ardin-rixi
Του Νίκου Ντάσιου από την Ρήξη φ. 155
Για ακόμα μια φορά ψηφίστηκε ένα αναπτυξιακό νομοσχέδιο με βασικό αναπτυξιακό κριτήριο τo εργασιακό κόστος, χωρίς να λαμβάνει δηλαδή υπόψη του τις ιδιαίτερες συνθήκες αποικιοποίησης της χώρας, καθώς και το υποκείμενο που μπορεί να επωμιστεί την αναπτυξιακή διαδικασία…
Ακόμα όμως πιο ελλειμματική είναι η στάση των συνδικάτων, που συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν επιβληθεί τρία μνημόνια με μόνιμη επιτροπεία, φτωχοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και διάλυση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα. Η επίθεση στις κλαδικές συμβάσεις, των οποίων θα υπερισχύουν οι επιχειρησιακές σε περιπτώσεις κινδύνου πτώχευσης μιας επιχείρησης, αποτελεί ένα γκρίζο σημείο του νομοσχεδίου, δεδομένης της απουσίας ελεγκτικών μηχανισμών που να είναι σε θέση να αξιολογούν την κατάσταση κινδύνου μιας επιχείρησης, ώστε να αποφεύγονται τυχόν αυθαιρεσίες.
Το δεύτερο επίμαχο ζήτημα που αφορά στο προαπαιτούμενο του 50+1% του αριθμού των εργαζομένων, προκειμένου να ληφθεί απόφαση για απεργία, είναι προφανές ότι αποτελεί χτύπημα στις συνήθεις συνδικαλιστικές πρακτικές υποαντιπροσώπευσης των εργαζομένων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για κινητοποιήσεις στις γενικές συνελεύσεις. Αναφερόμαστε στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, τις τράπεζες και συγκεκριμένους κλάδους των οποίων οι εργαζόμενοι έχουν ακόμα μια μορφή συνδικαλιστικής εκπροσώπησης. Παρά τις δυσκολίες της εφαρμογής του μέτρου των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών, οι συνδικαλιστικοί φορείς θα όφειλαν, εφόσον ενδιαφέρονταν για την αντιπροσωπευτικότερη λήψη των αποφάσεων, να συζητήσουν την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, για παράδειγμα στα πανελλαδικά σωματεία, ή σε όσα εκπροσωπούν εργαζόμενους με εκ περιτροπής ωράρια. Όμως τα ισχνά δημοκρατικά αντανακλαστικά τους αποδεικνύονται όταν οι γενικές απεργίες με ελάχιστη συμμετοχή οδηγούν σε παράλυση του αστικού ιστού δύο φορές μέσα σε ένα 10μερο και ουδείς ενδιαφέρεται για τον κοινωνικό αντίκτυπο!
Όμως η σημασία ενός αναπτυξιακού νομοσχεδίου είναι αν πραγματικά μπορεί να δημιουργήσει όρους για την παραγωγική και κοινωνική ανάταξη της χώρας. Το αφήγημα της κυβέρνησης περί μείωσης της φορολογίας –πρωτίστως των επιχειρήσεων– για προσέλκυση ξένων επενδυτών προσκρούει στη μη κανονικότητα της χώρας. Κανένας δεν επενδύει μακροπρόθεσμα σε μια χώρα που βρίσκεται σε δημογραφική κατάρρευση και που οι νέοι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο συνεχίζουν να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Κανείς δεν επενδύει σε μια χώρα που τείνει να μετατραπεί σ ένα απέραντο χοτ σποτ και που αν συνεχίσει έτσι θα καταστεί με μαθηματική ακρίβεια τουρκικό προτεκτοράτο. Κανείς δεν επενδύει σε μια χώρα που δεν διαθέτει τράπεζες και που η τραπεζική πίστη αποτελεί ζητούμενο για τους μικρο-καταθέτες. Κανείς δεν επενδύει σε μια χώρα που ο δημόσιος πλούτος της είναι υποθηκευμένος στο Υπερταμείο για 99 χρόνια κι έχει διαλυμένες υποδομές.
Σ’ αυτή τη χώρα το διεθνές κεφάλαιο κάνει «αρπαχτές»! Καμία δε ανάπτυξη τέτοιου τύπου δεν θα βγάλει από το αδιέξοδο το ένα εκατ. οφειλετών, όταν οι μέσες αμοιβές του 30% των απασχολούμενων με μερική απασχόληση είναι 400€ μεικτά και ο μέσος μισθός της πλήρους απασχόλησης κυμαίνεται στα 1180€ μεικτά. Ούτε βεβαίως ευνοεί τις δεκάδες μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις που βρίσκονται ήδη με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως για παράδειγμα πρόσφατα η Creta Farm, ή που πρόκειται να πωληθούν σε ξένα φαντ όπως π.χ. η Μινέρβα Ελαιουργική, με τρεις σύγχρονες εργοστασιακές μονάδες στον κλάδο των τροφίμων.
Το υψηλό ρίσκο μιας τέτοιας αναπτυξιακής στρατηγικής, μεγαλύτερου δηλαδή ανοίγματος στην παγκοσμιοποίηση, φαίνεται στον κατ’ εξοχήν παγκοσμιοποιημένο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό. Η πτώχευση της Thomas Cook οδηγεί άμεσα στην ανεργία 700 άτομα των 4ων ξενοδοχειακών μονάδων που είχε αγοράσει η πολυεθνική και επιφέρει ζημιές 315 εκατ. € στις 1200 περίπου συνεργαζόμενες μικρές και μεσαίες τουριστικές μονάδες, ζημιά που θα εκτοξευτεί στα 2,5 δις € την επόμενη χρονιά.
Η εκδοχή από την άλλη της στήριξης των εγχώριων κρατικοδίαιτων ολιγαρχών έχει αποδειχθεί εξίσου αδιέξοδη, αν αναλογιστούμε ότι το συνολικό χρέος τους σε τράπεζες και στο δημόσιο ήδη ξεπερνάει τα 11 δισ.! Συνεχίζοντας την παράδοση των κοτζαμπάσηδων και των συνεργατών των Γερμανών, οι εγχώριοι ολιγάρχες αναμένουν το ξεπούλημα των υπολοίπων φιλέτων του δημοσίου, όπως για παράδειγμα ο Μυτιλιναίος τη ΔΕΗ, ή την «αξιοποίησή τους», όπως ο Λάτσης το Ελληνικό, με τον προσφιλή τρόπο του δανεισμού προκειμένου να ιδιοποιηθούν τα κέρδη για πολυτελή κατανάλωση ή συσσώρευση σε φορολογικούς παραδείσους.
Υπάρχει όμως κι άλλη αναπτυξιακή κατεύθυνση κι είναι αυτή της ενίσχυσης των χιλιάδων μικρομεσαίων και οικογενειακών επιχειρήσεων, ή η άμεση υποστήριξη των νέων που έχουν παραμείνει στη χώρα και καινοτομούν. Αν ένα κράτος ήθελε πραγματικά την ανάπτυξη της χώρας, θα όφειλε να προβεί σ’ ένα γενναίο πρόγραμμα χρηματοδότησης του βασικού κορμού της ελληνικής επιχειρηματικότητας μεταφέροντας χρονικά τις απαιτήσεις των χρεών τους, ώστε να δημιουργηθούν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών Τραπεζών και της υπερπροσφοράς κεφαλαίων στις διεθνείς χρηματαγορές, η χώρα, παρότι χρεοκοπημένη, έχει τη δυνατότητα δανεισμού με πολύ χαμηλά επιτόκια. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στις παρούσες συνθήκες ώστε να καταρτιστεί ένα εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης με δύο βασικούς άξονες: τις δημόσιες επενδύσεις και την αμυντική θωράκιση, αξιοποιώντας τις εγχώριες υποδομές και την τεχνογνωσία του ανθρώπινου δυναμικού.
Προϋπόθεση είναι ένα κράτος που διοικείται από Δημοκράτες Πατριώτες, που αντιλαμβάνονται την ανάπτυξη όχι μονοδιάστατα με όρους οικονομικού ανταγωνισμού ή κατανομής των κερδών, αλλά σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου Εθνικής Επιβίωσης του Ελληνισμού στον τρέχοντα αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου