Νέα Πολιτική
του Στάθη Καραπάνου*
Η σταθεροποίηση, τον Απρίλιο του 1951, της γραμμής του μετώπου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ στο ύψος του 38ου παραλλήλου της κορεατικής χερσονήσου, έκρινε τελικώς τους πολιτικούς στόχους όλων των εμπλεκομένων δυνάμεων. Ίσως, οι Αμερικανοί, μετά την αποτελεσματική προέλαση των στρατευμάτων τους έως τα κινεζικά σύνορα, τον Οκτώβρη του προηγούμενου έτους, να είχαν λάβει υπ’ όψιν τους την πιθανότητα ενοποίησης της Κορέας. Έξι μήνες αργότερα, ο Λευκός Οίκος είχε εγκαταλείψει κάθε τέτοιου είδους ιδέα. Με παρόμοιο τρόπο, Κινέζοι, Σοβιετικοί και Βορειοκορεάτες, οι οποίοι είχαν δηλώσει ως στόχο τους την απέλαση των ΗΠΑ από την χερσόνησο και την δημιουργία μίας ενωμένης, κομμουνιστικής Κορέας, άρχισαν να παραμελούν αυτό το ενδεχόμενο. Ο Στάλιν θα είχε σίγουρα προτιμήσει οι ΗΠΑ να είχαν κρατήσει ανοιχτό το μέτωπο στην Ασία, μειώνοντας τις δυνατότητες εμπλοκή τους στην Ευρώπη, αναγκάστηκε όμως να δεχθεί τη θέση των Κινέζων συμμάχων του, οι οποίοι επωμιζόντουσαν το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου. Οι δύο αντίπαλες πλευρές άρχισαν έτσι να αναζητούν διπλωματικές οδούς για να διαπραγματευτούν την επίλυση των συρράξεων.
Οι διαπραγματεύσεις χαρακτηρίστηκαν από επικίνδυνες τριβές, κωλυσιεργία, διακόπηκαν επανειλημμένως και τελικώς κράτησαν πάνω από δύο χρόνια. Σε αυτό το μεσοδιάστημα, ο Στάλιν συνέχισε να προσπαθεί να πείσει τον Μάο πως δεν έπρεπε να βιαστεί να φτάσει σε μια συμφωνία. Στις ΗΠΑ, από την άλλη, κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο έδαφος οι φωνές εκείνες που ήθελαν γενικευμένο πόλεμο κατά της Κίνας, με τη βοήθεια του Τσιανγκ Κάι Σεκ –τον ηττημένο του κινεζικού εμφυλίου πολέμου-, ο οποίος θα ήταν καθόλα πρόθυμος να συμμετάσχει στη μάχη. Αφού ο Τρούμαν είχε πρώτα περιθωριοποιήσει τον Στρατηγό Μακάρθουρ για τις επιθετικές του διαθέσεις, ο ίδιος μελέτησε το ενδεχόμενο βομβαρδισμού της Κίνας και των σινο-σοβιετικών βάσεων στη Σιβηρία, έκανε όμως πίσω. Όπως και να ‘χει, κατά τη διάρκεια του 1952, οι ΗΠΑ εντατικοποίησαν τους βομβαρδισμούς στη Βόρεια Κορέα με σκοπό να αναγκάσουν τον εχθρό να φτάσει πιο εύκολα σε έναν συμβιβασμό.
Η στάση των ΗΠΑ έγινε ακόμη πιο επιθετική όταν, τον Ιανουάριο του 1953, οι Ρεπουμπλικάνοι, με τον Αϊζενχάουερ, κατέκτησαν τον Λευκό Οίκο. Για τον εξαιρετικά σημαίνων Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, Τζον Φόστερ Ντάλες, η χρήση πυρηνικών όπλων δεν αποτελούσε απλώς μία πιθανή στρατιωτική λύση, αλλά ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των άκρων που αποφάσισε να ασκήσει. Ο Ντάλες πίστευε πως για να πείσει την Σοβιετική Ένωση και την Κίνα να εγκαταλείψουν τα σχέδια εξάπλωσης στην Ασία και την Ευρώπη, οι ΗΠΑ έπρεπε να φτάσουν ένα βήμα πριν τον πόλεμο. Την άνοιξη του 1953, ο Ντάλες ενημέρωσε το Πεκίνο, διαμέσου της κυβερνήσεως της Ινδίας, πως εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύγχαναν, οι ΗΠΑ θα κλιμάκωναν τις συγκρούσεις. Αυτή η πολιτική φάνηκε να έχει αποτέλεσμα.
Στην πραγματικότητα, ήταν ο θάνατος του Στάλιν (5 Μαρτίου 1953) που καθόρισε την ροή των εξελίξεων. Οι διάδοχοι του Στάλιν ήταν αποφασισμένοι να χαλαρώσουν το τεταμένο σχοινί των σχέσεων μεταξύ δυτικού και ανατολικού μπλοκ κι έτσι παρότρυναν τον Μάο να βρει μία συμφωνία. Τελικά, στις 27 Ιουλίου του 1953 συμφωνήθηκε η εκεχειρία. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και δεν ξέσπασε ξανά, η ειρήνη όμως στην κορεατική χερσόνησο δεν έφτασε ποτέ.
* Σινολόγος, βοηθός ερευνητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Νάπολης «L’Orientale»
1950 – 1953: ο «ξεχασμένος» πόλεμος της Κορέας (α’ μέρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου