του Κώστα Μελά
Η πρόταση του Ινστιτούτου είναι
τεκμηριωμένη και επικεντρωμένη στην εξυπηρέτηση του κύριο στόχου της
ελληνικής οικονομίας στην παρούσα συγκυρία ο οποίος είναι η τρομακτική έλλειψη
ρευστότητας . Σύμφωνα με τη θεωρητική τους προσέγγιση για την ανάκαμψη της
ελληνικής οικονομίας και τη δραστική μείωση της ανεργίας χρειάζεται επεκτατική
δημοσιονομική πολιτική και επεκτατική νομισματική προκειμένου να χρηματοδοτηθεί
η πρώτη. Επειδή σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα η παραγωγή πρωτογενών
πλεονασμάτων σε μεγάλο ύψος (περίπου 4,5% του ΑΕΠ για την προσεχή
πενταετία) για μια οικονομία η οποία βρίσκεται σε ύφεση επί έξι συναπτά έτη με
σωρευτική απώλεια εισοδήματος πάνω από 25,0%, κατευθύνεται στην αποπληρωμή του
χρέους και όχι στην επαναεισαγωγή στο εισοδηματικό κύκλωμα , κάτι που θα
έδινε ώθηση στην μεγεθυντική διαδικασία της οικονομίας και επειδή η
προγραμματιζόμενη, από το κυβερνητικό πρόγραμμα , εισροή ρευστότητας μέσω των
εξαγωγών και των ΑΞΕ , σε υποκατάσταση της εξαγόμενης ,δεν φαίνεται
να υλοποιείται , καθίσταται εμφανής η ανάγκη παροχής ρευστότητας από παράπλευρους
μηχανισμούς.
Ένα τέτοιο παράπλευρο
μηχανισμό αποτελεί η πρόταση για τη δημιουργία ενός παράλληλου
χρηματοπιστωτικού μηχανισμού. Η εκτίμηση του Ινστιτούτου εδράζεται στο ότι η
παροχή ρευστότητας αποτελεί πρωτεύοντα στόχο στην σημερινή συγκυρία
και όχι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων όπως ισχυρίζεται το
ακολουθούμενο πρόγραμμα της Τρόικας- Κυβέρνησης αλλά και ισχυρίζονται
πολλοί αναλυτές ανήκοντες σε ολόκληρο το εύρος του πολιτικού
φάσματος. Δηλαδή ο προτεινόμενος μηχανισμός δεν στοχεύει στη δημιουργία
ενός παράπλευρου νομίσματος το οποίο θα έχει τη δυνατότητα υποτίμησης
συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη βελτίωση των ελληνικών εξαγωγών και συνεπώς
στην εισροή επιπρόσθετης ρευστότητας μέσω αυτού του καναλιού. Τούτο επειδή , εκ
των πραγμάτων (δηλαδή τα πραγματολογικά στοιχεία των εξαγωγών ) δεν επιτρέπουν
καμία αισιοδοξία.
Αυτό θα λάβει τη μορφή
κρατικών διηνεκών ομολόγων, χωρίς τοκομερίδιο , μεταβιβαζομένων και μη
μετατρέψιμων σε ευρώ (μόνο τα ευρώ μπορούν να μετατραπούν σε αυτού του είδους
τα ομόλογα) . Η ονομαστική τους αξία θα αντιστοιχεί σε ευρώ. Η διηνεκής
διάρκεια τους επιτρέπει να μην επιβαρύνουν το ΔΧ . Η μη ύπαρξη
τοκομεριδίου επιτρέπει η τρέχουσα αξία τους να είναι πάντοτε ίση με την
ονομαστική. Η μη μετατρεψιμότητά τους σε ευρώ επιτρέπει την αποφυγή
κερδοσκοπικών επιθέσεων. Πρόκειται στην ουσία για αύξηση της προσφοράς
χρήματος για συναλλακτικούς σκοπούς.
Το κράτος θα χρησιμοποιήσει τα
ομόλογα για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του (περίπου 8 δις το 2013)
και θα τα δέχεται για την καταβολή των φόρων εκ μέρους των πολιτών. Έτσι θα
υπάρχει η συναλλαγματική υποστήριξη των συγκεκριμένων ομολόγων. Επίσης θα τα
χρησιμοποιήσει για την πληρωμή όσων προσληφθούν στο δημόσιο ή για κοινωνικές
μεταβιβάσεις. Συγχρόνως και οι ιδιώτες στις μεταξύ τους συναλλαγές θα μπορούν
να χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα ομόλογα. Αυτό βεβαίως μπορεί να γίνει με τη
μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος το οποίο θα μεταφέρει στους λογαριασμούς
(σε ποιους; Στους παλιούς με τα ευρώ ή σε νέους με το Geuro όπως ονομάζει το νέο νόμισμα;) των πολιτών ως κατάθεση
τα αναλογούντα ποσά και θα προβεί παράλληλα και σε «κλασματοποίηση» τους ώστε
να διευκολύνονται οι συναλλαγές.
Εδώ όπως γίνεται αντιληπτό θα
απαιτηθεί κατά πάσα πιθανότητα λογιστικό σύστημα καταγραφής και σε Geuro.
Εξετάζοντας προσεκτικά την πρόταση
μπορούμε να πούμε ότι ουσιαστικά πρόκειται για ένα «τέχνασμα» αύξησης της
προσφοράς χρήματος στην ελληνική οικονομία , υπερβαίνοντας τον τρόπο που η ΕΚΤ
χαράσσει και ασκεί την νομισματική πολιτική. Άρα αυτό το «τέχνασμα» θέτει εν
αμφιβόλω την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, δεδομένου αν αυτό επιτραπεί από την
ΕΚΤ για την περίπτωση της Ελλάδος, μπορεί να εφαρμοστεί και από τις άλλες χώρες
της ευρωζώνης. Συνεπώς έρχεται ευθέως σε αντίθεση με την πολιτική της ΕΚΤ.
Επομένως θεωρώ ότι είναι αδύνατον η ΕΚΤ να δεχθεί αυτή την πρόταση. Η άσκηση
πολιτικής μέσω «τεχνασμάτων» δεν αποτελεί , κατά την άποψή μου, σωστή αντίληψη
για την πολιτική. Εξάλλου η δημιουργία παράπλευρου μηχανισμού προσφοράς
χρήματος θέτει εν αμφιβόλω τη εμπιστοσύνη προς το ευρώ ανοίγοντας τον
ασκό του Αιόλου σε διάφορες κερδοσκοπικές κινήσεις των χρηματοπιστωτικών
αγορών.
Ας υποθέσουμε όμως ότι , για
κάποιους λόγους επιτρέπεται και πράγματι εφαρμόζεται στην Ελλάδα η
συγκεκριμένη πρόταση. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αυτομάτως στον
αστερισμό των δύο νομισμάτων, ενός διεθνούς και ενός εγχωρίου. Μάλιστα σε μια
περίοδο κρίσιμη για την οικονομία της. Η προσπάθεια επιτάχυνσης της
μεγεθυντικής διαδικασίας της οικονομίας με διασάλευση της νομισματικής
σταθερότητας μάλιστα με τον συγκεκριμένο τρόπο εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους
με απρόβλεπτες συνέπειες .
Ο νόμος του Thomas Gresham και του
δικού μας Αριστοφάνη θα αρχίσει να λειτουργεί σχεδόν αμέσως σπρώχνοντας στην
σταδιακή εξαφάνιση του καλού νομίσματος. Πιθανό αποτέλεσμα η επίτευξη του
αντίθετου αποτελέσματος από το επιδιωκόμενο.
Σε καθεστώς ελεύθερης κίνησης
κεφαλαίων είναι βέβαιον ότι μια τέτοια πράξη θα υποστεί την πίεση ενός
μέτρου το οποίο βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το κυρίαρχο ρεύμα. Ποιες
θα είναι συνεπώς οι συνέπειες στη ροή των κάθε μορφής αποταμιεύσεων;
(κεφαλαίων και καταθέσεων)
Η πίεση από οικονομική θα μετατραπεί
σύντομα σε πολιτική. Η αβεβαιότητα θα εγκατασταθεί στο επίκεντρο της πολιτικής
ζωής με ότι αυτό συνεπάγεται. Η εξυπηρέτηση ενός σωστού σκοπού με λάθος
τρόπο τελικά αποκαθηλώνει τον ίδιο το σκοπό.
Η έλλειψη ρευστότητας
ταλανίζει σήμερα την ελληνική οικονομία και θα την ταλανίζει για αρκετό
διάστημα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με μέσα που δεν υποσκάπτουν την
νομισματική σταθερότητα . Όχι ότι η τελευταία αποτελεί θέσφατο και κάτι το
ιερό. Αλλά διότι δεν θυσιάζεις το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς που σήμερα
υπάρχει, στην πολιτική «τεχνασμάτων» με σχεδόν σίγουρα δυσμενέστερο αποτέλεσμα.
Εξάλλου μπορεί κάποιος να συμβουλευτεί την οικονομική ιστορία της ελληνικής
οικονομίας σχετικά με τη σταθεροποίηση της δραχμής την μεταπολεμική περίοδο.
Ως εκ τούτου χρειάζεται η ύπαρξη
πολιτικών εργαλείων για την αντιμετώπιση της ρευστότητας. Το πρώτο και βασικό ,
το οποίο έπρεπε να αποτελέσει βασική και πρωταρχική έννοια των ελληνικών
κυβερνήσεων, είναι η αναπτυξιακή τράπεζα. Πάλι εδώ παραπέμπω στη δεκαετία
του 1960 και στη δημιουργία των τριών αναπτυξιακών τραπεζών. Οι πολιτικές
απαντήσεις για την οικονομία χρειάζονται τον χρόνο τους . Όμως το δικό
τους χρόνο . Επομένως «Σπεύδε βραδέως» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου