analyst
Εννοούμε το ΔΝΤ με τη γερμανική κυβέρνηση στο ελληνικό πεδίο μάχης, η οποία γίνεται όλο και πιο αλαζονική έχοντας μεγάλες οικονομικές επιτυχίες, κυριαρχώντας στην Ευρώπη και κερδίζοντας τη μάχη της Γαλλίας – ενώ φαίνεται πως θα είναι η νικήτρια των εκλογών στη χώρα της.
του Άρη Οικονόμου
Άποψη
Η ελληνική Βουλή ψήφισε καινούργια μέτρα λιτότητας, ύψους 4,9 δις €, μετά από έναν ακόμη εκβιασμό που ασκήθηκε στην κυβέρνηση – με την έννοια ότι, χωρίς τα μέτρα αυτά οι δανειστές δεν θα έδιναν την έγκριση τους για την εκταμίευση της επόμενης δόσης, οπότε η χώρα θα χρεοκοπούσε αδυνατώντας να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της. Τα κυριότερα θύματα θα είναι οι συντάξεις που θα μειωθούν έως και 18% από το 2019, καθώς επίσης οι χαμηλές εισοδηματικές τάξεις – αφού από το 2020 το αφορολόγητο όριο θα περιορισθεί στα 5.700 € από 8.636 € έως τότε.
Την ίδια στιγμή η ελληνική οικονομία βυθίστηκε ξανά στην ύφεση, όπως ήταν φυσικό ως αποτέλεσμα της πολιτικής που επιβάλλεται στη χώρα – αφού το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου του 2017 μειώθηκε κατά -0,1% σε σχέση με το προηγούμενο, ενώ σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος της Ευρωζώνης που δεν αναπτύχθηκε (πηγή).
Αν και η απόφαση της κυβέρνησης στηρίχθηκε στην υπόσχεση ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, την οποία απαιτεί επίσης το ΔΝΤ χωρίς όμως να είναι πρόθυμο να συμμετάσχει και το ίδιο, τίποτα δεν την προδικάζει – αφού δεν υπάρχει καμία αναφορά στην επικαιροποίηση του τρίτου μνημονίου που εγκρίθηκε από τη Βουλή.
Λογικά λοιπόν πολλαπλασιάζονται οι φωνές περί επιστροφής στη δραχμή, με βασικότερο επιχείρημα το ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία – κάτι που φυσικά δεν είναι σωστό έτσι όπως αναφέρεται, αφού εάν η χώρα μας είχε τις ίδιες προϋποθέσεις ειδικά όσον αφορά το χρέος, καθώς επίσης εάν εφάρμοζε την ίδια πολιτική με τη Γερμανία από το ξεκίνημα του ευρώ, όπως θα ήταν η σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα των εργαζομένων, δεν θα την προβλημάτιζε τόσο το νόμισμα.
Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πάντως το γεγονός ότι, η καθοδική πορεία της Ελλάδας ξεκίνησε ουσιαστικά το 1987, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος της να κορυφωθεί στο 99,4% του ΑΕΠ της το 1996 – ενώ σε απόλυτα μεγέθη δεκαπλασιάσθηκε, από 4 τρις δραχμές στα τέλη του 1987, στα 41 περίπου τρις το 1998. Στα πλαίσια αυτά, οι υψηλοί τόκοι (έως 25%) θα είχαν χρεοκοπήσει ήδη τη χώρα, εάν δεν υπήρχε η προοπτική της ένταξης της στην Ευρωζώνη – λόγω της οποίας τα επιτόκια των ομολόγων της μειώθηκαν ραγδαία μετά το 1993 (γράφημα, η εξέλιξη των ελληνικών επιτοκίων με την κόκκινη γραμμή).
Εάν τώρα η Ελλάδα αποφάσιζε να μην εισέλθει στην Ευρωζώνη το 2002, επειδή τα οικονομικά της μεγέθη ήταν εξαιρετικά προβληματικά (δημόσιο χρέος 151 δις € ή στο 103,7% του ΑΕΠ της, έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 13,2% του ΑΕΠ, έλλειμμα προϋπολογισμού 6,4 δις € ή 4,5% του ΑΕΠ κοκ.), τότε πιθανότατα θα χρεοκοπούσε ήδη από τότε – λόγω της ραγδαίας ανόδου των επιτοκίων δανεισμού της.
Το γεγονός όμως ότι, αφού η χώρα εισήλθε στη νομισματική ένωση δεν έκανε απολύτως τίποτα για να διορθώσει την οικονομία της, υιοθετώντας επί πλέον μία επεκτατική πολιτική, κλιμακώνοντας τις σπατάλες του δημοσίου και αυξάνοντας τους μισθούς των εργαζομένων της πολύ περισσότερο από την παραγωγικότητα τους, μειώνει τις ευθύνες του ευρώ για την υπερχρέωση της, εάν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί.
Πόσο μάλλον εάν συμπεριλάβει κανείς ως οφείλει την πολιτική διαφθορά στις δαπάνες πολεμικού εξοπλισμού, υγείας και δημοσίων έργων (μίζες), με αποκορύφωμα τους Ολυμπιακούς αγώνες – για τα οποία ασφαλώς δεν μας φταίει το ευρώ, αλλά η δική μας πολιτική ηγεσία. Θα άλλαζαν όλα αυτά εάν η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να υιοθετήσει τη δραχμή; Πολύ αμφιβάλλουμε, με κριτήριο τα σημερινά πολιτικά κόμματα – ενώ φυσικά θα προηγείτο η μείωση του δημοσίου χρέους τουλάχιστον κατά 50%, για να έχει η χώρα μας κάποιες δυνατότητες επιτυχίας.
Από την άλλη πλευρά, η σημερινή ελληνική τραγωδία οφείλεται κυρίως στα μνημόνια που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις της χώρας μας μετά το 2010, με αποκορύφωμα το PSI – όπου τα κρατικά ομόλογα που είχε εκδώσει έως τότε η Ελλάδα, τα οποία δεν έδιναν το δικαίωμα στο δανειστή να διεκδικήσει αποζημίωση στην περίπτωση χρεοκοπίας, αντικαταστάθηκαν από δανειακές συμβάσεις που προσφέρουν στους πιστωτές απίστευτα αποικιοκρατικά δικαιώματα, καθώς επίσης από ομόλογα αγγλικού δικαίου.
Εν τούτοις, όλα αυτά αποτελούν πλέον ιστορία που δεν ξαναγράφεται από την αρχή, ενώ το θέμα που πρέπει να μας απασχολεί είναι το μέλλον – όπου ναι μεν η κυβέρνηση αισιοδοξεί για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά ο κ. Σόιμπλε δήλωσε ότι, δεν πρόκειται να δεχθεί ούτε τη μείωση του χρέους, ούτε την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, ούτε την εξαγορά των δανείων του ΔΝΤ από τον ESM (πηγή).
Πώς είναι δυνατόν όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, αφού είναι εμφανές ότι, η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανταπεξέλθει με τις υποχρεώσεις της στο μέλλον (γράφημα), ειδικά το 2022 και όχι μόνο; Με την προσφυγή της στις αγορές για να δανεισθεί από αυτές με βιώσιμο επιτόκιο τα χρήματα που θα λείπουν, συνεπικουρούμενη από την ΕΚΤ; Εξαιρετικά δύσκολο, εάν όχι απίθανο. Μέσω της ανάπτυξης της, όπου ο υπουργός οικονομικών δήλωσε ότι οι επενδυτές θα είναι τόσο πολλοί στο άμεσο μέλλον, ώστε να χρειαστεί φίλτρο επιλογής τους;
Αδύνατον να πιστέψουμε πως σε μία χρεοκοπημένη χώρα, με έναν ιδιωτικό τομέα που δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του (κόκκινα δάνεια), με μία εγχώρια ζήτηση που καταρρέει, καθώς επίσης με μία υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα λόγω της μείωσης της κατανάλωσης, θα υπάρξει προθυμία διενέργειας νέων επενδύσεων από ξένους.
Επομένως κάτι άλλο συμβαίνει στο παρασκήνιο, το οποίο δεν φαίνεται να είναι καθόλου ευχάριστο για τη χώρα μας – όπως, για παράδειγμα, η επόμενη σύγκρουση της Γερμανίας με το ΔΝΤ, άρα με τις Η.Π.Α., με πεδίο μάχης την Ελλάδα. Εννοούμε φυσικά τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία γίνεται όλο και πιο αλαζονική έχοντας μεγάλες οικονομικές επιτυχίες, κυριαρχώντας στην Ευρώπη και κερδίζοντας τη μάχη της Γαλλίας – ενώ φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις πως θα είναι η μεγάλη νικήτρια των εκλογών στη χώρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου