Η ελληνική αγορά αποτελεί πραγματικό ναρκοπέδιο ως προς τις προθεσμίες πληρωμών τιμολογίων, από τις οποίες κάποιες οδεύουν και προς τις 200 ημέρες.
Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.
Το ελληνικό Δημόσιο χρωστάει σε προμηθευτές του πάνω από 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που κάνει οξύτερη και την κρίση ρευστότητας στην ελληνική αγορά και πλήττει, βεβαίως, τους πιο αδύναμους παίκτες της. Όμως, πολύ σοβαρά είναι πλέον και τα χρέη του λιανεμπορίου προς τους προμηθευτές του, τα οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στον κλάδο των άμεσων καταναλωτικών αγαθών ξεπερνούν τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ήδη δε, πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν σταματήσει τις δραστηριότητές τους, δεδομένου ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι προθεσμίες πληρωμής πλησιάζουν ακόμα και τους 12 μήνες!
«Οι καθυστερήσεις πληρωμών στην αγορά αποτελούν σοβαρότατο πρόβλημα, με ποικίλες επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας», τονίζει ο κ. Νίκος Καραγεωργίου, πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανικών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ). Για να προσθέσει ότι, σε συνδυασμό με τους κεφαλαιακούς ελέγχους, το όλο πρόβλημα γίνεται οξύτερο και έχει αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της πραγματικής οικονομίας. «Δυστυχώς, βλέπω την κατάσταση αυτή να διαιωνίζεται, γιατί η οικονομία δεν λέει να πάρει τα πάνω της», μας λέει ο πρόεδρος του ΕΣΒΕΠ.
Το ίδιο απαισιόδοξοι είναι και γνωστά στελέχη της ελληνικής μεταποίησης, που βλέπουν ότι το μεγάλο πρόβλημα της ρευστότητας θα βαίνει επιδεινούμενο.
«Πρόκειται ασφαλώς για ένα πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζεται με την υπερφορολόγηση ατόμων και επιχειρήσεων», μας τονίζει ο καθηγητής κ. Γιώργος Μπήτρος, που βλέπει να εντείνεται η φυγή καλών επιχειρήσεων από την Ελλάδα.
Συγγραφέας του βιβλίου «Ποτέ Πια Πτώχευση» (εκδ. Επίκεντρο), ο καθηγητής Γ. Μπήτρος πιστεύει ότι, όσο αυξάνεται ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία, τόσο η χώρα θα απομακρύνεται από το διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι και θα περιθωριοποιείται. Επίσης, η φυγή επιχειρήσεων θα ενισχύει την εσωτερική συγκέντρωση επιχειρηματικών μονάδων, γεγονός που αφ' εαυτό θα έχει τελικώς αρνητικές επιπτώσεις.
Επανερχόμενοι στις μεγάλες καθυστερήσεις πληρωμών, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι και στο επίπεδο αυτό οι διαφορές μας από άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης ειδικά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα, είναι πλέον μεγάλες και, ως εκ τούτου, βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με τις σχετικές κοινοτικές Οδηγίες και όχι μόνον. Αξίζει τον κόπο, από την άποψη αυτή, να δούμε τι ισχύει σε τρεις μεσογειακές χώρες της ΕΕ, οι οποίες επίσης αντιμετωπίζουν ισχυρά φαινόμενα κρίσης, πλην όμως οι οικονομίες τους λειτουργούν σε αισθητά υγιέστερες βάσεις.
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η σχετική νομοθεσία για τους όρους πληρωμής για μη ευπαθή προϊόντα διατροφής ορίζει ότι η προθεσμία για την καταβολή των οφειλόμενων ποσών ορίζεται στην τριακοστή ημέρα μετά την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών που ζητούνται. Σε περίπτωση που προμηθευτής και αγοραστής συμφωνήσουν διαφορετικούς όρους, η διευθέτηση των οφειλόμενων ποσών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από το τέλος του μήνα ή τις 60 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου.
Η κατάσταση, ωστόσο, αλλάζει στις περιπτώσεις ευπαθών προϊόντων διατροφής, τα οποία κατά κύριο λόγο είναι αγροτικά και κτηνοτροφικά είδη. Υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες ευπαθών ειδών διατροφής για τις οποίες οι όροι πληρωμής καθορίζονται αυστηρά και δεν μπορεί να είναι μεγαλύτεροι από:
α) Τριάντα ημέρες μετά το τέλος της παράδοσης στις αγορές των αναλώσιμων προϊόντων διατροφής, τα κατεψυγμένα κρέατα, τα κατεψυγμένα μαγειρεμένα κρέατα, τα κατεψυγμένα ψάρια και τα κονσερβοποιημένα προϊόντα που παρασκευάζονται από αλλοιώσιμα προϊόντα διατροφής, με εξαίρεση αγορές των εποχιακών προϊόντων που συντελούνται στο πλαίσιο των συμβάσεων που αναφέρονται στα άρθρα L.326-1 έως L326-3 του Αγροτικού Κώδικα.
β) Είκοσι ημέρες μετά την ημερομηνία παράδοσης για τις αγορές των ζώντων βοοειδών προς κατανάλωση και των νωπών κρεάτων που προέρχονται από αυτά.
γ) Τριάντα ημέρες μετά το τέλος της παράδοσης για την αγορά αλκοολούχων ποτών που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης σύμφωνα με το άρθρο 403 του Γενικού Φορολογικού Κώδικα.
Στην Ισπανία, για τα ίδια ευπαθή προϊόντα οι προθεσμίες δεν υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση τις 30 ημέρες από την ημέρα παράδοσης των αγαθών. Ας σημειωθεί ότι στην Ισπανία νοούνται νωπά και ευπαθή προϊόντα διατροφής αυτά που διατηρούν τα φυσικά τους χαρακτηριστικά και τα κατάλληλα προσόντα για την εμπορία και την κατανάλωση σε περίοδο μικρότερη των τριάντα ημερών, ή που απαιτούν συνθήκες θερμοκρασίας που ρυθμίζονται από την εμπορία και τη μεταφορά.
Όσον αφορά στα είδη διατροφής εκτός από τα νωπά ή ευπαθή, οι καθυστερήσεις πληρωμών σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνουν τις 60 ημέρες από την ημερομηνία παράδοσης των προϊόντων. Οι αποδέκτες των αντίστοιχων παραδόσεων δεσμεύονται να τεκμηριώσουν με την ίδια πράξη την παράδοση και τη λειτουργία υποδοχής, αναφέροντας την ημερομηνία. Ομοίως, οι πάροχοι θα πρέπει να αναφέρουν στο τιμολόγιο την ημερολογιακή ημέρα κατά την οποία θα πρέπει να γίνει η πληρωμή. Τα τιμολόγια πρέπει να παραδίδονται τριάντα ημέρες από την ημερομηνία παράδοσης και παραλαβής των εμπορευμάτων.
Στη γειτονική μας Ιταλία, για τα νωπά και ευπαθή είδη διατροφής καθώς και για τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ο ανώτατος χρόνος πληρωμής είναι τριάντα ημέρες. Για τα μη ευπαθή, ωστόσο, μπορεί να φθάσει έως και τις εξήντα ημέρες. Κατά την ιταλική νομοθεσία, η προθεσμία πληρωμής αρχίζει από την τελευταία ημέρα του μήνα βάσει της ημερομηνίας έκδοσης του τιμολογίου.
Σε περίπτωση απουσίας ημερομηνίας στο τιμολόγιο, η προθεσμία πληρωμής αρχίζει από την τελευταία ημέρα του μήνα της παράδοσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων. Το εκτελεστικό διάταγμα προβλέπει ότι η επιβολή από τον αγοραστή στον πωλητή μίας περιόδου κατά την οποία δεν μπορεί να εκδοθεί τιμολόγιο αποτελεί απαγορευμένη και αθέμιτη εμπορική πρακτική. Μπορεί να υπάρχουν παρεκκλίσεις από αυτές τις υποχρεώσεις πληρωμής, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση ή παραίτηση ή καθυστέρηση προς όφελος του αγοραστή-οφειλέτη. Αντίθετα, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να προχωρήσουν την προθεσμία πληρωμής προς όφελος του πωλητή-πιστωτή.
Πέρα από τις μεσογειακές χώρες, παρεμφερείς διατάξεις ισχύουν και στο Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), όπου για τα ευπαθή και νωπά προϊόντα οι προθεσμίες πληρωμής κυμαίνονται από 30 έως 45 ημέρες κατ' ανώτατο όριο. Υπάρχουν δε και ειδικές περιπτώσεις όπου η πληρωμή πρέπει να γίνει μέσα σε εικοσαήμερο.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλοι οι παραπάνω όροι είναι λίγο-πολύ συμβατοί με την κοινοτική Οδηγία 2011/7/ΕΕ, η οποία καθορίζει το πλαίσιο για τις προθεσμίες πληρωμής στις εμπορικές συναλλαγές. Υπάρχουν ωστόσο και αρκετές εξαιρέσεις στην Οδηγία αυτή, οι οποίες όμως αφορούν κατά κύριο λόγο τον δημόσιο τομέα.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλοι οι παραπάνω όροι είναι λίγο-πολύ συμβατοί με την κοινοτική Οδηγία 2011/7/ΕΕ, η οποία καθορίζει το πλαίσιο για τις προθεσμίες πληρωμής στις εμπορικές συναλλαγές. Υπάρχουν ωστόσο και αρκετές εξαιρέσεις στην Οδηγία αυτή, οι οποίες όμως αφορούν κατά κύριο λόγο τον δημόσιο τομέα.
Υπό αυτή την έννοια, όπως μας έλεγε προσφάτως ο κοινοτικός ερευνητής κ. Ζαν-Φρανσουά Μπελίς, στην ευρωζώνη, στο οργανωμένο λιανεμπόριο, τα τιμολόγια εξοφλούνται κατά μέσον όρο σε 60 ημέρες, ενώ για τα ευπαθή προϊόντα ο όρος των 30 ημερών τηρείται σε ποσοστό άνω του 80%. Δυστυχώς, τελείως διαφορετική είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, όπου η τήρηση της κοινοτικής Οδηγίας αποτελεί εξαίρεση.
Σαφώς δε το γεγονός αυτό προκαλεί τεράστιες ανισορροπίες στην εγχώρια αγορά, η οποία στην παρούσα φάση υποφέρει από όλα τα κακά της μοίρας της... Και με ισχνές προοπτικές εξόδου από το τούνελ του κρατισμού και της γραφειοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου