Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Ο οικονομικός πόλεμος της Αγγλίας

analyst


Ας ελπίσουμε πως η Μ. Βρετανία, η οποία δεν κατάφερε επί δύο ολόκληρα χρόνια να βρει κάποιο σύμμαχο στην ΕΕ, οπότε ήταν δεδομένη η βαριά ήττα της από τη Γερμανία, θα εκπονήσει κάποιο αποτελεσματικό σχέδιο, έστω την τελευταία στιγμή – κάτι που δυστυχώς δεν είναι αναμενόμενο, με κριτήριο την πολιτική της ηγεσία που έχει παρακμάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό.
.

Ανάλυση    

Στις 29 Μαρτίου το Ηνωμένο Βασίλειο θα εγκαταλείψει την ΕΕ – χωρίς να γνωρίζει ακόμη κανείς πώς, αφού δεν έχει υπογραφεί καμία συμφωνία. Επομένως ένα ολόκληρο Έθνος βρίσκεται στο σκοτάδι, σχετικά με το μέλλον του – οπότε δεν είναι λάθος να αναφερόμαστε σε ένα δράμα, με άγνωστη κατάληξη. Πόσο μάλλον όταν οι συνέπειες της όποιας συμφωνίας ή του «σκληρού BREXIT» χωρίς καμία συμφωνία, τουλάχιστον οι οικονομικές, δεν θα είναι σημαντικές μόνο για τη Μ. Βρετανία – αλλά, επίσης, για πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως για την Ιρλανδία.
Ειδικότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο εισάγει το 53% των αναγκών του από την ΕΕ, ενώ το 44% των εξαγωγών του κατευθύνονται στην ΕΕ – αποτελώντας παράλληλα για την Ιρλανδία μακράν το σημαντικότερο εμπορικό της εταίρο. Εάν όλα αυτά τα υπολογίσουμε σε φορτηγά που περνούν τα ελεύθερα σύνορα, τα οποία θα κλείσουν όταν εγκαταλειφθεί η ΕΕ, τότε θα κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος μόνο από την οπτική γωνία των μεταφορών – αντιλαμβανόμενοι πως θα σχηματίζονταν ουρές που θα έφταναν έως την Ολλανδία.
Άλλωστε, μετά από 40 χρόνια συμμετοχής της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ, οι οικονομίες των δύο «περιοχών» είναι πολύ στενά συνδεδεμένες και από τις δύο πλευρές του καναλιού της Μάγχης – ενώ οι αλυσίδες εφοδιασμού, κυρίως όσον αφορά την αεροπλοΐα, την αυτοκινητοβιομηχανία και την αμυντική βιομηχανία, πολύ περισσότερο. Για παράδειγμα, τα φτερά του «Airbus 380» συναρμολογούνται στην Ουαλία, ενώ πολλοί κατασκευαστές αυτοκινήτων από την Ασία, όπως η Nissan, η Toyota ή η Tata, έχουν επενδύσει στη Μ. Βρετανία για να ωφεληθούν από τη φιλελεύθερη αγορά εργασίας της, καθώς επίσης για να έχουν πρόσβαση στην ΕΕ.
Όσον αφορά το σημαντικότερο για τη Μ. Βρετανία, το City του Λονδίνου, το οποίο εποφθαλμιούν τόσο η Γερμανία, όσο και η Γαλλία (μαζί με το εφοπλιστικό λόμπι που είναι κυρίως ελληνικό, κατέχοντας το 50% της ευρωπαϊκής αγοράς), αποτελεί αναμφισβήτητα το χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης – οπότε, εάν το Λονδίνο χάσει το δικαίωμα της διεξαγωγής των συναλλαγών σε ευρώ (Pass porting Rights), θα του κοστίσει πανάκριβα – πάνω από το 10% του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου σταδιακά, εάν όχι 20% συμπεριλαμβανομένων των παράπλευρων υπηρεσιών (νομικές εταιρείες κοκ.).
Υπό το φόβο μίας τέτοιας απώλειας, ακόμη και οι βρετανικές τράπεζες, όπως η RBS, έχουν υποβάλλει αίτημα χορήγησης αδείας στην ΕΕ για να εξασφαλιστούν – ενώ οι διεθνείς τράπεζες έχουν ήδη μεταφέρει προσωπικό στη Φρανκφούρτη, στο Παρίσι και στο Δουβλίνο, όπως η ελβετική UBS που έχει επιλέξει τη γερμανική πόλη. Μέχρι σήμερα η μετεγκατάσταση τραπεζιτών είναι περιορισμένη – κάτι που όμως θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά στην περίπτωση ενός σκληρού BREXIT. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, το Λονδίνο είναι μία κοσμοπολίτικη, ανοιχτή και αγγλόφωνη μητρόπολη που δεν μπορεί προφανώς να συγκριθεί με τη Φρανκφούρτη – η διαμονή στην οποία δεν ενθουσιάζει καθόλου τους τραπεζίτες.
Περαιτέρω, οι οπαδοί του BREXIT τονίζουν συνεχώς πως η Μ. Βρετανία πρέπει να φύγει από την ΕΕ, για να ανακτήσει τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, της μετανάστευσης και των νόμων της – αν και χρειάζεται τους φθηνούς εργαζομένους από την Ευρώπη. Ειδικότερα, το σύστημα υγείας, η γαστρονομία και η γεωργία θα κατέρρεαν σε χρόνο μηδέν χωρίς τους Πολωνούς, τους Βουλγάρους ή τους Ρουμάνους – αφού είναι αδύνατον να υπάρξουν Βρετανοί που θα θελήσουν να τους αντικαταστήσουν.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την απόφαση της 23ης Ιουνίου του 2016, το BREXIT έχει αναδειχθεί στο μοναδικό πολιτικό θέμα της χώρας – ενώ το συντηρητικό κόμμα είναι διασπασμένο σε οπαδούς και εχθρούς της εξόδου από την ΕΕ, όπου οι τελευταίοι επιδιώκουν ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Έτσι, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2017, η διακυβέρνηση της Μ. Βρετανίας είναι εφικτή μόνο με τη συνεργασία του DUP που έχει μία πολύ σκληρή γραμμή στο θέμα της Βορείου Ιρλανδίας. Η αξιωματική αντιπολίτευση, οι εργατικοί απλά επικρίνουν την κυβέρνηση, χωρίς να έχουν προτείνει σοβαρές λύσεις ή να διαθέτουν μία επίσημη γραμμή – ενώ οι φιλελεύθεροι δημοκράτες ήταν πάντοτε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ.
Ο δεσμοφύλακας της Ευρώπης
Συνεχίζοντας, όπως έχουμε αναφέρει, ο δεσμοφύλακας της ΕΕ, η Γερμανία, ρισκάρει τα πάντα υιοθετώντας το γνωστό «ή όλα ή τίποτα», όπως ακριβώς όταν κήρυξε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – ενώ πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της εξωτερικής της πολιτικής των τελευταίων 150 ετών, με το οποίο κέρδιζε μεν πάντοτε όλες τις μάχες, αλλά έχανε τον πόλεμο. Υπενθυμίζουμε εδώ πως η Γερμανία κέρδισε τον πόλεμο της Γαλλίας το 1940, αφού εξασφάλισε την προδοσία του πρώην βασιλιά της Αγγλίας, υποσχόμενη πως θα τον βοηθούσε να ανατρέψει  τον βασιλιά-αδελφό του – ο οποίος της έδωσε τα μυστικά έγγραφα που της επέτρεψαν να εισβάλλει εύκολα στη Γαλλία.
Από τη συμπεριφορά της τώρα απέναντι στη Μ. Βρετανία, παρά το ότι δεν είναι μέλος του ευρώ, αλλά της ΕΕ, κατανοεί κανείς την αυστηρότητα του δεσμοφύλακα – αρκεί να γνωρίζει πως αυτό που κλιμάκωσε την κυβερνητική κρίση στο Λονδίνο ήταν η άρνηση του Βερολίνου να κάνει ακόμη και την παραμικρή παραχώρηση στο ονομαζόμενο «Back stop».
Εν προκειμένω αναφέρεται κανείς στο τι οφείλει να συμβεί, εάν η Μ. Βρετανία και η ΕΕ δεν συμφωνήσουν σε μία μόνιμη ρύθμιση των μελλοντικών τους σχέσεων. Με βάση τις απαιτήσεις της Κομισιόν που υπάρχουν στη συμφωνία, στην περίπτωση αυτή η Μ. Βρετανία υποχρεώνεται να παραμείνει μέλος της ευρωπαϊκής τελωνειακής ένωσης – ενώ η Βόρεια Ιρλανδία θα πρέπει να ανήκει επί πλέον στην τελωνειακή ένωση.
Προφανώς η παραμονή στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ είναι απαράδεκτη για τους οπαδούς του BREXIT –επειδή  η Μ. Βρετανία δεν θα είχε πλέον τη στρατηγική επιλογή σύναψης δικών της εμπορικών συμφωνιών. Όσον αφορά την ειδική μεταχείριση της Β. Ιρλανδίας, θα οδηγούσε σε συνεχείς εμπορικούς ελέγχους μεταξύ των δύο χωρών, οπότε στη διάσπαση της Μ. Βρετανίας. Για να γίνει κατανοητό, θα ήταν σαν να επέβαλλε κανείς συνοριακούς ελέγχους στη διακίνηση εμπορευμάτων μεταξύ της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας – κάτι που φυσικά θα ήταν αδιανόητο.
Το χειρότερο όλων όμως είναι το ότι και οι δύο αυτές απαιτήσεις της γερμανικής ΕΕ δεν θα ήταν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αφού η Κομισιόν επιμένει στην επ’ αόριστον ισχύ του «Back stop» – το οποίο θα μπορούσε τότε μόνο να καταργηθεί στο μέλλον, εάν συμφωνούσε η ΕΕ! Ουσιαστικά λοιπόν πρόκειται για τη φυλάκιση της Μ. Βρετανίας στην ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση, καθώς επίσης για το διαμελισμό της – κάτι που ασφαλώς δεν θα δεχόταν καμία λογική κυβέρνηση.
Περαιτέρω, φυσικά το «Back stop» εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα της ΕΕ στο 100% – ενώ μέσω αυτού επιδιώκεται η αντιστροφή του δημοκρατικού δημοψηφίσματος των Βρετανών, έτσι ώστε να παραμείνει η χώρα μέλος της ΕΕ. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, όπου η ΕΚΤ έκλεισε παράνομα τις τράπεζες, πείθοντας παράλληλα τον πρωθυπουργό να συμβιβαστεί προδίδοντας τους Έλληνες – ένα έγκλημα εκ μέρους του, αφού θα μπορούσε εύκολα να διασώσει την Ελλάδα με την παραίτηση του (άρθρο).
Αφού λοιπόν η Γερμανία κατάφερε να κάνει ασύμφορη για τη Μ. Βρετανία τη συμφωνία εξόδου της, τόσο τη χαλαρή, όσο και τη σκληρή, ουσιαστικά η κυβέρνηση της χώρας δεν έχει καμία άλλη επιλογή στη διάθεση της, από να εγκαταλείψει τη διαπραγμάτευση και να δρομολογήσει ένα νέο δημοψήφισμα – κάτι που δήλωσε έμμεσα η πρόεδρος των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, λέγοντας πως η Μ. Βρετανία πρέπει να ξανασκεφθεί το BREXIT. Άρα να μη σεβαστεί τα 17,4 εκ. Βρετανών που τέθηκαν υπέρ της εξόδου της χώρας, διακινδυνεύοντας έναν εμφύλιο πόλεμο με τα περίπου άλλα τόσα που τέθηκαν κατά – έμμεσα δε να σκύψει δουλικά το κεφάλι, αποδεχόμενη τη γερμανική ηγεμονία.
Ως εκ τούτου κανένας δεν γνωρίζει εάν η πρωθυπουργός καταφέρει να εγκριθεί η συμφωνία που υπέγραψε, στις 14/15 Ιανουαρίου από την Κάτω Βουλή, ακόμη και αν η ΕΕ έδινε κάποιες αόριστες υποσχέσεις, όσον αφορά τους περιορισμούς και τη διάρκεια του «Back stop» – ενώ είναι δύσκολο να προβλεφθεί τι θα συνέβαινε, στην περίπτωση που δεν θα τα κατάφερνε.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η ΕΕ έχει αποκλείσει τις νέες διαπραγματεύσεις – ενώ η επιμήκυνση της διάρκειας του άρθρου 50 της συμφωνίας της Λισσαβόνας που επιτρέπει σε μία χώρα, η οποία εξέρχεται, ένα χρονικό διάστημα διαπραγματεύσεων δύο ετών, είναι δυνατή μόνο υπό ορισμένους περιορισμούς. Σύμφωνα δε με την υπουργό εξωτερικών της Αυστρίας, η προθεσμία λήγει οριστικά στις Ευρωεκλογές (23-26 Μαΐου).
Σε κάθε περίπτωση, ένα σκληρό BREXIT θα είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες – όπου το ΔΝΤ δήλωσε ότι, η πτώση του ΑΕΠ της Μ. Βρετανίας θα ήταν της τάξης του 8%, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας την τοποθέτησε από 7,5% έως 8%. Τα μεγαλύτερα προβλήματα θα αντιμετώπιζαν η αυτοκινητοβιομηχανία, ο κλάδος της φιλοξενίας, η γεωργία και η υγειονομική περίθαλψη – ενώ το City του Λονδίνου θα έχανε αρκετές ακόμη θέσεις εργασίας. Δυστυχώς για τον εαυτό της δε, η Μ. Βρετανία έχει ένα πολύ ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, καθώς επίσης αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (γράφημα) – οπότε δεν θα είναι σε θέση να στηρίξει ούτε τον νόμισμα της.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν είναι σε θέση να προετοιμάσουν σχέδια εκτάκτου ανάγκης θα προβληματίζονταν επίσης – ενώ στα σύνορα, όπως στο Κεντ ή στο Καλαί, θα έπρεπε να δημιουργηθούν τεράστιες θέσεις στάθμευσης για τα φορτηγά που θα περίμεναν να ελεγχθούν για να διέλθουν. Επομένως, το χάος τουλάχιστον στους πρώτους μήνες θα ήταν δεδομένο – κάτι που γνωρίζει πολύ καλά η Γερμανία, η οποία με αυτόν τον τρόπο θέλει να υποχρεώσει τη Μ. Βρετανία να συνθηκολογήσει, οπότε να εξασφαλίσει την κυριαρχία της στην Ευρώπη.
Στα πλαίσια αυτά, ας ελπίσουμε πως η Μ. Βρετανία, η οποία δεν κατάφερε επί δύο ολόκληρα χρόνια να βρει ούτε έναν σύμμαχο στην ΕΕ, οπότε ήταν δεδομένη η βαριά ήττα της από τη Γερμανία, θα εκπονήσει κάποιο αποτελεσματικό σχέδιο, έστω την τελευταία στιγμή – κάτι που δυστυχώς δεν είναι αναμενόμενο, με κριτήριο την πολιτική της ηγεσία που έχει παρακμάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η ίδια αυτή ηγεσία της των τελευταίων δεκαετιών είναι εκείνη που της έχει σήμερα στερήσει όλους τους συμμάχους – αφού κανένας δεν την εμπιστεύεται, γνωρίζοντας τη γεμάτη προδοσίες άλλων χωρών ιστορία της. Δυστυχώς όμως, αυτός που θα το πληρώσει θα είναι η Ευρώπη – η οποία θα βιώσει πιθανότατα ξανά τη βαριά γερμανική μπότα. Για το BREXIT πάντως άρχισαν να γυρίζονται έργα, με πιθανότερο στόχο τη χειραγώγηση – όπως το κατωτέρω:





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου