Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

H Ελληνική Tραγωδία στο Eυρωπαϊκό Θέατρο: Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ύφεσης - Μέρος 5ο


του Ιωάννη Θεοδοσίου

Υπάρχει Έξοδος σε αυτήν την Ελληνική Τραγωδία και την Ευρωπαϊκή στασιμότητα;


Οποιαδήποτε ανάκαμψη είναι στενά δεμένη με την αποκατάσταση τόσο της αγοραστικής δύναμης του κοινού όσο και με την αποκατάσταση της ζήτησης σε πιο υψηλά επίπεδα, και κυρίως με την επικράτηση υψηλότερου επιπέδου νέων κεφαλαιουχικών επενδύσεων. Για να γίνει αυτό θα πρέπει αρχικά να διατηρηθούν χαμηλά επιτόκια και δεύτερον, να επιτευχθεί η επιστροφή της εμπιστοσύνης στον επιχειρηματικό κόσμο επιφέροντας έτσι ευνοϊκές προσδοκίες για το μέλλον, ώστε να πειστεί [ο επιχειρηματικός κόσμος] να επενδύσει σε νέα μέσα παραγωγής. Ωστόσο, η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να επιστρέψει χωρίς την έμπρακτη βελτίωση στα επιχειρησιακά κέρδη, αλλά τα επιχειρηματικά κέρδη δεν μπορούν να επανακάμψουν χωρίς την αύξηση επενδύσεων σε σχέση με τις καταθέσεις.
Η αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με τις καταθέσεις μπορεί μόνο να πραγματοποιηθεί όταν πρώτον, υπάρχει μια άνοδος στις τιμές βελτιώνοντας έτσι τη δυνατότητα μείωσης της νομισματικής υπερχρέωσης, καθώς η ανακούφιση από τα χρέη ή τουλάχιστον η απομείωσή τους, έτσι ώστε να είναι ίση με την αγοραστική αξία των περιουσιακών στοιχείων, μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Δεύτερον, όταν ενισχυθούν οι ευνοϊκές προσδοκίες των επιχειρηματιών σχετικά με τη μελλοντική απόδοση μιας μονάδας νέου κεφαλαιουχικού αγαθού έναντι του τρέχοντος κόστους παραγωγής αυτής της μονάδας του κεφαλαιουχικού αγαθού, το οποίο είναι η Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου. Το ερώτημα επομένως που τίθεται είναι ποιες μέθοδοι μπορούν να εφαρμοστούν για να αυξήσουν τις επενδύσεις που είναι η δαπάνη χρήματος στην παραγωγή των νέων κεφαλαιουχικών αγαθών. Στην τρέχουσα παρούσα κατάσταση υπάρχουν δύο τρόποι για αυτόν τον σκοπό: Ο πρώτος είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις επιχειρηματικές προσδοκίες, έτσι ώστε οι επιχειρηματίες να έχουν μια ρεαλιστική προσδοκία του να αποκτήσουν ικανοποιητική απόδοση από νέες επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Ωστόσο, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης δεν μπορεί να βασιστεί σε ασαφείς ελπίδες και ρητορείες, αλλά στην πραγματική βελτίωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί μόνο βάσει ενός δεύτερου σχεδίου. Αυτό το σχέδιο αποτελείται από μια συνολική αντιστροφή των τρεχουσών πολιτικών σε μια ώθηση για νέες δημόσιες επενδύσεις κεφαλαιουχικών αγαθών υπό την άμεση αιγίδα του κράτους ή άλλων δημοσίων αρχών.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να καταστεί κάτι σαφές: νέα επένδυση κεφαλαιουχικών αγαθών δεν σημαίνει αύξηση εσόδων για την κυβέρνηση προερχόμενα από την πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων μέσω των ιδιωτικοποιήσεων. Οι κλασσικοί διανοούμενοι, όπως ο John Steward Mill, θεωρούσαν τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία όπως τα λιμάνια, το σύστημα ύδρευσης, την ηλεκτρική ενέργεια, τους σιδηροδρόμους, τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια ως οντότητες που δεν πρέπει να λειτουργούν για το κέρδος αλλά περισσότερο για να δημιουργούν μια υποδομή στη χώρα, η οποία συμβάλλει στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος χαμηλού και σταθερού κόστους για όλους τους πολίτες και τον επιχειρηματικό κόσμο, μέσα από το οποίο θα μπορούν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Η ιδιωτικοποίηση όχι μόνο αναιρεί αυτόν τον ζωτικής σημασίας σκοπό, αλλά επιπλέον εισάγει μονοπωλιακή δύναμη στις αγορές, καθώς τα περισσότερα από τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία είναι, σε έναν πολύ σημαντικό βαθμό, φυσικά μονοπώλια και είναι ευρέως γνωστό ότι ιδιωτικά μονοπώλια είναι καταστρεπτικά για τη λειτουργία της αγοράς. Δεύτερον, όταν μια χώρα πωλεί τα περιουσιακά της στοιχεία, η καθαρή αξία της μειώνεται με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Είναι άξιο λόγου ότι η χώρα δεν χάνει απλώς την ιδιοκτησία της πωληθείσας περιουσίας της αλλά αποποιείται επίσης οποιωνδήποτε αποδόσεων που προκύπτουν από την ιδιοκτησία της και αυτό οδηγεί επιπλέον σε αυξήσεις δαπανών για την κυβέρνηση, όταν αυτή αγοράζει πίσω τις υπηρεσίες ή τα αγαθά που το αποποιημένο περιουσιακό στοιχείο της παρέχει. Αυτό είναι αντιπαραγωγικό για την πορεία της ανάκαμψης.
Πρέπει η κυβέρνηση να εγκαταλείψει την ενεργητική παρέμβαση στην οικονομία;
Η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο στην εγκαθίδρυση νέων επενδύσεων κεφαλαίων. Αντίθετα με τις τρέχουσες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση θα πρέπει να ιδρύσει μια Αρχή, η οποία θα διασφαλίζει την εκπόνηση λεπτομερών σχεδίων για τις νέες επενδύσεις κεφαλαίου που θα αναληφθούν άμεσα από το κράτος. Κατά συνέπεια οι φορείς των λιμανιών, του συστήματος ύδρευσης, της ηλεκτρικής ενέργειας, των σιδηροδρόμων, των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων, οι τοπικές αρχές και άλλοι φορείς θα πρέπει (να τους ζητηθεί) να ερευνήσουν και να εκπονήσουν μελέτες χρήσιμων επενδυτικών έργων που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μόλις θα υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια, χωρίς καθυστέρηση. Αυτή ήταν και η συμβουλή του Keynes για τον δρόμο προς την ευημερία στην δεκαετία του '30 και οι συμβουλές του ισχύουν πλήρως μέχρι και σήμερα. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι οι επενδύσεις στην υγεία και την εκπαίδευση είναι το πολυτιμότερο και αποτελεσματικότερο μέρος του προγράμματος δημόσιας επένδυσης, καθώς οδηγούν σε μια αποδοτικότερη και δυναμικότερη οικονομία.
Είναι σημαντικό ότι οι νέες επενδύσεις κεφαλαίου μπορούν να ενθαρρυνθούν περαιτέρω εάν η κυβέρνηση θεσπίσει νομοθεσία για να διευκολύνει την καθιέρωση συνεταιρισμών των εργαζομένων (worker cooperatives) που να υποστηρίζονται από την πρόσβαση σε ευνοϊκές πηγές χρηματοδότησης για να καθιερώσουν νέες επιχειρήσεις ή να επαναλειτουργήσουν τις υπερχρεωμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η ίδρυση συνεταιρισμών των εργαζομένων δίνει μια εναλλακτική στην καπιταλιστική επιχείρηση και παρέχει ένα εναλλακτικό πρότυπο για την οικονομική ανάκαμψη, όπου οι εργαζόμενοι και η τοπική κοινότητά τους μπορούν να αποφασίζουν τι θα παράγουν, πού να παράγουν, πώς να παράγουν και πώς να αξιοποιήσουν τα κέρδη. Η εταιρία MONDRAGON, η συνεταιριστική επιχείρηση στη χώρα των Βάσκων και άλλοι παρόμοιοι συνεταιρισμοί εργαζομένων είναι πρότυπα προς μίμηση. 1
Τα κρατικά έσοδα που απαιτούνται για αυτήν την εκτεταμένη κυβερνητική παρέμβαση μπορούν να διασφαλιστούν με τη δίκαια και αυστηρά προοδευτική φορολογία. Η παράλογη αύξηση της ανισότητας είναι μια έκβαση της κυβερνητικής πολιτικής σε σχέση με το τι έχει και τι δεν έχει κάνει. Ένα μεγάλο μέρος των υψηλών εισοδημάτων δεν είναι αποτέλεσμα της συνεισφοράς των συγκεκριμένων ατόμων στην κοινωνία, αλλά αντ’ αυτού είναι αποδόσεις (rents) που επιτυγχάνονται εξαιτίας ακατάλληλων κανονισμών, συμπεριλαμβανομένων των χαριστικών μειώσεων φόρων και φορολογικών απαλλαγών, της εκμετάλλευσης της μονοπωλιακής δύναμης – χωρίς βεβαίως να παραλείψουμε τη διαφθορά. Αυτό έχει μεταφέρει εισόδημα από τα κατώτερα και μεσαία στα υψηλά στρώματα του πληθυσμού κατά τη διάρκεια αρκετών από τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή η τάση πρέπει να ανατραπεί. 2 Πράγματι, εάν υπάρχει μια
«ακραία συγκέντρωση εισοδημάτων και πιθανώς μια προκύπτουσα τάση για υπερβολική αποταμίευση», αν μια πιο ίση κατανομή εισοδήματος «θα μπορούσε να επιτευχθεί, κυρίως με το να μειωθεί ο υπερμεγέθης όγκος των καταθέσεων, που είναι τόσο μεγάλος ώστε να αχρηστεύεται ένα σημαντικό μέρος του, τότε η αλλαγή θα ήταν μάλλον ένα καθαρό κέρδος για την κοινωνία». (J. Μ Clark, 1934) 3
Η προοδευτική φορολογία θα κινητοποιήσει τις ανενεργές καταθέσεις και θα αντιστρέψει την τάση της μεταφοράς του εισοδήματος από τα κατώτατα και μεσαία στρώματα του πληθυσμού στην κορυφή της κατανομής εισοδήματος, παρέχοντας τα έσοδα για την ενεργό κυβερνητική παρέμβαση και αυξάνοντας τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, καθώς μεταφέρει εισόδημα σε εκείνους, οι οποίοι έχουν υψηλή ροπή προς την κατανάλωση σε εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες, ενισχύοντας έτσι την ενεργό ζήτηση.
Αντίθετα με τις τρέχουσες πολιτικές συνταγές, η εποχή για την μείωση του ελλείμματος και του χρέους θα ήταν σε περιόδους οικονομικής άνθισης και όχι σε χρόνους ύφεσης και κρίσης. Κατά συνέπεια, όπως ο Keynes προέτρεψε στο μέσο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση πρέπει να δανείζεται από τους ίδιους τους πολίτες της χώρας προκειμένου να ξοδεύει για την οικοδόμηση της ευημερίας. Αυτό αυξάνει αναμφισβήτητα το εθνικό χρέος. Αλλά όπως επίσης επισήμανε ο Keynes, το χρέος ενός έθνους προς τους ίδιους τους πολίτες του είναι ένα πολύ διαφορετικό ζήτημα από το χρέος ενός ατόμου ή το χρέος προς τους μη εθνικές οντότητες. Οι πολίτες αποτελούν το έθνος και το να τους οφείλει χρήματα είναι σαν να οφείλει χρήματα στον εαυτό του. Κατά κάποιο τρόπο οι πληρωμές των τόκων θα έχουν μερικά δυσμενή αποτελέσματα στην διανομή εισοδήματος, καθώς μεταφέρεται στους δανειστές εισόδημα, το οποίο είναι ένα μειονέκτημα, αλλά είναι ένα μικρό θέμα σε σχέση με την σπουδαιότητα του να καθιστά εφικτή την επίτευξη της γενικής ευημερίας.
Συνοψίζοντας, εάν οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις είναι απρόθυμοι να δαπανήσουν για νέες επενδύσεις κεφαλαίου, τότε είναι απαραίτητο η κυβέρνηση να το κάνει για αυτούς. Αλλά δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να μην το κάνει καθόλου. Εκτός από το ανθρώπινο κόστος που είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας που έχουν συζητηθεί παραπάνω, ο Franklin D. Roosevelt έχει προειδοποιήσει:
«Έχουμε διαπιστώσει ξεκάθαρα ότι η αληθινή ατομική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την οικονομική ασφάλεια και ανεξαρτησία. Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι και άνεργοι αποτελούν το υλικό από το οποίο δημιουργούνται οι δικτατορίες.» 4
Το κύριο μήνυμα αυτού του δοκιμίου είναι η ζωτική αναγκαιότητα για προσπάθειες ανάκαμψης που να είναι καλά συντονισμένες και καλά προγραμματισμένες μέσω της στρατηγικής παρέμβασης της κυβέρνησης, με σκοπό να αυξηθεί η οικονομική δραστηριότητα. Όπως το θέτει ο Keynes:
«αναμένω να δω το κράτος… να αναλαμβάνει μια ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη για την άμεση οργάνωση των επενδύσεων… μια σχετικά ολοκληρωμένη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων θα αποδειχτεί ως το μόνο μέσο για να εξασφαλιστεί μια προσέγγιση στην πλήρη απασχόληση». (Keynes, 1936) 5
Είναι αυτό το πρόγραμμα προς την ευημερία εφικτό για την Ελλάδα ή για άλλες χώρες της ΕΕ μέσα στην ΕΕ, εντός ή εκτός Ευρωζώνης; Η απάντηση αυτή αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη.
Ολόκληρο το κείμενο εδώ.

Για μια οπτική σχετικά με την πολιτική αυτή βλέπε Richard D. Wolff (2013) Democracy at Work: A Cure for Capitalism Haymarket Books
Από αυτή την άποψη η σύγχρονη ρητορική ότι η φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων έχει επιβλαβή αποτελέσματα στην επενδυτική δραστηριότητα δεν έχει καμία ιστορική βάση. Για παράδειγμα στην περίοδο της κυβέρνησης του Roosevelt ο οριακός φορολογικός συντελεστής για τα υψηλά εισοδήματα (αυτά που ήταν πάνω από τα 25000 $, το αντίστοιχο ποσό σήμερα είναι περίπου 370000 $), στις ΗΠΑ ήταν 94%. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε δολάριο του εισοδήματος πάνω $25000, τα 94 σεντς κρατήθηκαν από τις οικονομικές εφορίες. Όπως αποδεικνύει η ιστορία αυτό δεν εμπόδισε τις  αμερικανικές επενδύσεις να αυξηθούν κατά ένα εξαιρετικό ποσοστό. Αντίθετα τα τριάντα τελευταία έτη ο οριακός φορολογικός συντελεστής για τα υψηλά εισοδήματα στις ΗΠΑ έχει μειωθεί περίπου στο 36% με έναν αποτελεσματικό οριακό φορολογικό συντελεστή περίπου 26%. Αυτή η σημαντική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για τα υψηλά εισοδήματα είχε γενικά αδύναμα αποτελέσματα στην επένδυση. Παρόμοιες ιστορικές τάσεις παρατηρούνται για τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες.
Clark J. M. (1934) ‘Strategic Factors in Business Cycles’ National Bureau of Economic Research
State of the Union Message to Congress, January 11, 1944
Keynes J. M (1936) The General Theory of Employment, Interest and Money, Macmillan





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου