Αναρχικός Τραπεζίτης
Γιώργος Ν. Οικονόμου
(Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ανακοίνωση μου στην ημερίδα της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, με θέμα «Η φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη», που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 26 Μαΐου 1999)
Μια σημαντική πτυχή του έργου του Καστοριάδη είναι η κριτική που ασκεί στην κληρονομημένη σκέψη, στην ελληνοδυτική φιλοσοφία, από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι των ημερών μας. Αυτό που της προσάπτει είναι ότι συγκάλυψε την ανθρώπινη συλλογική δημιουργία όπως αυτή αναδύεται στην ιστορία και στην κοινωνία, ότι συγκάλυψε το γεγονός ότι η θέσμιση της κοινωνίας είναι έργο των ίδιων των ανθρώπων , είναι έργο της ίδιας της κοινωνίας. Δηλαδή, για τον Καστοριάδη η θέσμιση της κοινωνίας είναι αυτοθέσμιση και μάλιστα φαντασιακή όπως δηλώνεται στο σημαντικότατο έργο του Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (1). Αυτή η συγκάλυψη της αυτοθέσμισης της κοινωνίας συνιστά και την ετερονομία της κοινωνίας. Δηλαδή η ετερόνομη κοινωνία αποδίδει την πηγή και την αιτία των θεσμών και των σημασιών της σε εξωκοινωνικούς παράγοντες (Θεός, Φύσις, μυθικοί ήρωες, Νόμοι της ιστορίας, Λόγος-Ratio, …). Ο Θεός π.χ. της Ιουδαίο-χριστιανικής θρησκείας «δημιουργεί» τον κόσμο και τον άνθρωπο και «δίνει» τον Νόμο στον Μωυσή επί του όρους Σινά. Ακριβώς η θρησκεία είναι για τον Καστοριάδη το κατ’εξοχήν παράδειγμα της ετερονομίας. «Η ανθρωπότητα», γράφει, «αναδύεται από το Χάος, από την Άβυσσο, από το Απύθμενο»(2). Για τον Καστοριάδη ο κόσμος –το Είναι- είναι ουσιαστικά Χάος, Άβυσσο, Απύθμενο.
Η θρησκεία δίνει μια απάντηση στην αδυναμία και το φόβο των ανθρώπων να δεχθούν το Χάος και να αντιμετωπίσουν την Άβυσσο, το Απύθμενο. Επενδύει, δηλαδή, την Άβυσσο και το Χάος με σημασίες ενώ συγχρόνως τα συγκαλύπτει.
(Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός του θανάτου: συγκαλύπτει τον θάνατο με την παραδοχή μιας άλλης, δήθεν, ζωής μετά θάνατον και μάλιστα αιώνιας). Έτσι η Θρησκεία είναι η κατ’εξοχήν συγκάλυψη του Χάους, «δίνει ένα όνομα στο ακατονόμαστο, μία παράσταση στο απαράστατο, έναν τόπο στο ανεντόπιστο» (3). Η ουσία της ετερόνομης θέσμισης της κοινωνίας και της θρησκείας είναι η ίδια. Επιδιώκουν και οι δύο το ίδιο πράγμα και με τα ίδια μέσα. Δεν επιδιώκουν απλώς την οργάνωση της κοινωνίας, επιδιώκουν να δώσουν μία σημασία στο Είναι, στον κόσμο και στην κοινωνία και ίδια σημασία. Οφείλουν να μεταμφιέσουν το Χάος, και ιδιαιτέρως το Χάος που είναι η ίδια η κοινωνία.
Η ετερονομία δεν ταυτίζεται με την εκμετάλλευση μιας τάξεως από μία άλλη, όπως στον Μαρξισμό, ούτε με την κυριαρχία του κράτους και της γραφειοκρατίας, όπως στον Αναρχισμό. Και τα δύο αυτά είναι μορφές, τρόποι πραγμάτωσης της ετερονομίας.
Αφ’ης στιγμής η κοινωνία συγκαλύπτει την αυτοθέσμισή της, αφ’ής στιγμής δέχεται ότι η θέσμισή της δεν είναι έργο δικό της αλλά οφείλεται σε εξωκοινωνικό αίτιο (θεός, φύσις, ανάγκη, κ.λ.π.), σημαίνει ότι δεν θέλει και δεν δύναται να αμφισβητήσει την θέσμισή της και κατά συνέπεια να την αλλάξει. Ακριβώς διότι η επινόηση αυτών των εξωκοινωνικών αιτίων έχει ως αποτέλεσμα τον σεβασμό, την ιερότητα και το απαραβίαστο της θέσμισης και των φαντασιακών σημασιών της. Έτσι λοιπόν η ετερόνομη κοινωνία αλλοτριώνεται, υποδουλώνεται στους θεσμούς της, ή με άλλα λόγια, η θεσμισμένη κοινωνία κυριαρχεί στην θεσμίζουσα κοινωνία. Κατ’επέκτασιν κατάργηση της ετερονομίας δεν σημαίνει κατάργηση της διαφοράς μεταξύ θεσμίζουσας και θεσμισμένης κοινωνίας -πράγμα που είναι αδύνατον– αλλά κατάργηση της υποδούλωσης της πρώτης στην δεύτερη.
Εν αντιθέσει προς την ετερόνομη κοινωνία η αυτόνομη δεν υποδουλώνεται στους θεσμούς της, δεν τους θεωρεί άπαξ δια παντός θεσμισμένους, ιερούς και απαραβίαστους. Αυτό συμβαίνει διότι δέχεται ρητώς την αυτοθέσμισή της και δεν αναγνωρίζει άλλη πηγή και αιτία του νόμου παρά τον εαυτό της, και ως εκ τούτου δημιουργεί μια κριτική σχέση απέναντι στους θεσμούς της, και δύναται να τους αμφισβητεί και να τους αλλάζει. Η αυτόνομη κοινωνία θέτει ερωτήματα και δεν δύναται να αποφύγει το ουσιώδες ερώτημα: γιατί αυτός ο νόμος και όχι κάποιος άλλος; Η αυτονομία είναι άνοιγμα και ελευθερία, ενώ η ετερονομία εγκλεισμός και περιχαράκωση. Αυτόνομη κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία οριζόμενη άπαξ δια παντός, η οποία υιοθετεί άπαξ δια παντός δικαίους νόμους. Αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία το ζήτημα της δικαιοσύνης και του νόμου παραμένει πάντοτε σταθερώς ανοικτό. Με άλλα λόγια είναι μια κοινωνία στην οποία υπάρχει πάντοτε κοινωνικώς και πολιτικώς η πραγματική δυνατότητα συλλογικής ενεργητικής αμφισβήτησης του νόμου και της θεμελίωσής του.
Η αυτονομία του Καστοριάδη έχει δύο πλευρές, την ατομική και την κοινωνική, οι οποίες είναι αλληλένδετες. Τα αυτόνομα άτομα είναι αδιανόητα χωρίς αυτόνομη κοινωνία και αντιστρόφως η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς αυτόνομα άτομα. Συνεπώς δεν είναι σωστό να αντιπαρατίθεται το άτομο στην κοινωνία, η ατομική αυτονομία στην κοινωνική, όπως έχει γίνει από πολλούς. Αυτόνομο άτομο είναι αυτό που θέτει το ίδιο τους κανόνες της ζωής του, ή με άλλα λόγια που έχει μετασχηματίσει τις σχέσεις του με το ασυνείδητό του ως το σημείο να γνωρίζει τις επιθυμίες του και να ελέγχει την ενεργοποίηση των επιθυμιών του- στο μέτρο που αυτό είναι δυνατόν για ανθρώπινα όντα- να γνωρίζει γιατί θέλει να κάνει κάτι, και να γνωρίζει τι ξέρει και τι δεν ξέρει.
Αυτονομία είναι δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Η σχέση αυτή δεν είναι η κυριαρχία του συνειδητού επί του ασυνειδήτου, αλλά σημαίνει την συμπλήρωση του φροϋδικού «όπου ήταν Αυτό, πρέπει Εγώ να γίνω» με το «όπου Εγώ είμαι, Αυτό πρέπει να αναδυθεί» (4). Η σχέση αυτή δημιουργείται από το ίδιο το άτομο δια της πράξεως. Μόνο η πράξις του ανθρώπου τον αποσπά και από τη στείρα θεωρία και την καταπίεση του συστήματος. Έτσι το άτομο οδηγείται στην παραδοχή της θνητότητάς του. Το αυτόνομο άτομο είναι αδιανόητο αν δεν έχει παραδεχθεί την θνητότητά του, δηλαδή ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή μετά θάνατον, ει μη μόνο αυτή εδώ που ζει.
Όσον αφορά, άλλωστε, το τι σημαίνει ατομική αυτονομία εν σχέσει με την κοινωνία, ένας πρώτος όρος είναι η δυνατότητα συμμετοχής του ατόμου στην διαμόρφωση του νόμου και στην λήψη των αποφάσεων. Αυτόνομο άτομο είναι το άτομο το οποίο αναγνωρίζει στους νόμους της κοινότητας τους δικούς του νόμους, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται όταν το άτομο συμμετέχει στην θέσμιση των νόμων, ανεξαρτήτως του αν η γνώμη του πλειοψήφησε ή όχι. Συνεπώς η καστοριαδική έννοια της αυτονομίας διαφέρει ριζικώς από την καντιανή έννοια, σύμφωνα με την οποία ένα άτομο είναι αυτόνομο όταν υπακούει σε έναν ηθικό νόμο που έχει τεθεί από τον λόγο του υποκειμένου, είναι ίδιος για όλους και ισχύει αιωνίως.
Όλες σχεδόν οι κοινωνίες είναι ετερόνομες και μόνο δύο φορές έγινε η ρήξη με την θεσμισμένη ετερονομία. Η πρώτη έγινε στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας με την ανάδυση, για πρώτη φορά στην ιστορία, του προτάγματος της αυτονομίας το οποίο με την ενεργή συμμετοχή και των κατωτέρων στρωμάτων οδήγησε στην δημιουργία της δημοκρατίας. Η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη και αξεχώριστη από ένα καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, αυτοδιεύθυνσης και αυτοκυβέρνησης. Έτσι αναπόφευκτα η συζήτηση για την αυτόνομη κοινωνία, οδηγείται στην συζήτηση περί άμεσης δημοκρατίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων, στην οποία ο Καστοριάδης αναγνωρίζει πολλά στοιχεία της αυτονομίας (5). Η δημιουργία της πολιτικής και της δημοκρατίας συμβαδίζει με την, επίσης για πρώτη φορά, δημιουργία της φιλοσοφίας και οι οποίες συνοδεύονται από την δημιουργία της επιστήμης, της ιατρικής, της ιστοριογραφίας, της ρητορικής, της τραγωδίας και του θεάτρου. Η δημιουργία της πολιτικής, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας από τους Έλληνες είναι η πρώτη ιστορική ανάδυση του προτάγματος της ατομικής και της συλλογικής αυτονομίας, κατά τον Καστοριάδη.
Την άμεση δημοκρατία, εξ άλλου, αντιπαραθέτει ο Καστοριάδης στα σημερινά δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, τα οποία με αυταρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση αυτοαποκαλούνται «δημοκρατίες» ή «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες». Στην ουσία είναι αντιπροσωπευτικές ολιγαρχίες, φιλελεύθερες ολιγαρχίες όπως τις χαρακτηρίζει. Πράγματι βασικό χαρακτηριστικό της άμεσης δημοκρατίας είναι η απουσία του θεσμούς της αντιπροσώπευσης. Ο δήμος ασκεί άμεσα την εξουσία, χωρίς αντιπροσώπους, υπό όλες τις μορφές της, δικαστική, νομοθετική, εκτελεστική. Συμμετέχει ρητά και συνειδητά στην συνολική θέσμιση της κοινωνίας, μην αναγνωρίζοντας άλλη πηγή και αιτία του Νόμου παρά μόνο τον ίδιο, όπως δηλώνεται στην περίφημη ρήτρα με την οποία άρχιζαν οι νόμοι και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του δήμου: έδοξε τη βουλή και τω δήμω. Όλοι οι πολίτες, δηλαδή οι ελεύθεροι ενήλικες άνδρες, συμμετέχουν στην διαμόρφωση και την λήψη των αποφάσεων, στην διαμόρφωση και την ψήφιση των νόμων, στην Εκκλησία του δήμου. Συμμετέχουν στην δικαστική εξουσία ως δικαστές δια της κληρώσεως. Συμμετέχουν ως βουλευτές στην Βουλή των πεντακοσίων δια της κληρώσεως. Συμμετέχουν στα κατώτερα και μεσαία αξιώματα δια της κληρώσεως. Εκλέγουν όμως, δια ψηφοφορίας στα αξιώματα για τα οποία χρειάζονται ειδικές γνώσεις και ικανότητες, όπως Στρατηγοί, Ταμίες, κ.λ.π. Έτσι κύριο χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι η κλήρωσις, που την διαφοροποιεί από όλα τα άλλα πολιτεύματα, ενώ οι εκλογές είναι χαρακτηριστικό της ολιγαρχίας, πράγμα που επισημαίνει ο Αριστοτέλης (6). Όλοι οι ασκούντες εξουσία υπόκεινται σε έλεγχο, δίνουν λόγο και απολογισμό ενώπιον του δήμου (λόγον διδόναι), είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και η θητεία τους είναι μικρής διάρκειας.
Άλλο χαρακτηριστικό της άμεσης δημοκρατίας, που επισημαίνει ο Καστοριάδης, είναι η αντίθεση του δήμου προς τους «ειδήμονες», τους δήθεν ειδικούς της πολιτικής. Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη ότι υπάρχουν ειδικοί, «επιστήμονες» επαγγελματίες των πολιτικών πραγμάτων, δεν έχει καμιά σχέση με την δημοκρατία, «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας» (7). Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η αντίθεση της κοινότητας προς το «κράτος». Η ιδέα μιας γραφειοκρατίας, δηλαδή ενός θεσμού και ενός σώματος διακεκριμένου και χωρισμένου από το σώμα των πολιτών ήταν αδιανόητη για έναν Έλληνα. Η «διοικητική γραφειοκρατία» που ασκούσε τα εκτελεστικά καθήκοντα (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) αποτελούνταν από δούλους, τους οποίους επέβλεπαν πολίτες ορισμένοι δια κληρώσεως. Συνελόντι ειπείν, το χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η αυτοδιεύθυνση, η πρωτοβουλία, το πάθος για τα κοινά, η ευθύνη, η δημιουργικότητα, τα οποία αναπτύσσονται στο βαθμό που οι πολίτες συμμετέχουν ουσιαστικώς στις υποθέσεις της πόλεως, ασκούν τον έλεγχο και την εξουσία, ασκούν πολιτική με την αληθή σημασία του όρου. Είναι υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενά της.
Η δεύτερη ρήξη με την παραδοσιακή θέσμιση της κοινωνίας γίνεται στην Δυτική Ευρώπη, μετά το τέλος του Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Με τον Διαφωτισμό και τις αστικές επαναστάσεις έχουμε στον 18ο αιώνα ένα νέο κίνημα συλλογικότητας, το οποίο αποκτά εκπληκτικές διαστάσεις στην Γαλλική Επανάσταση και δημιουργείται μια πολιτική φιλοσοφία αμφίσημη. Από την μια, κατά τον Καστοριάδη, είναι βαθιά κριτική και απελευθερωτική. Από την άλλη όμως παραμένει δέσμια μιας ρασιοναλιστικής μεταφυσικής, αφ’ενός όσον αφορά τις θέσεις της πάνω σε αυτό που είναι και αφ’ετέρου όσον αφορά το θεμέλιο αυτού που πρέπει να είναι. Θέτει, γενικώς, ένα «άτομο-ουσία» με πάγιους καθορισμούς και επικαλείται τον ορθό λόγο, την Ratio, ως έσχατο εξωκοινωνικό θεμέλιο της θέσμισης της κοινωνίας.
Έτσι η κοινωνία που διαμορφώνεται, μέσα από αυτό το κίνημα, έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: από την μία, υπάρχει αυτό που είναι γνωστό ως καπιταλισμός, ως οικονομικό σύστημα με την συνεχή συσσώρευση, την αύξηση της παραγωγής, τις συνεχείς αλλαγές στο εμπόριο, στα μέσα παραγωγής και στην κατανάλωση. Όλες οι μορφές της κοινωνικής ζωής τείνουν να καλυφθούν από την φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού: την απεριόριστη επέκταση της «ορθολογικής κυριαρχίας». Από την άλλη όμως, και εκ παραλλήλου με το προηγούμενο, υπάρχει εντός αυτής της κοινωνίας το πρόταγμα της αυτονομίας, του οποίου τις ρίζες, κοινωνικές, ιστορικές, υποκειμενικές διερευνά ο Καστοριάδης (8). Οι κοινωνικές ρίζες αναζητούνται στην εργασία και στις παραγωγικές σχέσεις, στο εργατικό κίνημα και σε άλλα κινήματα όπως των γυναικών, των νέων, το οικολογικό, κ.λ.π. Όσον αφορά τις ιστορικές ρίζες, το πρόταγμα της αυτονομίας ριζώνει και στηρίζεται στην ιστορική πραγματικότητα, στην κρίση που διέρχεται η κατεστημένη κοινωνία και στην αμφισβήτησή της από την μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που ζουν εντός αυτής. «Η αμφισβήτηση αυτή έκδηλη στις μεγάλες ανοικτές συγκρούσεις και τις επαναστάσεις που σημαδεύουν την ιστορία του καπιταλισμού, είναι διαρκώς παρούσα, με έναν υπόρρητο και λανθάνοντα τρόπο, στην εργασία των ανθρώπων, στην καθημερινή τους ζωή, στον τρόπο υπάρξεώς τους» (9).
Η προσπάθεια θεμελιώσεως της ισότητας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας σε ένα εξωκοινωνικό θεμέλιο είναι εγγενώς αντινομική, κατά τον Καστοριάδη. Είναι η ίδια η εκδήλωση της ετερονομίας. Από την άλλη η αυτονομία δεν είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης «φύσεως». Ούτε είναι, και δεν μπορεί να είναι μια επιστημονική θέση. Η αυτονομία δεν είναι εγγεγραμμένη στο είναι. Το είναι δεν έχει κάποιες προδιαθέσεις για την αυτονομία. Δεν υπάρχει ούτε μεταφυσικό θεμέλιο για την αυτονομία, ούτε ορθολογικό, διότι αυτό προϋποθέτει το ίδιο το θεσμίζον κίνημα της αυτονομίας, το οποίο ορίζει την ορθολογικότητα. Ούτε είναι επίσης κάποια αναγκαιότης, πράγμα που θα ήταν αντιφατικό με την έννοια της ελευθερίας. Αν και ο Καστοριάδης αρνείται την ιδέα μιας θεωρητικής, φιλοσοφικής ή ορθολογικής θεμελίωσης της αυτονομίας, εν τούτοις δεν αρνείται εντελώς την ιδέα μιας δικαιολόγησής της. Η δικαιολόγηση αυτή στηρίζεται στον λόγο και αναζητείται στο κοινωνικό-ιστορικό. Το πρόταγμα της αυτονομίας, η διερώτηση, ο αναστοχασμός και εν τέλει ο λόγος, έχουν ήδη δημιουργηθεί, είναι ήδη εδώ, ανήκουν στην παράδοση μας, στην ελληνοδυτική παράδοση. Δηλαδή η δικαιολόγηση του προτάγματος της αυτονομίας δεν αναζητείται έξωθεν ή άνωθεν του προτάγματος, αλλά εντός της κοινωνικό-ιστορικής δημιουργίας. Η δικαιολόγησή του υποστηρίζεται λογικώς από τα αποτελέσματα και τις συνέπειες του ιδίου του προτάγματος. Συνεπώς η αυτονομία δεν είναι ουτοπικό σχέδιο, διότι υπήρξε μερική πραγμάτωσή της στο παρελθόν, στην αρχαία δημοκρατία, στους νέους χρόνους, και στα σύγχρονα κινήματα των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων, το οικολογικό κίνημα, κ.λ.π. τα οποία διέπονται από το πρόταγμα της αυτονομίας.
Έτσι λοιπόν η αυτονομία αναδύεται ως δημιουργία κοινωνικό-ιστορική, πιο συγκεκριμένα ως δημιουργία ενός προτάγματος, του οποίου στοιχεία και εκδηλώσεις διαπιστώνουμε στην κοινωνικό-ιστορική πραγματικότητα, όπως ανεφέρθη. Το δημοκρατικό άτομο δεν είναι ένα οποιοδήποτε άτομο. Η δημοκρατία απαιτεί έναν άλλον ανθρωπολογικό τύπο, έναν άλλο ανθρωπολογικό υπόστρωμα από αυτό που υφίσταται στις σημερινές κοινωνίες. Υπό αυτήν την έννοια συνδέεται στενότατα με την βασικότατη έννοια της παιδείας.
Ο σημερινός ανθρωπολογικός τύπος είναι αυτός του καταναλωτή, του τηλεθεατή, του ιδιώτη, του ψηφοφόρου. Η ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας και η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας, προϋποθέτει και συνεπάγεται μια διαδικασία ανθρωπολογικής μετάλλαξης, η οποία συνδέεται με την συλλογική δράση των ανθρώπων και δημιουργεί πολιτική και παιδεία. Παιδεία με την ευρύτερη έννοια του μετασχηματισμού των ατόμων, τα οποία συμμετέχουν στον μετασχηματισμό της κοινωνίας, μετασχηματιζόμενα τα ίδια εντός και δια μέσου αυτής της πολιτικής διαδικασίας, αυτοπαιδεύονται, αυτοδιδάσκονται πολιτικώς και κοινωνικώς.
Η ιδέα της αυτονομίας είναι μια κοινωνική φαντασιακή σημασία, μία πολιτική ιδέα και ένα πολιτικό βούλεσθαι και πράττειν που αφορά την θέσμιση της κοινωνίας ως πολιτικής κοινότητας. Συνεπώς έχει να κάνει με την δική μας υπεύθυνη συνειδητή εκλογή και επιλογή, στάση και τοποθέτηση. Αυτά τα πράγματα όχι μόνο δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε, αλλά είναι αναγκαία και θετική προϋπόθεση για την δράση μας.
Όμως σήμερα αυτό που διαπιστώνουμε είναι η απουσία του προτάγματος της αυτονομίας ή μάλλον η έκλειψή του, διότι δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό το πρόταγμα έχει τελειώσει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό που ζούμε είναι το τέλος του προτάγματος της αυτονομίας. Είναι σαν να λέμε ότι τελείωσε και η δυτική ιστορία – αφού η δυτική ιστορία χαρακτηρίζεται από το πρόταγμα αυτό. Ως γνωστόν το τέλος της ιστορίας υποστηρίχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90 από τον F. Fukuyama, πράγμα το οποίο είναι και αποδεικνύεται καθημερινώς λανθασμένο (10).
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν σήμερα; Τί και πώς μπορεί να αλλάξει τον σημερινό κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο του καταναλωτή και τηλεθεατή, του απαθούς και αδιάφορου για τα κοινά πράγματα, του αποπολιτικοποιημένου και εφησυχασμένου, του ιδιωτεύοντος και επιδιώκοντος τον ατομικό ευδαιμονισμό, του εγκλεισμένου και λεηλατημένου από την ασημαντότητα, τον κομφορμισμό και την αλλοτριωτική γκρίζα καθημερινότητα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την πολιτική εγρήγορση και δραστηριότητα των ανθρώπων, η οποία είναι η απαραίτητη συνθήκη για την αναγέννηση του δημοκρατικού κινήματος, για την δημιουργία νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης. Σε αυτό το σημείο ο Καστοριάδης συναντάει τον «σκοτεινό» Εφέσιο του 6ου αιώνα: τοις εγρηγορόσιν είς και ξυνός κόσμος, των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεται. (Όσοι αγρυπνούν έχουν έναν κοινό κόσμο, ενώ όσοι κοιμούνται στρέφονται ο καθένας στον δικό του κόσμο). Αυτό που χρειάζεται λοιπόν είναι η δημιουργία ενός νέου κοινού κόσμου, συζητήσεων, προβληματισμού, παραγωγής ιδεών και δράσεως.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Παρίσι 1975. (Ελλην. Έκδοση Ύψιλον 1981). Σημειωτέον ότι το πρώτο μέρος είχε δημοσιευθεί το 1964-65 στα τελευταία τεύχη του περιοδικού Socialisme ou Barbarie, το οποίο εξέδιδε από το 1949 η ομότιτλη ομάδα, της οποίας κύριος συντελεστής ήταν ο Καστοριάδης.
(2) Καστοριάδης, «Θέσμιση της κοινωνίας και θρησκεία», Χώροι του ανθρώπου, σ.275
(3) Καστοριάδης, όπ.π., σ.290
(4) Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ.150-157
(5) Βλ. Καστοριάδη, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, σσ. 159-209, και του ιδίου Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Ύψιλον 1986.
(6) Βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, «Η αρχαία δημοκρατία», Ο πολίτης, τ.121, Ιανουάριος-Μάρτιος 1993, σ.41
(7) Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, σ.192
(8) Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ.141-149
(9) Καστοριάδης, όπ.π., σ.141-142
(10) Οι αιτίες για την έκλειψη του προτάγματος είναι πολλές και μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της καταστάσεως. Βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, «Η έννοια της πολιτικής στον Καστοριάδη», Ελευθεροτυπία, 7 Αυγούστου 1999.
Γιώργος Ν. Οικονόμου
(Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ανακοίνωση μου στην ημερίδα της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, με θέμα «Η φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη», που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 26 Μαΐου 1999)
Μια σημαντική πτυχή του έργου του Καστοριάδη είναι η κριτική που ασκεί στην κληρονομημένη σκέψη, στην ελληνοδυτική φιλοσοφία, από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι των ημερών μας. Αυτό που της προσάπτει είναι ότι συγκάλυψε την ανθρώπινη συλλογική δημιουργία όπως αυτή αναδύεται στην ιστορία και στην κοινωνία, ότι συγκάλυψε το γεγονός ότι η θέσμιση της κοινωνίας είναι έργο των ίδιων των ανθρώπων , είναι έργο της ίδιας της κοινωνίας. Δηλαδή, για τον Καστοριάδη η θέσμιση της κοινωνίας είναι αυτοθέσμιση και μάλιστα φαντασιακή όπως δηλώνεται στο σημαντικότατο έργο του Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (1). Αυτή η συγκάλυψη της αυτοθέσμισης της κοινωνίας συνιστά και την ετερονομία της κοινωνίας. Δηλαδή η ετερόνομη κοινωνία αποδίδει την πηγή και την αιτία των θεσμών και των σημασιών της σε εξωκοινωνικούς παράγοντες (Θεός, Φύσις, μυθικοί ήρωες, Νόμοι της ιστορίας, Λόγος-Ratio, …). Ο Θεός π.χ. της Ιουδαίο-χριστιανικής θρησκείας «δημιουργεί» τον κόσμο και τον άνθρωπο και «δίνει» τον Νόμο στον Μωυσή επί του όρους Σινά. Ακριβώς η θρησκεία είναι για τον Καστοριάδη το κατ’εξοχήν παράδειγμα της ετερονομίας. «Η ανθρωπότητα», γράφει, «αναδύεται από το Χάος, από την Άβυσσο, από το Απύθμενο»(2). Για τον Καστοριάδη ο κόσμος –το Είναι- είναι ουσιαστικά Χάος, Άβυσσο, Απύθμενο.
Η θρησκεία δίνει μια απάντηση στην αδυναμία και το φόβο των ανθρώπων να δεχθούν το Χάος και να αντιμετωπίσουν την Άβυσσο, το Απύθμενο. Επενδύει, δηλαδή, την Άβυσσο και το Χάος με σημασίες ενώ συγχρόνως τα συγκαλύπτει.
(Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός του θανάτου: συγκαλύπτει τον θάνατο με την παραδοχή μιας άλλης, δήθεν, ζωής μετά θάνατον και μάλιστα αιώνιας). Έτσι η Θρησκεία είναι η κατ’εξοχήν συγκάλυψη του Χάους, «δίνει ένα όνομα στο ακατονόμαστο, μία παράσταση στο απαράστατο, έναν τόπο στο ανεντόπιστο» (3). Η ουσία της ετερόνομης θέσμισης της κοινωνίας και της θρησκείας είναι η ίδια. Επιδιώκουν και οι δύο το ίδιο πράγμα και με τα ίδια μέσα. Δεν επιδιώκουν απλώς την οργάνωση της κοινωνίας, επιδιώκουν να δώσουν μία σημασία στο Είναι, στον κόσμο και στην κοινωνία και ίδια σημασία. Οφείλουν να μεταμφιέσουν το Χάος, και ιδιαιτέρως το Χάος που είναι η ίδια η κοινωνία.
Η ετερονομία δεν ταυτίζεται με την εκμετάλλευση μιας τάξεως από μία άλλη, όπως στον Μαρξισμό, ούτε με την κυριαρχία του κράτους και της γραφειοκρατίας, όπως στον Αναρχισμό. Και τα δύο αυτά είναι μορφές, τρόποι πραγμάτωσης της ετερονομίας.
Αφ’ης στιγμής η κοινωνία συγκαλύπτει την αυτοθέσμισή της, αφ’ής στιγμής δέχεται ότι η θέσμισή της δεν είναι έργο δικό της αλλά οφείλεται σε εξωκοινωνικό αίτιο (θεός, φύσις, ανάγκη, κ.λ.π.), σημαίνει ότι δεν θέλει και δεν δύναται να αμφισβητήσει την θέσμισή της και κατά συνέπεια να την αλλάξει. Ακριβώς διότι η επινόηση αυτών των εξωκοινωνικών αιτίων έχει ως αποτέλεσμα τον σεβασμό, την ιερότητα και το απαραβίαστο της θέσμισης και των φαντασιακών σημασιών της. Έτσι λοιπόν η ετερόνομη κοινωνία αλλοτριώνεται, υποδουλώνεται στους θεσμούς της, ή με άλλα λόγια, η θεσμισμένη κοινωνία κυριαρχεί στην θεσμίζουσα κοινωνία. Κατ’επέκτασιν κατάργηση της ετερονομίας δεν σημαίνει κατάργηση της διαφοράς μεταξύ θεσμίζουσας και θεσμισμένης κοινωνίας -πράγμα που είναι αδύνατον– αλλά κατάργηση της υποδούλωσης της πρώτης στην δεύτερη.
Εν αντιθέσει προς την ετερόνομη κοινωνία η αυτόνομη δεν υποδουλώνεται στους θεσμούς της, δεν τους θεωρεί άπαξ δια παντός θεσμισμένους, ιερούς και απαραβίαστους. Αυτό συμβαίνει διότι δέχεται ρητώς την αυτοθέσμισή της και δεν αναγνωρίζει άλλη πηγή και αιτία του νόμου παρά τον εαυτό της, και ως εκ τούτου δημιουργεί μια κριτική σχέση απέναντι στους θεσμούς της, και δύναται να τους αμφισβητεί και να τους αλλάζει. Η αυτόνομη κοινωνία θέτει ερωτήματα και δεν δύναται να αποφύγει το ουσιώδες ερώτημα: γιατί αυτός ο νόμος και όχι κάποιος άλλος; Η αυτονομία είναι άνοιγμα και ελευθερία, ενώ η ετερονομία εγκλεισμός και περιχαράκωση. Αυτόνομη κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία οριζόμενη άπαξ δια παντός, η οποία υιοθετεί άπαξ δια παντός δικαίους νόμους. Αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία το ζήτημα της δικαιοσύνης και του νόμου παραμένει πάντοτε σταθερώς ανοικτό. Με άλλα λόγια είναι μια κοινωνία στην οποία υπάρχει πάντοτε κοινωνικώς και πολιτικώς η πραγματική δυνατότητα συλλογικής ενεργητικής αμφισβήτησης του νόμου και της θεμελίωσής του.
Η αυτονομία του Καστοριάδη έχει δύο πλευρές, την ατομική και την κοινωνική, οι οποίες είναι αλληλένδετες. Τα αυτόνομα άτομα είναι αδιανόητα χωρίς αυτόνομη κοινωνία και αντιστρόφως η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς αυτόνομα άτομα. Συνεπώς δεν είναι σωστό να αντιπαρατίθεται το άτομο στην κοινωνία, η ατομική αυτονομία στην κοινωνική, όπως έχει γίνει από πολλούς. Αυτόνομο άτομο είναι αυτό που θέτει το ίδιο τους κανόνες της ζωής του, ή με άλλα λόγια που έχει μετασχηματίσει τις σχέσεις του με το ασυνείδητό του ως το σημείο να γνωρίζει τις επιθυμίες του και να ελέγχει την ενεργοποίηση των επιθυμιών του- στο μέτρο που αυτό είναι δυνατόν για ανθρώπινα όντα- να γνωρίζει γιατί θέλει να κάνει κάτι, και να γνωρίζει τι ξέρει και τι δεν ξέρει.
Αυτονομία είναι δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Η σχέση αυτή δεν είναι η κυριαρχία του συνειδητού επί του ασυνειδήτου, αλλά σημαίνει την συμπλήρωση του φροϋδικού «όπου ήταν Αυτό, πρέπει Εγώ να γίνω» με το «όπου Εγώ είμαι, Αυτό πρέπει να αναδυθεί» (4). Η σχέση αυτή δημιουργείται από το ίδιο το άτομο δια της πράξεως. Μόνο η πράξις του ανθρώπου τον αποσπά και από τη στείρα θεωρία και την καταπίεση του συστήματος. Έτσι το άτομο οδηγείται στην παραδοχή της θνητότητάς του. Το αυτόνομο άτομο είναι αδιανόητο αν δεν έχει παραδεχθεί την θνητότητά του, δηλαδή ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή μετά θάνατον, ει μη μόνο αυτή εδώ που ζει.
Όσον αφορά, άλλωστε, το τι σημαίνει ατομική αυτονομία εν σχέσει με την κοινωνία, ένας πρώτος όρος είναι η δυνατότητα συμμετοχής του ατόμου στην διαμόρφωση του νόμου και στην λήψη των αποφάσεων. Αυτόνομο άτομο είναι το άτομο το οποίο αναγνωρίζει στους νόμους της κοινότητας τους δικούς του νόμους, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται όταν το άτομο συμμετέχει στην θέσμιση των νόμων, ανεξαρτήτως του αν η γνώμη του πλειοψήφησε ή όχι. Συνεπώς η καστοριαδική έννοια της αυτονομίας διαφέρει ριζικώς από την καντιανή έννοια, σύμφωνα με την οποία ένα άτομο είναι αυτόνομο όταν υπακούει σε έναν ηθικό νόμο που έχει τεθεί από τον λόγο του υποκειμένου, είναι ίδιος για όλους και ισχύει αιωνίως.
Όλες σχεδόν οι κοινωνίες είναι ετερόνομες και μόνο δύο φορές έγινε η ρήξη με την θεσμισμένη ετερονομία. Η πρώτη έγινε στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας με την ανάδυση, για πρώτη φορά στην ιστορία, του προτάγματος της αυτονομίας το οποίο με την ενεργή συμμετοχή και των κατωτέρων στρωμάτων οδήγησε στην δημιουργία της δημοκρατίας. Η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη και αξεχώριστη από ένα καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, αυτοδιεύθυνσης και αυτοκυβέρνησης. Έτσι αναπόφευκτα η συζήτηση για την αυτόνομη κοινωνία, οδηγείται στην συζήτηση περί άμεσης δημοκρατίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων, στην οποία ο Καστοριάδης αναγνωρίζει πολλά στοιχεία της αυτονομίας (5). Η δημιουργία της πολιτικής και της δημοκρατίας συμβαδίζει με την, επίσης για πρώτη φορά, δημιουργία της φιλοσοφίας και οι οποίες συνοδεύονται από την δημιουργία της επιστήμης, της ιατρικής, της ιστοριογραφίας, της ρητορικής, της τραγωδίας και του θεάτρου. Η δημιουργία της πολιτικής, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας από τους Έλληνες είναι η πρώτη ιστορική ανάδυση του προτάγματος της ατομικής και της συλλογικής αυτονομίας, κατά τον Καστοριάδη.
Την άμεση δημοκρατία, εξ άλλου, αντιπαραθέτει ο Καστοριάδης στα σημερινά δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, τα οποία με αυταρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση αυτοαποκαλούνται «δημοκρατίες» ή «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες». Στην ουσία είναι αντιπροσωπευτικές ολιγαρχίες, φιλελεύθερες ολιγαρχίες όπως τις χαρακτηρίζει. Πράγματι βασικό χαρακτηριστικό της άμεσης δημοκρατίας είναι η απουσία του θεσμούς της αντιπροσώπευσης. Ο δήμος ασκεί άμεσα την εξουσία, χωρίς αντιπροσώπους, υπό όλες τις μορφές της, δικαστική, νομοθετική, εκτελεστική. Συμμετέχει ρητά και συνειδητά στην συνολική θέσμιση της κοινωνίας, μην αναγνωρίζοντας άλλη πηγή και αιτία του Νόμου παρά μόνο τον ίδιο, όπως δηλώνεται στην περίφημη ρήτρα με την οποία άρχιζαν οι νόμοι και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του δήμου: έδοξε τη βουλή και τω δήμω. Όλοι οι πολίτες, δηλαδή οι ελεύθεροι ενήλικες άνδρες, συμμετέχουν στην διαμόρφωση και την λήψη των αποφάσεων, στην διαμόρφωση και την ψήφιση των νόμων, στην Εκκλησία του δήμου. Συμμετέχουν στην δικαστική εξουσία ως δικαστές δια της κληρώσεως. Συμμετέχουν ως βουλευτές στην Βουλή των πεντακοσίων δια της κληρώσεως. Συμμετέχουν στα κατώτερα και μεσαία αξιώματα δια της κληρώσεως. Εκλέγουν όμως, δια ψηφοφορίας στα αξιώματα για τα οποία χρειάζονται ειδικές γνώσεις και ικανότητες, όπως Στρατηγοί, Ταμίες, κ.λ.π. Έτσι κύριο χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι η κλήρωσις, που την διαφοροποιεί από όλα τα άλλα πολιτεύματα, ενώ οι εκλογές είναι χαρακτηριστικό της ολιγαρχίας, πράγμα που επισημαίνει ο Αριστοτέλης (6). Όλοι οι ασκούντες εξουσία υπόκεινται σε έλεγχο, δίνουν λόγο και απολογισμό ενώπιον του δήμου (λόγον διδόναι), είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και η θητεία τους είναι μικρής διάρκειας.
Άλλο χαρακτηριστικό της άμεσης δημοκρατίας, που επισημαίνει ο Καστοριάδης, είναι η αντίθεση του δήμου προς τους «ειδήμονες», τους δήθεν ειδικούς της πολιτικής. Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη ότι υπάρχουν ειδικοί, «επιστήμονες» επαγγελματίες των πολιτικών πραγμάτων, δεν έχει καμιά σχέση με την δημοκρατία, «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας» (7). Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η αντίθεση της κοινότητας προς το «κράτος». Η ιδέα μιας γραφειοκρατίας, δηλαδή ενός θεσμού και ενός σώματος διακεκριμένου και χωρισμένου από το σώμα των πολιτών ήταν αδιανόητη για έναν Έλληνα. Η «διοικητική γραφειοκρατία» που ασκούσε τα εκτελεστικά καθήκοντα (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) αποτελούνταν από δούλους, τους οποίους επέβλεπαν πολίτες ορισμένοι δια κληρώσεως. Συνελόντι ειπείν, το χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η αυτοδιεύθυνση, η πρωτοβουλία, το πάθος για τα κοινά, η ευθύνη, η δημιουργικότητα, τα οποία αναπτύσσονται στο βαθμό που οι πολίτες συμμετέχουν ουσιαστικώς στις υποθέσεις της πόλεως, ασκούν τον έλεγχο και την εξουσία, ασκούν πολιτική με την αληθή σημασία του όρου. Είναι υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενά της.
Η δεύτερη ρήξη με την παραδοσιακή θέσμιση της κοινωνίας γίνεται στην Δυτική Ευρώπη, μετά το τέλος του Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Με τον Διαφωτισμό και τις αστικές επαναστάσεις έχουμε στον 18ο αιώνα ένα νέο κίνημα συλλογικότητας, το οποίο αποκτά εκπληκτικές διαστάσεις στην Γαλλική Επανάσταση και δημιουργείται μια πολιτική φιλοσοφία αμφίσημη. Από την μια, κατά τον Καστοριάδη, είναι βαθιά κριτική και απελευθερωτική. Από την άλλη όμως παραμένει δέσμια μιας ρασιοναλιστικής μεταφυσικής, αφ’ενός όσον αφορά τις θέσεις της πάνω σε αυτό που είναι και αφ’ετέρου όσον αφορά το θεμέλιο αυτού που πρέπει να είναι. Θέτει, γενικώς, ένα «άτομο-ουσία» με πάγιους καθορισμούς και επικαλείται τον ορθό λόγο, την Ratio, ως έσχατο εξωκοινωνικό θεμέλιο της θέσμισης της κοινωνίας.
Έτσι η κοινωνία που διαμορφώνεται, μέσα από αυτό το κίνημα, έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: από την μία, υπάρχει αυτό που είναι γνωστό ως καπιταλισμός, ως οικονομικό σύστημα με την συνεχή συσσώρευση, την αύξηση της παραγωγής, τις συνεχείς αλλαγές στο εμπόριο, στα μέσα παραγωγής και στην κατανάλωση. Όλες οι μορφές της κοινωνικής ζωής τείνουν να καλυφθούν από την φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού: την απεριόριστη επέκταση της «ορθολογικής κυριαρχίας». Από την άλλη όμως, και εκ παραλλήλου με το προηγούμενο, υπάρχει εντός αυτής της κοινωνίας το πρόταγμα της αυτονομίας, του οποίου τις ρίζες, κοινωνικές, ιστορικές, υποκειμενικές διερευνά ο Καστοριάδης (8). Οι κοινωνικές ρίζες αναζητούνται στην εργασία και στις παραγωγικές σχέσεις, στο εργατικό κίνημα και σε άλλα κινήματα όπως των γυναικών, των νέων, το οικολογικό, κ.λ.π. Όσον αφορά τις ιστορικές ρίζες, το πρόταγμα της αυτονομίας ριζώνει και στηρίζεται στην ιστορική πραγματικότητα, στην κρίση που διέρχεται η κατεστημένη κοινωνία και στην αμφισβήτησή της από την μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που ζουν εντός αυτής. «Η αμφισβήτηση αυτή έκδηλη στις μεγάλες ανοικτές συγκρούσεις και τις επαναστάσεις που σημαδεύουν την ιστορία του καπιταλισμού, είναι διαρκώς παρούσα, με έναν υπόρρητο και λανθάνοντα τρόπο, στην εργασία των ανθρώπων, στην καθημερινή τους ζωή, στον τρόπο υπάρξεώς τους» (9).
Η προσπάθεια θεμελιώσεως της ισότητας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας σε ένα εξωκοινωνικό θεμέλιο είναι εγγενώς αντινομική, κατά τον Καστοριάδη. Είναι η ίδια η εκδήλωση της ετερονομίας. Από την άλλη η αυτονομία δεν είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης «φύσεως». Ούτε είναι, και δεν μπορεί να είναι μια επιστημονική θέση. Η αυτονομία δεν είναι εγγεγραμμένη στο είναι. Το είναι δεν έχει κάποιες προδιαθέσεις για την αυτονομία. Δεν υπάρχει ούτε μεταφυσικό θεμέλιο για την αυτονομία, ούτε ορθολογικό, διότι αυτό προϋποθέτει το ίδιο το θεσμίζον κίνημα της αυτονομίας, το οποίο ορίζει την ορθολογικότητα. Ούτε είναι επίσης κάποια αναγκαιότης, πράγμα που θα ήταν αντιφατικό με την έννοια της ελευθερίας. Αν και ο Καστοριάδης αρνείται την ιδέα μιας θεωρητικής, φιλοσοφικής ή ορθολογικής θεμελίωσης της αυτονομίας, εν τούτοις δεν αρνείται εντελώς την ιδέα μιας δικαιολόγησής της. Η δικαιολόγηση αυτή στηρίζεται στον λόγο και αναζητείται στο κοινωνικό-ιστορικό. Το πρόταγμα της αυτονομίας, η διερώτηση, ο αναστοχασμός και εν τέλει ο λόγος, έχουν ήδη δημιουργηθεί, είναι ήδη εδώ, ανήκουν στην παράδοση μας, στην ελληνοδυτική παράδοση. Δηλαδή η δικαιολόγηση του προτάγματος της αυτονομίας δεν αναζητείται έξωθεν ή άνωθεν του προτάγματος, αλλά εντός της κοινωνικό-ιστορικής δημιουργίας. Η δικαιολόγησή του υποστηρίζεται λογικώς από τα αποτελέσματα και τις συνέπειες του ιδίου του προτάγματος. Συνεπώς η αυτονομία δεν είναι ουτοπικό σχέδιο, διότι υπήρξε μερική πραγμάτωσή της στο παρελθόν, στην αρχαία δημοκρατία, στους νέους χρόνους, και στα σύγχρονα κινήματα των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων, το οικολογικό κίνημα, κ.λ.π. τα οποία διέπονται από το πρόταγμα της αυτονομίας.
Έτσι λοιπόν η αυτονομία αναδύεται ως δημιουργία κοινωνικό-ιστορική, πιο συγκεκριμένα ως δημιουργία ενός προτάγματος, του οποίου στοιχεία και εκδηλώσεις διαπιστώνουμε στην κοινωνικό-ιστορική πραγματικότητα, όπως ανεφέρθη. Το δημοκρατικό άτομο δεν είναι ένα οποιοδήποτε άτομο. Η δημοκρατία απαιτεί έναν άλλον ανθρωπολογικό τύπο, έναν άλλο ανθρωπολογικό υπόστρωμα από αυτό που υφίσταται στις σημερινές κοινωνίες. Υπό αυτήν την έννοια συνδέεται στενότατα με την βασικότατη έννοια της παιδείας.
Ο σημερινός ανθρωπολογικός τύπος είναι αυτός του καταναλωτή, του τηλεθεατή, του ιδιώτη, του ψηφοφόρου. Η ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας και η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας, προϋποθέτει και συνεπάγεται μια διαδικασία ανθρωπολογικής μετάλλαξης, η οποία συνδέεται με την συλλογική δράση των ανθρώπων και δημιουργεί πολιτική και παιδεία. Παιδεία με την ευρύτερη έννοια του μετασχηματισμού των ατόμων, τα οποία συμμετέχουν στον μετασχηματισμό της κοινωνίας, μετασχηματιζόμενα τα ίδια εντός και δια μέσου αυτής της πολιτικής διαδικασίας, αυτοπαιδεύονται, αυτοδιδάσκονται πολιτικώς και κοινωνικώς.
Η ιδέα της αυτονομίας είναι μια κοινωνική φαντασιακή σημασία, μία πολιτική ιδέα και ένα πολιτικό βούλεσθαι και πράττειν που αφορά την θέσμιση της κοινωνίας ως πολιτικής κοινότητας. Συνεπώς έχει να κάνει με την δική μας υπεύθυνη συνειδητή εκλογή και επιλογή, στάση και τοποθέτηση. Αυτά τα πράγματα όχι μόνο δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε, αλλά είναι αναγκαία και θετική προϋπόθεση για την δράση μας.
Όμως σήμερα αυτό που διαπιστώνουμε είναι η απουσία του προτάγματος της αυτονομίας ή μάλλον η έκλειψή του, διότι δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό το πρόταγμα έχει τελειώσει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό που ζούμε είναι το τέλος του προτάγματος της αυτονομίας. Είναι σαν να λέμε ότι τελείωσε και η δυτική ιστορία – αφού η δυτική ιστορία χαρακτηρίζεται από το πρόταγμα αυτό. Ως γνωστόν το τέλος της ιστορίας υποστηρίχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90 από τον F. Fukuyama, πράγμα το οποίο είναι και αποδεικνύεται καθημερινώς λανθασμένο (10).
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν σήμερα; Τί και πώς μπορεί να αλλάξει τον σημερινό κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο του καταναλωτή και τηλεθεατή, του απαθούς και αδιάφορου για τα κοινά πράγματα, του αποπολιτικοποιημένου και εφησυχασμένου, του ιδιωτεύοντος και επιδιώκοντος τον ατομικό ευδαιμονισμό, του εγκλεισμένου και λεηλατημένου από την ασημαντότητα, τον κομφορμισμό και την αλλοτριωτική γκρίζα καθημερινότητα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την πολιτική εγρήγορση και δραστηριότητα των ανθρώπων, η οποία είναι η απαραίτητη συνθήκη για την αναγέννηση του δημοκρατικού κινήματος, για την δημιουργία νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης. Σε αυτό το σημείο ο Καστοριάδης συναντάει τον «σκοτεινό» Εφέσιο του 6ου αιώνα: τοις εγρηγορόσιν είς και ξυνός κόσμος, των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεται. (Όσοι αγρυπνούν έχουν έναν κοινό κόσμο, ενώ όσοι κοιμούνται στρέφονται ο καθένας στον δικό του κόσμο). Αυτό που χρειάζεται λοιπόν είναι η δημιουργία ενός νέου κοινού κόσμου, συζητήσεων, προβληματισμού, παραγωγής ιδεών και δράσεως.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Παρίσι 1975. (Ελλην. Έκδοση Ύψιλον 1981). Σημειωτέον ότι το πρώτο μέρος είχε δημοσιευθεί το 1964-65 στα τελευταία τεύχη του περιοδικού Socialisme ou Barbarie, το οποίο εξέδιδε από το 1949 η ομότιτλη ομάδα, της οποίας κύριος συντελεστής ήταν ο Καστοριάδης.
(2) Καστοριάδης, «Θέσμιση της κοινωνίας και θρησκεία», Χώροι του ανθρώπου, σ.275
(3) Καστοριάδης, όπ.π., σ.290
(4) Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ.150-157
(5) Βλ. Καστοριάδη, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, σσ. 159-209, και του ιδίου Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Ύψιλον 1986.
(6) Βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, «Η αρχαία δημοκρατία», Ο πολίτης, τ.121, Ιανουάριος-Μάρτιος 1993, σ.41
(7) Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, σ.192
(8) Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ.141-149
(9) Καστοριάδης, όπ.π., σ.141-142
(10) Οι αιτίες για την έκλειψη του προτάγματος είναι πολλές και μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της καταστάσεως. Βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, «Η έννοια της πολιτικής στον Καστοριάδη», Ελευθεροτυπία, 7 Αυγούστου 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου