Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Η Μαρξιστική Φιλοσοφία (απόσπασμα)


του Δημήτρη Πατέλη

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

….Η σχέση θεωρίας-πράξης που σε συνθήκες κεφαλαιοκρατίας, αλλά και γενικότερα ταξικής κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από την αντίθεσή τους, ως αποτέλεσμα του οντολογικού διαχωρισμού ύλης-πνεύματος, του υποδουλωτικού καταμερισμού ανάμεσα στη χειρωνακτική και στην πνευματική εργασία, δεν ήταν πάντοτε η ίδια αλλά μεταβλήθηκε και αυτή κατά την κοινωνική εξέλιξη.

Κατά την πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας, κατά τη φάση διαμόρφωσης και κυριαρχίας του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμη «στην αγκαλιά της Φύσης», δεν έχει ξεχωρίσει ακόμη από αυτήν, σχετίζεται με τη γη ως προς το «ανόργανο σώμα του». Διαθέτει κάποια βιολογικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, που του δίνουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κάποια υλικά της Φύσης για την ικανοποίηση των αναγκών του, ως μη παραχθέντα, αλλά σε έτοιμη μορφή ευρισκόμενα εργαλεία. Με αυτόν τον τρόπο αρχίζει «μια διαδικασία αμοιβαίου καθορισμού ανάμεσα στο χέρι, και γενικότερα στα σωματικά όργανα, και στο νοητικό όργανο. Η εργασία, δηλ. οι πρακτικές σχέσεις με τη Φύση, καθώς και το σύνολο της κοινωνικής πρακτικής, ανάπτυξαν το μυαλό, και η ανάπτυξη του μυαλού έκανε πιο αποτελεσματική την πρακτική δραστηριότητα» (Μπιτσάκης, 1998).

Έτσι, αρχικά διακρίνεται μια ενιαία πρακτικοθεωρητική δραστηριότητα, ενώ το διανοητικό σύμπαν του ανθρώπου μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπειρικό-μυθολογικό», (Μπιτσάκης, 1998). Η εμπειρική-αισθητηριακή, μέσα από την άμεση πρακτική επαφή, γνώση του κόσμου συνυπάρχει με τη μυθολογία, με την ύπαρξη θεών οι οποίοι βρίσκονται παντού στη Φύση, είναι φυσικά , και όχι αφηρημένα, πνευματικά, υπερφυσικά, όντα Δεν υπάρχει η αντίθεση χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, ύλης-πνεύματος, επομένως ούτε η αντίθεση θεωρίας-πράξης, καθώς οι κατηγορίες αυτές στην ουσία είναι ανύπαρκτες, υπάρχουν μόνο σ’ αυτή την πρωτόγονη ενότητα τους, ως συνυφασμένες πλευρές της ενιαίας πρωτόγονης πρακτικής-θεωρητικής μετασχηματιστικής δραστηριότητας, υπάρχουν μόνο οι προϋποθέσεις που αργότερα στις κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες θα οδηγήσουν στον εννοιακό διαχωρισμό αλλά και στην αντίθεση τους.

Όλα αυτά αρχίζουν να αλλάζουν, όταν για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, δημιουργείται, με την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, κοινωνικό υπερπροϊόν, όταν δηλαδή εμφανίζεται η υλική προϋπόθεση για το πέρασμα, για μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα (πχ. το ιερατείο), στην καθ’ εαυτώ πνευματική εργασία. Έτσι συντελείται σιγά σιγά το πέρασμα από την πρωτόγονη κοινότητα, στις ταξικές κοινωνίες (και συγκεκριμένα στη δουλοκτησία) και εμφανίζεται ο υποδουλωτικός καταμερισμός χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, και συνακόλουθα ο διαχωρισμός, η αντίθεση θεωρίας-πράξης. Μάλιστα η πρωταρχική εμφάνιση αυτής της αντίθεσης, στη δουλοκτητική κοινωνία, είναι χαρακτηριστική καθώς η κοινωνία χωρίζεται σε δύο ακραία στρώματα-τάξεις στους δούλους που, ως «ομιλούντα εργαλεία», έχουν αναλάβει την καθ’ εαυτώ πρακτική δραστηριότητα, τη χειρωνακτική εργασία, και στους δουλοκτήτες, που έχουν αναλάβει την πνευματική-διανοητική εργασία, ενώ υπάρχει και ένα μεγάλο μέρος ενδιάμεσων στρωμάτων-τάξεων.

Αυτή η κυρίαρχη αντίθεση θεωρίας-πράξης διατηρείται καθ’ όλη τη φάση διαμόρφωσης της κοινωνίας, και με το πέρασμα στη φεουδαρχία και εν συνεχεία στον καπιταλισμό. Βέβαια σε κάθε κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό εμφανίζεται και με διαφορετικό τρόπο, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία η αντίθεση αυτή εμφανίζεται στην παραγωγή με την αντίθεση ζωντανής-νεκρής εργασίας και παίρνει την πιο ολοκληρωμένη της μορφή με την «ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο», κατά τη γνωστή έκφραση του K. Marx. Έτσι πραγματοποιείται η υποταγή της χειρωνακτικής στην πνευματική εργασία, της πράξης στη θεωρία. Από την άλλη στην κεφαλαιοκρατία, που συνιστά, όπως κάθε κοινωνικός σχηματισμός, πλέγμα αντιθέσεων, εμφανίζονται και κάποια νέα χαρακτηριστικά, κυρίως ως τάσεις, που δείχνουν τη δυναμική του μέλλοντος στο παρόν. Έτσι, επί ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατίας, εμφανίζεται μια τάση προς νέα ενοποίηση, αυτή τη φορά σε ένα ανώτερο επίπεδο της θεωρίας με την πρακτική.

Η επιστήμη (ως πνευματική-θεωρητική κυρίως δραστηριότητα) μετατρέπεται σε άμεση παραγωγική (πρακτική) δύναμη, που παίζει όλο και σπουδαιότερο ρόλο στην παραγωγική διαδικασία, ενώ η μία «επιστημονική επανάσταση» διαδέχεται την άλλη, επαναστατικοποιώντας συνεχώς και τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής (από την άποψη των παραγωγικών δυνάμεων). Βέβαια η συγκεκριμένη πραγματικότητα εμφανίζεται στα πλαίσια των ασφυκτικών σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (σχέσεις κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας), και γι’ αυτό η τάση προς ενοποίηση θεωρίας και πράξης υπάρχει μόνο ως τάση, τη στιγμή που αυτή η ενοποίηση της επιστήμης με την παραγωγή εμφανίζεται με την ανεστραμμένη μορφή της υποταγής της επιστήμης στις πρακτικές-πραγματιστικές ανάγκες του κεφαλαίου.

Έτσι η επιστήμη σήμερα δεν αναπτύσσεται, εν πολλοίς, στη βάση της λογικής της αυτοανάπτυξής της, στη βάση της επίλυσης των σύγχρονων θεμελιωδών της αντιφάσεων, αλλά συρόμενη πίσω από τα ιδιοτελή συμφέροντα του κεφαλαίου, πίσω από τις ανάγκες του για υπερκέρδη. Μέσα από όλη αυτή την ιστορική πορεία, αλλά και μέσα από τις τάσεις που διαφαίνονται στη σημερινή αναπτυγμένη κεφαλαιοκρατία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εξέλιξη της σχέσης θεωρίας και πράξης, εμφανίζεται ελικοειδής και προβάλλει από την άποψη του κομμουνισμού ως άρνηση της άρνησης, με κατάληξη τη διαλεκτική άρση της αντίθεσης θεωρίας-πράξης, την επιστροφή στην πρωτόγονη ενότητα, τώρα όμως σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου θα κυριαρχεί η ώριμη, ενιαία πρακτικοθεωρητική μετασχηματιστική δραστηριότητα της ανθρωπότητας στη γη, ως «ενιαίο, σκόπιμα μετασχηματισμένο σύνολο», (Βαζιούλιν, 1988), στιγμές της οποίας θα είναι η πλήρης αυτοματοποίηση της παραγωγής (μέσω της «τεχνητής Φύσης» και μάλιστα της παραγωγής αυτομάτων από αυτόματα) και η «καθ’ εαυτώ ανθρώπινη», επιστημονική (στα πλαίσια της «καθολικής» επιστήμης, ως ενοποίησης φυσικών-κοινωνικών επιστημών), θεωρητική δραστηριότητα.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Η ιστορική μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας μας αποδεικνύει ότι αυτή δεν παρέμεινε αναλλοίωτη κατά το πέρασμα των αιώνων αλλά διήλθε από κάποιους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς (πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός) σε μια εξελικτική πορεία, όπου καθοριστικός παράγοντας, σε τελική ανάλυση, ήταν η διαλεκτική σχέση (κυρίως ως αντίθεση) παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο αυτή η αντίληψη για την εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας (χαρακτηριστική της μαρξικής προσέγγισης της ιστορίας) δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την απολυτοποίηση του συγκεκριμένου παράγοντα, εν είδει κάποιου οικονομικού ντετερμινισμού, που οδηγεί, αυτόματα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, σε κάποιο τέλος, βάσει κάποιων «ατσάλινων νόμων της ιστορίας». Η αντίληψη του δημιουργικού μαρξισμού (που δεν εγκλωβίζεται στο δίπολο δογματισμού-αναθεωρητισμού) δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπ’ όψιν της και την πράξη του ανθρώπου ως υποκειμένου, που καθορίζει, μέσα βέβαια σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αντικειμενικών, ιστορικών δυνατοτήτων, την κοινωνική εξέλιξη.

Ωστόσο του πρακτικού μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας, προηγείται σε κάθε περίπτωση η θεωρητική σύλληψη (σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον) του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου και των αντικειμενικών δυνατοτήτων εξέλιξής του, στη βάση των κυρίαρχων αντιφάσεων της εκάστοτε συγκυρίας. Είναι ακριβώς αυτές οι αντιφάσεις της αντικειμενικής πραγματικότητας που οδηγούν στη θεωρητική αναζήτηση της υπέρβασής τους, και είναι στη συνέχεια ακριβώς αυτή η θεωρητική προτρέχουσα σύλληψη των δυνατοτήτων εξέλιξης του κοινωνικού Είναι που οδηγεί και στις προσπάθειες πρακτικού επαναστατικού μετασχηματισμού της ολοένα και πιο αντιφατικής υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας.

Απ’ αυτή την άποψη και με βάση τα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως γίνεται κατανοητό ότι η σημασία της θεωρητικής προτρέχουσας σύλληψης των κυρίαρχων αντιφάσεων και τάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας είναι αντίστροφα ανάλογη του βαθμού αντιστοιχίας των παραγωγικών δυνάμεων με τις σχέσεις παραγωγής, (Πατέλης, 1998). Σε ιστορικές συγκυρίες όπου έχουμε σχετική αντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής η κοινωνική πραγματικότητα παρουσιάζεται χωρίς ιδιαίτερες αντιφάσεις (αν και αυτές πάντοτε υπάρχουν έστω και αν δεν είναι κυρίαρχες και εμφανείς) και η θεωρητική σύλληψη της πραγματικότητας αυτής (ως κοινωνική θεωρία) αντιμετωπίζει την υπάρχουσα κοινωνία ως έχει, ως αιώνια και αναλλοίωτη, αδυνατεί να εντοπίσει τις δυνατότητες πρακτικού μετασχηματισμού και εξέλιξής της μέσα από την άρση των κυρίαρχων αντιφάσεων. Αντίθετα όταν κυριαρχεί η αναντιστοιχία, η ρήξη ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής η θεωρητική απεικόνιση του υπάρχοντος πλέγματος αντιφάσεων, καθώς και των δυνατοτήτων υπέρβασής τους με το πέρασμα σε άλλον τύπο σχέσεων παραγωγής καθίσταται όχι μόνο εφικτή αλλά και αναγκαία.
Η συγκεκριμένη σχέση θεωρητικής σύλληψης-πρακτικού μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας διαφοροποιείται ανάλογα με τη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας και μάλιστα όσο η κοινωνία κινείται προς ωριμότερα στάδια φαίνεται ότι αυξάνεται όλο και περισσότερο ο ρόλος της θεωρίας. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, εποχή της ώριμης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, εποχής που ωριμάζουν οι όροι για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία (με τα δύο στάδια, όπως τα διατύπωσε ο Marx στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, το ανώριμο σοσιαλιστικό και το ώριμο κομμουνιστικό) ο ρόλος της θεωρίας φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς ο κομμουνισμός δεν προκύπτει απλώς ως ένας ακόμη κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός αλλά ως η διαλεκτική άρνηση-άρση όλου του ιστορικού παρελθόντος της κοινωνίας και από αυτή την άποψη έχει να αντιμετωπίσει τις αντιφάσεις όχι μόνο της κεφαλαιοκρατίας, αλλά όλης της μέχρι σήμερα κίνησης της ανθρώπινης κοινωνίας, (Βαζιούλιν, 2000).

Από αυτή την άποψη το πέρασμα από τον καπιταλισμό, ως τέλος της διαμόρφωσης της κοινωνίας, στον κομμουνισμό, ως ωριμότητα της κοινωνίας συνιστά έναν πολύ πιο αντιφατικό και επίπονο κοινωνικό μετασχηματισμό, πολύ πιο σύνθετο από τους προηγούμενους, ο οποίος χρειάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό τη θεωρητική προτρέχουσα σύλληψη των πιθανών προβλημάτων, αντιφάσεων και δυσκολιών που θα έχει να αντιμετωπίσει το επαναστατικό υποκείμενο. Επομένως αποκτούν μεγάλη σημασία κάποιες επισημάνσεις του Marx, από το πρώιμο ακόμη έργο του, για το σημαντικό ρόλο της θεωρίας στην ανατροπή του καπιταλισμού: «η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα… η κεφαλή της χειραφέτησης αυτής είναι η φιλοσοφία, καρδιά της το προλεταριάτο», (Marx, 1978). Βέβαια η σημασία της θεωρίας σε καμιά περίπτωση δεν ακυρώνει την αναγκαιότητα πρακτικής, υλικής δράσης για να επιτευχθεί ο κοινωνικός μετασχηματισμός αφού «το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική δύναμη δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται υλική δύναμη αφότου κατακτήσει τις μάζες», (Marx, 1978).
Η πολυπλοκότητα του περάσματος από την κεφαλαιοκρατία στον κομμουνισμό (αρχικά στο πρώτο του στάδιο, το σοσιαλιστικό) απασχόλησε και τον Lenin και τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητη μια πρωτοπόρα συνειδητή οργάνωση του επαναστατικού υποκειμένου, που την ονόμασε κόμμα επαγγελματιών επαναστατών (ή κόμμα νέου τύπου). Σε αυτή την άποψη κατέληξε από τη μελέτη των αυθόρμητων αντιδράσεων του προλεταριάτου και των άλλων φτωχών στρωμάτων στη Ρωσία που τον βοήθησε να αντιληφθεί ότι «η αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος τραβάει ίσα ίσα στην υποταγή στην αστική ιδεολογία… τα “πρώτα τυχόντα” μέσα πάλης θα είναι πάντα στη σύγχρονη κοινωνία τρεϊντ-γιουνιονιστικά μέσα πάλης και η “πρώτη τυχούσα” ιδεολογία θα είναι η αστική (τρεϊντ-γιονιονιστική) ιδεολογία», (Lenin,2002).

Η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που έχει εισαχθεί από έξω στο προλεταριάτο (και συγκεκριμένα από την αστική διανόηση) και όχι κάτι που γεννιέται αυθόρμητα από τους ταξικούς του αγώνες, και αυτό γιατί προϋποθέτει τη «βαθιά επιστημονική γνώση» της κοινωνικής πραγματικότητας. Μαζί λοιπόν με τις ενώσεις των εργατών με τα εν πολλοίς αυθόρμητα-αστικά αιτήματα και διεκδικήσεις είναι απαραίτητη και η οργάνωση των επαναστατών, το κόμμα, που θα εισάγει τη σοσιαλιστική συνείδηση στους εργάτες, θα καθοδηγεί τους ταξικούς αγώνες προς το σοσιαλισμό. Η συγκεκριμένη οργάνωση λοιπόν μπαίνει ανάμεσα στην επιστημονική θεωρία και στην επαναστατική πράξη και προσπαθεί να τις ενώσει, είναι ο ενδιάμεσος κρίκος που δίνει στη φιλοσοφία, στην επιστήμη τα υλικά της όπλα και στο προλεταριάτο τα πνευματικά του όπλα.
Το κόμμα λοιπόν έχει κάποια χαρακτηριστικά (όσον αφορά τη θεωρία και την πράξη) τα οποία, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι γενικά, από την άποψη ότι είναι αναγκαία σε κάθε επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. Καταρχήν το κόμμα προϋποθέτει κάποια θεωρητική βάση, και αν έχει στόχο πράγματι τη σοσιαλιστική επανάσταση (όπως το κόμμα του Lenin), αυτή η θεωρητική βάση θα πρέπει να ερμηνεύει το μεγαλύτερο μέρος της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας, να διακρίνει τις κυρίαρχες αντιφάσεις αλλά και να έχει επεξεργαστεί τον τρόπο επίλυσής τους προς την κατεύθυνση της διαλεκτικής τους υπέρβασης, του επαναστατικού μετασχηματισμού του κοινωνικού Είναι, έχοντας καταλήξει και σε συμπεράσματα σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο και το ρόλο του. Πάνω σ’ αυτή τη θεωρητική, επιστημονική ανάλυση που προηγείται της δημιουργίας του (και αποτελεί τη βασική της προϋπόθεση) το κόμμα έρχεται να πραγματοποιήσει τον πρακτικό επαναστατικό μετασχηματισμό, όταν και οι αντικειμενικές, κοινωνικές συνθήκες το επιτρέψουν (κρίση, επαναστατική κατάσταση). Επομένως το κόμμα, εκκινώντας από μια βαθιά επιστημονική ανάλυση της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης και των τάσεων υπέρβασής της, αναλαμβάνει κυρίως τον πρακτικό ρόλο να πραγματοποιήσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το κόμμα δεν μπορεί να επεξεργαστεί νέα θεωρητικά ζητήματα ή να επανεξετάσει κάποια άλλα με βάση και τα συμπεράσματα του πρακτικού αγώνα, ωστόσο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα πρωταρχικά καθήκοντα του κόμματος είναι πρακτικά, αλλά και ότι η θεωρητική δουλειά που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του υπόκειται σε διαφόρων ειδών αντικειμενικούς και υποκειμενικούς περιορισμούς. Η θεωρητική δουλειά υποσκελίζεται και καλείται να δόσει απάντηση σε πρακτικά προβλήματα (με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης της θεωρίας πάνω στη δική της βάση, σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιφάσεις της και προς την κατεύθυνση της επίλυσής τους) ενώ και η συγκεντρωτική δομή (που υπαγορεύεται από τις πρακτικές ανάγκες και είναι απαραίτητη) δεν επιτρέπει την ανάπτυξη των κατάλληλων για επιστημονική έρευνα σχέσεων, στην οποία δεν πρέπει να υπάρχει ο υποδουλωτικός καταμερισμός πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας αλλά ένας ανώτερος τύπος καταμερισμού με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις της προσωπικότητας του κάθε επιστήμονα.

Το κόμμα λοιπόν μπορεί να αναπτύξει τη θεωρία εκτατικά, μελετώντας νέα φαινόμενα, αναθεωρώντας κάποιες απόψεις, επεκτείνοντας την υπάρχουσα θεωρία σε νέες σφαίρες, όμως δεν μπορεί να άρει την αρχική θεωρητική του βάση σε νέο επίπεδο, δεν μπορεί να πετύχει ποιοτική επανάσταση στη θεωρία, να την εξελίξει σε ένα ανώτερο επίπεδο. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μορφές οργάνωσης που διαφέρουν ποιοτικά από το κόμμα και βρίσκονται έξω από αυτό (σε αυτές τις μορφές θα αναφερθούμε παρακάτω)…..


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου