιστεύει πως τα μέτρα που τα συνοδεύουν οδηγούν στην ανάπτυξη – χωρίς την οποία είναι αδύνατη η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλει να αναφερθεί κανείς στον μαθηματικό τύπο της «παγίδας του χρέους» – έτσι ώστε να ερευνήσει εάν πράγματι είναι σε θέση η χώρα μας να τα καταφέρει, εφαρμόζοντας τις εντολές των δανειστών της. Ο τύπος αυτός (πηγή) είναι ο εξής:
.
(Δημόσιο χρέος 2015/ΑΕΠ 2015) – (Δημόσιο χρέος 2014/ΑΕΠ 2014) =
(Πραγματικό επιτόκιο – Πραγματική ανάπτυξη) Χ (Δημόσιο χρέος 2014/ΑΕΠ 2014) + {(Δημόσιες δαπάνες 2015 – Δημόσια έσοδα 2015)/ΑΕΠ 2015}
.
(α) Η αριστερή πλευρά της εξίσωσης αφορά τη διαφοροποίηση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ μίας χώρας, την αύξηση ή τη μείωση του δηλαδή, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος – ενώ πρόκειται για έναν αποφασιστικό οικονομικό δείκτη, επειδή όταν αυξάνεται το ΑΕΠ είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολη η εξυπηρέτηση του χρέους, από το όταν μειώνεται, όπως επίσης σε συνθήκες πληθωρισμού αντί με αποπληθωρισμό (ο οποίος ήταν +4,7% το 2010, έναντι -1,3% το 2014, σύμφωνα με τη Eurostat).
(β) Η δεξιά πλευρά της εξίσωσης περιγράφει από ποιους ακριβώς παράγοντες εξαρτάται η διαφοροποίηση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, από έτος σε έτος. Ειδικότερα, είναι η συνάρτηση του πραγματικού επιτοκίου (του ονομαστικού επιτοκίου, αφαιρουμένου του πληθωρισμού ή προστιθεμένου του αποπληθωρισμού) πλην τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης (της ονομαστικής ανάπτυξης αφαιρουμένου του πληθωρισμού ή προστιθεμένου του αποπληθωρισμού), επί τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ του προηγουμένου έτους συν τα «πρωτογενή αποτελέσματα» – τα ελλείμματα ή τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού δηλαδή, χωρίς την πληρωμή τόκων.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, όταν ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος από τα πραγματικά επιτόκια που πληρώνει μία χώρα, τότε αυξάνει το δημόσιο χρέος της ως προς το ΑΕΠ της – εάν βέβαια οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί (ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, καθόλου αποκρατικοποιήσεις).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου υπολογίζεται ύφεση (αρνητική ανάπτυξη) για το 2015 άνω του -3%, για να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος της από την πλευρά των τόκων, θα έπρεπε το επιτόκιο δανεισμού της να μην είναι υψηλότερο από το ποσοστό της ύφεσης – δηλαδή, στο -3% έναντι +2% που πληρώνει κατά μέσον όρο σήμερα.
Όταν το ονομαστικό επιτόκιο τώρα παραμένει στο +2% περίπου, με τον αποπληθωρισμό να υπολογίζεται στο -3% για το 2015, τότε το πραγματικό επιτόκιο είναι 5% – γεγονός που σημαίνει ότι, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα αυξάνεται κατά 5% ετήσια, μόνο από την πλευρά των τόκων.
Για να μην συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει η Ελλάδα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους (+5%) για το 2015 – κάτι που μπορεί να επιτευχθεί είτε με την αύξηση των δημοσίων εσόδων (νέοι φόροι κλπ.), είτε με τη μείωση των δημοσίων δαπανών (περιορισμός μισθών, συντάξεων, κοινωνικού κράτους κλπ.), είτε και με τα δύο.
Επειδή όμως η χώρα θα έχει πρωτογενές έλλειμμα το 2015, προφανώς λόγω της εντελώς αποτυχημένης πολιτικής της κυβέρνησης, το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5% συν το πρωτογενές έλλειμμα – οπότε θα απαιτηθούν ξανά μέτρα.
.
Το καθοδικό σπιράλ του θανάτου
Περαιτέρω, όταν τα επιτόκια μίας χώρας παραμένουν υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της, τότε η μοναδική δυνατότητα της είναι η επίτευξη ακόμη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων – οπότε η αύξηση των φόρων ή/και η μείωση των δημοσίων δαπανών. Έτσι όμως παραμένει στον κύκλο του διαβόλου (ανάλυση), αφού οι παραπάνω ενέργειες επιδεινώνουν την ύφεση, με αποτέλεσμα να απαιτούνται συνεχώς νέα μέτρα – τα οποία προκαλούν τα ίδια δυσμενή αποτελέσματα κοκ.
Ως εκ τούτου, είναι πρακτικά αδύνατο για ένα κράτος να μετατρέψει τα ελλείμματα σε επαρκή πλεονάσματα, για να καταφέρει, σε σχέση με το κόστος των τόκων, να διατηρήσει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ σταθερή – να μην αυξάνεται δηλαδή. Επομένως, η μοναδική δυνατότητα που του απομένει, είναι η πώληση της δημόσιας περιουσίας του, έτσι ώστε να εισπράττει κατ’ έτος ποσά που θα ισοσκελίζουν τη διαφορά – έως εκείνο το χρονικό σημείο φυσικά που δεν θα έχει τίποτα άλλο για να πουλήσει.
Με δεδομένο τώρα το ότι, η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης, οπότε δεν μπορεί να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης της με την κατάλληλη νομισματική πολιτική (υποτίμηση του νομίσματος της για να αυξηθούν οι εξαγωγές κλπ.), οι δυνατότητες της να ξεφύγει από το σπιράλ του θανάτου είναι ανύπαρκτες – ενώ είναι ταυτόχρονα αδύνατον να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της (ανάλυση), καθιστώντας τα προϊόντα της φθηνότερα στις διεθνείς αγορές.
Επομένως, δεν πρόκειται ποτέ να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές με επιτόκια που θα είναι βιώσιμα – άρα θα είναι υποχρεωμένη να παραμένει στον ορό της Ευρωζώνης (διαδοχικά πακέτα στήριξης). Φυσικά έως ότου πάψουν κάποια στιγμή να της εγκρίνονται νέα δάνεια, οπότε θα αναγκασθεί πιθανότατα να εγκαταλείψει το ευρώ σε πολύ χειρότερη κατάσταση, από τη σημερινή – εκτός ίσως εάν θεσμοθετηθεί η χρεοκοπία εντός της Ευρωζώνης, όπως σχεδιάζει από καιρό η Γερμανία, εάν υποθέσουμε πως θα είναι εφικτή με βιώσιμους όρους (κάτι που θεωρούμε εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί).
Βέβαια, η ανάπτυξη θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της αύξησης της ρευστότητας στην οικονομία της – οπότε από τον τραπεζικό δανεισμό. Το πρόβλημα όμως εν προκειμένω δεν είναι τόσο η αδυναμία των τραπεζών να παρέχουν δάνεια, όσο η έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών – ως αποτέλεσμα των τραγικών μειώσεων των μισθών και των εισοδημάτων, των μηδενικών προοπτικών για το μέλλον (κανένας δεν δανείζει μελλοντικούς άνεργους ή εταιρίες που θα χρεοκοπήσουν), της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, της πτώσης των τιμών των παγίων περιουσιακών στοιχείων κοκ.
Όσον αφορά τις επενδύσεις, είναι αδύνατον να διενεργηθούν αφού δεν αυξάνεται η κατανάλωση, οπότε η εγχώρια ζήτηση – ακόμη δε και να αυξανόταν στο εξωτερικό, κάτι που δεν προβλέπεται, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας δεν θα επέτρεπε την απαιτούμενη άνοδο των εξαγωγών της, οπότε τις επενδύσεις στον εξαγωγικό τομέα.
Εκτός αυτού, όταν η υφιστάμενη παραγωγική δυναμικότητα της χώρας είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτη, είναι οξύμωρο να αναφέρεται κανείς σε νέες επενδύσεις – πριν δηλαδή αξιοποιηθούν οι υπάρχουσες.
.
Επίλογος
Με βάση την παραπάνω υπεραπλουστευμένη ανάλυση, είναι αδύνατον να υπάρχουν κόμματα ή Πολίτες που τάσσονται υπέρ των μνημονίων, τα οποία επιβάλλουν οι δανειστές της χώρας – χωρίς αναπτυξιακά μέτρα, καθώς επίσης χωρίς καμία προοπτική διαγραφής μέρους του δημοσίου χρέους, η οποία θα επέτρεπε την αντίστοιχη του ιδιωτικού, οπότε την αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας και των δύο τομέων.
Στην αντίθετη περίπτωση, θα επρόκειτο απλά για την επιλογή του αργού θανάτου της χώρας, αντί για τον ακαριαίο – με την ελπίδα να δοθεί στην Ελλάδα κάποια στιγμή στο μέλλον το απαιτούμενο φάρμακο για να επιβιώσει, κάτι που είναι απολύτως θεμιτό.
Όμως, οι αισιόδοξοι και υπομονετικοί αυτοί Έλληνες οφείλουν να συμπεριλάβουν στις σκέψεις τους το κόστος για την Ελλάδα έως εκείνη τη στιγμή που θα διασωθεί πραγματικά, εάν υποθέσουμε πως πράγματι θα συμβεί – το ότι δηλαδή θα θυσιάσει στο βωμό της ελπίδας ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας της, σε εξευτελιστικές τιμές, παραμένοντας για ένα άγνωστο χρονικό διάστημα προτεκτοράτο των δανειστών της, με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για το μέλλον της.
.
Υστερόγραφο: Δυστυχώς, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ενώ κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει αυτούς που τάσσονται υπέρ της πιστής εφαρμογής του τρίτου μνημονίου – όχι επειδή πιστεύουν στα θετικά του αποτελέσματα, αλλά λόγω του ότι δεν διακρίνουν καμία άλλη ρεαλιστική δυνατότητα χρηματοδότησης της χώρας, παραμένοντας μέλος της Ευρωζώνης.
Μέχρι πρόσφατα πάντως υπήρχαν αρκετές, πολύ λιγότερο επώδυνες λύσεις, τις οποίες δεν τόλμησε να υιοθετήσει η απερχόμενη κυβέρνηση – είτε σκόπιμα, είτε κατά λάθος, είτε επειδή δεν είχε ποτέ την πρόθεση να «τιμήσει» τις προεκλογικές της υποσχέσεις, έχοντας και αυτή στόχο της την υπεξαίρεση της εξουσίας.
Όλες όμως οι μελλοντικές λύσεις, καλύτερες ή χειρότερες, απαιτούν πριν από όλα σωστή προετοιμασία και πολιτική σταθερότητα – κυρίως βέβαια τη λεπτομερή ενημέρωση, τη συμφωνία, καθώς επίσης τη συνοχή των Πολιτών. Διαφορετικά η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στη μακραίωνη ιστορία της – κάτι που μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου