Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Με θέμα την Ευρωπαϊκότητα και τον Ευρωσκεπτικισμό

Νέα Πολιτική

του  Α. Δ. Παπαγιαννίδη 
Η θέση που θα επιχειρήσει να υποστηρίξει αυτό το σημείωμα -θα λέγαμε: «να αναδείξει», ας μείνουμε όμως όσο γίνεται πιο μετριοπαθείς- είναι ότι οι λεγόμενες/θεωρούμενες «Ευρωπαϊστικές» τοποθετήσεις έχουν φθάσει να αποτελούν την πλέον ακραία εκδοχή υπονόμευσης της Ευρωπαϊκότητας, του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ενώ μόνο με ισχυρές δόσεις Ευρωσκεπτικισμού (και ειλικρινούς ρεαλισμού) είναι δυνατόν να προχωρήσει το ίδιο αυτό Ευρωπαϊκό εγχείρημα, να μην πέσει δηλαδή θύμα ης «θεωρίας του ποδηλάτου»: μόνον όταν κινείται δεν πέφτει, άρα όταν δεν κινείται πέφτει.
Την θέση αυτή θα μπορούσε να την υποστηρίξει κανείς από νωρίς, δηλαδή ήδη απο τις περιόδους που – σήμερα, με τα σημερινά μάτια, με την εμπειρία της Ευρώπης στα χρόνια της αληθινής κρίσης (γιατί «αληθινής»; διότι παραδοσιακά λέγεται ότι «Η Ευρώπη προχωρεί από κρίση σε κρίση», αλλά ούτε με τις εποχές του Ευρωπεσσιμισμού της δεκαετίας του ΄80, ούτε με τα κατά καιρούς μπλοκαρίσματα, της «chaise vide» επί De Gaulle ή των βρεταννικών αντιπαραθέσεων/του Κοινοτικού Προϋπολογισμού συγκρίνεται η τωρινή βύθιση της κρίσης της Ευρωζώνης) τις βλέπουμε σαν απλές αναταράξεις, σαν επεισόδια διαδρομής. Πράγματι, στις διαδοχικές φάσεις οικοδόμησης της κοινοτικής, ήδη ενωσιακής Ευρώπης, η βάση ουσιαστικής νομιμοποίησης ήταν αμφίβολη: η επίκληση του Ευρωπαϊκού οράματος, όσο ξεμάκραινε κανείς από τα χρόνια όπου (α) οι μνήμες του Πολέμου ήταν ενεστώσες, ισχυρές, ανυποχώρητες και (β) η υπόσχεση ευημερίας του «Ευρωπαϊκού μοντέλου» ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής ήταν παρούσα και αυταπόδεικτη, έπειθε μεν αλλά από απόσταση. Έτσι δηλαδή όπως εξεφωνείτο απο μια ευρεία μεν, αλλά πάντως εξ ορισμού περιορισμένη ελίτ: πολιτική, ακαδημαϊκή, μέρος της οικονομικής, μεγάλο μέρος της μηντιακής…


Η λογική της «φυγής προς τα εμπρός»…
Όσο τα προβλήματα συσσωρεύονταν, όσο τα αδιέξοδα εγκαθίσταντο (ή: έμπαιναν κάτω από το χαλί – αρκεί να δει κανείς την πορεία της ΚΑΠ διαχρονικά με φόντο τις διεθνείς αγορές και τα πλεονάσματα. αρκεί να θυμίσει τις επικές μάχες περί τον Προϋπολογισμό και να συγκρίνει ύστερα, προσγειωτικά, το μερίδιο του ΑΕΠ της ΕΕ «25», ήδη «28», που πηγαίνει σ’ αυτόν σε σύγκριση με των ΗΠΑ ή άλλων ομοσπονδιακού χαρακτήρα μορφωμάτων. αρκεί να δει κανείς τις εξορμήσεις αναζήτησης της ανταγωνιστικότητας, π.χ. την Στρατηγική της Λισσαβώνας, και ύστερα να συγκρίνει με τα αποτελέσματα, ιδίως σε επίπεδα απασχόλησης…), τόσο η «φυγή προς τα εμπρός» άρχισε από πειρασμός να καθίσταται πάγιο καταφύγιο. Ταυτόχρονα – και αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο – ο πειρασμός να ανάγονται όλα σε θεσμική συζήτηση, με την σκέψη ότι η (όντως πρότυπη και ευρηματική) «κοινοτική μέθοδος» στην λήψη αποφάσεων, ή έστω στο αποδιώξιμο των μπλοκαρισμάτων με το μείγμα κοινοτικού και ήπιου διακυβερνητικού, νομιμοποιούσε στην πράξη, δημιούργησε μια γλυκιά αυτοεξαπάτηση. Η επίκληση της «κοινοτικής μεθόδου» κρίθηκε ότι ήταν απάντηση σε κάθε επίκριση, ενώ παράλληλα η παραδοχή του «δημοκρατικού ελλείμματος» θεωρήθηκε ότι λειτουργεί εξιλεωτικά – έτσι που συνδυάστηκε με την επί δυο δεκαετίες εκτόνωση μέσω της αύξησης των εξουσιών συναπόφασης στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Εδώ, μια θεμελιώδης παρέκβαση: όντως, άμα κανείς συγκρίνει το ΕΚ στο γύρισμα του αιώνα με το κατά De Gaulle «Parlement croupion»/ την Κοινοβουλευτική Συνέλευση της δεκαετίας του ΄60, υπάρχει χαώδης απόσταση. Όμως, άμα (α) έχει ζήσει ο παρατηρητής από κοντά την διαδικασία συζήτησης και απόφασης στην καθημερινότητα του ΕΚ, (β) έχει σταθεί στο περιεχόμενο του νομοθετούμενου υλικού, στις ρίζες παραγωγής του από την Επιτροπή και τις Ομάδες Εργασίας μέχρι τους μηχανισμούς του ίδιου του ΕΚ και, κυρίως, (γ) έχει κοιτάξει με ειλικρίνεια την διαδικασία ανάδειξης των Ευρωβουλευτών, αλλά και τον βαθμό συμμετοχής – διΕυρωπαϊκά – στις Ευρωεκλογές καθώς και την ποιότητα της δημόσιας συζήτησης σχετικώς, τότε θα διστάσει να βρει εδώ αυτό που ήδη επισημάναμε ότι προβληματίζει: ουσιαστική νομιμοποίηση.

… και η «περισσότερη Ευρώπη»
Αυτό, αυτό το ουσιώδες έλλειμμα, εν όσω τα πράγματα πορεύονταν σωστά – ή, έστω, εν όσω βολεύονταν πολιτικά – καλυπτόταν απο την υπερχειλή ρητορική του Ευρωπαϊσμού. Η επίκληση της «κοινοτικής μεθόδου», όταν μάλιστα συνδυαζόταν με το αποτέλεσμα, (με κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα σε σύγκριση ιδίως με τα συμβαίνοντα στην υπόλοιπη υφήλιο), οδηγούσε στην Ευρωπαϊστική διέξοδο, που θέλει την «περισσότερη Ευρώπη» ως λύση σε κάθε πρόβλημα, ως υπέρβαση κάθε αδιεξόδου. Εως ότου…
… Έως ότου η κρίση της Ευρωζώνης ήρθε και άλλαξε σαρωτικά τα πράγματα. Ή, μάλλον, ψέμματα! ήρθε και έδειξε, με τρόπο που δεν επιδέχεται ειλικρινή αμφισβήτηση, το πόσο η Ευρωπαϊστική εικόνα της ίδιας της «Ευρώπης» είχε απομακρυνθεί απο την πραγματικότητά της. Ήδη νωρίτερα είχε προκύψει ένα σχήμα όπου (α) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «φύλακας των Συνθηκών και του κονοτικού συμφέροντος», κάτοχος του θεσμικού μονοπωλίου της νομοθετικής πρωτοβουλίας κ.λπ., είχε κινηθεί προς την κατεύθυνση μιας «βαριάς» Γραμματείας του Συμβουλίου Υπουργών, (β) το ίδιο το Συμβούλιο είχε «αδειάσει» , προς δύο μάλιστα κατευθύνσεις: προς τα πάνω, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ουσιαστικά άρχισε να προδιαγράφει όλα όσα οι υπουργοί θα δρομολογούσαν (γι’ αυτό σε μια φάση τα Συμπεράσματά του άρχιζαν να θυμίζουν πολυσέλιδο σύγγραμμα…), προ τα κάτω διότι η πραγματική απόφαση «έκλεινε» σε χαμηλότερα επίπεδα από τεχνοκράτες των πρωτευουσών, και απλώς ανέβαινε στους υπουργούς για επικύρωση, και τέλος (γ) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπερήφανο για τον ρόλο του στην διαβόητη συναπόφαση, έβλεπε το μεγαλύτερο μέρος των θεμάτων να ρυθμίζονται «στην πρώτη ανάγνωση», με περιορισμένο αριθμό – κάποιες δεκάδες – εισηγητών βουλευτών να παίζουν ουσιαστικό ρόλο, η δε Ολομέλεια απλώς να επιψηφίζει.
Όταν όμως ήρθε στο προσκήνιο η αληθινή κρίση, ακόμη και αυτοί έφυγαν απο την μέση. Η πρωτοβουλία της Επιτροπής εξαχνώθηκε μετά από λίγους μήνες – ή περιορίστηκε σε ex post προτάσεις, που ενσωμάτωναν πρακτικές διακυβερνητικά προαποφασισμένες. Η διαδικασία στο Συμβούλιο, ιδίως στο καίριο Eurogroup αλλά στο Eco/Fin – ή ακόμη και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο… – πήρε μιαν αδιανόητη απλουστευμένη μορφή: προς στιγμή ακούστηκαν μουρμουρητά για «διευθυντήριο» (των χωρών με πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ, ή των Βορείων), ή πάλι για ΓερμανοΓαλλικό άξονα («κορυφαία στιγμή» η άφρων απόφαση στην Deauville για προαναγγελία κουρέματος των ομόλογων στα χέρια ιδιωτών…), ύστερα όμως απο ένα σημείο έγινε φανερό τι; Ότι όλα αποφασίζονταν/κρίνονταν στο Βερολίνο, ύστερα ακολουθούσε μια τυπική διαβούλευση/ενημέρωση και ύστερα… η απόφαση είχε ληφθεί! Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο; Α, αυτό συζητούσε! Και, κάπου στα τέλη του 2013 άρχισε να κάνει Επιτροπές πρωτοβουλίας για να … κρίνει τις επιδόσεις της Τρόϊκας, ή την υπεισέλευση του ΔΝΤ στα χωράφια της «Ευρώπης».
Όταν δε, έφθασε η τραγικώτερη στιγμή όλης αυτής της διαδρομής – ποιά ήταν αυτή; ήταν με το bail-in στην Κύπρο, με δύο διαδοχικά Eurogroup σε απόσταση μιας εβδομάδας να λαμβάνουν διαμετρικά αντίθετες αποφάσεις, φυσικά… με ομοφωνία/consensus! – τότε παρατηρήθηκε ότι, ακόμη βαθύτερα, είχε λειτουργήσει το άλλο: η απερίφραστη απειλή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σε φόντο μόλις υποκρυπτόμενης Bundesbank) να «στεγνώσει» το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας μέλους της Ευρωζώνης, αν αυτή δεν ευθυγραμμιζόταν με την προειλημμένη απόφαση. (Τι ψήφισε η Κυπριακή Βουλή; Who bloody cares!).
Ας σταματήσουμε εδώ την προσπάθεια να δείξουμε τι έχει απομείνει από εκείνο που η Ευρωπαϊστική ανάγνωση των πραγμάτων άφηνε αν διαφανεί ως «διέξοδος». Δηλαδή… την mantra περί «περισσότερης Ευρώπης» ως λύσης δια πάσαν νόσον κλπ.

Όταν το βάθρο της Ευρωπαϊκής πορείας, δηλαδή η τεκμαρτή έστω ισότητα των Κρατών μελών καταργείται με τόσο απροκάλυπτο (και αποτελεσματικό!) τρόπο, τότε μόνο μέσα απο μία σοβαρή φάση Ευρωσκεπτικισμού (ή, αν προτιμάτε Ευρωαναθεωρητισμού) μπορεί να προκύψει κάτι που να διασώζει την «Ευρώπη» στα μάτια των λαών της. Αλλιώς, θα ισχύσει για την «Ευρώπη» ως ήπιος εφιάλτης εκείνο που λέγεται ως αστείο για το ποδόσφαιρο («είναι το άθλημα που παίζεται με μπάλα, με δυο ομάδες των 11 παικτών και όπου κερδίζει η Γερμανία»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου