Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση
Δεν ήταν, ωστόσο, το αυτοκίνητο αυτό που έπεσε πάνω μου με όλη του τη δύναμη. Ήταν μάλλον ένα όραμα : το γεγονός ότι κατάλαβα αυθόρμητα τι είναι αυτό που προσδίδει στη γρήγορη εστίαση την αδυσώπητη αποδοτικότητά της. Αρκεί ένα σύντομο πέρασμα από το Waffle House για να διαπιστώσει κανείς τι παίζεται σε αυτή τη βιομηχανία. H παρασκευή σε διαφορετικά στάδια, η παραγωγή βάφλας σε αλυσίδα, οι διπλές φριτέζες, η διάταξη των έτοιμων φαγητών, ακόμα και το μικρό έξυπνο πλαστικό καπάκι στο κύπελλο του καφέ με το καλαμάκι, ειδικά κατασκευασμένο για να απολαμβάνει ο πελάτης το ρόφημά του χωρίς να φοβάται μη χυθεί έστω και μια σταγόνα πάνω του : είναι τόσα τα πράγματα που μαρτυρούν την ανθρώπινη εφευρετικότητα, που δεν μπορείς να μην τα θαυμάσεις. Κι όμως, αυτό το απαύγασμα αποτελεσματικότητας έχει ως τίμημα μια τεράστια σπατάλη –σε καύσιμα, κλιματισμό, γη, σκουπίδια. Από τη μια, ένα έργο τέχνης βιομηχανικού σχεδιασμού. Από την άλλη, μια ανελέητη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και εργατικού δυναμικού.
Σκεφτόμαστε με συγκίνηση τη θαυμαστή εθνική προσπάθεια που καταβλήθηκε για να φτάσουμε σε αυτή την επανάσταση της μαζικής γαστρονομίας. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, τα αρδευτικά έργα, τα προγράμματα κατασκευής αυτοκινητόδρομων, όλα τα μεγάλα έργα για τα οποία υπερηφανεύεται η χώρα τα τελευταία 24 χρόνια συνέβαλαν στο να χτιστεί ένα έθνος εργοστασίων ζωοτροφής, μια οδός Χίλσμπορο σε ηπειρωτική κλίμακα ; Τόση συλλογική ορμή για να μπορέσουν κάποιοι να μαζέψουν ένα σωρό λεφτά, ενώ άλλοι χτυπιούνται για έναν άθλιο μισθό ;
Το περασμένο καλοκαίρι στο Ντέρχαμ, ένα ασυνήθιστο γεγονός αναστάτωσε τη βιομηχανία της γρήγορης εστίασης: μια απεργία. Απρόσμενη κίνηση, πόσω μάλλον όταν γίνεται σε μια πολιτεία όπως η Βόρεια Καρολίνα, η οποία φημίζεται για τη λυσσαλέα εχθρότητά της απέναντι στα συνδικάτα και παράλληλα αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος λίκνου των φαστ-φουντ, καθώς τρεις από τις γίγαντες του εν λόγω τομέα –τα Hardee’s, τα Bojangles και τα Krispy Kreme- γεννήθηκαν στα μέρη της.
To κίνημα ξεκίνησε από ένα Burger King. Το κτήριο, σε ένα σταυροδρόμι στη μέση του πουθενά, παραπέμπει περισσότερο στο οχυρό στην Έρημο των Ταρτάρων[1] , παρά σε εστιατόριο. Έξι η ώρα το πρωί, μια χούφτα υπάλληλοι στοιχίζονται μπροστά στην είσοδο του κτηρίου και αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα : «Τα δικαιώματα του εργάτη είναι κι αυτά ανθρώπινα δικαιώματα » ! Δύσκολα ανάβουν τα αίματα τόσο νωρίς το πρωί, οπότε δοκιμάζουν άλλο σύνθημα : <«Δεν ζει κανείς με 7 δολάρια και 25 σεντς!» -νύξη για το ωρομίσθιο που δίνει η συγκεκριμένη αλυσίδα.
Oι απεσταλμένοι των τοπικών καναλιών κάνουν γρήγορα την εμφάνισή τους, όπως και δυο περιπολικά. Τη σκηνή παρακολουθεί ένας πελάτης που κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι μπροστά στο παράθυρο του Burger King. Καθώς πλησιάζει η ώρα αιχμής, διάφοροι οδηγοί χτυπούν τις κόρνες τους για να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους.
Στο τέλος του πρωινού, οι απεργοί επιχειρούν να διευρύνουν το κίνημα με συγκέντρωση έξω από ένα McDonald’s στο κέντρο του Ντέρχαμ, κατόπιν έξω από ένα Little Caesar σε μια λεωφόρο με οχτώ λωρίδες, στην πόλη Ράλεϊ. Ο αριθμός τους μοιάζει να μεγαλώνει. Είναι μαζεμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου και κραδαίνουν πανό, ενώ τα παιδιά τους παίζουν κάτω από τα καχεκτικά δέντρα που επιβιώνουν σε αυτή την περιαστική ζώνη. Κάποιοι οδηγοί φορτηγών ανεβάζουν στη διαπασών τη σειρήνα τους, σε ένδειξη αλληλεγγύης. Ακούγονται επίσης μερικές βρισιές, οι οποίες εκτοξεύονται από κάποιους περαστικούς οδηγούς ημιφορτηγών.
Τελευταίος σταθμός της ημέρας το KFC του Ράλεϊ. Είναι 4 το απόγευμα. Η καλοκαιρινή ζέστη δεν πτοεί τη ζέση των διαδηλωτών, ο αριθμός των οποίων έχει ανεβεί στους εκατόν πενήντα. Ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του αιδεσιμότατου Ουίλιαμ Μπάρμπερ του Β’, του τοπικού υπεύθυνου της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση των Έγχρωμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP), ο οποίος οργανώνει εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις για να καταγγείλει την καταπιεστική πολιτική του νέου ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη Πάτρικ Μακρόρι, υπεύθυνου για τις συλλήψεις περίπου χιλίων διαδηλωτών από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Γενάρη του 2013.
Με την πελώρια σιλουέτα του, ελαφρά κυρτωμένη από την αρθρίτιδα, και με την ηχηρή μπάσα φωνή του που σκεπάζει τη βουή της πόλης, ο αιδεσιμότατος Μπάρμπερ εμψυχώνει το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί έξω από το KFC. Ελάχιστη σημασία έχει, λέει, πόσες εργατοώρες θα συγκεντρώσει κάποιος : ένας υπάλληλος φαστ-φουντ δεν φτάνει ποτέ το επίπεδο ενός επαρκούς εισοδήματος. Αυτό που διεκδικούν οι απεργοί, προσθέτει, είναι το δικαίωμα « να απολαμβάνουν τον καρπό του μόχθου τους ». Τη φράση αυτή δεν την επέλεξε τυχαία : ήταν ένα από τα πράγματα που διεκδικούσαν οι Αφροαμερικανοί στις πολιτείες του Νότου, μετά το τέλος της δουλείας. Η αλληγορία αποκτά κυριολεκτικά όλο της το νόημα μόλις ο ρήτορας συνεχίζει : « Ήρθα εδώ για να σας πω ότι αυτός ο καρπός είναι σάπιος. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε στα KFC και δεν μπορείτε καλά-καλά να πληρώσετε το κοτόπουλο που φτιάχνετε. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε για να ταΐζετε άλλους, αλλά δεν μπορείτε να ταΐσετε τα ίδια σας τα παιδιά ».
Πολλά έχουν γραφτεί για το πρωτοφανές κοινωνικό κίνημα που σαρώνει τον τομέα των φαστ-φουντ στις ΗΠΑ, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, από την Πενσιλβάνια ως την πολιτεία της Νέας Υόρκης κι από το Ρόουντ Άιλαντ ως τη Νότια Καρολίνα, κίνημα που κορυφώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 2013, με μια πανεθνική απεργία σε περισσότερες από εκατό πόλεις. Όμως, αυτό που ζήσαμε εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα δεν ήταν μια απεργία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Σε άλλες πολιτείες, οι στάσεις, οι οποίες είχαν την υποστήριξη του ισχυρού συνδικάτου εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών (Service Employees International Union, SEIU), ήταν αρκούντως μαζικές ώστε να επιφέρουν το κλείσιμο πολλών καταστημάτων. Τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη στο Ντέρχαμ και στο Ράλεϊ, όπου ο αγώνας περιορίστηκε σε σποραδικές ομαδικές διαμαρτυρίες. Εδώ, πολύ λίγοι υπάλληλοι σταμάτησαν να δουλεύουν. Και κανένα συνδικάτο δεν τους στήριξε. Η μόνη οργανωμένη στήριξη προήλθε από μια συλλογικότητα άμυνας των κατοίκων, την Action NC.
Οπότε, δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στα φαστ-φουντ που συγκεντρώθηκαν εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα έδειχναν να αγνοούν εντελώς τις πρακτικές της εργατικής οργάνωσης. Όπως παραδεχόταν μια απεργός, η οποία δεν έμοιαζε να νιώθει άνετα στα ψηλά τακούνια της, η σύγκρουση τους κατέλαβε εξ απήνης. Κανένας, επίσης, δεν είχε σκεφτεί στα σοβαρά να εμποδίσει τους καταναλωτές να διαβούν το κατώφλι του καταστήματος. Και όταν η ζέστη άρχισε να γίνεται αποπνικτική, κάποιοι απεργοί δεν δίστασαν να επιστρέψουν μόνοι τους στον τόπο της εργασίας τους για να παραγγείλουν ένα ποτό. Οι περισσότεροι, εξάλλου, δεν είχαν φανταστεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι η πράξη τους θα μπορούσε να εξοργίσει το αφεντικό τους –προβληματική αφέλεια, αν και κατανοητή για μια πολιτεία στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι, για να το πούμε απλά, ανύπαρκτα. Η Βόρεια Καρολίνα παρουσιάζει, πράγματι, το χαμηλότερο ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής στη χώρα.
Η Λουσία Γκαρσία έχει φέρει τον γιο της στην απεργιακή συγκέντρωση στο Burger King. Δουλεύει σε ένα McDonald’s στα προάστια, όπου για καλή της τύχη παίρνει 7,95 δολάρια την ώρα –70 σεντς κάτω από το βασικό μεροκάματο. Παρά το προνόμιο αυτό και μολονότι ο άντρας της έχει κι αυτός δουλειά, αυτή και η οικογένειά της χορταίνουν την πείνα τους χάρη στα πακέτα τροφίμων της εκκλησίας. Μεγάλο βάρος για κάποιον που σερβίρει χάμπουργκερ όλη μέρα. « Είναι λυπηρό », ξεσπά, « οι κόρες μου ντρέπονται ».
Ουδείς αγνοεί πλέον την ισχύουσα μισθολογική πολιτική στον τομέα της γρήγορης εστίασης, ο οποίος απασχολεί δεκατρία εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ. Οι πάντες γνωρίζουν επίσης το επιχείρημα που δικαιολογεί αυτή την πολιτική : οι υπάλληλοι είναι κυρίως νέοι χωρίς πτυχία, δεν συντηρούν οικογένεια και βλέπουν αυτή την πρώτη δουλειά ως ευκαιρία για να περάσουν αργότερα σε κάτι καλύτερο. Η δουλειά στο φαστ-φουντ θα ήταν κάτι σαν ένα είδος υπηρεσίας απέναντι στο έθνος, μια σύγχρονη εκδοχή της στρατιωτικής θητείας που έκαναν οι παλαιότερες γενιές.
H κατάσταση των εργαζόμενων σε αυτό το παράρτημα της Βόρειας Καρολίνας αποδεικνύει πόσο άστοχο είναι αυτό το παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι εργαζόμενοι είναι συχνά ώριμοι ενήλικες και, επιπλέον, οικογενειάρχες. Τουλάχιστον ένας από τους απεργούς που ρωτήσαμε στο Ράλεϊ ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου. Η δουλειά είναι δουλειά και σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, oι κραυγαλέες επιγραφές που παρέχουν τροφή κάκιστης ποιότητας σε προσιτές όμως τιμές, αποτελούν για πολλούς το μοναδικό διαθέσιμο μεροκάματο, ανεξαρτήτως ηλικίας και προσόντων.
Όσοι υιοθετούν τη γλώσσα της εργοδοσίας των φαστ-φουντ δεν έχουν ιδέα για τη σημαντική προσπάθεια που κατέβαλε ο κλάδος, προκειμένου να διατηρήσει τους μισθούς σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Πράγματι, οι μισθολογικοί όροι που έχουν επιβληθεί στο προσωπικό έχουν επεξεργαστεί με την ίδια επιμέλεια που αφιερώνεται για τις συνταγές των χάμπουργκερ ή τα καπάκια στα κύπελλα. Είναι ο καρπός μιας επιστήμης που σκοπό έχει να κάνει τους εργαζόμενους εξίσου αναλώσιμους με τις φιάλες της μαγιονέζας.
Στο βιβλίο του Fast Food Nation [2], ο δημοσιογράφος Έρικ Σλόσερ περιγράφει μια φρενήρη κούρσα προς την τυποποίηση. Τα τρόφιμα φθάνουν κατεψυγμένα, για να μαγειρευτούν από αλάνθαστα μηχανήματα, η χρήση των οποίων δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη εξειδίκευση. « Δουλειές οι οποίες αποκαλούνται επίτηδες “για ανειδίκευτους”, μπορούν να έρθουν σε πέρας από φτηνά εργατικά χέρια », γράφει ο δημοσιογράφος. « Η εξάρτηση από τον εργάτη ή την εργάτρια φθίνει σε μεγάλο βαθμό, χάρη στην ευκολία με την οποία αυτός μπορεί να αντικατασταθεί ».
Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός « εστιατόριο » αποδεικνύεται ανάρμοστος : οι ίδιοι οι βιομήχανοι προτιμούν τον όρο « διατροφικό σύστημα ». Εξυπακούεται ότι σε ένα τέτοιο σύστημα τα συνδικάτα δεν είναι καλοδεχούμενα. Σύμφωνα με τον Σλόσερ, τα McDonald’s τη δεκαετία του 1960 και του 1970 έκρυβαν ένα « ιπτάμενο κομάντο » από ανώτερα στελέχη εντεταλμένα να καταπνίγουν κάθε προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης στις τέσσερεις γωνιές της χώρας. Πιο πρόσφατα, το 2009, η Εθνική Ένωση Εστίασης (NRA) διεξήγαγε μια σκανδαλώδη καμπάνια ενάντια σε ένα νομοσχέδιο το οποίο θα διευκόλυνε τη δημιουργία συνδικάτων στις επιχειρήσεις. Τα αφεντικά των χάμπουργκερ συντηρούν επίσης μια στρατιά από τρομερούς λομπίστες, με πρώτο και καλύτερο τον Ρίτσαρντ Μπέρμαν, τον ιδρυτή του Κέντρου για την Ελευθερία του Καταναλωτή, το οποίο κατακλύζει τα μίντια με δριμεία κατηγορητήρια κατά του συνδικαλισμού και ύμνους υπέρ του αδιαφιλονίκητου δικαιώματος να μπουκώνεσαι με τροφές επιβλαβείς για την υγεία.
Γενικά, οι Αμερικανοί λατρεύουν τους επιχειρηματίες που τυποποιούν την τροφή τους. Το συλλογικό φαντασιακό τους έχει σημαδευτεί από την υμνολογία για τους μεγάλους πατριώτες της διατροφικής τυποποίησης : ο πρωτεργάτης του χάμπουργκερ των 15 σεντς, ο εφευρέτης της ψευτομεξικάνικης γαστρονομίας, η διάνοια πίσω από την πίτσα που ψήνεται σε 30 δευτερόλεπτα, ο κατασκευαστής των τετραόροφων σάντουιτς κ.λπ.. Είναι πολλοί οι ένδοξοι ευεργέτες που δοξάζονται από τα μέσα ενημέρωσης, τα απομνημονεύματά τους σαρώνουν σε πωλήσεις και οι υποφήφιοι στις προεδρικές εκλογές δεν παραλείπουν ποτέ να τους υποβάλουν τα σέβη τους. Ορισμένοι, εξάλλου, ήταν και οι ίδιοι υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο…
Ύστερα, υπάρχουν και οι στρατιές των μικρών αφεντικών, κατηγορίας φραντσάιζ, οι οποίοι θέτουν τη φιλοδοξία τους στην υπηρεσία μιας μάρκας κι ενός συστήματος που εφηύραν κάποιοι άλλοι. Σίγουρα, δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη δόξα ενός Χάρλαντ Σάντερς, του ιδρυτή της αυτοκρατορίας των KFC. Ωστόσο, λάμπουν κι αυτοί χάρη στο ατομικό τους ταλέντο και την πρωτοβουλία τους, καθώς αφιερώνονται αδιάκοπα στο να ανακαλύψουν κάποιο καινούργιο είδος πίτσας « ξυλάκι » ή γλάσου ζαχαροπλαστικής με χαβανέζικη γεύση. Οι ΗΠΑ τους αγαπούν κι αυτούς το ίδιο. Μήπως, άραγε, δεν είναι κι αυτοί από τους « ανθρώπους της διπλανής πόρτας », όπως τόνιζε ένας σχολιαστής του Fox News, απηυδισμένος με το απεργιακό κίνημα στα φαστ- φουντ ; Πώς να μην αναγνωρίσει κανείς ότι « έχουν δουλέψει σκληρά μια ολόκληρη ζωή κι έχουν ρισκάρει τα δικά τους τα κεφάλαια », προκειμένου να δώσουν ζωή στο αμερικανικό όνειρο, όπως υπενθύμιζε λίγες μέρες αργότερα ένας άλλος σχολιαστής στο ίδιο κανάλι ;
Παρ’ όλο που οι θιασώτες της προσωπικής επιτυχίας μέσω του διατροφικού συστήματος « δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος », το κράτος, αντίθετα, στηρίζεται πάνω τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Το αποδεικνύουν οι λεωφόροι, οι σωροί από σκουπίδια και τα δάνεια με προνομιακό επιτόκιο που τους παρέχει απλόχερα. Εδώ πρέπει να προστεθεί και μια ακόμα πιο απρόσμενη συγκεκαλυμμένη επιχορήγηση. Στη Βόρεια Καρολίνα, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, πολλοί υπάλληλοι φαστ-φουντ –αν όχι η πλειονότητα– λαμβάνουν από τις αρχές κουπόνια τροφίμων ή άλλες μορφές δωρεάς σε είδος. Όταν οι εργαζόμενοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν με 7,25 δολάρια την ώρα, αυτό δεν είναι σχήμα λόγου : όντως δεν μπορούν να επιβιώσουν με το κατώτατο μεροκάματο, πόσω μάλλον να « πραγματοποιήσουν » οποιοδήποτε σχέδιο.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα χρήματα των φορολογουμένων για να μην τους αφήσει να λιμοκτονήσουν και για να στηρίξει τους εργοδότες τους και τα κέρδη που αυτοί αποκομίζουν από την όλη κατάσταση.
Γνωρίζουμε πώς λειτουργούν οι γίγαντες της γρήγορης εστίασης : συσσωρεύουν αστρονομικά κέρδη, διανέμουν τρόφιμα κακής ποιότητας και επιβραβεύουν τους υπασπιστές τους με βασιλικά μπόνους. Επιπλέον, υπάγονται όλο και πιο συχνά σε συνταξιοδοτικά προγράμματα ή κερδοσκοπικές ομάδες, τις ίδιες ακριβώς που προκάλεσαν αυτή την ατέρμονη κρίση, εξαιτίας της οποίας τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή από μια αίτηση για δουλειά του ποδαριού στις τηγανητές πατάτες.
Η περίπτωση του Burger King σκιαγραφεί περίτρανα αυτόν τον μηχανισμό. Το πάλαι ποτέ νούμερο δύο των αμερικανικών χάμπουργκερ δεν είναι σήμερα τίποτα άλλο από ένα παιχνιδάκι στα χέρια των τραπεζιτών. Η εταιρεία, αφού πουλήθηκε το 1997 στη Diageo, μια πολυεθνική αλκοολούχων, μεταπωλήθηκε το 2002 σε μια χρηματοπιστωτική κοινοπραξία που περιελάμβανε την Goldman Sachs και την Bain Capital, το επενδυτικό κεφάλαιο που δημιούργησε ο Μιτ Ρόμνι. Το 2010, περνά υπό τον έλεγχο του αμερικανοβραζιλιάνικου κεφαλαίου 3G Capital, το οποίο τη σπρώχνει σε μια παρακμή από την οποία πασχίζει ακόμα να συνέλθει. Μια μακρά κι επώδυνη σύγκρουση με τους υπαλλήλους της, δεν μπορεί παρά να την ωφελήσει.
Πλήθος τα ανάλογα παραδείγματα. Η αλυσίδα με τα τηγανητά κοτόπουλα Bojangles’ τράβηξε αρχικά το ενδιαφέρον της Falfurrias Capital Partners, ώσπου την κατάπιε το επενδυτικό κεφάλαιο Advent International. Η Sun Capital Partners έχει στην κατοχή της τις αλυσίδες Friendly’s, Captain D’s, Johnny Rockets και Boston Market. Η Fog Cutter Capital Group και η Consumer Capital Partners εξαγόρασαν αντίστοιχα τα Fatburger και τα Smashburger. Όσο για τη Roark Capital, ιδιοκτήτρια των Arby’s, Cinnabon, Carvel και Moe’s Southwest Grill, η δίψα της για τις θυγατρικές ήταν λογικό να την οδηγήσει στην απόκτηση μιας εταιρείας συλλογής απορριμμάτων, της Waste Pro.
Μέχρι και οι ιδιοκτήτες των φραντσάιζ που έχουν το συμπαθέστατο φαστ-φουντ στη γωνιά του δρόμου, μόνο οι « άνθρωποι της διπλανής πόρτας » δεν είναι πια. Ακόμα και στο δικό τους χώρο, οι σειρήνες της Γουόλ Στριτ νίκησαν την αγάπη τους για το λίπος. Το μεγαλύτερο φραντσάιζ των Burger King είναι μια εμπορική εταιρεία με έδρα τις Συρακούσες, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία έχει στην κατοχή της τουλάχιστον 570 παραρτήματα. Ο πρόεδρός της τσέπωσε γύρω στα δυο εκατομμύρια δολάρια το 2011, μαζί με μετοχές. Μια άλλη επιχείρηση των Burger King, η Strategic Restaurants, έπεσε στα χέρια του επενδυτικού κεφαλαίου Cerberus Capital Management, το οποίο συγκεντρώνει μετοχικά μερίδια σε περίπου 300 επιχειρήσεις ανά τον κόσμο. Η Pizza Hut από την πλευρά της, παραχώρησε το βασικό της φραντσάιζ στη Merrill Lynch, η οποία στη συνέχεια το μεταπώλησε στο κεφάλαιο Olympus Growth Fund V. Όλο αυτό το διάστημα, οι συνταξιούχοι της Valor Equity απέσπασαν τμήμα των Little Caesar και των Dunkin’ Donuts μέσω της θυγατρικής τους Sizzling Platter.
Επίσης, πέρα από το επίπεδο της μάρκας και των αντίστοιχων φραντσάιζ, η εργοδοσία των φαστ φουντ της Βόρειας Καρολίνας δεν ξεστόμισε λέξη για την απεργία του περασμένου καλοκαιριού. Για έναν απλό λόγο : τυχόν παραδοχή της δυσαρέσκειας των εργαζομένων της θα έβλαπτε την εικόνα ενός τομέα που φροντίζει να εμφανίζεται ως στυλοβάτης της οικογενειακής ευτυχίας. Τίποτα δεν αμαυρώνει περισσότερο την εικόνα ενός εστιατορίου, από μια οργισμένη σερβιτόρα στημένη μπροστά στην είσοδο που παραπονιέται ότι δεν μπορεί να εμβολιάσει το έξι μηνών μωρό της ελλείψει εσόδων.
Η θυγατρική, αν και τήρησε σιγή, δεν παρέλειψε να στείλει στο μέτωπο τα μαντρόσκυλά της. Μόλις είχε ξεσπάσει η απεργία, όταν το Ινστιτούτο Εργασιακής Πολιτικής, μια από τις ομάδες πίεσης του Μπέρμαν, εμφανίστηκε με ολοσέλιδη καταχώριση στη Wall Street Journal. Ένα διαφημιστικό μήνυμα πάνω από τη φωτογραφία ενός γιαπωνέζικου ρομπότ κουζίνας δήλωνε ότι η δράση των απεργών δεν ήταν « αγώνας κατά της διεύθυνσης, αλλά αγώνας κατά της τεχνολογίας ». Οι εργαζόμενοι το έπιασαν το υπονοούμενο : σε περίπτωση που κλιμάκωναν τη δράση τους, θα μπορούσαν εύκολα να τους ξεφορτωθούν χάρη στην αυτοματοποίηση της δουλειάς σε όλα τα φαστ-φουντ της χώρας.
Στη Βόρεια Καρολίνα τα φαστ-φουντ έχουν αφήσει εποχή. Η Boddie-Noell είναι η πρώτη εταιρεία η οποία επένδυσε εδώ ανοίγοντας ένα Hardee’s, από το όνομα μιας αλυσίδας που πουλάει στη λιανική φτηνά χάμπουργκερ στα πρότυπα των McDonald’s. Με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το μεγαλύτερο φραντσάιζ της μάρκας στις ΗΠΑ. Παραδόξως, δεν εξαγοράστηκε από κανένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο και δεν απείλησε ποτέ το προσωπικό της ότι θα το αντικαταστήσει με ρομπότ. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, το σύνθημα της οποίας -« πιστεύουμε στους ανθρώπους »- φαίνεται πως τηρείται. Καμαρώνει για την εφαρμογή μιας θρησκευτικής υπηρεσίας, με το καθήκον « να παρέχει υποστήριξη στους υπαλλήλους που γνωρίζουν προσωπικές ή επαγγελματικές δυσκολίες ». Οι οποίες, όπως φαίνεται, δεν έχουν εκλείψει, καθώς πολλοί εργαζόμενοι της επιχείρησης συμμετείχαν στην απεργιακή κινητοποίηση των Burger King.
Η Boddie-Noell έχει στην κατοχή της και μια φυτεία. Η έκταση του Ρόουζ Χιλ στα περίχωρα του Νάσβιλ (Τενεσί) κοσμείται από ένα αρχοντικό, το οποίο έχτισαν στα τέλη του 18ου αιώνα οι πρόγονοι της οικογένειας Μπόντι. Τα σκαμπανεβάσματα που γνώρισε η φυτεία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της απεικονίζουν τις περιπέτειες του αμερικανικού καπιταλισμού.
Η οικογένεια Μπόντι πούλησε το Ρόουζ Χιλ στην κορύφωση της μεγάλης ύφεσης του 1930, η οποία δεν άφησε αλώβητο ούτε το 1% των πλουσιότερων. Κατόρθωσε να ξαναγοράσει την περιουσία της χάρη στις συνταγές του Hardee’s. Χάρη, λοιπόν, στη θαυμαστή προσφορά των φαστ-φουντ, οι κληρονόμοι μπόρεσαν να επανακτήσουν τον χαμένο τους παράδεισο. Σήμερα, το αρχοντικό έχει μετατραπεί σε κέντρο διαλέξεων. Φιλοξενεί επίσης γαμήλιες τελετές για τους οπαδούς του φολκλόρ του Νότου.
Μια αλέα με ανθισμένες βατομουριές οδηγεί στη σιδερένια πύλη εισόδου με τον θυρεό της δυναστείας Μπόντι. Πιο μακριά, ένας παραμυθένιος πύργος με αψεγάδιαστους άσπρους τοίχους κι ένα άψογο γαλάζιο στέγαστρο που στηρίζεται σε τέσσερεις μεγαλοπρεπείς κίονες. Χτυπάμε το κουδούνι, αλλά δεν κουνιέται τίποτα. Το Ρόουζ Χιλ μοιάζει εντελώς άδειο. Το να βλέπουμε αυτό το πομπώδες οίκημα έτσι ακατοίκητο τούτες τις μέρες της απεργίας, φέρνει στο νου μια άλλη εικόνα, ενός κόσμου στον οποίο οι εργαζόμενοι θα έχουν εξαφανιστεί ως φυσικές παρουσίες. Θα εξακολουθούν, βέβαια, να δείχνουν ένα χαμογελαστό πρόσωπο στις διαφημιστικές αφίσες των εταιρειών, όμως η τεχνολογία και η αγορά θα τους έχουν καταστήσει οριστικά αναλώσιμους.
H δεξιά, όντως, κατατρύχεται από το φόβο ότι η παρούσα κρίση μπορεί να προκαλέσει πολιτικές αναταραχές παρόμοιες με εκείνες που σημάδεψαν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Γι’ αυτό και στοχοποιεί μετά μανίας τους φτωχούς και τους φορτώνει το κόστος της ύφεσης. Στα μάτια των συντηρητικών, η ύπαρξη τόσο κακοπληρωμένων εργαζόμενων, ώστε να μην μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς τη βοήθεια της κυβέρνησης, επ’ ουδενί σημαίνει ότι αυτοί θα έπρεπε να παίρνουν καλύτερο μισθό ή να ασκούν α συνδικαλιστικά τους δικαιώματα, αλλά ότι, αντιθέτως, θα πρέπει να καταργηθούν… τα κρατικά βοηθήματα.
Τον περασμένο Οκτώβρη, οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων –όπου έχουν την πλειοψηφία– ένα κείμενο το οποίο περιορίζει δραστικά τα προγράμματα των δελτίων τροφίμων. Ίσως να φαντάζονταν ότι πετσοκόβοντας τα τελευταία ψήγματα βοήθειας θα παρακινήσουν τους εργαζόμενους να στηρίζονται περισσότερο « στους εαυτούς τους ».
[2] Eric Schlosser, Fast Food Nation : The Dark Side of the All-American Meal, Houghton Mifflin, Βοστώνη, 2001.
Πηγή: Monde Diplomatique
" data-medium-file="" data-large-file="" class=" wp-image-47596 no-display appear aligncenter" src="https://i0.wp.com/www.nostimonimar.gr/wp-content/uploads/2017/11/4_%CF%86%CF%89%CF%84%CF%8C%CE%B2.jpg?resize=702%2C468" alt="" width="468" height="312" style="text-align: justify; margin: 0px auto; padding: 5px; border: 1px solid rgb(214, 209, 199); display: block; background: rgb(255, 255, 255); max-width: 500px; border-radius: 4px;">
Δεν ήταν, ωστόσο, το αυτοκίνητο αυτό που έπεσε πάνω μου με όλη του τη δύναμη. Ήταν μάλλον ένα όραμα : το γεγονός ότι κατάλαβα αυθόρμητα τι είναι αυτό που προσδίδει στη γρήγορη εστίαση την αδυσώπητη αποδοτικότητά της. Αρκεί ένα σύντομο πέρασμα από το Waffle House για να διαπιστώσει κανείς τι παίζεται σε αυτή τη βιομηχανία. H παρασκευή σε διαφορετικά στάδια, η παραγωγή βάφλας σε αλυσίδα, οι διπλές φριτέζες, η διάταξη των έτοιμων φαγητών, ακόμα και το μικρό έξυπνο πλαστικό καπάκι στο κύπελλο του καφέ με το καλαμάκι, ειδικά κατασκευασμένο για να απολαμβάνει ο πελάτης το ρόφημά του χωρίς να φοβάται μη χυθεί έστω και μια σταγόνα πάνω του : είναι τόσα τα πράγματα που μαρτυρούν την ανθρώπινη εφευρετικότητα, που δεν μπορείς να μην τα θαυμάσεις. Κι όμως, αυτό το απαύγασμα αποτελεσματικότητας έχει ως τίμημα μια τεράστια σπατάλη –σε καύσιμα, κλιματισμό, γη, σκουπίδια. Από τη μια, ένα έργο τέχνης βιομηχανικού σχεδιασμού. Από την άλλη, μια ανελέητη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και εργατικού δυναμικού.
Σκεφτόμαστε με συγκίνηση τη θαυμαστή εθνική προσπάθεια που καταβλήθηκε για να φτάσουμε σε αυτή την επανάσταση της μαζικής γαστρονομίας. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, τα αρδευτικά έργα, τα προγράμματα κατασκευής αυτοκινητόδρομων, όλα τα μεγάλα έργα για τα οποία υπερηφανεύεται η χώρα τα τελευταία 24 χρόνια συνέβαλαν στο να χτιστεί ένα έθνος εργοστασίων ζωοτροφής, μια οδός Χίλσμπορο σε ηπειρωτική κλίμακα ; Τόση συλλογική ορμή για να μπορέσουν κάποιοι να μαζέψουν ένα σωρό λεφτά, ενώ άλλοι χτυπιούνται για έναν άθλιο μισθό ;
Το περασμένο καλοκαίρι στο Ντέρχαμ, ένα ασυνήθιστο γεγονός αναστάτωσε τη βιομηχανία της γρήγορης εστίασης: μια απεργία. Απρόσμενη κίνηση, πόσω μάλλον όταν γίνεται σε μια πολιτεία όπως η Βόρεια Καρολίνα, η οποία φημίζεται για τη λυσσαλέα εχθρότητά της απέναντι στα συνδικάτα και παράλληλα αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος λίκνου των φαστ-φουντ, καθώς τρεις από τις γίγαντες του εν λόγω τομέα –τα Hardee’s, τα Bojangles και τα Krispy Kreme- γεννήθηκαν στα μέρη της.
To κίνημα ξεκίνησε από ένα Burger King. Το κτήριο, σε ένα σταυροδρόμι στη μέση του πουθενά, παραπέμπει περισσότερο στο οχυρό στην Έρημο των Ταρτάρων[1] , παρά σε εστιατόριο. Έξι η ώρα το πρωί, μια χούφτα υπάλληλοι στοιχίζονται μπροστά στην είσοδο του κτηρίου και αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα : «Τα δικαιώματα του εργάτη είναι κι αυτά ανθρώπινα δικαιώματα » ! Δύσκολα ανάβουν τα αίματα τόσο νωρίς το πρωί, οπότε δοκιμάζουν άλλο σύνθημα : <«Δεν ζει κανείς με 7 δολάρια και 25 σεντς!» -νύξη για το ωρομίσθιο που δίνει η συγκεκριμένη αλυσίδα.
Oι απεσταλμένοι των τοπικών καναλιών κάνουν γρήγορα την εμφάνισή τους, όπως και δυο περιπολικά. Τη σκηνή παρακολουθεί ένας πελάτης που κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι μπροστά στο παράθυρο του Burger King. Καθώς πλησιάζει η ώρα αιχμής, διάφοροι οδηγοί χτυπούν τις κόρνες τους για να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους.
Στο τέλος του πρωινού, οι απεργοί επιχειρούν να διευρύνουν το κίνημα με συγκέντρωση έξω από ένα McDonald’s στο κέντρο του Ντέρχαμ, κατόπιν έξω από ένα Little Caesar σε μια λεωφόρο με οχτώ λωρίδες, στην πόλη Ράλεϊ. Ο αριθμός τους μοιάζει να μεγαλώνει. Είναι μαζεμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου και κραδαίνουν πανό, ενώ τα παιδιά τους παίζουν κάτω από τα καχεκτικά δέντρα που επιβιώνουν σε αυτή την περιαστική ζώνη. Κάποιοι οδηγοί φορτηγών ανεβάζουν στη διαπασών τη σειρήνα τους, σε ένδειξη αλληλεγγύης. Ακούγονται επίσης μερικές βρισιές, οι οποίες εκτοξεύονται από κάποιους περαστικούς οδηγούς ημιφορτηγών.
Τελευταίος σταθμός της ημέρας το KFC του Ράλεϊ. Είναι 4 το απόγευμα. Η καλοκαιρινή ζέστη δεν πτοεί τη ζέση των διαδηλωτών, ο αριθμός των οποίων έχει ανεβεί στους εκατόν πενήντα. Ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του αιδεσιμότατου Ουίλιαμ Μπάρμπερ του Β’, του τοπικού υπεύθυνου της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση των Έγχρωμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP), ο οποίος οργανώνει εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις για να καταγγείλει την καταπιεστική πολιτική του νέου ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη Πάτρικ Μακρόρι, υπεύθυνου για τις συλλήψεις περίπου χιλίων διαδηλωτών από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Γενάρη του 2013.
Με την πελώρια σιλουέτα του, ελαφρά κυρτωμένη από την αρθρίτιδα, και με την ηχηρή μπάσα φωνή του που σκεπάζει τη βουή της πόλης, ο αιδεσιμότατος Μπάρμπερ εμψυχώνει το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί έξω από το KFC. Ελάχιστη σημασία έχει, λέει, πόσες εργατοώρες θα συγκεντρώσει κάποιος : ένας υπάλληλος φαστ-φουντ δεν φτάνει ποτέ το επίπεδο ενός επαρκούς εισοδήματος. Αυτό που διεκδικούν οι απεργοί, προσθέτει, είναι το δικαίωμα « να απολαμβάνουν τον καρπό του μόχθου τους ». Τη φράση αυτή δεν την επέλεξε τυχαία : ήταν ένα από τα πράγματα που διεκδικούσαν οι Αφροαμερικανοί στις πολιτείες του Νότου, μετά το τέλος της δουλείας. Η αλληγορία αποκτά κυριολεκτικά όλο της το νόημα μόλις ο ρήτορας συνεχίζει : « Ήρθα εδώ για να σας πω ότι αυτός ο καρπός είναι σάπιος. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε στα KFC και δεν μπορείτε καλά-καλά να πληρώσετε το κοτόπουλο που φτιάχνετε. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε για να ταΐζετε άλλους, αλλά δεν μπορείτε να ταΐσετε τα ίδια σας τα παιδιά ».
Πολλά έχουν γραφτεί για το πρωτοφανές κοινωνικό κίνημα που σαρώνει τον τομέα των φαστ-φουντ στις ΗΠΑ, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, από την Πενσιλβάνια ως την πολιτεία της Νέας Υόρκης κι από το Ρόουντ Άιλαντ ως τη Νότια Καρολίνα, κίνημα που κορυφώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 2013, με μια πανεθνική απεργία σε περισσότερες από εκατό πόλεις. Όμως, αυτό που ζήσαμε εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα δεν ήταν μια απεργία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Σε άλλες πολιτείες, οι στάσεις, οι οποίες είχαν την υποστήριξη του ισχυρού συνδικάτου εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών (Service Employees International Union, SEIU), ήταν αρκούντως μαζικές ώστε να επιφέρουν το κλείσιμο πολλών καταστημάτων. Τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη στο Ντέρχαμ και στο Ράλεϊ, όπου ο αγώνας περιορίστηκε σε σποραδικές ομαδικές διαμαρτυρίες. Εδώ, πολύ λίγοι υπάλληλοι σταμάτησαν να δουλεύουν. Και κανένα συνδικάτο δεν τους στήριξε. Η μόνη οργανωμένη στήριξη προήλθε από μια συλλογικότητα άμυνας των κατοίκων, την Action NC.
Οπότε, δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στα φαστ-φουντ που συγκεντρώθηκαν εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα έδειχναν να αγνοούν εντελώς τις πρακτικές της εργατικής οργάνωσης. Όπως παραδεχόταν μια απεργός, η οποία δεν έμοιαζε να νιώθει άνετα στα ψηλά τακούνια της, η σύγκρουση τους κατέλαβε εξ απήνης. Κανένας, επίσης, δεν είχε σκεφτεί στα σοβαρά να εμποδίσει τους καταναλωτές να διαβούν το κατώφλι του καταστήματος. Και όταν η ζέστη άρχισε να γίνεται αποπνικτική, κάποιοι απεργοί δεν δίστασαν να επιστρέψουν μόνοι τους στον τόπο της εργασίας τους για να παραγγείλουν ένα ποτό. Οι περισσότεροι, εξάλλου, δεν είχαν φανταστεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι η πράξη τους θα μπορούσε να εξοργίσει το αφεντικό τους –προβληματική αφέλεια, αν και κατανοητή για μια πολιτεία στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι, για να το πούμε απλά, ανύπαρκτα. Η Βόρεια Καρολίνα παρουσιάζει, πράγματι, το χαμηλότερο ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής στη χώρα.
Η Λουσία Γκαρσία έχει φέρει τον γιο της στην απεργιακή συγκέντρωση στο Burger King. Δουλεύει σε ένα McDonald’s στα προάστια, όπου για καλή της τύχη παίρνει 7,95 δολάρια την ώρα –70 σεντς κάτω από το βασικό μεροκάματο. Παρά το προνόμιο αυτό και μολονότι ο άντρας της έχει κι αυτός δουλειά, αυτή και η οικογένειά της χορταίνουν την πείνα τους χάρη στα πακέτα τροφίμων της εκκλησίας. Μεγάλο βάρος για κάποιον που σερβίρει χάμπουργκερ όλη μέρα. « Είναι λυπηρό », ξεσπά, « οι κόρες μου ντρέπονται ».
Ουδείς αγνοεί πλέον την ισχύουσα μισθολογική πολιτική στον τομέα της γρήγορης εστίασης, ο οποίος απασχολεί δεκατρία εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ. Οι πάντες γνωρίζουν επίσης το επιχείρημα που δικαιολογεί αυτή την πολιτική : οι υπάλληλοι είναι κυρίως νέοι χωρίς πτυχία, δεν συντηρούν οικογένεια και βλέπουν αυτή την πρώτη δουλειά ως ευκαιρία για να περάσουν αργότερα σε κάτι καλύτερο. Η δουλειά στο φαστ-φουντ θα ήταν κάτι σαν ένα είδος υπηρεσίας απέναντι στο έθνος, μια σύγχρονη εκδοχή της στρατιωτικής θητείας που έκαναν οι παλαιότερες γενιές.
H κατάσταση των εργαζόμενων σε αυτό το παράρτημα της Βόρειας Καρολίνας αποδεικνύει πόσο άστοχο είναι αυτό το παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι εργαζόμενοι είναι συχνά ώριμοι ενήλικες και, επιπλέον, οικογενειάρχες. Τουλάχιστον ένας από τους απεργούς που ρωτήσαμε στο Ράλεϊ ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου. Η δουλειά είναι δουλειά και σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, oι κραυγαλέες επιγραφές που παρέχουν τροφή κάκιστης ποιότητας σε προσιτές όμως τιμές, αποτελούν για πολλούς το μοναδικό διαθέσιμο μεροκάματο, ανεξαρτήτως ηλικίας και προσόντων.
Όσοι υιοθετούν τη γλώσσα της εργοδοσίας των φαστ-φουντ δεν έχουν ιδέα για τη σημαντική προσπάθεια που κατέβαλε ο κλάδος, προκειμένου να διατηρήσει τους μισθούς σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Πράγματι, οι μισθολογικοί όροι που έχουν επιβληθεί στο προσωπικό έχουν επεξεργαστεί με την ίδια επιμέλεια που αφιερώνεται για τις συνταγές των χάμπουργκερ ή τα καπάκια στα κύπελλα. Είναι ο καρπός μιας επιστήμης που σκοπό έχει να κάνει τους εργαζόμενους εξίσου αναλώσιμους με τις φιάλες της μαγιονέζας.
Στο βιβλίο του Fast Food Nation [2], ο δημοσιογράφος Έρικ Σλόσερ περιγράφει μια φρενήρη κούρσα προς την τυποποίηση. Τα τρόφιμα φθάνουν κατεψυγμένα, για να μαγειρευτούν από αλάνθαστα μηχανήματα, η χρήση των οποίων δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη εξειδίκευση. « Δουλειές οι οποίες αποκαλούνται επίτηδες “για ανειδίκευτους”, μπορούν να έρθουν σε πέρας από φτηνά εργατικά χέρια », γράφει ο δημοσιογράφος. « Η εξάρτηση από τον εργάτη ή την εργάτρια φθίνει σε μεγάλο βαθμό, χάρη στην ευκολία με την οποία αυτός μπορεί να αντικατασταθεί ».
Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός « εστιατόριο » αποδεικνύεται ανάρμοστος : οι ίδιοι οι βιομήχανοι προτιμούν τον όρο « διατροφικό σύστημα ». Εξυπακούεται ότι σε ένα τέτοιο σύστημα τα συνδικάτα δεν είναι καλοδεχούμενα. Σύμφωνα με τον Σλόσερ, τα McDonald’s τη δεκαετία του 1960 και του 1970 έκρυβαν ένα « ιπτάμενο κομάντο » από ανώτερα στελέχη εντεταλμένα να καταπνίγουν κάθε προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης στις τέσσερεις γωνιές της χώρας. Πιο πρόσφατα, το 2009, η Εθνική Ένωση Εστίασης (NRA) διεξήγαγε μια σκανδαλώδη καμπάνια ενάντια σε ένα νομοσχέδιο το οποίο θα διευκόλυνε τη δημιουργία συνδικάτων στις επιχειρήσεις. Τα αφεντικά των χάμπουργκερ συντηρούν επίσης μια στρατιά από τρομερούς λομπίστες, με πρώτο και καλύτερο τον Ρίτσαρντ Μπέρμαν, τον ιδρυτή του Κέντρου για την Ελευθερία του Καταναλωτή, το οποίο κατακλύζει τα μίντια με δριμεία κατηγορητήρια κατά του συνδικαλισμού και ύμνους υπέρ του αδιαφιλονίκητου δικαιώματος να μπουκώνεσαι με τροφές επιβλαβείς για την υγεία.
Γενικά, οι Αμερικανοί λατρεύουν τους επιχειρηματίες που τυποποιούν την τροφή τους. Το συλλογικό φαντασιακό τους έχει σημαδευτεί από την υμνολογία για τους μεγάλους πατριώτες της διατροφικής τυποποίησης : ο πρωτεργάτης του χάμπουργκερ των 15 σεντς, ο εφευρέτης της ψευτομεξικάνικης γαστρονομίας, η διάνοια πίσω από την πίτσα που ψήνεται σε 30 δευτερόλεπτα, ο κατασκευαστής των τετραόροφων σάντουιτς κ.λπ.. Είναι πολλοί οι ένδοξοι ευεργέτες που δοξάζονται από τα μέσα ενημέρωσης, τα απομνημονεύματά τους σαρώνουν σε πωλήσεις και οι υποφήφιοι στις προεδρικές εκλογές δεν παραλείπουν ποτέ να τους υποβάλουν τα σέβη τους. Ορισμένοι, εξάλλου, ήταν και οι ίδιοι υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο…
Ύστερα, υπάρχουν και οι στρατιές των μικρών αφεντικών, κατηγορίας φραντσάιζ, οι οποίοι θέτουν τη φιλοδοξία τους στην υπηρεσία μιας μάρκας κι ενός συστήματος που εφηύραν κάποιοι άλλοι. Σίγουρα, δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη δόξα ενός Χάρλαντ Σάντερς, του ιδρυτή της αυτοκρατορίας των KFC. Ωστόσο, λάμπουν κι αυτοί χάρη στο ατομικό τους ταλέντο και την πρωτοβουλία τους, καθώς αφιερώνονται αδιάκοπα στο να ανακαλύψουν κάποιο καινούργιο είδος πίτσας « ξυλάκι » ή γλάσου ζαχαροπλαστικής με χαβανέζικη γεύση. Οι ΗΠΑ τους αγαπούν κι αυτούς το ίδιο. Μήπως, άραγε, δεν είναι κι αυτοί από τους « ανθρώπους της διπλανής πόρτας », όπως τόνιζε ένας σχολιαστής του Fox News, απηυδισμένος με το απεργιακό κίνημα στα φαστ- φουντ ; Πώς να μην αναγνωρίσει κανείς ότι « έχουν δουλέψει σκληρά μια ολόκληρη ζωή κι έχουν ρισκάρει τα δικά τους τα κεφάλαια », προκειμένου να δώσουν ζωή στο αμερικανικό όνειρο, όπως υπενθύμιζε λίγες μέρες αργότερα ένας άλλος σχολιαστής στο ίδιο κανάλι ;
Παρ’ όλο που οι θιασώτες της προσωπικής επιτυχίας μέσω του διατροφικού συστήματος « δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος », το κράτος, αντίθετα, στηρίζεται πάνω τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Το αποδεικνύουν οι λεωφόροι, οι σωροί από σκουπίδια και τα δάνεια με προνομιακό επιτόκιο που τους παρέχει απλόχερα. Εδώ πρέπει να προστεθεί και μια ακόμα πιο απρόσμενη συγκεκαλυμμένη επιχορήγηση. Στη Βόρεια Καρολίνα, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, πολλοί υπάλληλοι φαστ-φουντ –αν όχι η πλειονότητα– λαμβάνουν από τις αρχές κουπόνια τροφίμων ή άλλες μορφές δωρεάς σε είδος. Όταν οι εργαζόμενοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν με 7,25 δολάρια την ώρα, αυτό δεν είναι σχήμα λόγου : όντως δεν μπορούν να επιβιώσουν με το κατώτατο μεροκάματο, πόσω μάλλον να « πραγματοποιήσουν » οποιοδήποτε σχέδιο.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα χρήματα των φορολογουμένων για να μην τους αφήσει να λιμοκτονήσουν και για να στηρίξει τους εργοδότες τους και τα κέρδη που αυτοί αποκομίζουν από την όλη κατάσταση.
Γνωρίζουμε πώς λειτουργούν οι γίγαντες της γρήγορης εστίασης : συσσωρεύουν αστρονομικά κέρδη, διανέμουν τρόφιμα κακής ποιότητας και επιβραβεύουν τους υπασπιστές τους με βασιλικά μπόνους. Επιπλέον, υπάγονται όλο και πιο συχνά σε συνταξιοδοτικά προγράμματα ή κερδοσκοπικές ομάδες, τις ίδιες ακριβώς που προκάλεσαν αυτή την ατέρμονη κρίση, εξαιτίας της οποίας τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή από μια αίτηση για δουλειά του ποδαριού στις τηγανητές πατάτες.
Η περίπτωση του Burger King σκιαγραφεί περίτρανα αυτόν τον μηχανισμό. Το πάλαι ποτέ νούμερο δύο των αμερικανικών χάμπουργκερ δεν είναι σήμερα τίποτα άλλο από ένα παιχνιδάκι στα χέρια των τραπεζιτών. Η εταιρεία, αφού πουλήθηκε το 1997 στη Diageo, μια πολυεθνική αλκοολούχων, μεταπωλήθηκε το 2002 σε μια χρηματοπιστωτική κοινοπραξία που περιελάμβανε την Goldman Sachs και την Bain Capital, το επενδυτικό κεφάλαιο που δημιούργησε ο Μιτ Ρόμνι. Το 2010, περνά υπό τον έλεγχο του αμερικανοβραζιλιάνικου κεφαλαίου 3G Capital, το οποίο τη σπρώχνει σε μια παρακμή από την οποία πασχίζει ακόμα να συνέλθει. Μια μακρά κι επώδυνη σύγκρουση με τους υπαλλήλους της, δεν μπορεί παρά να την ωφελήσει.
Πλήθος τα ανάλογα παραδείγματα. Η αλυσίδα με τα τηγανητά κοτόπουλα Bojangles’ τράβηξε αρχικά το ενδιαφέρον της Falfurrias Capital Partners, ώσπου την κατάπιε το επενδυτικό κεφάλαιο Advent International. Η Sun Capital Partners έχει στην κατοχή της τις αλυσίδες Friendly’s, Captain D’s, Johnny Rockets και Boston Market. Η Fog Cutter Capital Group και η Consumer Capital Partners εξαγόρασαν αντίστοιχα τα Fatburger και τα Smashburger. Όσο για τη Roark Capital, ιδιοκτήτρια των Arby’s, Cinnabon, Carvel και Moe’s Southwest Grill, η δίψα της για τις θυγατρικές ήταν λογικό να την οδηγήσει στην απόκτηση μιας εταιρείας συλλογής απορριμμάτων, της Waste Pro.
Μέχρι και οι ιδιοκτήτες των φραντσάιζ που έχουν το συμπαθέστατο φαστ-φουντ στη γωνιά του δρόμου, μόνο οι « άνθρωποι της διπλανής πόρτας » δεν είναι πια. Ακόμα και στο δικό τους χώρο, οι σειρήνες της Γουόλ Στριτ νίκησαν την αγάπη τους για το λίπος. Το μεγαλύτερο φραντσάιζ των Burger King είναι μια εμπορική εταιρεία με έδρα τις Συρακούσες, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία έχει στην κατοχή της τουλάχιστον 570 παραρτήματα. Ο πρόεδρός της τσέπωσε γύρω στα δυο εκατομμύρια δολάρια το 2011, μαζί με μετοχές. Μια άλλη επιχείρηση των Burger King, η Strategic Restaurants, έπεσε στα χέρια του επενδυτικού κεφαλαίου Cerberus Capital Management, το οποίο συγκεντρώνει μετοχικά μερίδια σε περίπου 300 επιχειρήσεις ανά τον κόσμο. Η Pizza Hut από την πλευρά της, παραχώρησε το βασικό της φραντσάιζ στη Merrill Lynch, η οποία στη συνέχεια το μεταπώλησε στο κεφάλαιο Olympus Growth Fund V. Όλο αυτό το διάστημα, οι συνταξιούχοι της Valor Equity απέσπασαν τμήμα των Little Caesar και των Dunkin’ Donuts μέσω της θυγατρικής τους Sizzling Platter.
Επίσης, πέρα από το επίπεδο της μάρκας και των αντίστοιχων φραντσάιζ, η εργοδοσία των φαστ φουντ της Βόρειας Καρολίνας δεν ξεστόμισε λέξη για την απεργία του περασμένου καλοκαιριού. Για έναν απλό λόγο : τυχόν παραδοχή της δυσαρέσκειας των εργαζομένων της θα έβλαπτε την εικόνα ενός τομέα που φροντίζει να εμφανίζεται ως στυλοβάτης της οικογενειακής ευτυχίας. Τίποτα δεν αμαυρώνει περισσότερο την εικόνα ενός εστιατορίου, από μια οργισμένη σερβιτόρα στημένη μπροστά στην είσοδο που παραπονιέται ότι δεν μπορεί να εμβολιάσει το έξι μηνών μωρό της ελλείψει εσόδων.
Η θυγατρική, αν και τήρησε σιγή, δεν παρέλειψε να στείλει στο μέτωπο τα μαντρόσκυλά της. Μόλις είχε ξεσπάσει η απεργία, όταν το Ινστιτούτο Εργασιακής Πολιτικής, μια από τις ομάδες πίεσης του Μπέρμαν, εμφανίστηκε με ολοσέλιδη καταχώριση στη Wall Street Journal. Ένα διαφημιστικό μήνυμα πάνω από τη φωτογραφία ενός γιαπωνέζικου ρομπότ κουζίνας δήλωνε ότι η δράση των απεργών δεν ήταν « αγώνας κατά της διεύθυνσης, αλλά αγώνας κατά της τεχνολογίας ». Οι εργαζόμενοι το έπιασαν το υπονοούμενο : σε περίπτωση που κλιμάκωναν τη δράση τους, θα μπορούσαν εύκολα να τους ξεφορτωθούν χάρη στην αυτοματοποίηση της δουλειάς σε όλα τα φαστ-φουντ της χώρας.
Στη Βόρεια Καρολίνα τα φαστ-φουντ έχουν αφήσει εποχή. Η Boddie-Noell είναι η πρώτη εταιρεία η οποία επένδυσε εδώ ανοίγοντας ένα Hardee’s, από το όνομα μιας αλυσίδας που πουλάει στη λιανική φτηνά χάμπουργκερ στα πρότυπα των McDonald’s. Με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το μεγαλύτερο φραντσάιζ της μάρκας στις ΗΠΑ. Παραδόξως, δεν εξαγοράστηκε από κανένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο και δεν απείλησε ποτέ το προσωπικό της ότι θα το αντικαταστήσει με ρομπότ. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, το σύνθημα της οποίας -« πιστεύουμε στους ανθρώπους »- φαίνεται πως τηρείται. Καμαρώνει για την εφαρμογή μιας θρησκευτικής υπηρεσίας, με το καθήκον « να παρέχει υποστήριξη στους υπαλλήλους που γνωρίζουν προσωπικές ή επαγγελματικές δυσκολίες ». Οι οποίες, όπως φαίνεται, δεν έχουν εκλείψει, καθώς πολλοί εργαζόμενοι της επιχείρησης συμμετείχαν στην απεργιακή κινητοποίηση των Burger King.
Η Boddie-Noell έχει στην κατοχή της και μια φυτεία. Η έκταση του Ρόουζ Χιλ στα περίχωρα του Νάσβιλ (Τενεσί) κοσμείται από ένα αρχοντικό, το οποίο έχτισαν στα τέλη του 18ου αιώνα οι πρόγονοι της οικογένειας Μπόντι. Τα σκαμπανεβάσματα που γνώρισε η φυτεία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της απεικονίζουν τις περιπέτειες του αμερικανικού καπιταλισμού.
Η οικογένεια Μπόντι πούλησε το Ρόουζ Χιλ στην κορύφωση της μεγάλης ύφεσης του 1930, η οποία δεν άφησε αλώβητο ούτε το 1% των πλουσιότερων. Κατόρθωσε να ξαναγοράσει την περιουσία της χάρη στις συνταγές του Hardee’s. Χάρη, λοιπόν, στη θαυμαστή προσφορά των φαστ-φουντ, οι κληρονόμοι μπόρεσαν να επανακτήσουν τον χαμένο τους παράδεισο. Σήμερα, το αρχοντικό έχει μετατραπεί σε κέντρο διαλέξεων. Φιλοξενεί επίσης γαμήλιες τελετές για τους οπαδούς του φολκλόρ του Νότου.
Μια αλέα με ανθισμένες βατομουριές οδηγεί στη σιδερένια πύλη εισόδου με τον θυρεό της δυναστείας Μπόντι. Πιο μακριά, ένας παραμυθένιος πύργος με αψεγάδιαστους άσπρους τοίχους κι ένα άψογο γαλάζιο στέγαστρο που στηρίζεται σε τέσσερεις μεγαλοπρεπείς κίονες. Χτυπάμε το κουδούνι, αλλά δεν κουνιέται τίποτα. Το Ρόουζ Χιλ μοιάζει εντελώς άδειο. Το να βλέπουμε αυτό το πομπώδες οίκημα έτσι ακατοίκητο τούτες τις μέρες της απεργίας, φέρνει στο νου μια άλλη εικόνα, ενός κόσμου στον οποίο οι εργαζόμενοι θα έχουν εξαφανιστεί ως φυσικές παρουσίες. Θα εξακολουθούν, βέβαια, να δείχνουν ένα χαμογελαστό πρόσωπο στις διαφημιστικές αφίσες των εταιρειών, όμως η τεχνολογία και η αγορά θα τους έχουν καταστήσει οριστικά αναλώσιμους.
H δεξιά, όντως, κατατρύχεται από το φόβο ότι η παρούσα κρίση μπορεί να προκαλέσει πολιτικές αναταραχές παρόμοιες με εκείνες που σημάδεψαν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Γι’ αυτό και στοχοποιεί μετά μανίας τους φτωχούς και τους φορτώνει το κόστος της ύφεσης. Στα μάτια των συντηρητικών, η ύπαρξη τόσο κακοπληρωμένων εργαζόμενων, ώστε να μην μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς τη βοήθεια της κυβέρνησης, επ’ ουδενί σημαίνει ότι αυτοί θα έπρεπε να παίρνουν καλύτερο μισθό ή να ασκούν α συνδικαλιστικά τους δικαιώματα, αλλά ότι, αντιθέτως, θα πρέπει να καταργηθούν… τα κρατικά βοηθήματα.
Τον περασμένο Οκτώβρη, οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων –όπου έχουν την πλειοψηφία– ένα κείμενο το οποίο περιορίζει δραστικά τα προγράμματα των δελτίων τροφίμων. Ίσως να φαντάζονταν ότι πετσοκόβοντας τα τελευταία ψήγματα βοήθειας θα παρακινήσουν τους εργαζόμενους να στηρίζονται περισσότερο « στους εαυτούς τους ».
[2] Eric Schlosser, Fast Food Nation : The Dark Side of the All-American Meal, Houghton Mifflin, Βοστώνη, 2001.
Πηγή: Monde Diplomatique
" data-blogger-escaped-data-image-meta="[]" data-blogger-escaped-data-image-title="Η κατάρρευση του μύθου των φαστ-φουντ" data-blogger-escaped-data-large-file="" data-blogger-escaped-data-medium-file="" data-blogger-escaped-data-orig-file="" data-blogger-escaped-data-orig-size="" data-blogger-escaped-data-permalink="https://eleutheriellada.wordpress.com/?p=47597" data-blogger-escaped-style="background: rgb(255, 255, 255); border-radius: 4px; border: 1px solid rgb(214, 209, 199); display: block; margin: 0px auto; max-width: 500px; padding: 5px; text-align: justify;" height="2260" src="https://i0.wp.com/www.nostimonimar.gr/wp-content/uploads/2017/11/smartphones.jpg?resize=700%2C3352" style="background: rgb(255 , 255 , 255); border-radius: 4px; border: 1px solid rgb(214 , 209 , 199); display: block; margin: 0px auto; max-width: 500px; padding: 5px; text-align: justify;" width="472">
Jasu Hu για το Atlantic
Μετάφραση : Afterwords
Νιώθοντας πιο άνετα σερφάροντας στο διαδίκτυο παρά διασκεδάζοντας έξω, η γενιά των post-Millennials είναι πιο ασφαλής ως προς τη σωματική τους ακεραιότητα απ’ όσο υπήρξαν ποτέ οι έφηβοι. Αλλά βρίσκονται στα πρόθυρα ψυχικής κατάρρευσης.
Μια μέρα πέρυσι το καλοκαίρι, γύρω στο μεσημέρι, τηλεφώνησα στην Αθηνά, 13 χρονών, που ζει στο Χιούστον, Τέξας. Σήκωσε το τηλέφωνο –έχει ένα iPhone από τότε που ήταν 11 – κι ακουγόταν σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Συνομιλήσαμε για τα αγαπημένα της τραγούδια και σειρές και τη ρώτησα τι της αρέσει να κάνει με τους φίλους της. «Πάμε στο εμπορικό», είπε. «Σε πηγαίνουν οι γονείς σου με το αυτοκίνητο;», τη ρώτησα, ενθυμούμενος τα σχολικά μου χρόνια τη δεκαετία του ’80, όταν απολάμβανα μερικές ώρες μακριά από τους γονείς ψωνίζοντας με τους φίλους μου. «Όχι, πηγαίνω με την οικογένειά μου», απάντησε. «Πηγαίνουμε με τη μαμά μου και τα αδέρφια μου και περπατάμε λίγο πιο πίσω από αυτούς. Απλώς πρέπει να λέω στη μαμά μου πού πηγαίνουμε. Πρέπει να ελέγχω κάθε μία ή μισή ώρα».
Αυτές οι εκδρομές στο εμπορικό δεν είναι συχνές- περίπου μία φορά το μήνα. Τις περισσότερες φορές, η Αθηνά και οι φίλοι της περνούν την ώρα τους στα κινητά τους, χωρίς επίβλεψη. Σε αντίθεση με τους εφήβους της γενιάς μου, οι οποίοι θα περνούσαν το απόγευμά τους κουτσομπολεύοντας από το σταθερό του σπιτιού, αυτοί μιλούν στο Snapchat, μια εφαρμογή για smartphone που επιτρέπει στους χρήστες να στέλνουν φωτογραφίες και βίντεο που εξαφανίζονται γρήγορα. Φροντίζουν να παρακολουθούν τα Snapstreak τους, τα οποία δείχνουν πόσες ημέρες στη σειρά έχουν ανταλλάξει μηνύματα στο Snapchat μεταξύ τους. Μερικές φορές αποθηκεύουν screenshot από αρκετά γελοίες φωτογραφίες φίλων τους. «Είναι ένας καλός εκβιασμός», είπε η Αθηνά. (καθώς είναι ανήλικη, δεν χρησιμοποιώ το πραγματικό της όνομα.) Μου είπε ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού μόνη στο δωμάτιο της με το τηλέφωνό της. Έτσι κάνει η γενιά της, είπε. «Δεν είχαμε την επιλογή να γνωρίσουμε πώς ζει κανείς χωρίς iPad ή iPhone. Νομίζω ότι μας αρέσουν τα τηλέφωνα μας περισσότερο από ό,τι μας αρέσουν οι πραγματικοί άνθρωποι».
Μελετώ τις διαφορές μεταξύ τω γενιών εδώ και 25 χρόνια, ξεκινώντας όταν ήμουν 22 χρονών και διδακτορικός φοιτητής στην ψυχολογία. Κατά κανόνα, τα χαρακτηριστικά που ορίζουν μια γενιά εμφανίζονται σταδιακά και κατά μήκος ενός συνεχούς. Οι πεποιθήσεις και οι συμπεριφορές με αυξητική τάση απλώς συνεχίζουν να έχουν την ίδια τάση. Οι millennial, για παράδειγμα, είναι μια ιδιαίτερα ατομικιστική γενιά, αλλά ο ατομικισμός αυξανόταν από τότε που οι Baby Boomers ενεργοποιούνταν, συντονίζονταν και εγκατέλειπαν. Είχα συνηθίσει να σχεδιάζω γραφήματα τάσεων που έμοιαζαν με μικρούς λόφους και κοιλάδες. Ύστερα άρχισα να μελετώ τη γενιά της Αθηνάς.
Γύρω στο 2012 παρατήρησα τις απότομες αλλαγές στις συμπεριφορές και τις συναισθηματικές καταστάσεις των εφήβων. Οι ήπιες κλίσεις στα γραμμικά διαγράμματα έγιναν απότομα βουνά και απόκρημνοι βράχοι και πολλά από τα διακριτά χαρακτηριστικά της γενιάς των Millennial άρχισαν να εξαφανίζονται. Σε όλες μου τις αναλύσεις πάνω στα σχετικά με τις γενιές δεδομένα – μερικές από τις οποίες έφθαναν μέχρι τη δεκαετία του 1930 – δεν είχα δει ποτέ κάτι τέτοιο.
Στην αρχή υπέθεσα ότι μπορεί να πρόκειται για παρεμβολές, αλλά οι τάσεις επέμειναν για αρκετά χρόνια και σε μια σειρά ερευνών εθνικής εμβέλειας. Οι αλλαγές δεν ήταν μόνο στον βαθμό, αλλά και στο είδος. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των Millennial και των προκατόχων τους ήταν στο πώς έβλεπαν τον κόσμο. Οι έφηβοι σήμερα διαφέρουν από τους Millennial όχι μόνο στις απόψεις τους αλλά στο πώς περνούν τον χρόνο τους. Οι εμπειρίες που έχουν κάθε μέρα είναι ριζικά διαφορετικές από εκείνες της γενιάς που ενηλικιώθηκε μόλις λίγα χρόνια πριν από αυτούς.
Τι συνέβη το 2012 που προκάλεσε τόσο δραματικές αλλαγές στη συμπεριφορά; Ήταν μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία επίσημα διήρκεσε από το 2007 έως το 2009 και είχε πιο έντονη επίδραση στους Millennial που προσπαθούσαν να βρουν μια θέση σε μια παραπέουσα οικονομία. Αλλά ήταν ακριβώς η στιγμή που το ποσοστό των Αμερικανών που είχαν στην κατοχή τους ένα smartphone ξεπέρασε το 50%.
Όσο περισσότερο βυθιζόμουν στις ετήσιες έρευνες για τις στάσεις και τις συμπεριφορές των εφήβων και όσο περισσότερο μίλησα με νέους ανθρώπους όπως η Αθηνά, τόσο πιο σαφές γινόταν ότι η δική τους είναι μια γενιά που διαμορφώνεται από τα smartphone και από την συνακόλουθη άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τους αποκαλώ iGen. Γεννημένοι μεταξύ 1995 και 2012, όσοι ανήκουν σε αυτή τη γενιά μεγαλώνουν με smartphone, έχουν λογαριασμό στο Instagram προτού ξεκινήσουν το γυμνάσιο και δεν θυμούνται την εποχή πριν από το διαδίκτυο. Οι Millennial μεγάλωσαν και με το διαδίκτυο, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ πανταχού παρόν στη ζωή τους, διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα. Τα πιο ηλικιωμένα μέλη της γενιάς iGen ήταν στα πρώιμα εφηβικά τους χρόνια όταν το iPhone εισήχθη το 2007 και μαθητές γυμνασίου, όταν το iPad έκανε την εμφάνισή του το 2010. Μια έρευνα του 2017 με περισσότερους από 5.000 Αμερικάνους εφήβους διαπίστωσε ότι τρεις στους τέσσερις είχαν iPhone.
Την έλευση του smartphone και του ξαδέλφου του, του tablet, ακολούθησε γρήγορα η αγωνία σχετικά με τις επιβλαβείς συνέπειες του «χρόνου μπροστά στην οθόνη». Αλλά η επίδραση αυτών των συσκευών δεν έχει εκτιμηθεί πλήρως και υπερβαίνει κατά πολύ τις συνήθεις ανησυχίες σχετικά με την απόσπαση της προσοχής. Η άφιξη του smartphone άλλαξε ριζικά κάθε πτυχή της ζωής των εφήβων, από τη φύση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεών τους μέχρι την ψυχική τους υγεία. Αυτές οι αλλαγές έχουν επηρεάσει τους νέους σε κάθε γωνιά της χώρας και σε κάθε είδος νοικοκυριού. Οι τάσεις εμφανίζονται μεταξύ φτωχών και πλούσιων εφήβων. Κάθε εθνοτικής προέλευσης, σε αστικά κέντρα, προάστια και μικρές πόλεις. Όπου υπάρχουν κεραίες κινητής τηλεφωνίας, υπάρχουν έφηβοι που ζουν τη ζωή τους μέσω του smartphone τους.
Για όσους από εμάς θυμόμαστε με νοσταλγία μια πιο αναλογική εφηβεία, αυτό μπορεί να φαίνεται ξένο και ανησυχητικό. Ο στόχος της μελέτης των γενεών, ωστόσο, δεν είναι να υποκύψει στη νοσταλγία για το πώς ήταν κάποτε τα πράγματα. Είναι να καταλάβουμε πώς είναι τώρα. Ορισμένες αλλαγές στις γενιές είναι θετικές, μερικές είναι αρνητικές και πολλές είναι και οι δύο. Καθώς νιώθουν πιο άνετα στα υπνοδωμάτια τους παρά σε ένα αυτοκίνητο ή σε ένα πάρτι, οι έφηβοι του σήμερα είναι πιο ασφαλείς από όσο υπήρξαν ποτέ οι έφηβοι. Είναι πολύ λιγότερο πιθανό να εμπλακούν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και, έχοντας λιγότερη προτίμηση για το αλκοόλ από ό,τι οι πρόγονοί τους, είναι λιγότερο επιρρεπείς στα κακά του αλκοόλ.
Ψυχολογικά, ωστόσο, είναι πιο ευάλωτοι από ό,τι οι Millennial: Τα ποσοστά της κατάθλιψης και της αυτοκτονίας στους εφήβους έχουν εκτοξευθεί από το 2011. Δεν είναι υπερβολή να πούμε για τους iGen ότι βρίσκονται στο χείλος της χειρότερης κρίσης στην ψυχική υγεία εδώ και δεκαετίες. Μεγάλο μέρος αυτής της χειροτέρευσης μπορεί να αποδοθεί στα τηλέφωνά τους.
Ακόμη και όταν ένα συνταρακτικό γεγονός – ένας πόλεμος, ένα τεχνολογικό άλμα, μια συναυλία με ελεύθερη είσοδο μέσα στη λάσπη – παίζει έναν υπερμεγέθη ρόλο στη διαμόρφωση μιας ομάδας νέων, ποτέ ένας μοναδικός παράγοντας δεν καθορίζει μια γενιά. Οι τρόποι ανατροφής συνεχίζουν να αλλάζουν, όπως και τα σχολικά προγράμματα σπουδών και ο πολιτισμός, και έχουν και αυτά τα πράγματα τη σημασία τους. Αλλά η διπλή άνοδος των smartphone και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει προκαλέσει σεισμό μεγάλου μεγέθους που δεν έχουμε δει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αν όχι και ποτέ. Υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις ότι οι συσκευές που έχουμε τοποθετήσει στα χέρια των νέων έχουν βαθιές επιπτώσεις στη ζωή τους και τους κάνουν σοβαρά δυστυχισμένους.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο φωτογράφος Bill Yates φωτογράφησε μια σειρά από πορτρέτα στο παγοδρόμιο Sweetheart Roller στην Τάμπα της Φλόριντα. Σε ένα από αυτά, ένας γυμνόστηθος έφηβος στέκεται με ένα μεγάλο μπουκάλι αλκοόλ σφηνωμένο στο τζιν του. Σε ένα άλλο, ένα αγόρι, που δεν φαίνεται μεγαλύτερο από 12 ετών, ποζάρει με ένα τσιγάρο στο στόμα του. Το παγοδρόμιο ήταν ένα μέρος όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεφύγουν από τους γονείς τους και να κατοικήσουν σε έναν δικό τους κόσμο, έναν κόσμο όπου θα μπορούσαν να πίνουν, να καπνίζουν και να χαμουρεύονται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Σε μια έντονα ασπρόμαυρη φωτογραφία, οι έφηβοι Boomer βλέπουν την κάμερα του Yates με την αυτοπεποίθηση που γεννιέται από το να κάνει κανείς τις δικές του επιλογές – ακόμα κι αν, ίσως ειδικά αν, οι γονείς σου δεν νομίζουν ότι είναι οι σωστές.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια των εφηβικών μου χρόνων ως μέλος της Generation X, το κάπνισμα είχε χάσει κάτι από την αίγλη του, αλλά η ανεξαρτησία ήταν σίγουρα ακόμα στο παιχνίδι. Οι φίλοι μου και εγώ σχεδιάζαμε να πάρουμε το δίπωμα οδήγησης το συντομότερο δυνατό, κανονίζοντας τις εξετάσεις για το δίπλωμα για την ημέρα που κλείναμε τα 16 και χρησιμοποιώντας τη νέα μας ελευθερία για να αποδράσουμε από τα όρια της γειτονιάς μας. Στην ερώτηση των γονιών μας: «Πότε θα γυρίσεις σπίτι;»,απαντούσαμε: «Πότε πρέπει να γυρίσω;»
Αλλά η γοητεία της ανεξαρτησίας, τόσο ισχυρή για τις προηγούμενες γενιές, έχει λιγότερη εξουσία στους σημερινούς έφηβους, οι οποίοι είναι λιγότερο πιθανό να φύγουν από το σπίτι χωρίς τους γονείς τους. Η στροφή είναι εκπληκτική: οι 18χρονοι το 2015 έβγαιναν λιγότερο συχνά από ό,τι οι έκαναν οι 14χρονοι το 2009.
Οι σημερινοί έφηβοι επίσης θα βγουν σπανιότερα ραντεβού. Το αρχικό στάδιο του φλερτ, που η γενιά Χ ονόμαζε «μου αρέσεις» (όπως λέμε «Ω, του αρέσεις!»), τα παιδιά τώρα το αποκαλούν «μιλάμε» – μια ειρωνική επιλογή για μια γενιά που προτιμά την ανταλλαγή μηνυμάτων από την πραγματική συνομιλία. Αφού δύο έφηβοι έχουν «μιλήσει» για λίγο, μπορούν να αρχίσουν να βγαίνουν μαζί. Αλλά μόνο το 56% των τελειόφοιτων το 2015 έβγαινε ραντεβού. Για τους Boomer και τη γενιά X, το ποσοστό έφτανε περίπου το 85%.
Η πτώση στα ραντεβού συμβαδίζει με την πτώση της σεξουαλικής δραστηριότητας. Η μείωση είναι η πιο απότομη για τους 15χρονους, μεταξύ των οποίων ο αριθμός των σεξουαλικά δραστήριων εφήβων έχει μειωθεί σχεδόν κατά 40% από το 1991. Ο μέσος έφηβος έχει κάνει σεξ για πρώτη φορά στα 17, έναν ολόκληρο χρόνο μετά από τον μέσο έφηβο της γενιάς X. «Λιγότεροι σεξουαλικά ενεργοί έφηβοι» συμβάλλει σε αυτό που πολλοί κρίνουν ως μία από τις πιο θετικές τάσεις της νεολαίας τα τελευταία χρόνια: Ο ρυθμός γεννήσεων στους εφήβους έφτασε στα χαμηλότερα επίπεδα το 2016, δηλαδή πτώση 67% από τα υψηλότερα ποσοστά του 1991.
Ακόμη και η οδήγηση, ένα σύμβολο εφηβικής ελευθερίας εγγεγραμμένο στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα, από το Επαναστάτης χωρίς αιτία στο Η Πιο Κουφή Μέρα του Φέρι Μπούλε, έχασε τη γοητεία της για τους έφηβουςτου σήμερα. Σχεδόν όλοι οι μαθητές λυκείου της γενιάς των Boomer είχαν δίπλωμα οδήγησης από την άνοιξη του ελευταίου έτους. Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις έφηβους σήμερα δεν έχουν ακόμη δίπλωμα τελείωνοντας το λύκειο. Για μερικούς, η μαμά και ο μπαμπάς είναι τόσο καλοί οδηγοί που δεν υπάρχει ανάγκη να μάθουν οδήγηση. «Οι γονείς μου με πήγαιναν παντού με το αμάξι και ποτέ δεν παραπονέθηκαν, έτσι είχα πάντα κάποιον να με πετάει», μου είπε μια 21χρονη φοιτήτρια στο Σαν Ντιέγκο. «Δεν πήρα το δίπλωμα μέχρι να μου πει η μαμά μου ότι έπρεπε να το πάρω, γιατί δεν μπορούσε άλλο να με πηγαίνει στο σχολείο». Πήρε τελικά το δίπλωμα έξι μήνες μετά τα 18α γενέθλιά της. Σε συνομιλία μετά από συνομιλία, οι έφηβοι περιέγραψαν το πώς πήραν το δίπλωμα ως κάτι για το οποίο τους γκρίνιαζαν οι γονείς τους – έννοια αδιανόητη σε προηγούμενες γενιές.
Η ανεξαρτησία δεν είναι δωρεάν – χρειάζεται κανείς χρήματα στην τσέπη του για να πληρώσει για βενζίνη ή για εκείνο το μπουκάλι αλκοόλ. Σε παλαιότερες εποχές, τα παιδιά σε μεγάλο αριθμό εργάζονταν, όντας πρόθυμα να χρηματοδοτήσουν την ελευθερία τους ή παρακινούνταν από τους γονείς τους να μάθουν την αξία των χρημάτων. Αλλά οι έφηβοι της iGen δεν εργάζονται (ή διαχειρίζονται τα δικά τους χρήματα) τόσο πολύ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το 77% των τελειόφοιτων του λυκείου εργαζόταν έναντι αμοιβής κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Μέχρι τα μέσα του 2010, αυτό αφορούσε μόνο το 55%. Ο αριθμός των 14χρονων που εργάζονται έναντι αμοιβής έχει μειωθεί κατά το ήμισυ. Αυτές οι μειώσεις επιταχύνθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, αλλά η εφηβική απασχόληση δεν αναπήδησε, παρόλο που η διαθεσιμότητα θέσεων απασχόλησης το έκανε.
Φυσικά, η αναβολή των ευθυνών της ενήλικης ζωής δεν είναι καινοτομία της iGen. Η γενιά X στη δεκαετία του ’90 ήταν η πρώτη που ανέβαλε τους παραδοσιακούς δείκτες της ενηλικίωσης. Οι νέοι της γενιάς X ήταν σχεδόν τόσο πιθανό να οδηγούν, να πίνουν αλκοόλ και να βγαίνουν ραντεβού όσο οι νεαροί Boomer, και πιο πιθανό να κάνουν σεξ και να μείνουν έγκυες κατά την εφηβεία τους. Αλλά αφήνοντας τα εφηβικά τους χρόνια, η γενιά X παντρεύτηκε και ξεκίνησε καριέρα αργότερα από τους προκάτοχούς τους, τους Boomer.
Η γενιά X κατάφερε να εκτείνει την εφηβεία πέρα από όλα τα προηγούμενα όρια: Τα μέλη της άρχισαν να ενηλικιώνονται νωρίτερα και ολοκλήρωσαν αργότερα την ενηλικίωσή τους. Ξεκινώντας από τους Millennial και συνεχίζοντας με τους iGen, η εφηβεία συστέλλεται ξανά – αλλά μόνο επειδή καθυστερεί η έλευσή της. Σε μια σειρά από συμπεριφορές – κατανάλωση αλκοόλ, ραντεβού, ελεύθερος χρόνος χωρίς επίβλεψη – οι 18χρονοι ενεργούν σήμερα περισσότερο όπως έκαναν στο παρελθόν οι 15χρονοι και οι 15χρονοι περισσότερο σαν 13χρονοι. Η παιδική ηλικία εκτείνεται τώρα στο γυμνάσιο.
Γιατί οι σημερινοί έφηβοι περιμένουν περισσότερο προτού αναλάβουν τόσο τις ευθύνες όσο και τις απολαύσεις της ενήλικης ζωής; Οι μεταβολές στην οικονομία και την ανατροφή παίζουν καθοριστικό ρόλο. Σε μια οικονομία της πληροφορίας που ανταμείβει την ανώτερη εκπαίδευση περισσότερο από το πρώιμο ιστορικό εργασίας, οι γονείς μπορεί να είναι διατεθειμένοι να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να μένουν στο σπίτι και να σπουδάζουν και όχι να εργάζονται με μερική απασχόληση. Οι έφηβοι, με τη σειρά τους, φαίνεται να είναι ικανοποιημένοι με αυτή την ιδιότητά τους ως σπιτόγατοι- όχι επειδή είναι τόσο φιλομαθείς, αλλά επειδή η κοινωνική τους ζωή βιώνεται μέσα στο τηλέφωνό τους. Δεν χρειάζεται να φύγουν από το σπίτι για να περάσουν χρόνο με τους φίλους τους.
Αν οι σημερινοί έφηβοι ήταν μια γενιά σκληρά εργαζόμενων, θα το βλέπαμε στα δεδομένα. Αλλά οι 14χρονοι, 16χρονοι και 18χρονοι τη δεκαετία 2010 περνούν πράγματι λιγότερο χρόνο διαβάζοντας για τα μαθήματα από ό,τι οι έφηβοι της γενιάς X στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. (τελειόφοιτοι λυκείου που προορίζονται για 4ετείς σπουδές σε πανεπιστήμιο αφιερώνουν περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα στα μαθήματά τους με τους προκατόχους τους.) Ο χρόνος που δαπανούν οι τελειόφοιτοι για δραστηριότητες όπως φοιτητικές λέσχες και αθλητισμό και άσκηση έχει αλλάξει ελάχιστα τα τελευταία χρόνια. Σε συνδυασμό με τη μείωση της εργασίας έναντι αμοιβής, αυτό σημαίνει ότι οι έφηβοι της iGen έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο από ό,τι οι έφηβοι της Gen X, κι όχι λιγότερο.
Τι κάνουν λοιπόν με όλον αυτόν τον χρόνο; Βρίσκονται στο τηλέφωνο, στο δωμάτιό τους, μόνοι τους και συχνά στεναχωρημένοι.
Μία από τις ειρωνείες της ζωής των iGen είναι ότι, παρά το γεγονός ότι περνούν πολύ περισσότερο χρόνο κάτω από την ίδια στέγη με τους γονείς τους, οι έφηβοι του σήμερα δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι πιο κοντά στη μητέρα και τον πατέρα τους από τους προκατόχους τους. «Έχω δει τους φίλους μου με τις οικογένειές τους – δεν μιλάνε μεταξύ τους», μου είπε η Αθηνά. «Λένε απλά Εντάξει, εντάξει, τέλος πάντων» ενώ ασχολούνται με τα τηλέφωνά τους. Δεν δίνουν σημασία στην οικογένειά τους. «Όπως και οι συνομήλικοί της, η Αθηνά είναι ειδικός στο να αφήνει εκτός τους γονείς της, έτσι ώστε να μπορεί να επικεντρωθεί στο τηλέφωνό της. Πέρασε μεγάλο μέρος του καλοκαιριού της διατηρώντας επικοινωνία με φίλους, αλλά σχεδόν όλη αυτή η επικοινωνία γινόταν με μηνύματα ή μέσω Snapchat. «Περνούσα στο τηλέφωνο περισσότερο χρόνο από ό,τι με τους πραγματικούς ανθρώπους», είπε. «Το κρεβάτι μου έχει το αποτύπωμα του σώματός μου».
Σε αυτό, επίσης, έχει τα χαρακτηριστικά της γενιάς της. Ο αριθμός των εφήβων που συναντιούνται με τους φίλους τους κάθε μέρα μειώθηκε κατά περισσότερο από 40% από το 2000 έως το 2015. Η μείωση ήταν ιδιαίτερα απότομη πρόσφατα. Δεν είναι μόνο το ζήτημα ότι λιγότερα παιδιά πηγαίνουν σε πάρτυ. Λιγότερα παιδιά περνούν τον χρόνο τους απλά αράζοντας με την παρέα τους. Αυτό είναι κάτι που έκαναν οι περισσότεροι έφηβοι: φυτά και αθλητικοί τύποι, φτωχά παιδιά και πλούσια παιδιά, μαθητές του 15 και μαθητές του 20. Το παγοδρόμιο, το γήπεδο μπάσκετ, η πισίνα της πόλης, το σημείο της πόλης για τα ζευγαράκια – όλα έχουν αντικατασταθεί από εικονικούς χώρους στους οποίους έχουν πρόσβαση μέσω των εφαρμογών και του ίντερνετ.
Μπορεί να περιμένατε ότι οι έφηβοι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο σε αυτούς τους νέους χώρους επειδή τους κάνουν ευτυχείς, αλλά τα περισσότερα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο. Η έρευνα Monitoring the Future (Παρακολουθώντας το Μέλλον), που χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση των Ναρκωτικών (National Institute on Drug Abuse) και σχεδιάστηκε να αντιπροσωπεύει όλη την επικράτεια των ΗΠΑ, έθετε σε 18χρονους μαθητές περισσότερες από 1.000 ερωτήσεις κάθε χρόνο από το 1975 και εξέτασε 14χρονους και 16χρονους μαθητές από το 1991. Η έρευνα ρωτάει τους εφήβους πόσο ευτυχισμένοι νιώθουν και πόσο ελεύθερο χρόνο περνούν σε διάφορες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων μακριά από την οθόνη, όπως η κατά πρόσωπο κοινωνική αλληλεπίδραση και η άσκηση, και τα τελευταία χρόνια, δραστηριότητες μπροστά στην οθόνη, όπως η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η ανταλλαγή μηνυμάτων και η περιήγηση στο διαδίκτυο. Τα αποτελέσματα δεν θα μπορούσαν να είναι σαφέστερα: Οι έφηβοι που περνούν περισσότερο χρόνο από τον μέσο όρο μπροστά στην οθόνη είναι πιο πιθανό να είναι δυστυχισμένοι και όσοι περνούν περισσότερο χρόνο από τον μέσο όρο σε δραστηριότητες που δεν αφορούν την οθόνη είναι πιο πιθανό να είναι ευτυχισμένοι.
Δεν υπάρχει ούτε μια εξαίρεση. Όλες οι δραστηριότητες μπροστά στην οθόνη συνδέονται με λιγότερη ευτυχία και όλες οι δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την οθόνη είναι συνδεδεμένες με μεγαλύτερη ευτυχία. Οι 14χρονοι που περνούν 10 ή περισσότερες ώρες την εβδομάδα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν 56% περισσότερες πιθανότητες να πουν ότι είναι δυστυχισμένοι από όσους αφιερώνουν λιγότερο χρόνο σε αυτά. Βεβαίως, 10 ώρες την εβδομάδα είναι πολλές. Όμως, όσοι περνούν έξι έως εννέα ώρες την εβδομάδα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξακολουθούν να έχουν 47% περισσότερες πιθανότητες να δηλώσουν ότι είναι δυστυχισμένοι από όσους χρησιμοποιούν ακόμη λιγότερο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το αντίθετο ισχύει για τις προσωπικές αλληλεπιδράσεις. Όσοι περνούν πάνω από το μέσο όρο του χρόνου τους με τους φίλους τους είναι 20% λιγότερο πιθανό να δηλώσουν ότι είναι δυστυχισμένοι από όσους περνούν λιγότερο χρόνο από τον μέσο όρο.
Σκεφτόμαστε με συγκίνηση τη θαυμαστή εθνική προσπάθεια που καταβλήθηκε για να φτάσουμε σε αυτή την επανάσταση της μαζικής γαστρονομίας. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, τα αρδευτικά έργα, τα προγράμματα κατασκευής αυτοκινητόδρομων, όλα τα μεγάλα έργα για τα οποία υπερηφανεύεται η χώρα τα τελευταία 24 χρόνια συνέβαλαν στο να χτιστεί ένα έθνος εργοστασίων ζωοτροφής, μια οδός Χίλσμπορο σε ηπειρωτική κλίμακα ; Τόση συλλογική ορμή για να μπορέσουν κάποιοι να μαζέψουν ένα σωρό λεφτά, ενώ άλλοι χτυπιούνται για έναν άθλιο μισθό ;
Το περασμένο καλοκαίρι στο Ντέρχαμ, ένα ασυνήθιστο γεγονός αναστάτωσε τη βιομηχανία της γρήγορης εστίασης: μια απεργία. Απρόσμενη κίνηση, πόσω μάλλον όταν γίνεται σε μια πολιτεία όπως η Βόρεια Καρολίνα, η οποία φημίζεται για τη λυσσαλέα εχθρότητά της απέναντι στα συνδικάτα και παράλληλα αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος λίκνου των φαστ-φουντ, καθώς τρεις από τις γίγαντες του εν λόγω τομέα –τα Hardee’s, τα Bojangles και τα Krispy Kreme- γεννήθηκαν στα μέρη της.
To κίνημα ξεκίνησε από ένα Burger King. Το κτήριο, σε ένα σταυροδρόμι στη μέση του πουθενά, παραπέμπει περισσότερο στο οχυρό στην Έρημο των Ταρτάρων[1] , παρά σε εστιατόριο. Έξι η ώρα το πρωί, μια χούφτα υπάλληλοι στοιχίζονται μπροστά στην είσοδο του κτηρίου και αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα : «Τα δικαιώματα του εργάτη είναι κι αυτά ανθρώπινα δικαιώματα » ! Δύσκολα ανάβουν τα αίματα τόσο νωρίς το πρωί, οπότε δοκιμάζουν άλλο σύνθημα : <«Δεν ζει κανείς με 7 δολάρια και 25 σεντς!» -νύξη για το ωρομίσθιο που δίνει η συγκεκριμένη αλυσίδα.
Oι απεσταλμένοι των τοπικών καναλιών κάνουν γρήγορα την εμφάνισή τους, όπως και δυο περιπολικά. Τη σκηνή παρακολουθεί ένας πελάτης που κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι μπροστά στο παράθυρο του Burger King. Καθώς πλησιάζει η ώρα αιχμής, διάφοροι οδηγοί χτυπούν τις κόρνες τους για να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους.
Στο τέλος του πρωινού, οι απεργοί επιχειρούν να διευρύνουν το κίνημα με συγκέντρωση έξω από ένα McDonald’s στο κέντρο του Ντέρχαμ, κατόπιν έξω από ένα Little Caesar σε μια λεωφόρο με οχτώ λωρίδες, στην πόλη Ράλεϊ. Ο αριθμός τους μοιάζει να μεγαλώνει. Είναι μαζεμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου και κραδαίνουν πανό, ενώ τα παιδιά τους παίζουν κάτω από τα καχεκτικά δέντρα που επιβιώνουν σε αυτή την περιαστική ζώνη. Κάποιοι οδηγοί φορτηγών ανεβάζουν στη διαπασών τη σειρήνα τους, σε ένδειξη αλληλεγγύης. Ακούγονται επίσης μερικές βρισιές, οι οποίες εκτοξεύονται από κάποιους περαστικούς οδηγούς ημιφορτηγών.
Τελευταίος σταθμός της ημέρας το KFC του Ράλεϊ. Είναι 4 το απόγευμα. Η καλοκαιρινή ζέστη δεν πτοεί τη ζέση των διαδηλωτών, ο αριθμός των οποίων έχει ανεβεί στους εκατόν πενήντα. Ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του αιδεσιμότατου Ουίλιαμ Μπάρμπερ του Β’, του τοπικού υπεύθυνου της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση των Έγχρωμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP), ο οποίος οργανώνει εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις για να καταγγείλει την καταπιεστική πολιτική του νέου ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη Πάτρικ Μακρόρι, υπεύθυνου για τις συλλήψεις περίπου χιλίων διαδηλωτών από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Γενάρη του 2013.
Με την πελώρια σιλουέτα του, ελαφρά κυρτωμένη από την αρθρίτιδα, και με την ηχηρή μπάσα φωνή του που σκεπάζει τη βουή της πόλης, ο αιδεσιμότατος Μπάρμπερ εμψυχώνει το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί έξω από το KFC. Ελάχιστη σημασία έχει, λέει, πόσες εργατοώρες θα συγκεντρώσει κάποιος : ένας υπάλληλος φαστ-φουντ δεν φτάνει ποτέ το επίπεδο ενός επαρκούς εισοδήματος. Αυτό που διεκδικούν οι απεργοί, προσθέτει, είναι το δικαίωμα « να απολαμβάνουν τον καρπό του μόχθου τους ». Τη φράση αυτή δεν την επέλεξε τυχαία : ήταν ένα από τα πράγματα που διεκδικούσαν οι Αφροαμερικανοί στις πολιτείες του Νότου, μετά το τέλος της δουλείας. Η αλληγορία αποκτά κυριολεκτικά όλο της το νόημα μόλις ο ρήτορας συνεχίζει : « Ήρθα εδώ για να σας πω ότι αυτός ο καρπός είναι σάπιος. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε στα KFC και δεν μπορείτε καλά-καλά να πληρώσετε το κοτόπουλο που φτιάχνετε. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε για να ταΐζετε άλλους, αλλά δεν μπορείτε να ταΐσετε τα ίδια σας τα παιδιά ».
Πολλά έχουν γραφτεί για το πρωτοφανές κοινωνικό κίνημα που σαρώνει τον τομέα των φαστ-φουντ στις ΗΠΑ, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, από την Πενσιλβάνια ως την πολιτεία της Νέας Υόρκης κι από το Ρόουντ Άιλαντ ως τη Νότια Καρολίνα, κίνημα που κορυφώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 2013, με μια πανεθνική απεργία σε περισσότερες από εκατό πόλεις. Όμως, αυτό που ζήσαμε εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα δεν ήταν μια απεργία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Σε άλλες πολιτείες, οι στάσεις, οι οποίες είχαν την υποστήριξη του ισχυρού συνδικάτου εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών (Service Employees International Union, SEIU), ήταν αρκούντως μαζικές ώστε να επιφέρουν το κλείσιμο πολλών καταστημάτων. Τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη στο Ντέρχαμ και στο Ράλεϊ, όπου ο αγώνας περιορίστηκε σε σποραδικές ομαδικές διαμαρτυρίες. Εδώ, πολύ λίγοι υπάλληλοι σταμάτησαν να δουλεύουν. Και κανένα συνδικάτο δεν τους στήριξε. Η μόνη οργανωμένη στήριξη προήλθε από μια συλλογικότητα άμυνας των κατοίκων, την Action NC.
Οπότε, δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στα φαστ-φουντ που συγκεντρώθηκαν εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα έδειχναν να αγνοούν εντελώς τις πρακτικές της εργατικής οργάνωσης. Όπως παραδεχόταν μια απεργός, η οποία δεν έμοιαζε να νιώθει άνετα στα ψηλά τακούνια της, η σύγκρουση τους κατέλαβε εξ απήνης. Κανένας, επίσης, δεν είχε σκεφτεί στα σοβαρά να εμποδίσει τους καταναλωτές να διαβούν το κατώφλι του καταστήματος. Και όταν η ζέστη άρχισε να γίνεται αποπνικτική, κάποιοι απεργοί δεν δίστασαν να επιστρέψουν μόνοι τους στον τόπο της εργασίας τους για να παραγγείλουν ένα ποτό. Οι περισσότεροι, εξάλλου, δεν είχαν φανταστεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι η πράξη τους θα μπορούσε να εξοργίσει το αφεντικό τους –προβληματική αφέλεια, αν και κατανοητή για μια πολιτεία στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι, για να το πούμε απλά, ανύπαρκτα. Η Βόρεια Καρολίνα παρουσιάζει, πράγματι, το χαμηλότερο ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής στη χώρα.
Εργατικό δυναμικό ενήλικο και με πτυχία
Oι λόγοι της διαμαρτυρίας, αντίθετα, ήταν απολύτως βάσιμοι. Η Γουϊλιέτα Ντιουκς, με μαύρο φόρεμα και σταυρό στο λαιμό, κάνει τη μία δουλειά μετά την άλλη σε φαστ-φουντ. Δηλώνει αφοσιωμένη και πρόθυμη να ικανοποιήσει τον πελάτη. Όμως, αν κι έχει περάσει 16 χρόνια μέσα στα τηγανόλαδα μεγαλώνοντας τα δυο της παιδιά, δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι της. Τη φιλοξενεί ο μεγάλος της γιος στον ξενώνα. Όλον αυτό τον καιρό, λέει, οι εργοδότες της πανηγυρίζουν φωναχτά για τα πριμ που παίρνουν. Μια μέρα, ο μάνατζερ της ομάδας της τής εκμυστηρεύτηκε την τεχνική του για να μειώνει το στρες : να χαλαρώνει το βράδυ, στο σπίτι, με ένα ζεστό μπάνιο. « Κι εγώ δεν έχω ούτε σπίτι ! », λέει αναστενάζοντας η κυρία Ντιουκς. Πρόσφατα, η διεύθυνση της προώθησε ένα μέιλ -με πηγή προέλευσης τη FedEx– το οποίο της εφιστούσε την προσοχή απέναντι στην κακή επιρροή των συνδικάτων…Η Λουσία Γκαρσία έχει φέρει τον γιο της στην απεργιακή συγκέντρωση στο Burger King. Δουλεύει σε ένα McDonald’s στα προάστια, όπου για καλή της τύχη παίρνει 7,95 δολάρια την ώρα –70 σεντς κάτω από το βασικό μεροκάματο. Παρά το προνόμιο αυτό και μολονότι ο άντρας της έχει κι αυτός δουλειά, αυτή και η οικογένειά της χορταίνουν την πείνα τους χάρη στα πακέτα τροφίμων της εκκλησίας. Μεγάλο βάρος για κάποιον που σερβίρει χάμπουργκερ όλη μέρα. « Είναι λυπηρό », ξεσπά, « οι κόρες μου ντρέπονται ».
Ουδείς αγνοεί πλέον την ισχύουσα μισθολογική πολιτική στον τομέα της γρήγορης εστίασης, ο οποίος απασχολεί δεκατρία εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ. Οι πάντες γνωρίζουν επίσης το επιχείρημα που δικαιολογεί αυτή την πολιτική : οι υπάλληλοι είναι κυρίως νέοι χωρίς πτυχία, δεν συντηρούν οικογένεια και βλέπουν αυτή την πρώτη δουλειά ως ευκαιρία για να περάσουν αργότερα σε κάτι καλύτερο. Η δουλειά στο φαστ-φουντ θα ήταν κάτι σαν ένα είδος υπηρεσίας απέναντι στο έθνος, μια σύγχρονη εκδοχή της στρατιωτικής θητείας που έκαναν οι παλαιότερες γενιές.
H κατάσταση των εργαζόμενων σε αυτό το παράρτημα της Βόρειας Καρολίνας αποδεικνύει πόσο άστοχο είναι αυτό το παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι εργαζόμενοι είναι συχνά ώριμοι ενήλικες και, επιπλέον, οικογενειάρχες. Τουλάχιστον ένας από τους απεργούς που ρωτήσαμε στο Ράλεϊ ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου. Η δουλειά είναι δουλειά και σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, oι κραυγαλέες επιγραφές που παρέχουν τροφή κάκιστης ποιότητας σε προσιτές όμως τιμές, αποτελούν για πολλούς το μοναδικό διαθέσιμο μεροκάματο, ανεξαρτήτως ηλικίας και προσόντων.
Όσοι υιοθετούν τη γλώσσα της εργοδοσίας των φαστ-φουντ δεν έχουν ιδέα για τη σημαντική προσπάθεια που κατέβαλε ο κλάδος, προκειμένου να διατηρήσει τους μισθούς σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Πράγματι, οι μισθολογικοί όροι που έχουν επιβληθεί στο προσωπικό έχουν επεξεργαστεί με την ίδια επιμέλεια που αφιερώνεται για τις συνταγές των χάμπουργκερ ή τα καπάκια στα κύπελλα. Είναι ο καρπός μιας επιστήμης που σκοπό έχει να κάνει τους εργαζόμενους εξίσου αναλώσιμους με τις φιάλες της μαγιονέζας.
Στο βιβλίο του Fast Food Nation [2], ο δημοσιογράφος Έρικ Σλόσερ περιγράφει μια φρενήρη κούρσα προς την τυποποίηση. Τα τρόφιμα φθάνουν κατεψυγμένα, για να μαγειρευτούν από αλάνθαστα μηχανήματα, η χρήση των οποίων δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη εξειδίκευση. « Δουλειές οι οποίες αποκαλούνται επίτηδες “για ανειδίκευτους”, μπορούν να έρθουν σε πέρας από φτηνά εργατικά χέρια », γράφει ο δημοσιογράφος. « Η εξάρτηση από τον εργάτη ή την εργάτρια φθίνει σε μεγάλο βαθμό, χάρη στην ευκολία με την οποία αυτός μπορεί να αντικατασταθεί ».
Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός « εστιατόριο » αποδεικνύεται ανάρμοστος : οι ίδιοι οι βιομήχανοι προτιμούν τον όρο « διατροφικό σύστημα ». Εξυπακούεται ότι σε ένα τέτοιο σύστημα τα συνδικάτα δεν είναι καλοδεχούμενα. Σύμφωνα με τον Σλόσερ, τα McDonald’s τη δεκαετία του 1960 και του 1970 έκρυβαν ένα « ιπτάμενο κομάντο » από ανώτερα στελέχη εντεταλμένα να καταπνίγουν κάθε προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης στις τέσσερεις γωνιές της χώρας. Πιο πρόσφατα, το 2009, η Εθνική Ένωση Εστίασης (NRA) διεξήγαγε μια σκανδαλώδη καμπάνια ενάντια σε ένα νομοσχέδιο το οποίο θα διευκόλυνε τη δημιουργία συνδικάτων στις επιχειρήσεις. Τα αφεντικά των χάμπουργκερ συντηρούν επίσης μια στρατιά από τρομερούς λομπίστες, με πρώτο και καλύτερο τον Ρίτσαρντ Μπέρμαν, τον ιδρυτή του Κέντρου για την Ελευθερία του Καταναλωτή, το οποίο κατακλύζει τα μίντια με δριμεία κατηγορητήρια κατά του συνδικαλισμού και ύμνους υπέρ του αδιαφιλονίκητου δικαιώματος να μπουκώνεσαι με τροφές επιβλαβείς για την υγεία.
Γενικά, οι Αμερικανοί λατρεύουν τους επιχειρηματίες που τυποποιούν την τροφή τους. Το συλλογικό φαντασιακό τους έχει σημαδευτεί από την υμνολογία για τους μεγάλους πατριώτες της διατροφικής τυποποίησης : ο πρωτεργάτης του χάμπουργκερ των 15 σεντς, ο εφευρέτης της ψευτομεξικάνικης γαστρονομίας, η διάνοια πίσω από την πίτσα που ψήνεται σε 30 δευτερόλεπτα, ο κατασκευαστής των τετραόροφων σάντουιτς κ.λπ.. Είναι πολλοί οι ένδοξοι ευεργέτες που δοξάζονται από τα μέσα ενημέρωσης, τα απομνημονεύματά τους σαρώνουν σε πωλήσεις και οι υποφήφιοι στις προεδρικές εκλογές δεν παραλείπουν ποτέ να τους υποβάλουν τα σέβη τους. Ορισμένοι, εξάλλου, ήταν και οι ίδιοι υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο…
Ύστερα, υπάρχουν και οι στρατιές των μικρών αφεντικών, κατηγορίας φραντσάιζ, οι οποίοι θέτουν τη φιλοδοξία τους στην υπηρεσία μιας μάρκας κι ενός συστήματος που εφηύραν κάποιοι άλλοι. Σίγουρα, δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη δόξα ενός Χάρλαντ Σάντερς, του ιδρυτή της αυτοκρατορίας των KFC. Ωστόσο, λάμπουν κι αυτοί χάρη στο ατομικό τους ταλέντο και την πρωτοβουλία τους, καθώς αφιερώνονται αδιάκοπα στο να ανακαλύψουν κάποιο καινούργιο είδος πίτσας « ξυλάκι » ή γλάσου ζαχαροπλαστικής με χαβανέζικη γεύση. Οι ΗΠΑ τους αγαπούν κι αυτούς το ίδιο. Μήπως, άραγε, δεν είναι κι αυτοί από τους « ανθρώπους της διπλανής πόρτας », όπως τόνιζε ένας σχολιαστής του Fox News, απηυδισμένος με το απεργιακό κίνημα στα φαστ- φουντ ; Πώς να μην αναγνωρίσει κανείς ότι « έχουν δουλέψει σκληρά μια ολόκληρη ζωή κι έχουν ρισκάρει τα δικά τους τα κεφάλαια », προκειμένου να δώσουν ζωή στο αμερικανικό όνειρο, όπως υπενθύμιζε λίγες μέρες αργότερα ένας άλλος σχολιαστής στο ίδιο κανάλι ;
Φραντσάιζ στα χέρια κερδοσκόπων
Οι μύθοι αυτοί αποτελούν ένα ισχυρό όπλο. Ο Ουίλαρντ (« Μιτ ») Ρόμνι το θυμήθηκε στα πλαίσια της προεκλογικής εκστρατείας του, το 2012. Σε μια ομιλία του στο Σικάγο, ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο εξήρε « το επιχειρηματικό πνεύμα » του Τζέιμς Τζον Λιοτό, του ιδρυτή της αλυσίδας Jimmy John’s. Εν συνεχεία, διευκρίνισε ότι οι μεγάλοι άντρες με τέτοιο σθένος « δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος », διότι προτιμούν « να στηρίζονται στους εαυτούς τους και να λένε : τι μπορώ να κάνω για να γίνω καλύτερος ; Τι μπορώ να κάνω για να πραγματοποιήσω τα σχέδια που καταστρώνω για μένα και την οικογένειά μου » ;Παρ’ όλο που οι θιασώτες της προσωπικής επιτυχίας μέσω του διατροφικού συστήματος « δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος », το κράτος, αντίθετα, στηρίζεται πάνω τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Το αποδεικνύουν οι λεωφόροι, οι σωροί από σκουπίδια και τα δάνεια με προνομιακό επιτόκιο που τους παρέχει απλόχερα. Εδώ πρέπει να προστεθεί και μια ακόμα πιο απρόσμενη συγκεκαλυμμένη επιχορήγηση. Στη Βόρεια Καρολίνα, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, πολλοί υπάλληλοι φαστ-φουντ –αν όχι η πλειονότητα– λαμβάνουν από τις αρχές κουπόνια τροφίμων ή άλλες μορφές δωρεάς σε είδος. Όταν οι εργαζόμενοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν με 7,25 δολάρια την ώρα, αυτό δεν είναι σχήμα λόγου : όντως δεν μπορούν να επιβιώσουν με το κατώτατο μεροκάματο, πόσω μάλλον να « πραγματοποιήσουν » οποιοδήποτε σχέδιο.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα χρήματα των φορολογουμένων για να μην τους αφήσει να λιμοκτονήσουν και για να στηρίξει τους εργοδότες τους και τα κέρδη που αυτοί αποκομίζουν από την όλη κατάσταση.
Γνωρίζουμε πώς λειτουργούν οι γίγαντες της γρήγορης εστίασης : συσσωρεύουν αστρονομικά κέρδη, διανέμουν τρόφιμα κακής ποιότητας και επιβραβεύουν τους υπασπιστές τους με βασιλικά μπόνους. Επιπλέον, υπάγονται όλο και πιο συχνά σε συνταξιοδοτικά προγράμματα ή κερδοσκοπικές ομάδες, τις ίδιες ακριβώς που προκάλεσαν αυτή την ατέρμονη κρίση, εξαιτίας της οποίας τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή από μια αίτηση για δουλειά του ποδαριού στις τηγανητές πατάτες.
Η περίπτωση του Burger King σκιαγραφεί περίτρανα αυτόν τον μηχανισμό. Το πάλαι ποτέ νούμερο δύο των αμερικανικών χάμπουργκερ δεν είναι σήμερα τίποτα άλλο από ένα παιχνιδάκι στα χέρια των τραπεζιτών. Η εταιρεία, αφού πουλήθηκε το 1997 στη Diageo, μια πολυεθνική αλκοολούχων, μεταπωλήθηκε το 2002 σε μια χρηματοπιστωτική κοινοπραξία που περιελάμβανε την Goldman Sachs και την Bain Capital, το επενδυτικό κεφάλαιο που δημιούργησε ο Μιτ Ρόμνι. Το 2010, περνά υπό τον έλεγχο του αμερικανοβραζιλιάνικου κεφαλαίου 3G Capital, το οποίο τη σπρώχνει σε μια παρακμή από την οποία πασχίζει ακόμα να συνέλθει. Μια μακρά κι επώδυνη σύγκρουση με τους υπαλλήλους της, δεν μπορεί παρά να την ωφελήσει.
Πλήθος τα ανάλογα παραδείγματα. Η αλυσίδα με τα τηγανητά κοτόπουλα Bojangles’ τράβηξε αρχικά το ενδιαφέρον της Falfurrias Capital Partners, ώσπου την κατάπιε το επενδυτικό κεφάλαιο Advent International. Η Sun Capital Partners έχει στην κατοχή της τις αλυσίδες Friendly’s, Captain D’s, Johnny Rockets και Boston Market. Η Fog Cutter Capital Group και η Consumer Capital Partners εξαγόρασαν αντίστοιχα τα Fatburger και τα Smashburger. Όσο για τη Roark Capital, ιδιοκτήτρια των Arby’s, Cinnabon, Carvel και Moe’s Southwest Grill, η δίψα της για τις θυγατρικές ήταν λογικό να την οδηγήσει στην απόκτηση μιας εταιρείας συλλογής απορριμμάτων, της Waste Pro.
Μέχρι και οι ιδιοκτήτες των φραντσάιζ που έχουν το συμπαθέστατο φαστ-φουντ στη γωνιά του δρόμου, μόνο οι « άνθρωποι της διπλανής πόρτας » δεν είναι πια. Ακόμα και στο δικό τους χώρο, οι σειρήνες της Γουόλ Στριτ νίκησαν την αγάπη τους για το λίπος. Το μεγαλύτερο φραντσάιζ των Burger King είναι μια εμπορική εταιρεία με έδρα τις Συρακούσες, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία έχει στην κατοχή της τουλάχιστον 570 παραρτήματα. Ο πρόεδρός της τσέπωσε γύρω στα δυο εκατομμύρια δολάρια το 2011, μαζί με μετοχές. Μια άλλη επιχείρηση των Burger King, η Strategic Restaurants, έπεσε στα χέρια του επενδυτικού κεφαλαίου Cerberus Capital Management, το οποίο συγκεντρώνει μετοχικά μερίδια σε περίπου 300 επιχειρήσεις ανά τον κόσμο. Η Pizza Hut από την πλευρά της, παραχώρησε το βασικό της φραντσάιζ στη Merrill Lynch, η οποία στη συνέχεια το μεταπώλησε στο κεφάλαιο Olympus Growth Fund V. Όλο αυτό το διάστημα, οι συνταξιούχοι της Valor Equity απέσπασαν τμήμα των Little Caesar και των Dunkin’ Donuts μέσω της θυγατρικής τους Sizzling Platter.
Επίσης, πέρα από το επίπεδο της μάρκας και των αντίστοιχων φραντσάιζ, η εργοδοσία των φαστ φουντ της Βόρειας Καρολίνας δεν ξεστόμισε λέξη για την απεργία του περασμένου καλοκαιριού. Για έναν απλό λόγο : τυχόν παραδοχή της δυσαρέσκειας των εργαζομένων της θα έβλαπτε την εικόνα ενός τομέα που φροντίζει να εμφανίζεται ως στυλοβάτης της οικογενειακής ευτυχίας. Τίποτα δεν αμαυρώνει περισσότερο την εικόνα ενός εστιατορίου, από μια οργισμένη σερβιτόρα στημένη μπροστά στην είσοδο που παραπονιέται ότι δεν μπορεί να εμβολιάσει το έξι μηνών μωρό της ελλείψει εσόδων.
Η θυγατρική, αν και τήρησε σιγή, δεν παρέλειψε να στείλει στο μέτωπο τα μαντρόσκυλά της. Μόλις είχε ξεσπάσει η απεργία, όταν το Ινστιτούτο Εργασιακής Πολιτικής, μια από τις ομάδες πίεσης του Μπέρμαν, εμφανίστηκε με ολοσέλιδη καταχώριση στη Wall Street Journal. Ένα διαφημιστικό μήνυμα πάνω από τη φωτογραφία ενός γιαπωνέζικου ρομπότ κουζίνας δήλωνε ότι η δράση των απεργών δεν ήταν « αγώνας κατά της διεύθυνσης, αλλά αγώνας κατά της τεχνολογίας ». Οι εργαζόμενοι το έπιασαν το υπονοούμενο : σε περίπτωση που κλιμάκωναν τη δράση τους, θα μπορούσαν εύκολα να τους ξεφορτωθούν χάρη στην αυτοματοποίηση της δουλειάς σε όλα τα φαστ-φουντ της χώρας.
«Πιστεύουμε στους ανθρώπους »
Ο Μπέρμαν δεν έχει άδικο. Οι δημοσιογράφοι έχουν αντικατασταθεί από μπλόγκερς, οι εργάτες από ρομπότ, οι καθηγητές Πανεπιστημίου από βοηθούς και μαθήματα μέσω Ίντερνετ. Για ποιο λόγο να σταματήσει ο θεός της αποδοτικότητας, τη στιγμή που βρίσκεται σε τόσο καλό δρόμο ; Θα πρότεινε μάλιστα κανείς και στους πολιτικούς να γραφτούν στη λίστα…Στη Βόρεια Καρολίνα τα φαστ-φουντ έχουν αφήσει εποχή. Η Boddie-Noell είναι η πρώτη εταιρεία η οποία επένδυσε εδώ ανοίγοντας ένα Hardee’s, από το όνομα μιας αλυσίδας που πουλάει στη λιανική φτηνά χάμπουργκερ στα πρότυπα των McDonald’s. Με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το μεγαλύτερο φραντσάιζ της μάρκας στις ΗΠΑ. Παραδόξως, δεν εξαγοράστηκε από κανένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο και δεν απείλησε ποτέ το προσωπικό της ότι θα το αντικαταστήσει με ρομπότ. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, το σύνθημα της οποίας -« πιστεύουμε στους ανθρώπους »- φαίνεται πως τηρείται. Καμαρώνει για την εφαρμογή μιας θρησκευτικής υπηρεσίας, με το καθήκον « να παρέχει υποστήριξη στους υπαλλήλους που γνωρίζουν προσωπικές ή επαγγελματικές δυσκολίες ». Οι οποίες, όπως φαίνεται, δεν έχουν εκλείψει, καθώς πολλοί εργαζόμενοι της επιχείρησης συμμετείχαν στην απεργιακή κινητοποίηση των Burger King.
Η Boddie-Noell έχει στην κατοχή της και μια φυτεία. Η έκταση του Ρόουζ Χιλ στα περίχωρα του Νάσβιλ (Τενεσί) κοσμείται από ένα αρχοντικό, το οποίο έχτισαν στα τέλη του 18ου αιώνα οι πρόγονοι της οικογένειας Μπόντι. Τα σκαμπανεβάσματα που γνώρισε η φυτεία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της απεικονίζουν τις περιπέτειες του αμερικανικού καπιταλισμού.
Η οικογένεια Μπόντι πούλησε το Ρόουζ Χιλ στην κορύφωση της μεγάλης ύφεσης του 1930, η οποία δεν άφησε αλώβητο ούτε το 1% των πλουσιότερων. Κατόρθωσε να ξαναγοράσει την περιουσία της χάρη στις συνταγές του Hardee’s. Χάρη, λοιπόν, στη θαυμαστή προσφορά των φαστ-φουντ, οι κληρονόμοι μπόρεσαν να επανακτήσουν τον χαμένο τους παράδεισο. Σήμερα, το αρχοντικό έχει μετατραπεί σε κέντρο διαλέξεων. Φιλοξενεί επίσης γαμήλιες τελετές για τους οπαδούς του φολκλόρ του Νότου.
Μια αλέα με ανθισμένες βατομουριές οδηγεί στη σιδερένια πύλη εισόδου με τον θυρεό της δυναστείας Μπόντι. Πιο μακριά, ένας παραμυθένιος πύργος με αψεγάδιαστους άσπρους τοίχους κι ένα άψογο γαλάζιο στέγαστρο που στηρίζεται σε τέσσερεις μεγαλοπρεπείς κίονες. Χτυπάμε το κουδούνι, αλλά δεν κουνιέται τίποτα. Το Ρόουζ Χιλ μοιάζει εντελώς άδειο. Το να βλέπουμε αυτό το πομπώδες οίκημα έτσι ακατοίκητο τούτες τις μέρες της απεργίας, φέρνει στο νου μια άλλη εικόνα, ενός κόσμου στον οποίο οι εργαζόμενοι θα έχουν εξαφανιστεί ως φυσικές παρουσίες. Θα εξακολουθούν, βέβαια, να δείχνουν ένα χαμογελαστό πρόσωπο στις διαφημιστικές αφίσες των εταιρειών, όμως η τεχνολογία και η αγορά θα τους έχουν καταστήσει οριστικά αναλώσιμους.
P.-S.
Επιδοτήσεις στην εργοδοσία
Πόσα ξοδεύει η Ουάσινγκτον για να διασφαλίσει την επιβίωση των εργαζόμενων και ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα στο χώρο του χάμπουργκερ ; Σύμφωνα με το Εθνικό Νομοσχέδιο για την Εργασία (NELP), μια μη κυβερνητική οργάνωση που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των χαμηλόμισθων, τα προγράμματα αρωγής για τους υπαλλήλους της γρήγορης εστίασης ανέρχονται γύρω στα 7 δισ. δολάρια το χρόνο. Μια τέτοια επιδότηση προς την εργοδοσία μπορεί να προκαλεί σοκ σε μια χώρα η οποία έχει δει τόσους εργαζόμενους να βουλιάζουν στη φτώχεια κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών. Η ανησυχία, ωστόσο, των Αμερικανών απέναντι στο ζήτημα αργεί να βρει μια πολιτική έκφραση. Μπορεί η δημοκρατική πλειοψηφία στη Γερουσία και το περιβάλλον του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να ανακοίνωσαν ότι υποστηρίζουν την ιδέα για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 10 δολάρια την ώρα. Ωστόσο, η διστακτικότητά τους και τα εμπόδια που θέτουν οι Ρεπουμπλικάνοι εξακολουθούν να μπλοκάρουν την όποια πρόοδο.H δεξιά, όντως, κατατρύχεται από το φόβο ότι η παρούσα κρίση μπορεί να προκαλέσει πολιτικές αναταραχές παρόμοιες με εκείνες που σημάδεψαν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Γι’ αυτό και στοχοποιεί μετά μανίας τους φτωχούς και τους φορτώνει το κόστος της ύφεσης. Στα μάτια των συντηρητικών, η ύπαρξη τόσο κακοπληρωμένων εργαζόμενων, ώστε να μην μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς τη βοήθεια της κυβέρνησης, επ’ ουδενί σημαίνει ότι αυτοί θα έπρεπε να παίρνουν καλύτερο μισθό ή να ασκούν α συνδικαλιστικά τους δικαιώματα, αλλά ότι, αντιθέτως, θα πρέπει να καταργηθούν… τα κρατικά βοηθήματα.
Τον περασμένο Οκτώβρη, οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων –όπου έχουν την πλειοψηφία– ένα κείμενο το οποίο περιορίζει δραστικά τα προγράμματα των δελτίων τροφίμων. Ίσως να φαντάζονταν ότι πετσοκόβοντας τα τελευταία ψήγματα βοήθειας θα παρακινήσουν τους εργαζόμενους να στηρίζονται περισσότερο « στους εαυτούς τους ».
Notes
[1] (ΣτΜ) : Μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι (εκ. Αστάρτη, 1991, μετ. Α. Χρυσοστομίδης). Σε μια αχανή έρημο, στρατιώτες φυλούν ένα παλιό οχυρό, από τους Βάρβαρους που δεν έρχονται. Ένα παραμύθι για μεγάλους, ένα μυθιστόρημα που αγαπήθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη.[2] Eric Schlosser, Fast Food Nation : The Dark Side of the All-American Meal, Houghton Mifflin, Βοστώνη, 2001.
Πηγή: Monde Diplomatique
" data-medium-file="" data-large-file="" class=" wp-image-47596 no-display appear aligncenter" src="https://i0.wp.com/www.nostimonimar.gr/wp-content/uploads/2017/11/4_%CF%86%CF%89%CF%84%CF%8C%CE%B2.jpg?resize=702%2C468" alt="" width="468" height="312" style="text-align: justify; margin: 0px auto; padding: 5px; border: 1px solid rgb(214, 209, 199); display: block; background: rgb(255, 255, 255); max-width: 500px; border-radius: 4px;">
Όσο περισσότερο χρόνο περνούν οι έφηβοι κοιτάζοντας την οθόνη, τόσο πιο πιθανό είναι να αναφέρουν συμπτώματα κατάθλιψης.
Εάν επρόκειτο να δώσουμε συμβουλές για μια ευτυχισμένη εφηβεία με βάση αυτή την έρευνα, θα λέγαμε χωρίς περιστροφές: Άσε κάτω το τηλέφωνο, κλείσε το λάπτοπ και κάνε κάτι – οτιδήποτε- που δεν ενέχει μια οθόνη. Φυσικά, αυτές οι αναλύσεις δεν αποδεικνύουν αναμφίβολα ότι ο χρόνος μπροστά από την οθόνη προκαλεί δυστυχία. Eίναι πιθανό ότι οι δυσαρεστημένοι έφηβοι περνούν περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι ο χρόνος μπροστά από την οθόνη, και ιδίως η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προκαλεί δυστυχία. Μία μελέτη ζήτησε από τους φοιτητές που έχουν σελίδα στο Facebook να συμπληρώσουν σύντομες έρευνες στο τηλέφωνό τους για δύο εβδομάδες. Θα λάμβαναν ένα μήνυμα στο κινητό με έναν σύνδεσμο πέντε φορές την ημέρα και θα απαντούσαν ερωτήσεις σχετικά τη διάθεσή τους και το πόσο είχαν χρησιμοποιήσει το Facebook. Όσο περισσότερο χρησιμοποιούσαν το Facebook, τόσο πιο δυστυχισμένοι αισθάνονταν, αλλά το αίσθημα της δυστυχίας δεν οδήγησε συνακολούθως σε περισσότερη χρήση του Facebook.
Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, υπόσχονται να μας συνδέσουν με φίλους. Αλλά το πορτρέτο των έφηβων της γενιάς iGen που αναδύεται από τα δεδομένα δείχνει μια μοναχική, εκτοπισμένη γενιά. Οι έφηβοι που επισκέπτονται καθημερινά ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, αλλά βλέπουν τους φίλους τους προσωπικά λιγότερο συχνά, είναι πιθανότερο να συμφωνούν με τις δηλώσεις «Πολλές φορές αισθάνομαι μοναξιά», «Συχνά αισθάνομαι λίγο απομονωμένος» και «Συχνά εύχομαι να είχα περισσότερους φίλους». Το αίσθημα μοναξιάς στους εφήβους αυξήθηκε το 2013 και έκτοτε παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα.
Αυτό δεν σημαίνει πάντοτε ότι, σε ατομικό επίπεδο, τα παιδιά που περνούν περισσότερο χρόνο online είναι πιο απομονωμένα από τα παιδιά που περνούν λιγότερο χρόνο online. Οι έφηβοι που περνούν περισσότερο χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περνούν και περισσότερο χρόνο με τους φίλους τους, κατά μέσο όρο – οι πολύ κοινωνικοί έφηβοι είναι κοινωνικοί και στους δύο χώρους και οι λιγότερο κοινωνικοί έφηβοι είναι λιγότερο κοινωνικοί, αντίστοιχα. Αλλά σε επίπεδο γενιάς, όταν οι έφηβοι περνούν περισσότερο χρόνο στα smartphone και λιγότερο χρόνο σε προσωπικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, η μοναξιά είναι πιο συνηθισμένη.
Έτσι είναι η κατάθλιψη. Για άλλη μια φορά, η επίδραση των δραστηριοτήτων μπροστά στην οθόνη είναι αδιαμφισβήτητο: Όσο περισσότερο χρόνο περνούν οι έφηβοι κοιτάζοντας την οθόνη, τόσο πιο πιθανό είναι να αναφέρουν συμπτώματα κατάθλιψης. Οι 14χρονοι, που είναι τακτικοί χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αυξάνουν τον κίνδυνο να πάθουν κατάθλιψη κατά 27%, ενώ όσοι ασχολούνται με τον αθλητισμό, παρακολουθούν θρησκευτικές εκδηλώσεις ή ακόμη κάνουν τα μαθήματά τους περισσότερο από ό,τι ο μέσος έφηβος μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο αυτό.
Οι έφηβοι που περνούν τρεις ώρες την ημέρα ή περισσότερο σε ηλεκτρονικές συσκευές είναι κατά 35% πιθανότερο να έχουν έναν παράγοντα κινδύνου για αυτοκτονία, όπως να φτιάξουν ένα σχέδιο αυτοκτονίας. (Αυτό είναι πολύ περισσότερο από τον κίνδυνο που σχετίζεται, για παράδειγμα, με την παρακολούθηση τηλεόρασης.) Μερικά από τα στοιχεία που συλλαμβάνουν εμμέσως, αλλά ωστόσο εντυπωσιακά, την αυξανόμενη απομόνωση των παιδιών, για καλό και για κακό: Από το 2007, το ποσοστό ανθρωποκτονιών μεταξύ των εφήβων έχει μειωθεί, αλλά το ποσοστό αυτοκτονιών έχει αυξηθεί. Δεδομένου ότι οι έφηβοι έχουν αρχίσει να περνούν λιγότερο χρόνο μαζί, είναι λιγότερο πιθανό να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον και πιθανότερο να αυτοκτονήσουν. Το 2011, για πρώτη φορά σε 24 χρόνια, το ποσοστό αυτοκτονίας στους εφήβους ήταν υψηλότερο από το ποσοστό ανθρωποκτονίας μεταξύ των εφήβων.
Η κατάθλιψη και η αυτοκτονία έχουν πολλά αίτια. Η υπερβολική τεχνολογία προφανώς δεν είναι το μοναδικό. Και το ποσοστό αυτοκτονίας στους έφηβους ήταν ακόμη υψηλότερο στη δεκαετία του ’90, πολύ πριν εμφανιστούν τα smartphone. Από την άλλη, περίπου τέσσερις φορές περισσότεροι Αμερικανοί πλέον παίρνουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα οποία συχνά είναι αποτελεσματικά στη θεραπεία της σοβαρής κατάθλιψης, του τύπου κατάθλιψης που συνδέεται στενότερα με την αυτοκτονία.
Ποια είναι η σχέση μεταξύ των smartphone και της εμφανούς ψυχολογικής πίεσης που βιώνει αυτή η γενιά; Χάρη στη δύναμή τους να συνδέουν τα παιδιά μέρα-νύχτα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιδεινώνουν επίσης την ανησυχία των εφήβων ότι είναι απομονωμένοι. Οι σημερινοί έφηβοι μπορούν να πάνε σε λιγότερα πάρτυ και να ξοδέψουν λιγότερο χρόνο μαζί, αλλά όταν συναντιούνται, ανακοινώνουν ασταμάτητα τις συναντήσεις τους- στο Snapchat, Instagram, Facebook. Εκείνοι που δεν προσκαλούνται να έρθουν μαζί τους το γνωρίζουν πολύ καλά. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των εφήβων που αισθάνονται παραμελημένοι έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Όπως και η αύξηση της μοναξιάς, η άνοδος του αισθήματος της απομόνωσης ήταν γρήγορη και σημαντική.
Αυτή η τάση ήταν ιδιαίτερα απότομη στα κορίτσια. 48% περισσότερα κορίτσια δήλωσαν ότι συχνά αισθάνονται απομονωμένα το 2015 από ό,τι το 2010, σε σύγκριση με 27% περισσότερα αγόρια. Τα κορίτσια χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συχνότερα, έχοντας έτσι περισσότερες ευκαιρίες να αισθάνονται απομονωμένα και μοναχικά όταν βλέπουν τους φίλους ή τους συμμαθητές τους να βγαίνουν χωρίς αυτούς. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιβάλλουν έναν ψυχικό φόρο και στον έφηβο που κάνει την ανάρτηση, καθώς αναμένει με ανυπομονησία σχόλια και λάικ. Όταν η Αθηνά δημοσιεύει φωτογραφίες στο Instagram, μου είπε: «Είμαι νευρική για το τι σκέφτονται και τι θα πουν οι άλλοι. Μερικές φορές με ενοχλεί όταν δεν παίρνω συγκεκριμένο αριθμό λάικ σε μια φωτογραφία».
Τα κορίτσια επίσης φέρουν το βάρος της αύξησης των συμπτωμάτων κατάθλιψης στους σημερινούς εφήβους. Τα συμπτώματα κατάθλιψης στα αγόρια αυξήθηκαν κατά 21% από το 2012 έως το 2015, ενώ στα κορίτσια αυξήθηκαν κατά 50% – περισσότερο από το διπλάσιο. Η αύξηση των αυτοκτονιών, επίσης, είναι πιο έντονη μεταξύ των κοριτσιών. Παρόλο που το ποσοστό αυξήθηκε και στα δύο φύλα, τρεις φορές περισσότερα κορίτσια ηλικίας 12 έως 14 ετών έχασαν τη ζωή τους το 2015 όπως και το 2007, σε σύγκριση με δύο φορές περισσότερα αγόρια. Το ποσοστό αυτοκτονιών εξακολουθεί να είναι υψηλότερο για τα αγόρια, εν μέρει επειδή χρησιμοποιούν πιο θανατηφόρες μεθόδους, αλλά τα κορίτσια αρχίζουν να καλύπτουν τη διαφορά.
Αυτές οι πιο επιζήμιες συνέπειες για τα έφηβα κορίτσια θα μπορούσαν επίσης να έχουν τις ρίζες τους στο γεγονός ότι είναι πιο πιθανό να βιώσουν τον ηλεκτρονικό εκφοβισμό. Τα αγόρια τείνουν να εκφοβίζουν το ένα το άλλο σωματικά, ενώ τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να το κάνουν υπονομεύοντας την κοινωνική θέση ή τις σχέσεις ενός θύματος. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν στα κορίτσια γυμνασίου και λυκείου μια πλατφόρμα προκειμένου να εκφράσουν το επιθετικό ύφος που τους αρέσει, εξοστρακίζοντας και αποκλείοντας άλλα κορίτσια όλη την ώρα.
Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης γνωρίζουν βεβαίως αυτά τα προβλήματα και σε κάποιο βαθμό προσπάθησαν να αποτρέψουν τον ηλεκτρονικό αποκλεισμό. Αλλά τα διάφορα κίνητρά τους είναι, το λιγότερο, πολύπλοκα. Ένα έγγραφο του Facebook που διέρρευσε πρόσφατα έδειξε ότι η εταιρεία είχε διαφημίσει την ικανότητά της να καθορίζει τη συναισθηματική κατάσταση των εφήβων με βάση τη συμπεριφορά τους στην πλατφόρμα δικτύωσης, και ακόμη να εντοπίζει «στιγμές που οι νέοι χρειάζονται μια ώθηση στην αυτοπεποίθησή τους». Το Facebook αναγνώρισε ότι το έγγραφο ήταν πραγματικό, αλλά αρνήθηκε ότι προσφέρει «εργαλεία που στοχεύουν ανθρώπους με βάση τη συναισθηματική τους κατάσταση».
Δεν ήταν, ωστόσο, το αυτοκίνητο αυτό που έπεσε πάνω μου με όλη του τη δύναμη. Ήταν μάλλον ένα όραμα : το γεγονός ότι κατάλαβα αυθόρμητα τι είναι αυτό που προσδίδει στη γρήγορη εστίαση την αδυσώπητη αποδοτικότητά της. Αρκεί ένα σύντομο πέρασμα από το Waffle House για να διαπιστώσει κανείς τι παίζεται σε αυτή τη βιομηχανία. H παρασκευή σε διαφορετικά στάδια, η παραγωγή βάφλας σε αλυσίδα, οι διπλές φριτέζες, η διάταξη των έτοιμων φαγητών, ακόμα και το μικρό έξυπνο πλαστικό καπάκι στο κύπελλο του καφέ με το καλαμάκι, ειδικά κατασκευασμένο για να απολαμβάνει ο πελάτης το ρόφημά του χωρίς να φοβάται μη χυθεί έστω και μια σταγόνα πάνω του : είναι τόσα τα πράγματα που μαρτυρούν την ανθρώπινη εφευρετικότητα, που δεν μπορείς να μην τα θαυμάσεις. Κι όμως, αυτό το απαύγασμα αποτελεσματικότητας έχει ως τίμημα μια τεράστια σπατάλη –σε καύσιμα, κλιματισμό, γη, σκουπίδια. Από τη μια, ένα έργο τέχνης βιομηχανικού σχεδιασμού. Από την άλλη, μια ανελέητη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και εργατικού δυναμικού.
Σκεφτόμαστε με συγκίνηση τη θαυμαστή εθνική προσπάθεια που καταβλήθηκε για να φτάσουμε σε αυτή την επανάσταση της μαζικής γαστρονομίας. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, τα αρδευτικά έργα, τα προγράμματα κατασκευής αυτοκινητόδρομων, όλα τα μεγάλα έργα για τα οποία υπερηφανεύεται η χώρα τα τελευταία 24 χρόνια συνέβαλαν στο να χτιστεί ένα έθνος εργοστασίων ζωοτροφής, μια οδός Χίλσμπορο σε ηπειρωτική κλίμακα ; Τόση συλλογική ορμή για να μπορέσουν κάποιοι να μαζέψουν ένα σωρό λεφτά, ενώ άλλοι χτυπιούνται για έναν άθλιο μισθό ;
Το περασμένο καλοκαίρι στο Ντέρχαμ, ένα ασυνήθιστο γεγονός αναστάτωσε τη βιομηχανία της γρήγορης εστίασης: μια απεργία. Απρόσμενη κίνηση, πόσω μάλλον όταν γίνεται σε μια πολιτεία όπως η Βόρεια Καρολίνα, η οποία φημίζεται για τη λυσσαλέα εχθρότητά της απέναντι στα συνδικάτα και παράλληλα αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος λίκνου των φαστ-φουντ, καθώς τρεις από τις γίγαντες του εν λόγω τομέα –τα Hardee’s, τα Bojangles και τα Krispy Kreme- γεννήθηκαν στα μέρη της.
To κίνημα ξεκίνησε από ένα Burger King. Το κτήριο, σε ένα σταυροδρόμι στη μέση του πουθενά, παραπέμπει περισσότερο στο οχυρό στην Έρημο των Ταρτάρων[1] , παρά σε εστιατόριο. Έξι η ώρα το πρωί, μια χούφτα υπάλληλοι στοιχίζονται μπροστά στην είσοδο του κτηρίου και αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα : «Τα δικαιώματα του εργάτη είναι κι αυτά ανθρώπινα δικαιώματα » ! Δύσκολα ανάβουν τα αίματα τόσο νωρίς το πρωί, οπότε δοκιμάζουν άλλο σύνθημα : <«Δεν ζει κανείς με 7 δολάρια και 25 σεντς!» -νύξη για το ωρομίσθιο που δίνει η συγκεκριμένη αλυσίδα.
Oι απεσταλμένοι των τοπικών καναλιών κάνουν γρήγορα την εμφάνισή τους, όπως και δυο περιπολικά. Τη σκηνή παρακολουθεί ένας πελάτης που κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι μπροστά στο παράθυρο του Burger King. Καθώς πλησιάζει η ώρα αιχμής, διάφοροι οδηγοί χτυπούν τις κόρνες τους για να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους.
Στο τέλος του πρωινού, οι απεργοί επιχειρούν να διευρύνουν το κίνημα με συγκέντρωση έξω από ένα McDonald’s στο κέντρο του Ντέρχαμ, κατόπιν έξω από ένα Little Caesar σε μια λεωφόρο με οχτώ λωρίδες, στην πόλη Ράλεϊ. Ο αριθμός τους μοιάζει να μεγαλώνει. Είναι μαζεμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου και κραδαίνουν πανό, ενώ τα παιδιά τους παίζουν κάτω από τα καχεκτικά δέντρα που επιβιώνουν σε αυτή την περιαστική ζώνη. Κάποιοι οδηγοί φορτηγών ανεβάζουν στη διαπασών τη σειρήνα τους, σε ένδειξη αλληλεγγύης. Ακούγονται επίσης μερικές βρισιές, οι οποίες εκτοξεύονται από κάποιους περαστικούς οδηγούς ημιφορτηγών.
Τελευταίος σταθμός της ημέρας το KFC του Ράλεϊ. Είναι 4 το απόγευμα. Η καλοκαιρινή ζέστη δεν πτοεί τη ζέση των διαδηλωτών, ο αριθμός των οποίων έχει ανεβεί στους εκατόν πενήντα. Ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του αιδεσιμότατου Ουίλιαμ Μπάρμπερ του Β’, του τοπικού υπεύθυνου της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση των Έγχρωμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP), ο οποίος οργανώνει εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις για να καταγγείλει την καταπιεστική πολιτική του νέου ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη Πάτρικ Μακρόρι, υπεύθυνου για τις συλλήψεις περίπου χιλίων διαδηλωτών από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Γενάρη του 2013.
Με την πελώρια σιλουέτα του, ελαφρά κυρτωμένη από την αρθρίτιδα, και με την ηχηρή μπάσα φωνή του που σκεπάζει τη βουή της πόλης, ο αιδεσιμότατος Μπάρμπερ εμψυχώνει το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί έξω από το KFC. Ελάχιστη σημασία έχει, λέει, πόσες εργατοώρες θα συγκεντρώσει κάποιος : ένας υπάλληλος φαστ-φουντ δεν φτάνει ποτέ το επίπεδο ενός επαρκούς εισοδήματος. Αυτό που διεκδικούν οι απεργοί, προσθέτει, είναι το δικαίωμα « να απολαμβάνουν τον καρπό του μόχθου τους ». Τη φράση αυτή δεν την επέλεξε τυχαία : ήταν ένα από τα πράγματα που διεκδικούσαν οι Αφροαμερικανοί στις πολιτείες του Νότου, μετά το τέλος της δουλείας. Η αλληγορία αποκτά κυριολεκτικά όλο της το νόημα μόλις ο ρήτορας συνεχίζει : « Ήρθα εδώ για να σας πω ότι αυτός ο καρπός είναι σάπιος. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε στα KFC και δεν μπορείτε καλά-καλά να πληρώσετε το κοτόπουλο που φτιάχνετε. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε για να ταΐζετε άλλους, αλλά δεν μπορείτε να ταΐσετε τα ίδια σας τα παιδιά ».
Πολλά έχουν γραφτεί για το πρωτοφανές κοινωνικό κίνημα που σαρώνει τον τομέα των φαστ-φουντ στις ΗΠΑ, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, από την Πενσιλβάνια ως την πολιτεία της Νέας Υόρκης κι από το Ρόουντ Άιλαντ ως τη Νότια Καρολίνα, κίνημα που κορυφώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 2013, με μια πανεθνική απεργία σε περισσότερες από εκατό πόλεις. Όμως, αυτό που ζήσαμε εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα δεν ήταν μια απεργία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Σε άλλες πολιτείες, οι στάσεις, οι οποίες είχαν την υποστήριξη του ισχυρού συνδικάτου εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών (Service Employees International Union, SEIU), ήταν αρκούντως μαζικές ώστε να επιφέρουν το κλείσιμο πολλών καταστημάτων. Τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη στο Ντέρχαμ και στο Ράλεϊ, όπου ο αγώνας περιορίστηκε σε σποραδικές ομαδικές διαμαρτυρίες. Εδώ, πολύ λίγοι υπάλληλοι σταμάτησαν να δουλεύουν. Και κανένα συνδικάτο δεν τους στήριξε. Η μόνη οργανωμένη στήριξη προήλθε από μια συλλογικότητα άμυνας των κατοίκων, την Action NC.
Οπότε, δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στα φαστ-φουντ που συγκεντρώθηκαν εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα έδειχναν να αγνοούν εντελώς τις πρακτικές της εργατικής οργάνωσης. Όπως παραδεχόταν μια απεργός, η οποία δεν έμοιαζε να νιώθει άνετα στα ψηλά τακούνια της, η σύγκρουση τους κατέλαβε εξ απήνης. Κανένας, επίσης, δεν είχε σκεφτεί στα σοβαρά να εμποδίσει τους καταναλωτές να διαβούν το κατώφλι του καταστήματος. Και όταν η ζέστη άρχισε να γίνεται αποπνικτική, κάποιοι απεργοί δεν δίστασαν να επιστρέψουν μόνοι τους στον τόπο της εργασίας τους για να παραγγείλουν ένα ποτό. Οι περισσότεροι, εξάλλου, δεν είχαν φανταστεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι η πράξη τους θα μπορούσε να εξοργίσει το αφεντικό τους –προβληματική αφέλεια, αν και κατανοητή για μια πολιτεία στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι, για να το πούμε απλά, ανύπαρκτα. Η Βόρεια Καρολίνα παρουσιάζει, πράγματι, το χαμηλότερο ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής στη χώρα.
Εργατικό δυναμικό ενήλικο και με πτυχία
Oι λόγοι της διαμαρτυρίας, αντίθετα, ήταν απολύτως βάσιμοι. Η Γουϊλιέτα Ντιουκς, με μαύρο φόρεμα και σταυρό στο λαιμό, κάνει τη μία δουλειά μετά την άλλη σε φαστ-φουντ. Δηλώνει αφοσιωμένη και πρόθυμη να ικανοποιήσει τον πελάτη. Όμως, αν κι έχει περάσει 16 χρόνια μέσα στα τηγανόλαδα μεγαλώνοντας τα δυο της παιδιά, δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι της. Τη φιλοξενεί ο μεγάλος της γιος στον ξενώνα. Όλον αυτό τον καιρό, λέει, οι εργοδότες της πανηγυρίζουν φωναχτά για τα πριμ που παίρνουν. Μια μέρα, ο μάνατζερ της ομάδας της τής εκμυστηρεύτηκε την τεχνική του για να μειώνει το στρες : να χαλαρώνει το βράδυ, στο σπίτι, με ένα ζεστό μπάνιο. « Κι εγώ δεν έχω ούτε σπίτι ! », λέει αναστενάζοντας η κυρία Ντιουκς. Πρόσφατα, η διεύθυνση της προώθησε ένα μέιλ -με πηγή προέλευσης τη FedEx– το οποίο της εφιστούσε την προσοχή απέναντι στην κακή επιρροή των συνδικάτων…Η Λουσία Γκαρσία έχει φέρει τον γιο της στην απεργιακή συγκέντρωση στο Burger King. Δουλεύει σε ένα McDonald’s στα προάστια, όπου για καλή της τύχη παίρνει 7,95 δολάρια την ώρα –70 σεντς κάτω από το βασικό μεροκάματο. Παρά το προνόμιο αυτό και μολονότι ο άντρας της έχει κι αυτός δουλειά, αυτή και η οικογένειά της χορταίνουν την πείνα τους χάρη στα πακέτα τροφίμων της εκκλησίας. Μεγάλο βάρος για κάποιον που σερβίρει χάμπουργκερ όλη μέρα. « Είναι λυπηρό », ξεσπά, « οι κόρες μου ντρέπονται ».
Ουδείς αγνοεί πλέον την ισχύουσα μισθολογική πολιτική στον τομέα της γρήγορης εστίασης, ο οποίος απασχολεί δεκατρία εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ. Οι πάντες γνωρίζουν επίσης το επιχείρημα που δικαιολογεί αυτή την πολιτική : οι υπάλληλοι είναι κυρίως νέοι χωρίς πτυχία, δεν συντηρούν οικογένεια και βλέπουν αυτή την πρώτη δουλειά ως ευκαιρία για να περάσουν αργότερα σε κάτι καλύτερο. Η δουλειά στο φαστ-φουντ θα ήταν κάτι σαν ένα είδος υπηρεσίας απέναντι στο έθνος, μια σύγχρονη εκδοχή της στρατιωτικής θητείας που έκαναν οι παλαιότερες γενιές.
H κατάσταση των εργαζόμενων σε αυτό το παράρτημα της Βόρειας Καρολίνας αποδεικνύει πόσο άστοχο είναι αυτό το παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι εργαζόμενοι είναι συχνά ώριμοι ενήλικες και, επιπλέον, οικογενειάρχες. Τουλάχιστον ένας από τους απεργούς που ρωτήσαμε στο Ράλεϊ ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου. Η δουλειά είναι δουλειά και σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, oι κραυγαλέες επιγραφές που παρέχουν τροφή κάκιστης ποιότητας σε προσιτές όμως τιμές, αποτελούν για πολλούς το μοναδικό διαθέσιμο μεροκάματο, ανεξαρτήτως ηλικίας και προσόντων.
Όσοι υιοθετούν τη γλώσσα της εργοδοσίας των φαστ-φουντ δεν έχουν ιδέα για τη σημαντική προσπάθεια που κατέβαλε ο κλάδος, προκειμένου να διατηρήσει τους μισθούς σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Πράγματι, οι μισθολογικοί όροι που έχουν επιβληθεί στο προσωπικό έχουν επεξεργαστεί με την ίδια επιμέλεια που αφιερώνεται για τις συνταγές των χάμπουργκερ ή τα καπάκια στα κύπελλα. Είναι ο καρπός μιας επιστήμης που σκοπό έχει να κάνει τους εργαζόμενους εξίσου αναλώσιμους με τις φιάλες της μαγιονέζας.
Στο βιβλίο του Fast Food Nation [2], ο δημοσιογράφος Έρικ Σλόσερ περιγράφει μια φρενήρη κούρσα προς την τυποποίηση. Τα τρόφιμα φθάνουν κατεψυγμένα, για να μαγειρευτούν από αλάνθαστα μηχανήματα, η χρήση των οποίων δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη εξειδίκευση. « Δουλειές οι οποίες αποκαλούνται επίτηδες “για ανειδίκευτους”, μπορούν να έρθουν σε πέρας από φτηνά εργατικά χέρια », γράφει ο δημοσιογράφος. « Η εξάρτηση από τον εργάτη ή την εργάτρια φθίνει σε μεγάλο βαθμό, χάρη στην ευκολία με την οποία αυτός μπορεί να αντικατασταθεί ».
Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός « εστιατόριο » αποδεικνύεται ανάρμοστος : οι ίδιοι οι βιομήχανοι προτιμούν τον όρο « διατροφικό σύστημα ». Εξυπακούεται ότι σε ένα τέτοιο σύστημα τα συνδικάτα δεν είναι καλοδεχούμενα. Σύμφωνα με τον Σλόσερ, τα McDonald’s τη δεκαετία του 1960 και του 1970 έκρυβαν ένα « ιπτάμενο κομάντο » από ανώτερα στελέχη εντεταλμένα να καταπνίγουν κάθε προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης στις τέσσερεις γωνιές της χώρας. Πιο πρόσφατα, το 2009, η Εθνική Ένωση Εστίασης (NRA) διεξήγαγε μια σκανδαλώδη καμπάνια ενάντια σε ένα νομοσχέδιο το οποίο θα διευκόλυνε τη δημιουργία συνδικάτων στις επιχειρήσεις. Τα αφεντικά των χάμπουργκερ συντηρούν επίσης μια στρατιά από τρομερούς λομπίστες, με πρώτο και καλύτερο τον Ρίτσαρντ Μπέρμαν, τον ιδρυτή του Κέντρου για την Ελευθερία του Καταναλωτή, το οποίο κατακλύζει τα μίντια με δριμεία κατηγορητήρια κατά του συνδικαλισμού και ύμνους υπέρ του αδιαφιλονίκητου δικαιώματος να μπουκώνεσαι με τροφές επιβλαβείς για την υγεία.
Γενικά, οι Αμερικανοί λατρεύουν τους επιχειρηματίες που τυποποιούν την τροφή τους. Το συλλογικό φαντασιακό τους έχει σημαδευτεί από την υμνολογία για τους μεγάλους πατριώτες της διατροφικής τυποποίησης : ο πρωτεργάτης του χάμπουργκερ των 15 σεντς, ο εφευρέτης της ψευτομεξικάνικης γαστρονομίας, η διάνοια πίσω από την πίτσα που ψήνεται σε 30 δευτερόλεπτα, ο κατασκευαστής των τετραόροφων σάντουιτς κ.λπ.. Είναι πολλοί οι ένδοξοι ευεργέτες που δοξάζονται από τα μέσα ενημέρωσης, τα απομνημονεύματά τους σαρώνουν σε πωλήσεις και οι υποφήφιοι στις προεδρικές εκλογές δεν παραλείπουν ποτέ να τους υποβάλουν τα σέβη τους. Ορισμένοι, εξάλλου, ήταν και οι ίδιοι υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο…
Ύστερα, υπάρχουν και οι στρατιές των μικρών αφεντικών, κατηγορίας φραντσάιζ, οι οποίοι θέτουν τη φιλοδοξία τους στην υπηρεσία μιας μάρκας κι ενός συστήματος που εφηύραν κάποιοι άλλοι. Σίγουρα, δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη δόξα ενός Χάρλαντ Σάντερς, του ιδρυτή της αυτοκρατορίας των KFC. Ωστόσο, λάμπουν κι αυτοί χάρη στο ατομικό τους ταλέντο και την πρωτοβουλία τους, καθώς αφιερώνονται αδιάκοπα στο να ανακαλύψουν κάποιο καινούργιο είδος πίτσας « ξυλάκι » ή γλάσου ζαχαροπλαστικής με χαβανέζικη γεύση. Οι ΗΠΑ τους αγαπούν κι αυτούς το ίδιο. Μήπως, άραγε, δεν είναι κι αυτοί από τους « ανθρώπους της διπλανής πόρτας », όπως τόνιζε ένας σχολιαστής του Fox News, απηυδισμένος με το απεργιακό κίνημα στα φαστ- φουντ ; Πώς να μην αναγνωρίσει κανείς ότι « έχουν δουλέψει σκληρά μια ολόκληρη ζωή κι έχουν ρισκάρει τα δικά τους τα κεφάλαια », προκειμένου να δώσουν ζωή στο αμερικανικό όνειρο, όπως υπενθύμιζε λίγες μέρες αργότερα ένας άλλος σχολιαστής στο ίδιο κανάλι ;
Φραντσάιζ στα χέρια κερδοσκόπων
Οι μύθοι αυτοί αποτελούν ένα ισχυρό όπλο. Ο Ουίλαρντ (« Μιτ ») Ρόμνι το θυμήθηκε στα πλαίσια της προεκλογικής εκστρατείας του, το 2012. Σε μια ομιλία του στο Σικάγο, ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο εξήρε « το επιχειρηματικό πνεύμα » του Τζέιμς Τζον Λιοτό, του ιδρυτή της αλυσίδας Jimmy John’s. Εν συνεχεία, διευκρίνισε ότι οι μεγάλοι άντρες με τέτοιο σθένος « δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος », διότι προτιμούν « να στηρίζονται στους εαυτούς τους και να λένε : τι μπορώ να κάνω για να γίνω καλύτερος ; Τι μπορώ να κάνω για να πραγματοποιήσω τα σχέδια που καταστρώνω για μένα και την οικογένειά μου » ;Παρ’ όλο που οι θιασώτες της προσωπικής επιτυχίας μέσω του διατροφικού συστήματος « δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος », το κράτος, αντίθετα, στηρίζεται πάνω τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Το αποδεικνύουν οι λεωφόροι, οι σωροί από σκουπίδια και τα δάνεια με προνομιακό επιτόκιο που τους παρέχει απλόχερα. Εδώ πρέπει να προστεθεί και μια ακόμα πιο απρόσμενη συγκεκαλυμμένη επιχορήγηση. Στη Βόρεια Καρολίνα, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, πολλοί υπάλληλοι φαστ-φουντ –αν όχι η πλειονότητα– λαμβάνουν από τις αρχές κουπόνια τροφίμων ή άλλες μορφές δωρεάς σε είδος. Όταν οι εργαζόμενοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν με 7,25 δολάρια την ώρα, αυτό δεν είναι σχήμα λόγου : όντως δεν μπορούν να επιβιώσουν με το κατώτατο μεροκάματο, πόσω μάλλον να « πραγματοποιήσουν » οποιοδήποτε σχέδιο.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα χρήματα των φορολογουμένων για να μην τους αφήσει να λιμοκτονήσουν και για να στηρίξει τους εργοδότες τους και τα κέρδη που αυτοί αποκομίζουν από την όλη κατάσταση.
Γνωρίζουμε πώς λειτουργούν οι γίγαντες της γρήγορης εστίασης : συσσωρεύουν αστρονομικά κέρδη, διανέμουν τρόφιμα κακής ποιότητας και επιβραβεύουν τους υπασπιστές τους με βασιλικά μπόνους. Επιπλέον, υπάγονται όλο και πιο συχνά σε συνταξιοδοτικά προγράμματα ή κερδοσκοπικές ομάδες, τις ίδιες ακριβώς που προκάλεσαν αυτή την ατέρμονη κρίση, εξαιτίας της οποίας τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή από μια αίτηση για δουλειά του ποδαριού στις τηγανητές πατάτες.
Η περίπτωση του Burger King σκιαγραφεί περίτρανα αυτόν τον μηχανισμό. Το πάλαι ποτέ νούμερο δύο των αμερικανικών χάμπουργκερ δεν είναι σήμερα τίποτα άλλο από ένα παιχνιδάκι στα χέρια των τραπεζιτών. Η εταιρεία, αφού πουλήθηκε το 1997 στη Diageo, μια πολυεθνική αλκοολούχων, μεταπωλήθηκε το 2002 σε μια χρηματοπιστωτική κοινοπραξία που περιελάμβανε την Goldman Sachs και την Bain Capital, το επενδυτικό κεφάλαιο που δημιούργησε ο Μιτ Ρόμνι. Το 2010, περνά υπό τον έλεγχο του αμερικανοβραζιλιάνικου κεφαλαίου 3G Capital, το οποίο τη σπρώχνει σε μια παρακμή από την οποία πασχίζει ακόμα να συνέλθει. Μια μακρά κι επώδυνη σύγκρουση με τους υπαλλήλους της, δεν μπορεί παρά να την ωφελήσει.
Πλήθος τα ανάλογα παραδείγματα. Η αλυσίδα με τα τηγανητά κοτόπουλα Bojangles’ τράβηξε αρχικά το ενδιαφέρον της Falfurrias Capital Partners, ώσπου την κατάπιε το επενδυτικό κεφάλαιο Advent International. Η Sun Capital Partners έχει στην κατοχή της τις αλυσίδες Friendly’s, Captain D’s, Johnny Rockets και Boston Market. Η Fog Cutter Capital Group και η Consumer Capital Partners εξαγόρασαν αντίστοιχα τα Fatburger και τα Smashburger. Όσο για τη Roark Capital, ιδιοκτήτρια των Arby’s, Cinnabon, Carvel και Moe’s Southwest Grill, η δίψα της για τις θυγατρικές ήταν λογικό να την οδηγήσει στην απόκτηση μιας εταιρείας συλλογής απορριμμάτων, της Waste Pro.
Μέχρι και οι ιδιοκτήτες των φραντσάιζ που έχουν το συμπαθέστατο φαστ-φουντ στη γωνιά του δρόμου, μόνο οι « άνθρωποι της διπλανής πόρτας » δεν είναι πια. Ακόμα και στο δικό τους χώρο, οι σειρήνες της Γουόλ Στριτ νίκησαν την αγάπη τους για το λίπος. Το μεγαλύτερο φραντσάιζ των Burger King είναι μια εμπορική εταιρεία με έδρα τις Συρακούσες, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία έχει στην κατοχή της τουλάχιστον 570 παραρτήματα. Ο πρόεδρός της τσέπωσε γύρω στα δυο εκατομμύρια δολάρια το 2011, μαζί με μετοχές. Μια άλλη επιχείρηση των Burger King, η Strategic Restaurants, έπεσε στα χέρια του επενδυτικού κεφαλαίου Cerberus Capital Management, το οποίο συγκεντρώνει μετοχικά μερίδια σε περίπου 300 επιχειρήσεις ανά τον κόσμο. Η Pizza Hut από την πλευρά της, παραχώρησε το βασικό της φραντσάιζ στη Merrill Lynch, η οποία στη συνέχεια το μεταπώλησε στο κεφάλαιο Olympus Growth Fund V. Όλο αυτό το διάστημα, οι συνταξιούχοι της Valor Equity απέσπασαν τμήμα των Little Caesar και των Dunkin’ Donuts μέσω της θυγατρικής τους Sizzling Platter.
Επίσης, πέρα από το επίπεδο της μάρκας και των αντίστοιχων φραντσάιζ, η εργοδοσία των φαστ φουντ της Βόρειας Καρολίνας δεν ξεστόμισε λέξη για την απεργία του περασμένου καλοκαιριού. Για έναν απλό λόγο : τυχόν παραδοχή της δυσαρέσκειας των εργαζομένων της θα έβλαπτε την εικόνα ενός τομέα που φροντίζει να εμφανίζεται ως στυλοβάτης της οικογενειακής ευτυχίας. Τίποτα δεν αμαυρώνει περισσότερο την εικόνα ενός εστιατορίου, από μια οργισμένη σερβιτόρα στημένη μπροστά στην είσοδο που παραπονιέται ότι δεν μπορεί να εμβολιάσει το έξι μηνών μωρό της ελλείψει εσόδων.
Η θυγατρική, αν και τήρησε σιγή, δεν παρέλειψε να στείλει στο μέτωπο τα μαντρόσκυλά της. Μόλις είχε ξεσπάσει η απεργία, όταν το Ινστιτούτο Εργασιακής Πολιτικής, μια από τις ομάδες πίεσης του Μπέρμαν, εμφανίστηκε με ολοσέλιδη καταχώριση στη Wall Street Journal. Ένα διαφημιστικό μήνυμα πάνω από τη φωτογραφία ενός γιαπωνέζικου ρομπότ κουζίνας δήλωνε ότι η δράση των απεργών δεν ήταν « αγώνας κατά της διεύθυνσης, αλλά αγώνας κατά της τεχνολογίας ». Οι εργαζόμενοι το έπιασαν το υπονοούμενο : σε περίπτωση που κλιμάκωναν τη δράση τους, θα μπορούσαν εύκολα να τους ξεφορτωθούν χάρη στην αυτοματοποίηση της δουλειάς σε όλα τα φαστ-φουντ της χώρας.
«Πιστεύουμε στους ανθρώπους »
Ο Μπέρμαν δεν έχει άδικο. Οι δημοσιογράφοι έχουν αντικατασταθεί από μπλόγκερς, οι εργάτες από ρομπότ, οι καθηγητές Πανεπιστημίου από βοηθούς και μαθήματα μέσω Ίντερνετ. Για ποιο λόγο να σταματήσει ο θεός της αποδοτικότητας, τη στιγμή που βρίσκεται σε τόσο καλό δρόμο ; Θα πρότεινε μάλιστα κανείς και στους πολιτικούς να γραφτούν στη λίστα…Στη Βόρεια Καρολίνα τα φαστ-φουντ έχουν αφήσει εποχή. Η Boddie-Noell είναι η πρώτη εταιρεία η οποία επένδυσε εδώ ανοίγοντας ένα Hardee’s, από το όνομα μιας αλυσίδας που πουλάει στη λιανική φτηνά χάμπουργκερ στα πρότυπα των McDonald’s. Με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το μεγαλύτερο φραντσάιζ της μάρκας στις ΗΠΑ. Παραδόξως, δεν εξαγοράστηκε από κανένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο και δεν απείλησε ποτέ το προσωπικό της ότι θα το αντικαταστήσει με ρομπότ. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, το σύνθημα της οποίας -« πιστεύουμε στους ανθρώπους »- φαίνεται πως τηρείται. Καμαρώνει για την εφαρμογή μιας θρησκευτικής υπηρεσίας, με το καθήκον « να παρέχει υποστήριξη στους υπαλλήλους που γνωρίζουν προσωπικές ή επαγγελματικές δυσκολίες ». Οι οποίες, όπως φαίνεται, δεν έχουν εκλείψει, καθώς πολλοί εργαζόμενοι της επιχείρησης συμμετείχαν στην απεργιακή κινητοποίηση των Burger King.
Η Boddie-Noell έχει στην κατοχή της και μια φυτεία. Η έκταση του Ρόουζ Χιλ στα περίχωρα του Νάσβιλ (Τενεσί) κοσμείται από ένα αρχοντικό, το οποίο έχτισαν στα τέλη του 18ου αιώνα οι πρόγονοι της οικογένειας Μπόντι. Τα σκαμπανεβάσματα που γνώρισε η φυτεία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της απεικονίζουν τις περιπέτειες του αμερικανικού καπιταλισμού.
Η οικογένεια Μπόντι πούλησε το Ρόουζ Χιλ στην κορύφωση της μεγάλης ύφεσης του 1930, η οποία δεν άφησε αλώβητο ούτε το 1% των πλουσιότερων. Κατόρθωσε να ξαναγοράσει την περιουσία της χάρη στις συνταγές του Hardee’s. Χάρη, λοιπόν, στη θαυμαστή προσφορά των φαστ-φουντ, οι κληρονόμοι μπόρεσαν να επανακτήσουν τον χαμένο τους παράδεισο. Σήμερα, το αρχοντικό έχει μετατραπεί σε κέντρο διαλέξεων. Φιλοξενεί επίσης γαμήλιες τελετές για τους οπαδούς του φολκλόρ του Νότου.
Μια αλέα με ανθισμένες βατομουριές οδηγεί στη σιδερένια πύλη εισόδου με τον θυρεό της δυναστείας Μπόντι. Πιο μακριά, ένας παραμυθένιος πύργος με αψεγάδιαστους άσπρους τοίχους κι ένα άψογο γαλάζιο στέγαστρο που στηρίζεται σε τέσσερεις μεγαλοπρεπείς κίονες. Χτυπάμε το κουδούνι, αλλά δεν κουνιέται τίποτα. Το Ρόουζ Χιλ μοιάζει εντελώς άδειο. Το να βλέπουμε αυτό το πομπώδες οίκημα έτσι ακατοίκητο τούτες τις μέρες της απεργίας, φέρνει στο νου μια άλλη εικόνα, ενός κόσμου στον οποίο οι εργαζόμενοι θα έχουν εξαφανιστεί ως φυσικές παρουσίες. Θα εξακολουθούν, βέβαια, να δείχνουν ένα χαμογελαστό πρόσωπο στις διαφημιστικές αφίσες των εταιρειών, όμως η τεχνολογία και η αγορά θα τους έχουν καταστήσει οριστικά αναλώσιμους.
P.-S.
Επιδοτήσεις στην εργοδοσία
Πόσα ξοδεύει η Ουάσινγκτον για να διασφαλίσει την επιβίωση των εργαζόμενων και ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα στο χώρο του χάμπουργκερ ; Σύμφωνα με το Εθνικό Νομοσχέδιο για την Εργασία (NELP), μια μη κυβερνητική οργάνωση που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των χαμηλόμισθων, τα προγράμματα αρωγής για τους υπαλλήλους της γρήγορης εστίασης ανέρχονται γύρω στα 7 δισ. δολάρια το χρόνο. Μια τέτοια επιδότηση προς την εργοδοσία μπορεί να προκαλεί σοκ σε μια χώρα η οποία έχει δει τόσους εργαζόμενους να βουλιάζουν στη φτώχεια κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών. Η ανησυχία, ωστόσο, των Αμερικανών απέναντι στο ζήτημα αργεί να βρει μια πολιτική έκφραση. Μπορεί η δημοκρατική πλειοψηφία στη Γερουσία και το περιβάλλον του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να ανακοίνωσαν ότι υποστηρίζουν την ιδέα για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 10 δολάρια την ώρα. Ωστόσο, η διστακτικότητά τους και τα εμπόδια που θέτουν οι Ρεπουμπλικάνοι εξακολουθούν να μπλοκάρουν την όποια πρόοδο.H δεξιά, όντως, κατατρύχεται από το φόβο ότι η παρούσα κρίση μπορεί να προκαλέσει πολιτικές αναταραχές παρόμοιες με εκείνες που σημάδεψαν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Γι’ αυτό και στοχοποιεί μετά μανίας τους φτωχούς και τους φορτώνει το κόστος της ύφεσης. Στα μάτια των συντηρητικών, η ύπαρξη τόσο κακοπληρωμένων εργαζόμενων, ώστε να μην μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς τη βοήθεια της κυβέρνησης, επ’ ουδενί σημαίνει ότι αυτοί θα έπρεπε να παίρνουν καλύτερο μισθό ή να ασκούν α συνδικαλιστικά τους δικαιώματα, αλλά ότι, αντιθέτως, θα πρέπει να καταργηθούν… τα κρατικά βοηθήματα.
Τον περασμένο Οκτώβρη, οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων –όπου έχουν την πλειοψηφία– ένα κείμενο το οποίο περιορίζει δραστικά τα προγράμματα των δελτίων τροφίμων. Ίσως να φαντάζονταν ότι πετσοκόβοντας τα τελευταία ψήγματα βοήθειας θα παρακινήσουν τους εργαζόμενους να στηρίζονται περισσότερο « στους εαυτούς τους ».
Notes
[1] (ΣτΜ) : Μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι (εκ. Αστάρτη, 1991, μετ. Α. Χρυσοστομίδης). Σε μια αχανή έρημο, στρατιώτες φυλούν ένα παλιό οχυρό, από τους Βάρβαρους που δεν έρχονται. Ένα παραμύθι για μεγάλους, ένα μυθιστόρημα που αγαπήθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη.[2] Eric Schlosser, Fast Food Nation : The Dark Side of the All-American Meal, Houghton Mifflin, Βοστώνη, 2001.
Πηγή: Monde Diplomatique
" data-blogger-escaped-data-image-meta="[]" data-blogger-escaped-data-image-title="Η κατάρρευση του μύθου των φαστ-φουντ" data-blogger-escaped-data-large-file="" data-blogger-escaped-data-medium-file="" data-blogger-escaped-data-orig-file="" data-blogger-escaped-data-orig-size="" data-blogger-escaped-data-permalink="https://eleutheriellada.wordpress.com/?p=47597" data-blogger-escaped-style="background: rgb(255, 255, 255); border-radius: 4px; border: 1px solid rgb(214, 209, 199); display: block; margin: 0px auto; max-width: 500px; padding: 5px; text-align: justify;" height="2260" src="https://i0.wp.com/www.nostimonimar.gr/wp-content/uploads/2017/11/smartphones.jpg?resize=700%2C3352" style="background: rgb(255 , 255 , 255); border-radius: 4px; border: 1px solid rgb(214 , 209 , 199); display: block; margin: 0px auto; max-width: 500px; padding: 5px; text-align: justify;" width="472">
Τον Ιούλιο του 2014 ένα 13χρονο κορίτσι στο Βόρειο Τέξας ξύπνησε από τη μυρωδιά ότι κάτι καίγεται. Το τηλέφωνο της είχε υπερθερμανθεί και λιώσει. Τα δελτία ειδήσεων έβγαλαν την είδηση, τροφοδοτώντας τους φόβους των αναγνωστών ότι το κινητό τους θα μπορούσε να καεί ξαφνικά. Για μένα, όμως, το φλεγόμενο κινητό τηλέφωνο δεν ήταν η μοναδική πτυχή της ιστορίας που προκαλούσε έκπληξη. Γιατί, αναρωτήθηκα, να κοιμηθεί κάποιος με το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι; Δεν είναι ότι μπορεί να σερφάρει στο διαδίκτυο ενώ κοιμάται. Και ποιος θα μπορούσε να κοιμηθεί καλά σε μικρή μόνο απόσταση από ένα τηλέφωνο που δονείται;
Περίεργος καθώς ήμουν, ρώτησα τους προπτυχιακούς μου φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο τι κάνουν με το τηλέφωνό τους όσο κοιμούνται. Οι απαντήσεις τους σκιαγραφούν ένα προφίλ σε κατάσταση εμμονής. Σχεδόν όλοι κοιμόντουσαν με το τηλέφωνό τους, βάζοντας το κάτω από το μαξιλάρι, στο στρώμα ή τουλάχιστον σε απόσταση που να το φτάνει το χέρι τους. Έλεγχαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν πάνε για ύπνο και έπιαναν το τηλέφωνό τους μόλις ξυπνούσαν το πρωί (έπρεπε καθώς όλοι τους το χρησιμοποίησαν ως ξυπνητήρι). Το τηλέφωνο τους ήταν το τελευταίο πράγμα που έβλεπαν πριν κοιμηθούν και το πρώτο πράγμα που έβλεπαν μόλις ξυπνήσουν. Εάν ξυπνήσουν στη μέση της νύχτας, συχνά καταλήγουν να κοιτούν το τηλέφωνό τους. Κάποιοι χρησιμοποίησαν τη γλώσσα του εθισμού. «Ξέρω ότι δεν πρέπει, αλλά απλά δεν μπορώ να αντισταθώ», είπε μία για το εάν ασχολείται με το τηλέφωνό της στο κρεβάτι. Άλλοι βλέπουν το τηλέφωνό τους ως επέκταση του σώματός τους – ή ακόμα και σαν εραστή: «Το να έχω το τηλέφωνο κοντά μου ενώ κοιμάμαι είναι μια άνεση».
Μπορεί να είναι μια άνεση, αλλά το smartphone κόβει τον ύπνο των εφήβων: Πολλοί κοιμούνται τώρα λιγότερο από επτά ώρες τις περισσότερες νύχτες. Οι ειδικοί του ύπνου λένε ότι οι έφηβοι πρέπει να κοιμούνται περίπου εννέα ώρες τη νύχτα. Ένας έφηβος που κοιμάται λιγότερες από επτά ώρες τη νύχτα είναι στερείται σημαντικά ύπνο. 57% περισσότεροι έφηβοι είχαν έλλειψη ύπνου το 2015 από ό,τι το 1991. Μόλις στα τέσσερα χρόνια από το 2012 έως το 2015, 22% περισσότεροι έφηβοι δεν κατάφεραν να κλείσουν επτά ώρες ύπνου.
Η αύξηση αυτή έχει ένα ύποπτο τάιμινγκ, για άλλη μια φορά, καθώς ξεκινά όταν οι περισσότεροι έφηβοι αποκτούν ένα smartphone. Δύο έρευνες εθνικής εμβέλειας δείχνουν ότι οι έφηβοι που περνούν τρεις ή περισσότερες ώρες την ημέρα σε ηλεκτρονικές συσκευές είναι 28% πιο πιθανό να κλείσουν λιγότερο από επτά ώρες ύπνου από αυτούς που δαπανούν λιγότερες από τρεις ώρες και οι έφηβοι που επισκέπτονται καθημερινά ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης είναι 19% πιθανότερο να παρουσιάζουν έλλειψη ύπνου. Μια μετα-ανάλυση των μελετών σχετικά με τη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών μεταξύ των παιδιών κατέληξε σε παρόμοια αποτελέσματα: Τα παιδιά που χρησιμοποιούν μια συσκευή πριν πέσουν στο κρεβάτι είναι πιο πιθανό να κοιμούνται λιγότερο από ό,τι θα έπρεπε, πιθανότερο να κοιμούνται άσχημα και πάνω από δύο φορές πιο πιθανό να έχουν υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Έχω παρατηρήσει την κόρη μου, που μόλις και μετά βίας περπατάει, να χαζεύει με σιγουριά σε ένα iPad.
Οι ηλεκτρονικές συσκευές και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να έχουν ιδιαίτερα ισχυρή ικανότητα να διαταράσσουν τον ύπνο. Οι έφηβοι που διαβάζουν βιβλία και περιοδικά πιο συχνά από τον μέσο όρο είναι στην πραγματικότητα ελαφρώς λιγότερο πιθανό να έχουν έλλειψη ύπνου – είτε τους παίρνει ο ύπνος διαβάζοντας, είτε μπορούν να αφήσουν το βιβλίο πριν από τον βραδινό ύπνο. Η παρακολούθηση τηλεόρασης για αρκετές ώρες την ημέρα συνδέεται ελάχιστα με τον λιγότερο ύπνο. Αλλά η γοητεία του smartphone είναι συχνά πάρα πολύ μεγάλη για να αντισταθεί κανείς.
Η έλλειψη ύπνου συνδέεται με μυριάδες ζητήματα, μεταξύ των οποίων διαταραχή της σκέψης και της λογικής, ευαισθησία στις ασθένειες, αύξηση του σωματικού βάρους και υψηλή αρτηριακή πίεση. Επίσης, επηρεάζει τη διάθεση: Οι άνθρωποι που δεν κοιμούνται αρκετά είναι επιρρεπείς στην κατάθλιψη και το άγχος. Και πάλι, είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα ακριβή μονοπάτια της αιτιότητας. Τα smartphone θα μπορούσαν να προκαλέσουν έλλειψη ύπνου, που οδηγεί στην κατάθλιψη, ή τα τηλέφωνα θα μπορούσαν να προκαλέσουν κατάθλιψη, πράγμα που οδηγεί σε έλλειψη ύπνου. Ή κάποιος άλλος παράγοντας θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση τόσο στην κατάθλιψη και όσο και στην έλλειψη ύπνου. Αλλά το smartphone, με το γαλάζιο φως να λάμπει στο σκοτάδι, είναι πιθανό να παίζει κάποιον κακό ρόλο.
Οι συσχετισμοί μεταξύ της κατάθλιψης και της χρήσης των smartphone είναι αρκετά ισχυροί, ώστε να υποδηλώνουν ότι περισσότεροι γονείς θα πρέπει να λένε στα παιδιά τους να αφήσουν στην άκρη το τηλέφωνό τους. Όπως έχει αναφέρει ο συγγραφέας Νικ Μπίλτον, είναι μια πολιτική που ακολουθούν στελέχη της Σίλικον Βάλεϋ. Ακόμα και ο Στιβ Τζομπς περιόριζε στα παιδιά του τη χρήση των συσκεών που ο ίδιος έφερε στον κόσμο.
Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο το πώς τα παιδιά βιώνουν την εφηβεία. Η συνεχής παρουσία των smartphone είναι πιθανό να τους επηρεάσει και στην ενήλικη ζωή. Μεταξύ των ανθρώπων που νοσούν από ένα επεισόδιο κατάθλιψης, τουλάχιστον οι μισοί παθαίνουν κατάθλιψη κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή τους. Η εφηβεία είναι μια καθοριστική περίοδος για την ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων. Καθώς οι έφηβοι περνούν λιγότερο χρόνο με τους φίλους τους σε κατά πρόσωπο επικοινωνία, έχουν λιγότερες ευκαιρίες να τις εξασκήσουν. Την επόμενη δεκαετία, μπορεί να δούμε περισσότερους ενήλικες που γνωρίζουν μόνο το σωστό emoji για μια κατάσταση, αλλά όχι τη σωστή έκφραση του προσώπου.
Αντιλαμβάνομαι ότι το να περιορίσουμε την τεχνολογία μπορεί να είναι μια μη ρεαλιστική απαίτηση προς επιβολή σε μια γενιά παιδιών που είναι τόσο συνηθισμένη να συνδέεται ανά πάσα στιγμή. Οι τρεις κόρες μου γεννήθηκαν το 2006, το 2009 και το 2012. Δεν είναι ακόμα αρκετά μεγάλες, ώστε να παρουσιάσουν τα χαρακτηριστικά των εφήβων της iGen, αλλά έχω ήδη δει από πρώτο χέρι πόσο βαθιά ριζωμένα τα νέα μέσα στις ζωές τους. Έχω παρατηρήσει το μικρό παιδί μου, μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο για να περπατήσει, να χαζεύει με σιγουριά σε ένα iPad. Έχω βιώσει το 6χρονο μου κορίτσι να ζητάει να πάρει κινητό. Έχω ακούσει την 9χρονη κόρη μου να συζητά την τελευταία εφαρμογή για να σαρώσει στην τετάρτη τάξη. Το να πάρουμε το τηλέφωνο από τα χέρια των παιδιών μας θα είναι δύσκολο, ακόμα πιο δύσκολο από τις δονκιχωτικές προσπάθειες της γενιάς των γονιών μου να κάνουν τα παιδιά τους να κλείσουν το MTV και να βγουν για λίγο καθαρό αέρα. Αλλά περισσότερο φαίνεται να διακυβεύεται η προτροπή προς τους έφηβους να χρησιμοποιούν το τηλέφωνό τους με υπευθυνότητα και υπάρχουν οφέλη που θα κερδίσουμε ακόμα κι αν το μόνο που ενσταλάζουμε στα παιδιά μας είναι η σημασία του μέτρου. Σημαντικές επιδράσεις τόσο στην ψυχική υγεία όσο και στις ώρες ύπνου εμφανίζονται μετά από δύο ή περισσότερες ώρες την ημέρα μπορστά από ηλεκτρονικές συσκευές. Ο μέσος έφηβος ξοδεύει περίπου δυόμισι ώρες την ημέρα μπροστά από ηλεκτρονικές συσκευές. Κάποια ήπια οριοθέτηση θα μπορούσε να προστατεύεσει τα παιδιά από το να υποκύψουν σε επιβλαβείς συνήθειες.
Στις συνομιλίες μου με έφηβους, είδα ελπιδοφόρα σημάδια ότι τα ίδια τα παιδιά αρχίζουν να συνδέουν μερικά από τα προβλήματά τους με το πανταχού παρόν τηλέφωνό τους. Η Αθηνά μου είπε ότι όταν περνάει χρόνο με τους φίλους της, αυτοί συχνά κοιτάζουν τη συσκευή τους αντί για αυτήν. «Προσπαθώ να τους μιλήσω για κάτι, και δεν βλέπουν πραγματικά το πρόσωπό μου», είπε. «Τσεκάρουν το τηλέφωνό τους ή κοιτάζουν το Apple Watch». «Πώς είναι όταν προσπαθείς να μιλήσεις με κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο και αυτός να μη σε κοιτάζει;», ρώτησα. «Πονάει κάπως», είπε. «Πονάει. Ξέρω ότι η γενιά των γονιών μου δεν το έκανε αυτό. Μπορεί να μιλούσα για κάτι πολύ σημαντικό για μένα, και ούτε καν θα άκουγαν».
Μία φορά, μου είπε, ότι άραζε με μια φίλη της που έστελνε μηνύματα με το φίλο της. «Προσπαθούσα να μιλήσω μαζί της για την οικογένειά μου και τι συνέβαινε και εκείνη απαντούσε Αχά, ναι, οκ. Έτσι, πήρα το τηλέφωνο από τα χέρια της και το πέταξα στον τοίχο μου».
Ξέσπασα σε ασυγκράτητα γέλια. «Παίζεις βόλεϊ», είπα. «Έχεις καλό χέρι;». «Ναι», απάντησε.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο της Αριστεράς”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου