Το Ραφείο
Του Γιώργου Σεφέρη
Λίγες μέρες ύστερα από την 28η Οκτωβρίου, όταν δεν είχε ακόμη τελειώσει η επιστράτευση, ένας φίλος από τη Μακεδονία μου διηγήθηκε το ακόλουθο επεισόδιο:
Σ’ ένα χωριό κοντά στη Φλώρινα, ένας οικογενειάρχης, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση, πήγε και ντύθηκε εθελοντής. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί πήρε μια τέτοια απόφαση, αποκρίθηκε: «Αφήνω γυναίκα και πέντε παιδιά απροστάτευτα, είναι μεγάλο κρίμα, αλλά το κρίμα θα’ πεφτε πάνω μου αν τύχαινε και σκλάβωναν οι Ιταλοί το χωριό μου, θα’ ταν ακόμη μεγαλύτερο». Πολιτική ωριμότητα ενός απλού χωριάτη, αίσθημα αλληλεγγύης, βαθιά ριζωμένη συνείδηση λευτεριάς. Και το σπουδαιότερο απ’ όλα, η ώριμη γνώση πως για να σώσουμε αυτή τη λευτεριά μας, είμαστε όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, υπεύθυνοι.
Το επεισόδιο αυτό είναι από τα πιο χαρακτηριστικά της ψυχολογίας του ελληνικού λαού την εποχή εκείνη της κρίσης που κορυφώθηκε καθώς τέλειωνε το καλοκαίρι του ’40. Του απλού λαού, που δεν ξέρει πολλά γράμματα και πληρώνει περισσότερο από κάθε άλλον, γιατί όλα τα πληρώνει με τον πόνο και το αίμα του κορμιού του. Ποια ήταν η κατάσταση του πολέμου και της Ευρώπης τον Αύγουστο εκείνον; Μια σειρά από πανωλεθρίες είχαν καλύψει τον κόσμο με την παχιά καταχνιά του φόβου. Ισπανία, Μόναχο, Τσεχοσλοβακία και, το τραγικότερο απ’ όλα, η Γαλλία. Το Παρίσι σε χέρια γερμανικά και το Βισύ δεχότανε να ικανοποιήσει το σαδισμό του κ. Χίτλερ στο δάσος της Κομπιένης. Μόνο μια ελπίδα: Ένα νησί που πάλευε και βαστούσε ψηλά το νόημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κάτω από το σιδερένιο κατακλυσμό. Ένα ηρωικό νησί στη βορεινή άκρη της Ευρώπης, στο αναμεταξύ χώρες σκλαβωμένες, ρημαγμένες ή βουβές, και στην άλλη άκρη η Ελλάδα, ένας τόπος χωρίς πλούτη, με το φτωχό λαό της, το φτωχό, τον ανθρώπινο, τον υπερήφανο λαό της, περιμένοντας να ηχήσουν και γι’ αυτήν οι σάλπιγγες ενός πολέμου με πολλά εκατομμύρια εχθρούς, με δισεκατομμύρια τόνους σίδερο, δουλεμένα στα εργοστάσια του θανάτου για την καταστροφή ψυχών και σωμάτων. Και η Ελλάδα πολέμησε, ο ελληνικός λαός πολέμησε, γιατί ένιωθε πως το κρίμα που θα’ πεφτε πάνω του, αν δεν πολεμούσε, θα ήταν ασήκωτο. Θα μπορούσε να καταποντίσει για πάντα, όχι την Ελλάδα αλλά την οικουμένη.
Ο Ελληνικός λαός πολέμησε τότε στις μάχες που άρχισαν στις 28 του Οκτώβρη και για έναν άλλο λόγο ακόμη. Γιατί είχε αρχίσει να πολεμά με την ψυχή του, πολύ πριν από την ημέρα εκείνη. Ήταν εμπόλεμος πριν από τη δεύτερη Βαλκανική κρίση και πριν από την πρώτη Βαλκανική κρίση, που έγινε ένα χρόνο νωρίτερα, όταν οι Ιταλοί μπήκαν μια Μεγάλη Παρασκευή στην Αλβανία. Ήταν εμπόλεμος σε κάθε μάχη που έδιναν οι δυνάμεις της τυραννίας και ήταν σύμμαχος με κάθε λαό, με κάθε άτομο, με κάθε ιδέα που πολεμούσε για τη λευτεριά. Αυτή η λευτεριά, που λιγόστευε τόσο τραγικά κάθε τόσο στην Ευρώπη των παραμονών και των αρχών του πολέμου. Περισσότερο ώριμος από τους προσεχτικούς διπλωμάτες και τους πολιτικούς που λένε πως κρίνουν τα πράγματα ρεαλιστικά, ήξερε ένα πάρα πολύ απλό πράγμα, πως ζωή θα πει λευτεριά και πως αν πρόκειται κάποτε να μείνει ο κόσμος τούτος που ζούμε αδειανός, θα φύγουμε πρώτα όλοι μας και η λευτεριά θ’ αδειάσει τον τόπο τελευταία.
Μια φορά σ’ ένα ελληνικό νοσοκομείο ένα παλικάρι είχε χάσει το πόδι του. Μήνυσαν στη γυναίκα του από το χωριό για να τον δει. Ξέσπασε σε λυγμούς όταν τον είδε κλαις για ένα κομμένο πόδι και δε συλλογίζεσαι πως αλλιώς θα’ κλαιγες για τη λευτεριά σου. Τέτοιοι είναι εκείνοι που έκαναν τον πόλεμο με το φασισμό• και εκείνοι που πολέμησαν τους χιτλερικούς και οι άλλοι στην Κρήτη και όσοι πολεμούν τώρα μακριά από την πατρίδα και όλοι μαζί αγωνίζονται κάθε μέρα στο σημερινό μέτωπο που καλύπτει όλη την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, κάτω από το ζυγό των τυράννων. Τέτοιοι είναι οι ήρωες και οι μάρτυρες που αποφασίζουν κάθε μέρα τη ζωή τους και φτύνουν κατάμουτρα τα εκτελεστικά αποσπάσματα των δημίων. Η 28η Οκτωβρίου είναι η επέτειος που άναψε το τουφέκι στην Αλβανία. Όμως την απόφαση να πολεμήσει και να δώσει τη ζωή του για να μπορέσει ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος σωστός και όχι ανδράποδο ενός αφέντη, την παίρνει κάθε μέρα, κάθε ώρα, ο ελληνικός λαός, αρχίζοντας πολύ πριν από την 28η Οκτωβρίου. Και θα εξακολουθήσει αυτός ο αγώνας, ώσπου να νιώσει βαθιά μεσ’ στην ψυχή του πως ήρθε επιτέλους η ώρα της δικαιοσύνης.
[1942]
[1942]
*Το κείμενο αυτό είναι από τον Τρίτο Τόμο των βιβλίων του Γιώργου Σεφέρη «ΔΟΚΙΜΕΣ» (Παραλειπόμενα 1932-1971) σελ.70-73 και κυκλοφορούν από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ.
Σημ.: Το κείμενο στο βιβλίο είναι γραμμένο σε πολυτονικό.
Σημ.: Το κείμενο στο βιβλίο είναι γραμμένο σε πολυτονικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου