του Κώστα Μελά
Η
συμφωνία Basel III,
επιβάλλει στις τράπεζες ο λόγος ιδίων κεφαλαίων/σταθμισμένα με τον φέροντα
κίνδυνο των στοιχείων του ενεργητικού να κυμαίνεται μεταξύ 8% και 12%. Το 4,5%
αναλογεί στα βασικά κεφάλαια ,το 2,5% αποτελεί στο «μαξιλάρι»
συντήρησης, το υπόλοιπο 2,5% στο μαξιλάρι που χρησιμοποιείται στην περίπτωση
ύπαρξης αντικυκλικών (στο ανώτερο σημείο του κύκλου) αναγκών και το επιπλέον
2,5% επιβάλλεται στις συστημικές τράπεζες[1]
Σύμφωνα
με τα στοιχεία[2] που αφορούν την κατανομή των μη
εξυπηρετουμένων δανείων στις
χώρες του ΟΟΣΑ, ,στα περισσότερα ιστορικά συμβάντα το ποσοστό είναι χαμηλό. Η
διάμεσος αντιστοιχεί περίπου στο 6,0% , είναι σχετικά χαμηλή. Όμως αν
συμπεριληφθούν τα κατά περιόδους ακραία συμβάντα τότε το ποσοστό των μη
εξυπηρετουμένων δανείων ξεπερνά το 19,0%. Μέχρι την σημερινή κρίση τα υψηλά
ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων εμφανιζόταν με την μορφή διπλών κρίσεων
(συναλλαγματική – τραπεζική) όπως στην Νότια Κορέα(1997), στην Τουρκία (1999-
2000) και στην Ισλανδία (2008). Στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης δεν είχαν
παρουσιαστεί ανάλογα φαινόμενα. Το ποσοστό 19% θα μπορούσε να ληφθεί ως το
ανώτερο πλαφόν για τις αναπτυγμένες οικονομίες. Βεβαίως αν θεωρήσουμε ότι η
Ελλάδα ανήκει στις αναπτυγμένες οικονομίες, τότε το ποσοστό 29% των μη
εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται εκτός του παραπάνω πλαισίου.
Υπάρχει,
όπως είναι γνωστό, μια σχέση που διέπει το ύψος των επισφαλών δανείων με τις
καταγραφόμενες τελικές απώλειες από τα ανεπίδεκτα είσπραξης δάνεια. Οι εμπειρικές μελέτες[3] συσχέτισης των δύο μεγεθών δείχνουν
ότι περίπου το 50,0% των επισφαλών (των
μη εξυπηρετούμενων) δανείων καταλήγουν τελικά στην κατηγορία των ανεπίδεκτων
είσπραξης , δημιουργώντας τις αντίστοιχες ζημιές. Επίσης , σύμφωνα με την
υπάρχουσα εμπειρία , περίπου το 1% από τις παραγόμενες ζημιές καλύπτεται από
τις υπάρχουσες προβλέψεις στο λογαριασμό αποτελεσμάτων.