του Κώστα Μελά
Για όσους ασχολούνται με το επιχειρείν είναι γνωστό ότι
σημαντικά κίνητρα, εκτός από την υπάρχουσα (και διαμορφούμενη) ζήτηση,
αποτελούν το κόστος εργασίας αλλά και το κόστος κεφαλαίου.
Αυτό το δεύτερο, την περίοδο της δημοσιονομικής
προσαρμογής εκτοξεύθηκε με τον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις κεφαλαιαγορές και
την περιστολή της πρόσβασης των τραπεζών στην διεθνή ρευστότητα. Μόνο η ΕΚΤ με
όλους τους συνεπαγόμενους περιορισμούς συνέχισε να παρέχει την απαιτούμενη
στοιχειώδη ρευστότητα αναγκαία για τη μη κατάρρευση του συστήματος. Το κόστος
κεφαλαίου παρά τα τελευταία «ανοίγματα» συνεχίζει να αποτελεί θεμελιώδη
ανασταλτικό παράγοντα τόσο στην επιχειρηματική προσαρμογή όσο και στην ανάκτηση
ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στο νέο περιβάλλον, σε πείσμα των μέτρων
που επιβάλλονται στο μέτωπο του εργασιακού κόστους.
Η διατήρηση του κόστους κεφαλαίου σε απαγορευτικά επίπεδα
είναι η πραγματική εξήγηση του χείριστου μείγματος αποτελεσμάτων της πολιτικής
που ακολουθήθηκε ως σήμερα, δηλαδή την ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών και
αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα της χώρας.
Οι περισσότεροι αναλυτές ασχολούνται με τις αρνητικές
επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής στην αγορά εργασίας, στην αγορά
εμπορευμάτων και στη ζωή των πολιτών. Σωστά πράττουν. Όμως χρειάζεται να δούμε
έστω και περιληπτικά τι σημαίνει δημοσιονομική προσαρμογή για την εγχώρια
κεφαλαιαγορά. Ζούμε σε μια νομισματική οικονομία στην οποία η αγορά χρήματος
και η αγορά κεφαλαίων αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, που συνεχίζει να
εφαρμόζεται , στοχεύει στην εξάλειψη των μεγάλων ελλειμμάτων και τη συνεχή μετατόπιση μεγάλης μάζας
αποταμίευσης από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα.
Η προσαρμογή αυτή καθαυτή αντικειμενικά ασκεί
αρνητική πίεση στον ιδιωτικό σχηματισμό κεφαλαίου. Η επιδίωξη του κράτους να μετατραπεί από «καταναλωτής»
σε «αποταμιευτή» οφείλεται στις πιέσεις εξυπηρέτησης του χρέους.
Σε θεωρητικό επίπεδο η ισορροπία της οικονομίας θα μπορούσε να διατηρηθεί, αν αντίστοιχα ο
ιδιωτικός τομέας μπορούσε να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία του
μετατρεπόμενος σε καθαρό
καταναλωτή (δανειζόμενο). Όμως αυτό ήταν (και συνεχίζει να είναι) αδύνατο λόγω
της δραστικής μείωσης της ζήτησης και στη συνεπαγόμενη αδυναμία στην αύξηση της χρηματοδότησης
του.
Συγχρόνως στην ελληνική οικονομία η αδυναμία διατήρηση
ισορροπίας σε συνθήκες ταχείας δημοσιονομικής προσαρμογής προσέκρουε στο μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών. Το μεγάλο έλλειμμα όχι μόνο του στερούσε τη δυνατότητα να δράσει
αντισταθμιστικά στα μακροοικονομικά αποτελέσματα της δημοσιονομικής συρρίκνωσης
αλλά αντιθέτως συνέβαλε περαιτέρω και δραστικά στην κατάρρευση της οικονομικής
δραστηριότητας και η οικονομία να βρεθεί αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη ύφεση της
σύγχρονης ιστορίας της.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι ευνόητο ότι η έμφαση των
προγραμμάτων για την ανατροπή του αρνητικού εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών,
επιχειρεί να δημιουργήσει ένα διατηρήσιμο
πόλο θετικών χρηματικών ροών που θα τροφοδοτήσουν την εσωτερική αποταμίευση και
επακόλουθα την ανάπτυξη της οικονομίας. Όταν αυτό συμβεί (πολύ δύσκολο) και αν
συμβεί τότε η εγχώρια ιδιωτική
αποταμίευση θα τροφοδοτείται από το πλεόνασμα των εξωτερικών συναλλαγών και όχι
από την αύξηση του δημόσιου χρέους.
Όμως αυτό το οποίο αποτελεί την απόλυτη και αντικειμενική
πραγματικότητα είναι το γεγονός ότι η αποκατάσταση
της εγχώριας αγοράς κεφαλαίου θα
επιβραδύνεται συνεχώς από την πίεση της χρήσης των αποταμιεύσεων για την
εξυπηρέτηση του υπάρχοντος δημόσιου
χρέους.
Άρα η συζήτηση για τη
διαγραφή/ελάφρυνση/αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους είναι θέμα κρίσιμης
σημασίας για τη νέα ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, δηλαδή την επάνοδο
τόσο της ικανότητας όσο και των θετικών προσδοκιών που απαιτούνται για τη ροή
αποταμιευτικών πόρων από τον ιδιωτικό τομέα προς την εγχώρια κεφαλαιαγορά.
Αποτελεί κοινό τόπο σε όλους τους αναλυτές η διαπίστωση
ότι οποιαδήποτε προϋπάρχουσα δέσμευση – υποχρέωση λειτουργεί αποτρεπτικά για νέες
κεφαλαιακές ροές.
Υπάρχει βέβαια η δυνατότητα ,υπό προϋποθέσεις, να
αναζωογονηθεί η εγχώρια αγορά
κεφαλαίου με εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό που θα συνέβαλλαν στην
εξομάλυνση του χρηματοδοτικού κενού της οικονομίας. Κάτι που σε μικρή κλίμακα
παρατηρείται κυρίως στον τραπεζικό τομέα με την εισροή βραχυπρόθεσμων
κεφαλαίων. Όμως εδώ προκύπτει το πρόβλημα της διατηρησιμότητας των συγκεκριμένων κεφαλαίων το
οποίο είναι θέμα προσδοκιών για τις μελλοντικές εξελίξεις όχι μόνο της
ελληνικής οικονομίας αλλά και του διεθνούς περιβάλλοντος. Πόσο μπορεί να
εμπιστευθεί αυτού του είδους της εξωτερικές εισροές οι οποίες πολύ εύκολα μπορούν να αντιστραφούν και να
ανατρέψουν την πορεία της οικονομίας προς αρνητικούς ρυθμούς, μόλις αυτή πάει
να ανακάμψει;
Η αστάθεια των ιδιωτικών ροών κεφαλαίου είναι παροιμιώδης
στις χρηματοοικονομικές κρίσεις της εποχής μας. Μάλιστα όταν το βασικό
χαρακτηριστικό των κεφαλαιαγορών σε οικονομίες ευρισκόμενες σε ύφεση (σκεφτείτε
ότι η Ελλάδα σωρευτικά παρουσιάζει ύφεση 25%) είναι οι τρομακτικά υποτιμημένες
αξίες των περιουσιακών στοιχείων τότε, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων είναι
ευκολότερη αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα ευάλωτες σε κερδοσκοπικές εκροές οι
οποίες δημιουργούν ασταθείς καταστάσεις.
Συνεπώς η ανάγκη μακροχρόνιων κεφαλαιακών ροών που να
ακινητοποιούνται στην ελληνική οικονομία αλλά και η σταδιακή ανάπτυξη των
εσωτερικών αποταμιευτικών ροών είναι ζητήματα στρατηγικής σημασίας για τη
σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Ζητούμενη είναι επομένως η δημιουργία νέων πόλων
σταθερότητας στην αγορά κεφαλαίου.
Στην Ελλάδα , όπου το σύστημα είναι παραδοσιακά
τραπεζοκεντρικό, αυτό τον
ρόλο έπαιζαν οι εγχώριες τράπεζες με την αποταμιευτική τους βάση και τις
χορηγήσεις τους προς ιδιώτες.
Είναι κοινός τόπος ότι στο προβλεπτό μέλλον , οι τράπεζες
δεν μπορούν να ανακτήσουν αυτό τον ρόλο λόγω της απομειωμένης και συνεχώς
επαπειλούμενης κεφαλαιακής τους βάσης και της συρρίκνωσης των ιδιωτικών
αποταμιευτικών ροών.
Η επόμενη δυνατότητα έγκειται στην προσπάθεια προσέλκυσης ΑΞΕ οι οποίες θα δεσμεύσουν κεφάλαια
από το εξωτερικό στην
ελληνική οικονομία είναι σωστή, αλλά τα μεγέθη, οι χρόνοι
πραγματοποίησης και η συνολική τους κλίμακα δεν μπορούν ρεαλιστικά να επιλύσουν
άμεσα το μέγα χρηματοδοτικό πρόβλημα της χώρας, παρόλο που ασφαλώς μπορούν να
το απαλύνουν.
Απομένει ο ρόλος του Δημοσίου στην ανάπτυξη της
κεφαλαιαγοράς. Δεν μπορεί να είναι ουδέτερος στην ανάπτυξη της. Μπορεί και
πρέπει να συμβάλλει. Η δημιουργία μιας αναπτυξιακής τράπεζας , υπό
συγκεκριμένες προϋποθέσεις , μπορεί να δώσει την απαραίτητη ώθηση για την
υπέρβαση της παρούσας στενότητας στην αγορά κεφαλαίων και τη μείωση του κόστους
κεφαλαίου χρησιμοποιώντας κεφάλαια προερχόμενα από πολυμερείς και άλλους
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου