του Γιώργου Παπαϊωάννου
Πώς διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό μετά τα τελευταία γεγονότα – Βουβός προεκλογικός αγώνας με «φόντο» τις συντελούμενες καταστροφές
Η πραγματικότητα δεν μπορεί εύκολα να καταργηθεί από τα κόμματα με ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Η καταστροφή στη Μάνδρα και τη Νέα Πέραμο ήρθε να το επιβεβαιώσει τραγικά. Πριν αυτή συμβεί, κυβέρνηση έφτιαχνε τον δικό της μύθο. Θα μοίραζε το «κοινωνικό μέρισμα», ίσως κάτι να έβρισκε να παρουσιάσει σαν «επιτυχία» και για το χρέος, προχωρώντας για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης. Θα έβγαζε έτσι κάνα δυο μήνες με ηρεμία και από το 2018 «βλέπουμε».
Ο Αλ. Τσίπρας αναγκάστηκε όμως, από το χαρμόσυνο διάγγελμα για το μέρισμα της προηγούμενης βδομάδας, να προχωρήσει σε ένα ακόμα, αυτή τη φορά πένθιμο, για τις πλημμύρες στη Δυτική Αττική. Η πραγματικότητα ήρθε έτσι να σκορπίσει τη μαγική εικόνα του Μαξίμου, την εικόνα μιας Ελλάδας που δήθεν ανακάμπτει και των φτωχών που δήθεν ενισχύονται. Αποδεικνύοντας ότι όταν ξεζουμίζεις όλη την κοινωνία και καταργείς κάθε πόρο για κοινωνική πολιτική και υποδομές, τότε είναι προ των πυλών κάθε είδους καταστροφή που πλήττει τη χώρα συνολικά και ειδικότερα βέβαια τα πιο φτωχά στρώματα του πληθυσμού.
Τώρα, στο φόντο της καταστροφής μοιάζει να διεξάγεται ένας βουβός προεκλογικός αγώνας ανάμεσα στους βασικούς πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού. «Εσείς φταίτε», «όχι εσείς φταίτε», περιοδείες στον τόπο του εγκλήματος, έστω και διάρκειας δέκα λεπτών και με αυστηρά μέτρα φύλαξης, μακριά από τους κατοίκους, δηλώσεις και υποσχέσεις, δίνουν τον τόνο.
Το πολιτικό πρόβλημα
Το πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι όμως πιο μόνιμο, πιο επίμονο από τις μικροκομματικές τακτικές και αντιπαραθέσεις. Αυτές έρχονται και παρέρχονται με αρκετά μεγάλη συχνότητα, αλλά και με διαρκώς μειούμενο ενδιαφέρον. Η «δημόσια συζήτηση», αν συνιστούν τέτοια οι τσακωμοί στο κοινοβούλιο και τα κανάλια, χειραγωγείται συνήθως –μέχρι τα πραγματικά προβλήματα να επιβάλουν τη δική τους «ατζέντα»– σε πεδία που τα κόμματα επιλέγουν προκειμένου να συγκρατήσουν ή να ανεβάσουν τα ποσοστά τους.
Με τον τρόπο αυτό, μπορεί οι συσχετισμοί ανάμεσα στους «παίκτες» να τροποποιούνται σε μικροπεριόδους, αυξάνεται όμως σταθερά η απόσταση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες. Εκεί εδράζεται το πολιτικό πρόβλημα, στην τεράστια απόσταση πολιτικής και λαού, η οποία πέρασε από διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια για να παγιωθεί ξανά, μαζί με την «κανονικότητα» που εγκαθιδρύθηκε έπειτα από το ταραγμένο καλοκαίρι του 2015.
Σε αυτές τις συνθήκες, όλοι μετρούν δυνατότητες, ευκαιρίες και περιθώρια προκειμένου να κερδίσουν πόντους στο πολιτικό παιχνίδι. Υπάρχουν βέβαια ορισμένοι απαραβίαστοι κανόνες και κάθε επίδοξος διαχειριστής από τους τρεις βασικούς που εμφανίζονται σήμερα (ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ με τις μεταμορφώσεις του) το γνωρίζει καλά. Η διαχείριση θα αφορά στο υπάρχον μνημονιακό πλαίσιο και οι όροι που έχουν συμφωνηθεί με τους επικυρίαρχους θα τηρηθούν μέχρι τέλους. Από εκεί και πέρα, τα περιθώρια κίνησης είναι υπό διερεύνηση και μόνο αυτά αποτελούν αντικείμενο της όποιας διαπραγμάτευσης. Άλλωστε, κανείς δεν προτείνει τίποτα διαφορετικό σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής πέρα από κάποιες λεκτικές διαφοροποιήσεις για την υπερφορολόγηση ή τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η διπλή αδυναμία
Δύο βασικά δεδομένα πάντως της πολιτικής ζωής, εξακολουθούν και ισχύουν: Ο μεν Τσίπρας δεν μπορεί να συγκρατήσει τη φθορά του μετά από τρία σχεδόν χρόνια στην κυβέρνηση. Από την άλλη, ο Μητσοτάκης δεν φαίνεται ικανός να δημιουργήσει ένα ευρύτερο ρεύμα αρκετά ισχυρό για να συσπειρώσει διαφορετικές δυνάμεις και να φαντάζει αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Η διπλή αυτή αδυναμία οδηγεί με τη σειρά της σε ορισμένες διεργασίες:
Πρώτον, ο Τσίπρας είναι υποχρεωμένος να παίρνει εκείνος διαρκώς πρωτοβουλίες προκειμένου να τροποποιήσει την κατάσταση που διαμορφώνεται για το κόμμα του. Ακόμα κι αν βλέπει αναπόφευκτη τη φθορά του, θέλει οπωσδήποτε να μην έχει την τύχη του Γ. Παπανδρέου, να μην κατρακυλήσει εκλογικά, κινδυνεύοντας να μείνει εντελώς εκτός παιχνιδιού. Αν συγκρατήσουν, σκέφτονται στον ΣΥΡΙΖΑ, σε επερχόμενες εκλογές έστω ένα ποσοστό της τάξης του 20-25%, αν υπάρξει μια ομαλή μετάβαση στη διάδοχη κατάσταση, τότε παραμένουν μέσα στο παιχνίδι, ακόμα και με όρους άμεσης επιστροφής.
Δεύτερον, ο Κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να διερευνήσει δυνατότητες στήριξης από τον εξωτερικό παράγοντα που παραμένει ο ρυθμιστής των εξελίξεων. Έτσι, ο αρχηγός της Ν.Δ. δεν χάνει ευκαιρία για διεθνείς συναντήσεις με σκοπό κυρίως τη βολιδοσκόπηση διαθέσεων για την τύχη της «αποικίας». Δεν βλέπει και πολύ θέρμη βεβαίως, αφού προς το παρόν η «κεντροαριστερή» διαχείριση βγάζει πολύ δουλειά με λίγες αντιδράσεις. Χαρακτηριστικό πάντως ήταν το ταξίδι του την περασμένη βδομάδα με ομοτράπεζους τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν (Ντομπρόβσκις), τους επικεφαλής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και του Λαϊκού Κόμματος, αλλά και με τον γενικό γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τρίτον, είναι πλέον εμφανές ότι η αδυναμία των δύο «μονομάχων» αφήνει περιθώρια στην προσπάθεια του ΠΑΣΟΚικού χώρου να κάνει το πολυπόθητο come back. Με δυσκολίες βέβαια, αφού το brand name (για να συνεχίσουμε με τους ξένους όρους…) «ΠΑΣΟΚ», όσο κι αν μακιγιαριστεί παραμένει απωθητικό για τους περισσότερους. Όμως, ένα πιο «σκληρό» έστω τμήμα των οπαδών που χάθηκαν αυτά τα χρόνια, κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσαν να επαναπατριστούν, αφού ο Κ. Μητσοτάκης μόνο ελκτικός δεν είναι για αυτούς.
Σενάρια επιστροφής
Γυρνώντας πάλι στην Κουμουνδούρου, οι «όροι άμεσης επιστροφής» για τους οποίους έγινε πριν λόγος, σχετίζονται ακριβώς με την αδυναμία της Ν.Δ. να αποκτήσει ένα πιο σταθερό ανοδικό ρεύμα. Έτσι, στον ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζουν ότι ακόμα κι αν ο Μητσοτάκης κερδίσει τις εκλογές, μπορεί να μην κατορθώσει την αυτοδυναμία. Αλλά και να τα καταφέρει, πιθανότατα αυτή θα είναι αρκετά ισχνή. Και στις δύο περιπτώσεις, αργά ή γρήγορα θα γίνουν εκλογές με τον νέο, αναλογικότερο νόμο που ευνοεί τις συνεργασίες και τότε ίσως το «σχέδιο Λαλιώτη» για σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να ευοδωθεί. Παραλλαγές του σεναρίου υπάρχουν πολλές, με μία από αυτές να προβλέπει διπλές εκλογές τον Μάιο του 2019, ώστε στην ευρω-κάλπη να απορροφηθούν οι περισσότεροι από τους κραδασμούς που προκαλεί η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση.
Όλα αυτά δεν παύουν να βρίσκονται υπό την αίρεση του παράγοντα που επισημάνθηκε από την αρχή, δηλαδή της ίδιας της πραγματικότητας που συνήθως περιγελά τους κομματικούς σχεδιασμούς. Γεωπολιτικές εξελίξεις, επεισόδια στην οικονομία και έκτακτα γεγονότα δεν μπορούν εύκολα να προβλεφθούν, πόσο μάλλον να αντιμετωπιστούν. Ο άλλος απρόβλεπτος παράγοντας, η λαϊκή ενεργοποίηση, τελεί σε αδράνεια. Η αμηχανία για όσα έχουν συμβεί και η αίσθηση αδυναμίας να βρεθούν νέοι δρόμοι, εξακολουθούν να είναι καθοριστικοί. Εκείνο που σίγουρα χρειάζεται (δεν είναι το μοναδικό βέβαια) είναι ο απεγκλωβισμός από την επιχειρούμενη «αντιδεξιά συσπείρωση» που επιστρατεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να συσκοτίσει το πραγματικό πρόβλημα της χώρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου