του Παναγιώτη Ε. Πετράκη*
Tο «επίδομα των Χριστουγέννων» είχε δοθεί πρώτη φορά το 2014 επί Κυβέρνησης Σαμαρά σε στοχευμένες ομάδες πληθυσμού (520 εκατ. ευρώ), το 2016 (630 εκατ. ευρώ) και τώρα σχεδιάζεται να φθάσει στο 1,4 δισ. ευρώ. Στο φετινό ποσό αυτό αθροίζονται δύο ακόμα μεγέθη που είναι η επιδότηση στην ΔΕΗ (360 εκατ. ευρώ) και επιστροφές (315 εκατ. ευρώ) σε συνταξιούχους που έχουν επιδικαστεί από δικαστήρια. Το τελικό επιδοματικό αποτέλεσμα κυμαίνεται γύρω στα 720 εκατ. ευρώ. Η προσοχή μας εστιάζεται σ’ αυτό. Διαφορετικά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις μεταβιβάσεις του δημοσίου προς τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τις κοινωνικές προνοιακές δαπάνες κ.τ.λ.
Μία τέτοια επιδοματική κίνηση έχει τρεις πλευρές: Μία αναφέρεται στις επιπτώσεις που έχει στο ΑΕΠ, το διαθέσιμο εισόδημα κ.τ.λ. Η δεύτερη είναι πολιτισμική. Τι σημαίνει ένα επίδομα για την λειτουργία της οικονομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς των πολιτών; Η πλευρά αυτή αγγίζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η πολιτική την δημιουργία οικονομικών συμπεριφορών στην κοινωνία. Τέλος η τρίτη έχει καθαρά πολιτικό και επικοινωνιακό χαρακτήρα.
Πώς χρηματοδοτήθηκε το επίδομα; Προφανώς το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από την φορολόγηση είτε με τη μορφή άμεσων, έμμεσων ή τέλος με τη μορφή των ασφαλιστικών εισφορών. Επίσης προέρχεται από άλλες εισπράξεις του δημόσιου τομέα από τον ιδιωτικό τομέα από οργανισμούς των οποίων τα αποτελέσματα συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό του μνημονιακού πρωτογενούς δημοσιονομικού ισοζυγίου και από ένα μέρος των ιδιωτικοποιήσεων. Τέλος προέρχονται από τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών (μείωση επενδύσεων), την μη πληρωμή υποχρεώσεων του δημοσίου, και ένα μέρος από τη συλλογή φοροδιαφυγής. Ουσιαστικά πάντως το επίδομα το τροφοδοτεί η φορολογία.
Έκαναν λάθος στον υπολογισμό της απόδοσης των φόρων ή συνειδητά συγκέντρωσαν πολύ μεγαλύτερους πόρους από ότι οι μνημονιακές μας υποχρεώσεις; Το 2016 και το 2017 συγκεντρώθηκαν επιπλέον 8,17 δισ. ευρώ πρωτογενή πλεονάσματα εξαντλώντας όλο το εναπομείναν, από τη θύελλα του 2015, πολιτικό κεφάλαιο του Σύριζα. Ανεξαρτήτως όμως εάν έγινε λάθος στους υπολογισμούς ή όχι, είναι προφανές ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον σε τρεις χρήσεις: το «χριστουγεννιάτικο επίδομα», την ενίσχυση επιδοματικών δράσεων και τέλος τη δημιουργία «μαξιλαριού» για να προετοιμάσουμε την «καθαρή έξοδο» στις αγορές. Αυτός ο τελευταίος είναι μάλλον ο σοβαρότερος σκοπός των υπερβάσεων των πρωτογενών πλεονασμάτων. Τέλος ενδεχομένως υπάρχουν και επιπρόσθετες χρήσεις που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί με σοβαρότερη εκδοχή την έκτακτη αποπληρωμή δημόσιου χρέους. Είναι λοιπόν απαραίτητη μια κοινωνική λογοδοσία της χρήσης των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν επιπλέον των μνημονιακών υποχρεώσεών μας.
Ουσιαστικά από τα 8,17 δισ. ευρώ απέμειναν (μαξιλάρι κ.τ.λ.) 5,46 δισ. ευρώ. Αυτά τα κεφάλαια αποτραβήχτηκαν από την οικονομία και είναι κατεξοχήν υπεύθυνα για την στασιμότητά της. Εάν σήμερα μειώναμε τους φόρους κατά 2,73 δισ. ευρώ κατ’ έτος (2,73x2=5,46), εάν με άλλα λόγια δεν είχαμε πάρει τα χρήματα ή εάν τα γυρίζαμε πίσω τότε αποδεικνύεται ότι το ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο θα αυξανόταν κατά 1% (!) επιπλέον, το διαθέσιμο εισόδημα (όλων των Ελλήνων) 3,5% επιπλέον, η κατανάλωση 2,2% παραπάνω και οι επενδύσεις 1,5% επιπλέον. Με άλλα λόγια το «μαξιλάρι» πονάει την οικονομία!
Πόσο όμως ορθή είναι και τι σημαίνει η λογική της εξόδου στις αγορές όταν για να επιτευχθεί δημιουργούμε δημοσιονομικό χώρο με την υπερφορολόγηση (οι μισοί πολίτες είναι υπερήμεροι στην εφορία) καθηλώνοντας την οικονομία σε μία αναιμική ανάπτυξη; Πιστεύει κανείς σήμερα ότι η έξοδος στις αγορές (χωρίς haircut χρέους) είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε επιτόκια που θα επιτρέπουν την ελεύθερη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων; Και εάν αποδειχθεί αναποτελεσματική η καθαρή έξοδος πώς και ποιος θα δικαιολογήσει αυτήν την έκταση της υπερφορολόγησης;
Αναφορικά με τις αναδιανεμητικές επιδράσεις του επιδόματος θεωρητικά το πληρώνουν οι ευπορότεροι και το εισπράττουν οι ασθενέστεροι. Είναι όμως έτσι;
Tο χριστουγεννιάτικο επίδομα το δικαιούνται το 57% των φορολογούμενων (3,4 εκατ. άτομα) ενώ το πληρώνει το 43% των φορολογούμενων δηλαδή 2,8 εκατ. άτομα. Το πρόβλημα βρίσκεται ότι από αυτούς τους 2,8 εκατ. φορολογουμένους που το πληρώνουν, οι 1,5 εκατ. έχουν εισόδημα μέχρι 20.000 ευρώ και οι 2.3 εκατ. έχουν μέχρι 30.000 ευρώ! Το να αναδιανείμεις το εισόδημα από τους συνεπείς ανθρώπους που απλώς επιβιώνουν σε αυτούς που βρίσκονται στα χαμηλότερα στρώματα είναι μία προβληματική πολιτική αναδιανομής εισοδήματος. Εάν οι λογικές αυτές ήταν επιτυχείς δε θα παρατηρούσαμε την αύξησή της ανισοκατανομής του εισοδήματος που παρατηρείται σήμερα στην Ελλάδα! Μάλιστα η φοροδιαφυγή θα έκανε ακόμα περιπλοκότερη και δυσάρεστη την εικόνα.
Είναι φανερό ότι θα πρέπει πλέον να απομακρυνθούμε από τις επιδοματικές λογικές και να έλθουμε πιο κοντά στην προσφορά δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. παιδικοί σταθμοί για όλους). Εξάλλου το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα λειτουργεί ικανοποιητικά και ίσως θα έπρεπε να ενισχυθεί μαζί με τη μείωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών!
Τέλος η μείωση της ανισοκατανομής εισοδήματος θα πρέπει να προέλθει από την αναπτυξιακή βελτίωση της θέσης των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων (θέσεις εργασίας, αμοιβή) και όχι από την περαιτέρω συμπίεση των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων! Η πολιτική της συνεχούς συμπίεσής τους είναι αδιέξοδη και υπονομεύει το μέλλον της ανάπτυξης και της δημοκρατίας.
1η Δημοσίευση: Εφημερίδα Real News (Έντυπη Έκδοση), Κυριακή 19/11/2017
* Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι Καθηγητής Οικονομικών | Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ
Πηγή indeepanalysis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου