Δρ
Φιλοσοφίας
H
νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται στα πρόθυρα πλήρους καταρρεύσεως. Έχει καταστεί
πλέον εμφανής η αδυναμία του κομματικού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του να
αποτρέψει την χρεοκοπία. Όχι μόνο διότι αυτό την οδήγησε στη σημερινή
απελπιστική κατάσταση, αλλά και διότι αυτό την οδηγεί σε χειρότερη με την
υποδούλωσή του στο ΔΝΤ και τα «Μνημόνια». Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες
επιβάλλεται να βρεθεί ένας διαφορετικός δρόμος. Για να υπάρξει όμως αυτός
πρέπει πρωτίστως να κατανοηθεί στην ουσία της η χρεοκοπία και κυρίως τα αίτια
που οδήγησαν σε αυτήν, διότι η κατανόησή αυτή αποτελεί μέρος του ορθού δρόμου
προς την έξοδο.
Η ελληνική κρίση είναι βεβαίως οικονομική και έχει διεθνή εξάρτηση (ιδίως ευρωπαϊκή) από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και διανομής, από τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών-τραπεζών και από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Χωρίς να υποτιμούμε τον διεθνή ορίζοντα της ελληνικής κρίσεως και χωρίς να επιμένουμε αποκλειστικώς στις ελληνικές παθογένειες, θα εξετάσουμε εδώ κυρίως τις εσωτερικές αιτίες στις οποίες αυτή οφείλεται, καθώς και τις δυνατότητες που υπάρχουν για πολιτικές δράσεις.
Η πολιτική και κοινωνική παρακμή
Η ελληνική κρίση που έλαβε διαστάσεις χρεοκοπίας, προϋπάρχει της παγκόσμιας. Έχει ξεκινήσει πολύ πριν από το 2008, με πρώτα σημάδια στη δεκαετία του ’80. Το 1985 ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δ. Χαλικιάς προειδοποίησε τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου πως η χώρα κινδύνευε με στάση πληρωμών και η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να πάρει δάνειο από την τότε ΕΟΚ. Από το 1992 η κατάσταση του χρέους και των ελλειμμάτων εμφανίζεται προβληματική και το ΔΝΤ προειδοποιεί δημοσίως την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό επιβεβαιώνεται με την ομολογία του οικονομολόγου και πρώην πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου (από τους βασικούς υπεύθυνους της καταστροφής) ότι «αν δεν αφανίσουμε την υπερχρέωση της χώρας θα μας αφανίσει αυτή». Εν συνεχεία, με την εξωπραγματική και παράλογη ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων το 1997 η χώρα εγκλωβίζεται στην αύξηση του δανεισμού και του χρέους. Από το 2001, με την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη και το ευρώ με ψευδή στοιχεία, τα οικονομικά μεγέθη επιδεινώνονται συνεχώς με κορύφωση την περίοδο 2004-2009 της ολέθριας διακυβέρνησης Καραμανλή Β΄. Τον Ιούνιο του 2009, ο αρμόδιος επίτροπος για τις οικονομικές υποθέσεις Χοακίμ Αλμούνια ανακοίνωσε ενώπιον των υπουργών της Ε.Ε., και προειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση, ότι το έλλειμμα της Ελλάδας στο τέλος του έτους θα υπερέβαινε το 10%, άρα η χώρα βάδιζε προς την πτώχευση.
Η απελπιστική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήταν λοιπόν γνωστή στην ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη από τη δεκαετία ‘90. Όμως, το κομματοκρατικό σύστημα όχι μόνο δεν μπόρεσε να χειρισθεί την κρίση, αλλά την επιδείνωσε με τη διαφθορά και τις ασυλλόγιστες δαπάνες για τις συντεχνίες, με τις παροχές για τις ανάγκες του πελατειακού συστήματος, με τους ασύστολους διορισμούς στο δημόσιο, τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, την αδυναμία για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής κ.ά. Η κρίση λοιπόν εκτός από οικονομική, είναι πολιτική και εσωτερική. Την πορεία προς την χρεοκοπία απεργάσθηκαν η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία. Την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν την επέβαλε η Γερμανία, η Γαλλία ούτε οι ΗΠΑ, αλλά τα δύο μεγάλα κόμματα και η άρχουσα οικονομική τάξη. Είναι γνωστό ότι ο Κ. Καραμανλής Α΄ πίεζε προς όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να κάμψει αρνήσεις και δυσπιστίες. Επί πλέον, η πολιτική και οικονομική ιθύνουσα τάξη θέλησαν και επεδίωξαν από τη δεκαετία του ’90 την είσοδο στην Ευρωζώνη και στο ευρώ - δεν τους εξεβίασε κανείς Ευρωπαίος. Οι ίδιες επίσης ιθύνουσες τάξεις, χωρίς να τις υποχρεώσει κανείς, επέλεξαν από το 1988 ήδη να αναλάβουν την μεγαλομανή και καταστρεπτική Ολυμπιάδα του 2004. Τις επιλογές αυτές στήριξαν επί τριάντα πέντε έτη τα παντοδύναμα ΜΜΕ και το 80–85% των ψηφοφόρων, πράγμα που σημαίνει κοινωνική συναίνεση και καθιστά την κρίση κοινωνική.
Ο κοινοβουλευτισμός είναι ολιγαρχία, όχι δημοκρατία
Η χρεοκοπία έχει επομένως συγκεκριμένους ενόχους, είναι τα δύο κόμματα που άσκησαν την εξουσία επί τριάντα πέντε έτη, είναι οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί, oι βουλευτές και λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι που έλαβαν τις αποφάσεις, που θέσπισαν νόμους, που χειρίσθηκαν τα χρήματα των φορολογουμένων, δηλαδή που προέβησαν στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, στη λεηλασία του δημοσίου χώρου, στη διαπλοκή και τη διαφθορά. Κυρίως είναι οι θεσμοί και η δομή του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος που επέτρεψαν την άφρονα πολιτική. Η δομή του είναι αυστηρώς ολιγαρχική: οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους, ασκούν την εξουσία προς όφελος δικό τους και των ολίγων ισχυρών επιχειρηματιών, των τραπεζών και των ΜΜΕ. Το κομματοκρατικό σύστημα κακώς αποκαλείται δημοκρατία, είναι μία καθαρότατη ολιγαρχία. Ιδίως εν Ελλάδι έλαβε τη μορφή της οικογενειοκρατίας, της φαυλοκρατίας, της μιντιοκρατίας και της κλεπτοκρατίας.
Η κατάσταση αυτή έγινε δυνατή επειδή η οικονομική ελίτ δεν ελέγχεται από την πολιτική εξουσία και η τελευταία δεν ελέγχεται από κανέναν, ούτε καν από τη δικαστική εξουσία. Οι βουλευτές και οι υπουργοί φρόντισαν, εκτός των άλλων προνομίων τους, να εξασφαλίσουν νομοθετικώς και συνταγματικώς την ατιμωρησία τους για την ανομία, την διαφθορά και την ανικανότητά τους. Δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ ουδείς κοινωνικός έλεγχος, η κοινωνία απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική σκηνή.
Τα αδιέξοδα της Αριστεράς και του οικονομισμού
Στη λογική του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, του κρατισμού και του λαϊκισμού κινήθηκε και η Αριστερά. Συνετέλεσε με τον τρόπο της στην απαξίωση και λεηλάτηση του δημοσίου χώρου, υποστηρίζοντας όλες τις διεκδικήσεις κάθε συντεχνίας, από τους υπαλλήλους της βουλής και των ΔΕΚΟ μέχρι τα μπλόκα των αγροτών και των φορτηγατζήδων. Αντί για τον πολιτικό και ταξικό αγώνα η Αριστερά έθεσε ως ανομολόγητο στόχο της τον αντικρατικό αγώνα, την ιδιοποίηση δηλαδή του δημοσίου χρήματος από τις προνομιούχες συντεχνίες, μέσω του κομματικού συνδικαλισμού. Υποκατέστησε το κεφάλαιο και την ολιγαρχία με το κράτος, με μία πτυχή του κράτους, το δημόσιο ταμείο. Από την άλλη όμως ευνόησε την κρατική διόγκωση και τον κρατισμό, αφού στοιχεία της αριστερής ιδεολογίας είναι οι κρατικοποιήσεις και οι εθνικοποιήσεις, οι οποίες στη λογική της είναι «σοσιαλιστικές» και «αντικαπιταλιστικές» πρακτικές. Ο διεφθαρμένος, παρασιτικός και αποτυχημένος γραφειοκρατικός καπιταλισμός των πρώην κομμουνιστικών κρατών δεν έχει διδάξει τίποτε στην Αριστερά, η οποία παραμένει δέσμια των αφερέγγυων και παρωχημένων ιδεολογιών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Από την άλλη, στο επείγον και φλέγον ερώτημα τι κάνουμε, η Αριστερά προτείνει για την έξοδο από την παρακμή την κατάργηση του Μνημονίου, τη στάση πληρωμών, την αναδιάρθρωση του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή ριζικές αλλαγές χωρίς να εξηγεί ποιος θα τις χειρισθεί. Παραμένει δηλαδή δέσμια του οικονομισμού, ο οποίος έχει αποτύχει παντού όπου εφαρμόσθηκε. Οι οικονομίστικες λύσεις αποκομμένες από την πολιτική, από την ενημέρωση και τη συμμετοχή της κοινωνίας οδηγούν στην αποτυχία. Η Αριστερά προβάλλει επίσης ως πανάκεια την προσφυγή στις εκλογές, τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι αυτές όχι μόνο δεν λύνουν τα προβλήματα, αλλά επιπλέον τα συγκαλύπτουν και τα επιδεινώνουν.
Η αποτυχία του εθνικισμού
Από τα ΜΜΕ και από συντηρητικές, θεολογικές, εθνικιστικές πλευρές γίνονται εκκλήσεις στο πατριωτικό και εθνικό συναίσθημα, προτείνονται κινήσεις και κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» για «απελευθέρωση» από τους ξένους (την Τρόικα, τους Γερμανούς κ.ά). Ο εθνικισμός έχει οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδα και καταστροφές. Το πρόβλημα δεν είναι εθνικό, αλλά πολιτικό και ταξικό. Δεν πλήττονται όλοι οι Έλληνες από τα μέτρα, παρά μόνο τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα, ενώ τα ανώτερα ευνοούνται σκανδαλωδώς λ.χ. οι τράπεζες με τις κολοσσιαίες κρατικές ενισχύσεις, η εργοδοσία με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία που, ακόμη μία φορά, δεν φορολογείται. Δεν υπάρχει «κατοχή» της χώρας απο ξένες δυνάμεις, όπως διαδίδεται από τις πλευρές αυτές. Η κατοχή οφείλεται στην εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία. Η αντίθεση δεν είναι ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους, ανάμεσα στις «δυνάμεις του έθνους» και τους ξένους που «μας επιβάλλουν τα μέτρα», αλλά ανάμεσα στην κοινωνία από τη μια και την εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στα κατώτερα-μεσαία στρώματα από τη μια και την πολιτικο-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη.
Επανεφεύρεση της πολιτικής
Κανένα κόμμα, καμία προσωπικότητα, καμία κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή τεχνοκρατών και οικονομολόγων δεν μπορεί να δώσει λύση. Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικές. Εφ’ όσον η χρεοκοπία οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, η λύση πρέπει να είναι κυρίως πολιτική. Πρέπει η πολιτική να επανέλθει στο προσκήνιο, να αποκτήσει προτεραιότητα. Πολιτική όχι με την έννοια των εκλογών και των κομμάτων - οι εκλογές δεν μπορούν να φέρουν την αλλαγή του πολιτικού συστήματος που χρειάζεται η κοινωνία, αλλά επιβάλλουν την εναλλαγή στην εξουσία των διεφθαρμένων και ανίκανων να λύσουν τα προβλήματα κομμάτων.
Η πολιτική εννοείται εδώ με την ουσιαστική έννοια, την αμφισβήτηση από την ίδια την κοινωνία των χρεοκοπημένων εξουσιών, των εγκαθιδρυμένων θεσμών, κανόνων και σημασιών. Η πολιτική έχει σχέση με τους πολίτες και όχι με τους επαγγελματίες πολιτικούς, παράγεται από την κινητοποίηση των ανθρώπων που θέλουν να γίνουν πολίτες, δηλαδή να μην είναι ψηφοφόροι, ακροατές, οπαδοί και υπήκοοι, αλλά να συμμετέχουν άμεσα στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων,στην απονομή του δικαίου και στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας. Αυτή είναι και η ουσία της (άμεσης) δημοκρατίας: η συμμετοχή των πολλών στην άσκηση της εξουσίας - ουσία που έχει αλλοιωθεί από την αντιπροσώπευση, τα κόμματα και τους «ειδικούς». Εφ’ όσον οι κεντρικές πολιτικές αποφάσεις αφορούν όλη την κοινωνία πρέπει αυτές να λαμβάνονται από όλη την κοινωνία. Εφ’ όσον οι νόμοι απευθύνονται σε όλους πρέπει αυτοί να θεσπίζονται από όλους. Δηλαδή, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες και όχι από τους πολιτικούς, και οι νόμοι να θεσπίζονται από το σύνολο και όχι (απλώς) για το σύνολο. Η δημοκρατική αντίληψη που υποβαστάζει όλα αυτά είναι ότι στα πολιτικά ζητήματα δεν υπάρχουν «ειδικοί» και «επαΐοντες», αλλά όλοι είναι ικανοί και όλοι πρέπει να συμμετέχουν στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της. Μόνο η πολιτική με αυτή την έννοια μπορεί να αλλάξει την κατάσταση προς το καλύτερο, προς μία άλλη πορεία προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων.
Αυτοοργάνωση και αυτοπροσδιορισμός
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να υπάρξουν πρωτοβουλίες από τα κάτω, συμμετοχή της κοινωνίας και ανεξαρτησία από τις παραδοσιακές μορφές των αποτυχημένων κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών. Η κύρια μορφή και ο βασικός σκοπός των πρωτοβουλιών θα είναι ο αυτοπροδιορισμός από τη βάση και η συλλογική αυτοοργάνωση, που αντιτίθενται και συγκρούονται διαρκώς με τη γραφειοκρατικοποίηση, τους ηγέτες και τα κόμματα. Αυτό δηλαδή που έγινε από τις 25 Μαΐου 2011 στην πλατεία Συντάγματος και στις άλλες πλατείες της χώρας.
Οι συνελεύσεις και οι συζητήσεις στις πλατείες ανέδειξαν μία νέα αντίληψη για την πολιτική, στον αντίποδα της επικρατούσας, και διαμόρφωσαν τα βασικά σημεία της. Οι στόχοι που τέθηκαν εμπράκτως ήταν οι τοπικές και ευρύτερες συνελεύσεις - στις οποίες συζητούνται όλα τα προβλήματα, και εξασφαλίζουν τη γνωριμία και την αλληλεγγύη. επίσης η επαφή και η συνεργασία με άλλες ομάδες και συνελεύσεις. τα τοπικά και ευρύτερα ουσιαστικά δημοψηφίσματα από τα κάτω. Όταν χρειάζεται ορίζονται αιρετές ή κληρωτές επιτροπές, οι οποίες εκφράζουν και εφαρμόζουν τις αποφάσεις της συνέλευσης, είναι υπόλογες στη συνέλευση και ανά πάσα στιγμή ανακλητές από αυτήν. Εφαρμόζεται η κυκλικότητα, η εναλλαγή των ατόμων και η μικρή διάρκεια στη θητεία τους. Οι στόχοι αυτοί αφορούν και στην γενική πολιτική οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, και απαιτούν γενναία συνταγματική αλλαγή. Τη στιγμή που, υπό την πίεση της κοινωνικής αντίδρασης και του κινήματος στις πλατείες, το ίδιο το σύστημα προτείνει για τον εξωραϊσμό του μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μέχρι σήμερα θεωρούσε αδύνατες, η κοινωνία πρέπει να απαιτήσει τη ριζική και ουσιαστική αλλαγή του συστήματος προς την κατεύθυνση της άμεσης συμμετοχής όλων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας. Είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα έννοιες όπως «ελευθερία», «ισότητα», «δικαιοσύνη», «συμμετοχή», «κοινωνικός έλεγχος», «κοινό συμφέρον». Μόνο έτσι θα γλιτώσει η κοινωνία από τους καταστροφείς της. Εάν η ίδια δεν μπορεί να σωθεί δεν μπορεί να τη σώσει κανείς.
Η απουσία της κοινωνίας από την πολιτική συνετέλεσε στην παρακμή και στη χρεοκοπία, διότι άφησε ανεξέλεγκτη την εξουσία. Υπήρχε η εντύπωση πως η αποκλειστική ασχολία με τις ιδιωτικές υποθέσεις και το προσωπικό συμφέρον δεν δημιουργούσε προβλήματα. Η πραγματικότητα απέδειξε το αντίθετο. Μπορεί εμείς να μην ασχολούμαστε με την πολιτική, αυτή όμως είναι εκεί, ασχολείται με εμάς. Χρειάζεται λοιπόν να εγκαταλείψουμε τον παλιό κομματικό ή αδιάφορο και α-πολιτικό εαυτό μας και να δράσουμε. Χρειάζεται να αφήσουμε πίσω μας τον παλιό ανίκανο και διεφθαρμένο κομματοκρατικό κόσμο, να εγκαταλείψουμε το αποτυχημένο ολιγαρχικό σύστημα. Για να επιτευχθεί η ουσιαστική συμμετοχή, η άμεση δημοκρατία, χρειάζονται επειγόντως νέες αντιλήψεις και ιδέες, νέοι θεσμοί και νόμοι, νέες διαδικασίες και αξίες. «Σε εποχές αλλαγών, όπως η σημερινή, ό, τι δεν είναι νέο είναι ολέθριο».
Η ελληνική κρίση είναι βεβαίως οικονομική και έχει διεθνή εξάρτηση (ιδίως ευρωπαϊκή) από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και διανομής, από τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών-τραπεζών και από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Χωρίς να υποτιμούμε τον διεθνή ορίζοντα της ελληνικής κρίσεως και χωρίς να επιμένουμε αποκλειστικώς στις ελληνικές παθογένειες, θα εξετάσουμε εδώ κυρίως τις εσωτερικές αιτίες στις οποίες αυτή οφείλεται, καθώς και τις δυνατότητες που υπάρχουν για πολιτικές δράσεις.
Η πολιτική και κοινωνική παρακμή
Η ελληνική κρίση που έλαβε διαστάσεις χρεοκοπίας, προϋπάρχει της παγκόσμιας. Έχει ξεκινήσει πολύ πριν από το 2008, με πρώτα σημάδια στη δεκαετία του ’80. Το 1985 ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δ. Χαλικιάς προειδοποίησε τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου πως η χώρα κινδύνευε με στάση πληρωμών και η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να πάρει δάνειο από την τότε ΕΟΚ. Από το 1992 η κατάσταση του χρέους και των ελλειμμάτων εμφανίζεται προβληματική και το ΔΝΤ προειδοποιεί δημοσίως την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό επιβεβαιώνεται με την ομολογία του οικονομολόγου και πρώην πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου (από τους βασικούς υπεύθυνους της καταστροφής) ότι «αν δεν αφανίσουμε την υπερχρέωση της χώρας θα μας αφανίσει αυτή». Εν συνεχεία, με την εξωπραγματική και παράλογη ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων το 1997 η χώρα εγκλωβίζεται στην αύξηση του δανεισμού και του χρέους. Από το 2001, με την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη και το ευρώ με ψευδή στοιχεία, τα οικονομικά μεγέθη επιδεινώνονται συνεχώς με κορύφωση την περίοδο 2004-2009 της ολέθριας διακυβέρνησης Καραμανλή Β΄. Τον Ιούνιο του 2009, ο αρμόδιος επίτροπος για τις οικονομικές υποθέσεις Χοακίμ Αλμούνια ανακοίνωσε ενώπιον των υπουργών της Ε.Ε., και προειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση, ότι το έλλειμμα της Ελλάδας στο τέλος του έτους θα υπερέβαινε το 10%, άρα η χώρα βάδιζε προς την πτώχευση.
Η απελπιστική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήταν λοιπόν γνωστή στην ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη από τη δεκαετία ‘90. Όμως, το κομματοκρατικό σύστημα όχι μόνο δεν μπόρεσε να χειρισθεί την κρίση, αλλά την επιδείνωσε με τη διαφθορά και τις ασυλλόγιστες δαπάνες για τις συντεχνίες, με τις παροχές για τις ανάγκες του πελατειακού συστήματος, με τους ασύστολους διορισμούς στο δημόσιο, τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, την αδυναμία για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής κ.ά. Η κρίση λοιπόν εκτός από οικονομική, είναι πολιτική και εσωτερική. Την πορεία προς την χρεοκοπία απεργάσθηκαν η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία. Την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν την επέβαλε η Γερμανία, η Γαλλία ούτε οι ΗΠΑ, αλλά τα δύο μεγάλα κόμματα και η άρχουσα οικονομική τάξη. Είναι γνωστό ότι ο Κ. Καραμανλής Α΄ πίεζε προς όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να κάμψει αρνήσεις και δυσπιστίες. Επί πλέον, η πολιτική και οικονομική ιθύνουσα τάξη θέλησαν και επεδίωξαν από τη δεκαετία του ’90 την είσοδο στην Ευρωζώνη και στο ευρώ - δεν τους εξεβίασε κανείς Ευρωπαίος. Οι ίδιες επίσης ιθύνουσες τάξεις, χωρίς να τις υποχρεώσει κανείς, επέλεξαν από το 1988 ήδη να αναλάβουν την μεγαλομανή και καταστρεπτική Ολυμπιάδα του 2004. Τις επιλογές αυτές στήριξαν επί τριάντα πέντε έτη τα παντοδύναμα ΜΜΕ και το 80–85% των ψηφοφόρων, πράγμα που σημαίνει κοινωνική συναίνεση και καθιστά την κρίση κοινωνική.
Ο κοινοβουλευτισμός είναι ολιγαρχία, όχι δημοκρατία
Η χρεοκοπία έχει επομένως συγκεκριμένους ενόχους, είναι τα δύο κόμματα που άσκησαν την εξουσία επί τριάντα πέντε έτη, είναι οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί, oι βουλευτές και λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι που έλαβαν τις αποφάσεις, που θέσπισαν νόμους, που χειρίσθηκαν τα χρήματα των φορολογουμένων, δηλαδή που προέβησαν στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, στη λεηλασία του δημοσίου χώρου, στη διαπλοκή και τη διαφθορά. Κυρίως είναι οι θεσμοί και η δομή του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος που επέτρεψαν την άφρονα πολιτική. Η δομή του είναι αυστηρώς ολιγαρχική: οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους, ασκούν την εξουσία προς όφελος δικό τους και των ολίγων ισχυρών επιχειρηματιών, των τραπεζών και των ΜΜΕ. Το κομματοκρατικό σύστημα κακώς αποκαλείται δημοκρατία, είναι μία καθαρότατη ολιγαρχία. Ιδίως εν Ελλάδι έλαβε τη μορφή της οικογενειοκρατίας, της φαυλοκρατίας, της μιντιοκρατίας και της κλεπτοκρατίας.
Η κατάσταση αυτή έγινε δυνατή επειδή η οικονομική ελίτ δεν ελέγχεται από την πολιτική εξουσία και η τελευταία δεν ελέγχεται από κανέναν, ούτε καν από τη δικαστική εξουσία. Οι βουλευτές και οι υπουργοί φρόντισαν, εκτός των άλλων προνομίων τους, να εξασφαλίσουν νομοθετικώς και συνταγματικώς την ατιμωρησία τους για την ανομία, την διαφθορά και την ανικανότητά τους. Δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ ουδείς κοινωνικός έλεγχος, η κοινωνία απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική σκηνή.
Τα αδιέξοδα της Αριστεράς και του οικονομισμού
Στη λογική του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, του κρατισμού και του λαϊκισμού κινήθηκε και η Αριστερά. Συνετέλεσε με τον τρόπο της στην απαξίωση και λεηλάτηση του δημοσίου χώρου, υποστηρίζοντας όλες τις διεκδικήσεις κάθε συντεχνίας, από τους υπαλλήλους της βουλής και των ΔΕΚΟ μέχρι τα μπλόκα των αγροτών και των φορτηγατζήδων. Αντί για τον πολιτικό και ταξικό αγώνα η Αριστερά έθεσε ως ανομολόγητο στόχο της τον αντικρατικό αγώνα, την ιδιοποίηση δηλαδή του δημοσίου χρήματος από τις προνομιούχες συντεχνίες, μέσω του κομματικού συνδικαλισμού. Υποκατέστησε το κεφάλαιο και την ολιγαρχία με το κράτος, με μία πτυχή του κράτους, το δημόσιο ταμείο. Από την άλλη όμως ευνόησε την κρατική διόγκωση και τον κρατισμό, αφού στοιχεία της αριστερής ιδεολογίας είναι οι κρατικοποιήσεις και οι εθνικοποιήσεις, οι οποίες στη λογική της είναι «σοσιαλιστικές» και «αντικαπιταλιστικές» πρακτικές. Ο διεφθαρμένος, παρασιτικός και αποτυχημένος γραφειοκρατικός καπιταλισμός των πρώην κομμουνιστικών κρατών δεν έχει διδάξει τίποτε στην Αριστερά, η οποία παραμένει δέσμια των αφερέγγυων και παρωχημένων ιδεολογιών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Από την άλλη, στο επείγον και φλέγον ερώτημα τι κάνουμε, η Αριστερά προτείνει για την έξοδο από την παρακμή την κατάργηση του Μνημονίου, τη στάση πληρωμών, την αναδιάρθρωση του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή ριζικές αλλαγές χωρίς να εξηγεί ποιος θα τις χειρισθεί. Παραμένει δηλαδή δέσμια του οικονομισμού, ο οποίος έχει αποτύχει παντού όπου εφαρμόσθηκε. Οι οικονομίστικες λύσεις αποκομμένες από την πολιτική, από την ενημέρωση και τη συμμετοχή της κοινωνίας οδηγούν στην αποτυχία. Η Αριστερά προβάλλει επίσης ως πανάκεια την προσφυγή στις εκλογές, τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι αυτές όχι μόνο δεν λύνουν τα προβλήματα, αλλά επιπλέον τα συγκαλύπτουν και τα επιδεινώνουν.
Η αποτυχία του εθνικισμού
Από τα ΜΜΕ και από συντηρητικές, θεολογικές, εθνικιστικές πλευρές γίνονται εκκλήσεις στο πατριωτικό και εθνικό συναίσθημα, προτείνονται κινήσεις και κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» για «απελευθέρωση» από τους ξένους (την Τρόικα, τους Γερμανούς κ.ά). Ο εθνικισμός έχει οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδα και καταστροφές. Το πρόβλημα δεν είναι εθνικό, αλλά πολιτικό και ταξικό. Δεν πλήττονται όλοι οι Έλληνες από τα μέτρα, παρά μόνο τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα, ενώ τα ανώτερα ευνοούνται σκανδαλωδώς λ.χ. οι τράπεζες με τις κολοσσιαίες κρατικές ενισχύσεις, η εργοδοσία με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία που, ακόμη μία φορά, δεν φορολογείται. Δεν υπάρχει «κατοχή» της χώρας απο ξένες δυνάμεις, όπως διαδίδεται από τις πλευρές αυτές. Η κατοχή οφείλεται στην εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία. Η αντίθεση δεν είναι ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους, ανάμεσα στις «δυνάμεις του έθνους» και τους ξένους που «μας επιβάλλουν τα μέτρα», αλλά ανάμεσα στην κοινωνία από τη μια και την εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στα κατώτερα-μεσαία στρώματα από τη μια και την πολιτικο-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη.
Επανεφεύρεση της πολιτικής
Κανένα κόμμα, καμία προσωπικότητα, καμία κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή τεχνοκρατών και οικονομολόγων δεν μπορεί να δώσει λύση. Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικές. Εφ’ όσον η χρεοκοπία οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, η λύση πρέπει να είναι κυρίως πολιτική. Πρέπει η πολιτική να επανέλθει στο προσκήνιο, να αποκτήσει προτεραιότητα. Πολιτική όχι με την έννοια των εκλογών και των κομμάτων - οι εκλογές δεν μπορούν να φέρουν την αλλαγή του πολιτικού συστήματος που χρειάζεται η κοινωνία, αλλά επιβάλλουν την εναλλαγή στην εξουσία των διεφθαρμένων και ανίκανων να λύσουν τα προβλήματα κομμάτων.
Η πολιτική εννοείται εδώ με την ουσιαστική έννοια, την αμφισβήτηση από την ίδια την κοινωνία των χρεοκοπημένων εξουσιών, των εγκαθιδρυμένων θεσμών, κανόνων και σημασιών. Η πολιτική έχει σχέση με τους πολίτες και όχι με τους επαγγελματίες πολιτικούς, παράγεται από την κινητοποίηση των ανθρώπων που θέλουν να γίνουν πολίτες, δηλαδή να μην είναι ψηφοφόροι, ακροατές, οπαδοί και υπήκοοι, αλλά να συμμετέχουν άμεσα στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων,στην απονομή του δικαίου και στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας. Αυτή είναι και η ουσία της (άμεσης) δημοκρατίας: η συμμετοχή των πολλών στην άσκηση της εξουσίας - ουσία που έχει αλλοιωθεί από την αντιπροσώπευση, τα κόμματα και τους «ειδικούς». Εφ’ όσον οι κεντρικές πολιτικές αποφάσεις αφορούν όλη την κοινωνία πρέπει αυτές να λαμβάνονται από όλη την κοινωνία. Εφ’ όσον οι νόμοι απευθύνονται σε όλους πρέπει αυτοί να θεσπίζονται από όλους. Δηλαδή, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες και όχι από τους πολιτικούς, και οι νόμοι να θεσπίζονται από το σύνολο και όχι (απλώς) για το σύνολο. Η δημοκρατική αντίληψη που υποβαστάζει όλα αυτά είναι ότι στα πολιτικά ζητήματα δεν υπάρχουν «ειδικοί» και «επαΐοντες», αλλά όλοι είναι ικανοί και όλοι πρέπει να συμμετέχουν στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της. Μόνο η πολιτική με αυτή την έννοια μπορεί να αλλάξει την κατάσταση προς το καλύτερο, προς μία άλλη πορεία προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων.
Αυτοοργάνωση και αυτοπροσδιορισμός
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να υπάρξουν πρωτοβουλίες από τα κάτω, συμμετοχή της κοινωνίας και ανεξαρτησία από τις παραδοσιακές μορφές των αποτυχημένων κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών. Η κύρια μορφή και ο βασικός σκοπός των πρωτοβουλιών θα είναι ο αυτοπροδιορισμός από τη βάση και η συλλογική αυτοοργάνωση, που αντιτίθενται και συγκρούονται διαρκώς με τη γραφειοκρατικοποίηση, τους ηγέτες και τα κόμματα. Αυτό δηλαδή που έγινε από τις 25 Μαΐου 2011 στην πλατεία Συντάγματος και στις άλλες πλατείες της χώρας.
Οι συνελεύσεις και οι συζητήσεις στις πλατείες ανέδειξαν μία νέα αντίληψη για την πολιτική, στον αντίποδα της επικρατούσας, και διαμόρφωσαν τα βασικά σημεία της. Οι στόχοι που τέθηκαν εμπράκτως ήταν οι τοπικές και ευρύτερες συνελεύσεις - στις οποίες συζητούνται όλα τα προβλήματα, και εξασφαλίζουν τη γνωριμία και την αλληλεγγύη. επίσης η επαφή και η συνεργασία με άλλες ομάδες και συνελεύσεις. τα τοπικά και ευρύτερα ουσιαστικά δημοψηφίσματα από τα κάτω. Όταν χρειάζεται ορίζονται αιρετές ή κληρωτές επιτροπές, οι οποίες εκφράζουν και εφαρμόζουν τις αποφάσεις της συνέλευσης, είναι υπόλογες στη συνέλευση και ανά πάσα στιγμή ανακλητές από αυτήν. Εφαρμόζεται η κυκλικότητα, η εναλλαγή των ατόμων και η μικρή διάρκεια στη θητεία τους. Οι στόχοι αυτοί αφορούν και στην γενική πολιτική οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, και απαιτούν γενναία συνταγματική αλλαγή. Τη στιγμή που, υπό την πίεση της κοινωνικής αντίδρασης και του κινήματος στις πλατείες, το ίδιο το σύστημα προτείνει για τον εξωραϊσμό του μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μέχρι σήμερα θεωρούσε αδύνατες, η κοινωνία πρέπει να απαιτήσει τη ριζική και ουσιαστική αλλαγή του συστήματος προς την κατεύθυνση της άμεσης συμμετοχής όλων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας. Είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα έννοιες όπως «ελευθερία», «ισότητα», «δικαιοσύνη», «συμμετοχή», «κοινωνικός έλεγχος», «κοινό συμφέρον». Μόνο έτσι θα γλιτώσει η κοινωνία από τους καταστροφείς της. Εάν η ίδια δεν μπορεί να σωθεί δεν μπορεί να τη σώσει κανείς.
Η απουσία της κοινωνίας από την πολιτική συνετέλεσε στην παρακμή και στη χρεοκοπία, διότι άφησε ανεξέλεγκτη την εξουσία. Υπήρχε η εντύπωση πως η αποκλειστική ασχολία με τις ιδιωτικές υποθέσεις και το προσωπικό συμφέρον δεν δημιουργούσε προβλήματα. Η πραγματικότητα απέδειξε το αντίθετο. Μπορεί εμείς να μην ασχολούμαστε με την πολιτική, αυτή όμως είναι εκεί, ασχολείται με εμάς. Χρειάζεται λοιπόν να εγκαταλείψουμε τον παλιό κομματικό ή αδιάφορο και α-πολιτικό εαυτό μας και να δράσουμε. Χρειάζεται να αφήσουμε πίσω μας τον παλιό ανίκανο και διεφθαρμένο κομματοκρατικό κόσμο, να εγκαταλείψουμε το αποτυχημένο ολιγαρχικό σύστημα. Για να επιτευχθεί η ουσιαστική συμμετοχή, η άμεση δημοκρατία, χρειάζονται επειγόντως νέες αντιλήψεις και ιδέες, νέοι θεσμοί και νόμοι, νέες διαδικασίες και αξίες. «Σε εποχές αλλαγών, όπως η σημερινή, ό, τι δεν είναι νέο είναι ολέθριο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου