Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

«Να συντρίψουμε τους μικρούς»

Το Ποντίκι


του Σταύρου Χριστακόπουλου
Η αποτροπή δημιουργίας νέου «εθνικού» κόμματος προτεραιότητα στην Πειραιώς
Ακραία πόλωση και σύγκρουση μέχρις εσχάτων είναι τα δύο στοιχεία που θα προσδιόριζε όποιος επιχειρούσε να περιγράψει την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. μέχρι τις κάλπες, η οποία, πρακτικά, έχει αρχίσει πολύ πριν φτάσουμε στο σήμα του αφέτη – το οποίο εκ των πραγμάτων θα δοθεί στις 20 Αυγούστου, με την επίσημη λήξη του τρίτου μνημονίου.
Το κλίμα στη Βουλή, σε αλλεπάλληλες κόντρες μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει ήδη προδιαγράψει το είδος της κλιμάκωσης που θα ακολουθήσει. Στην επιφάνεια αυτής της σύγκρουσης θα δούμε εύκολα ένα παράδοξο, αν όχι ευτράπελο:
● Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εκτινάχθηκε την τριετία 2012 - 2015 από τα «παραδοσιακά» μονοψήφια ποσοστά στο 36% χάρη στη ρητορική κατά των μνημονίων και τη σκληρή καταγγελία του ευρωσυστήματος, σήμερα απολαμβάνει – και λοιδορείται γι’ αυτό – τους επαίνους για την εφαρμογή του μνημονίου και τους διθυράμβους των Ευρωπαίων που κατήγγελλε για το «success story» της εξόδου στις αγορές.
● Η Ν.Δ., η οποία συστηματικά καταγγέλλει τον αντιευρωπαϊσμό και τον... μαδουρισμό του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα επιστράτευσε – με δημόσιες δηλώσεις και απροκάλυπτες παρεμβάσεις – ολόκληρη την ευρωπαϊκή ελίτ στο πλευρό της κατά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 υπό το σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη» και καταγγέλλοντας τους «δραχμιστές» του ΣΥΡΙΖΑ, πλέον καταγγέλλει ανοιχτά το ευρωσύστημα για εξ ίσου... απροκάλυπτη πριμοδότηση του κυβερνώντος κόμματος και δεν διστάζει να «καταχεριάζει» την Κομισιόν στο πρόσωπο του Πιερ Μοσκοβισί για παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα.

Όντως ο καιρός έχει γυρίσματα. Ωστόσο, ξύνοντας λίγο τη ρητορική επιφάνεια, η πρώτη διαπίστωση είναι ότι ο λεκτικός «αντιευρωπαϊσμός» μάλλον εξακολουθεί να «πουλάει» και ότι στην οδό Πειραιώς εκτιμούν πως το να πουλάς «αντίσταση» στους κακούς Ευρωπαίους θα βοηθήσει εκλογικά τον Μητσοτάκη, όπως βοήθησε στο παρελθόν πρώτα τον Σαμαρά και ύστερα τον Τσίπρα.
Κοινός στόχος
Το κρίσιμο στοιχείο πάντως το επόμενο διάστημα δεν θα είναι η καταγγελία ή οι έπαινοι των Ευρωπαίων, οι οποίοι μια χαρά κάνουν τη δουλειά τους – και βεβαίως θα συνεχίσουν να την κάνουν και μετά τα μνημόνια, ανεξάρτητα από το κλίμα που θα επικρατεί στο ελληνικό πολιτικό σύστημα –, θα είναι το εκλογικό κοινό που θα κατακτήσουν οι δύο κορυφαίοι πολιτικοί παίκτες.
Εξ άλλου, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα και τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης, Τσίπρας και Μητσοτάκης έχουν επιδοθεί σε πολιτικούς σχεδιασμούς με χρονικό βάθος που ξεπερνά τον ερχόμενο εκλογικό κάβο. Όχι μόνο επειδή υπάρχει πλέον στον ορίζοντα η απλή αναλογική για τις μεθεπόμενες εκλογές, αλλά και διότι ουδείς γνωρίζει τι είδους αντοχές θα επιδείξει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα.
● Η πρώτη ανάγκη και των δύο είναι να ξεκαθαρίσουν τον πολιτικό περίγυρό τους από δυνητικές απειλές για την πολιτική τους πρωτοκαθεδρία.
● Η δεύτερη είναι την επομένη των εκλογών να ελέγχουν τα κόμματά τους στον μέγιστο βαθμό – ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την εμπειρία της διάσπασης του 2015, ο δε Μητσοτάκης είναι αρχηγός ενός κόμματος στο οποίο δεν ηγεμονεύει το δικό του ιδεολογικό ρεύμα.
Ως εκ τούτου δεν είναι περίεργο το ότι, σε πρώτη φάση, ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. αναμένεται να συναινέσουν στην κατάτμηση της Β’ Αθηνών, ώστε να πάψει αυτή να παράγει κομματικούς μεγαλοπαράγοντες με τεράστιους αριθμούς ψήφων (τέλος στους βαρόνους και τις βαρονίες) και να διευκολύνει τους αρχηγούς στον έλεγχο της ανάδειξης των βουλευτών.
Ο νόμιμος κληρονόμος
Η κατίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στον κομματικό και ιδεολογικό του περίγυρο έχει δύο προϋποθέσεις:
● Την προσέλκυση των πολιτικά φιλελεύθερων και ευρωπαϊστικών τμημάτων της κοινωνίας, που έχουν αναφορές από το Κίνημα Αλλαγής έως τις παρυφές της Κεντροδεξιάς.
● Την απογύμνωση του ΚΙΝΑΛΛ και της Ν.Δ. από παραδοσιακά πολιτικά τους χαρακτηριστικά και την ταύτισή τους με την πρώιμη περίοδο των μνημονίων και τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα.
Η διάσπαση της φιλελεύθερης ατζέντας σε δικαιωματική και οικονομικά νεοφιλελεύθερη από την πλευρά του Μεγάρου Μαξίμου αποτυπώνεται εδώ και καιρό στις συχνές αναφορές του πρωθυπουργού εντός της Βουλής με τον χαρακτηρισμό «γιαλαντζί φιλελεύθεροι», τον οποίο απευθύνει προς τη Ν.Δ. και τον πρόεδρό της ακριβώς την ώρα που αναδεικνύει τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά του προγράμματός της.
Στο Σκοπιανό, για παράδειγμα, εξ αρχής ο ΣΥΡΙΖΑ – πέρα από την τυπική επιχειρηματολογία για τις παραχωρήσεις που όλοι οι προηγούμενοι έκαναν πριν από τη συμφωνία των Πρεσπών – εστίασε στην ανάδειξη των διακριτών ρευμάτων στο εσωτερικό της Ν.Δ. και του ΚΙΝΑΛΛ.
Αν όμως στη Ν.Δ. οι διαφωνίες έμειναν στα ρηχά – επειδή σε επίπεδο στελεχών κανείς δεν θα τολμούσε να διαφοροποιηθεί ηχηρά από ένα κόμμα που έχει 10% δημοσκοπικό προβάδισμα –, στο ΚΙΝΑΛΛ το αποτέλεσμα είναι ήδη δραματικό, αφού η αποχώρηση του Ποταμιού και οι διαφοροποιήσεις της ΔΗΜΑΡ και του ΚΙΔΗΣΟ από την κεντρική γραμμή περιορίζουν την ταυτότητα του σχήματος σε... «ΠΑΣΟΚ συν κάτι απροσδιόριστο».
Παράλληλα κινείται η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να προβάλει την κοινωνική ατζέντα του, την οποία κωδικοποιεί με τον όρο «ταξική μεροληψία».
Οι παρεμβάσεις στα εργασιακά, η μέθοδος διανομής των κοινωνικών μερισμάτων από τα υπερπλεονάσματα και η υπόσχεση περί «δίκαιης προς όλους ανάπτυξης», με ταυτόχρονη άρνηση επιστροφής στις «αμαρτίες του παρελθόντος» που οδήγησαν στη χρεοκοπία, αποτελούν τα μέσα με τα οποία το κόμμα της Αριστεράς φιλοδοξεί να παγιωθεί στις συνειδήσεις των πολιτών ως ο νόμιμος κληρονόμος της παράδοσης του κοινωνικού κράτους που θεμελιώθηκε στην πρώιμη φάση του ΠΑΣΟΚ.
Η επίτευξη του στόχου αυτού προϋποθέτει την εξώθηση του ΠΑΣΟΚ / ΔΗ.ΣΥ. / ΚΙΝΑΛΛ σε ρόλο «πατερίτσας» της Νέας Δημοκρατίας στη μητσοτακική εκδοχή της. Έτσι – λέει ο σχεδιασμός –, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές, υποχρεώνει τον πάλαι ποτέ σοσιαλιστικό χώρο να τον στηρίξει. Αν τις χάσει, τον απειλεί με πολιτική εξαφάνιση εφ’ όσον στηρίξει Μητσοτάκη. Αν η Ν.Δ. κερδίσει αυτοδύναμη, τότε ο μεγάλος αντίπαλος παραμένει ο ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα της Φώφης Γεννηματά σε ρόλο κομπάρσου. Υπ’ αυτό το σκεπτικό, ο διεμβολισμός του ΚΙΝΑΛΛ ενδέχεται να αποτελεί τον πρώτιστο στόχο του ΣΥΡΙΖΑ.
Έναντι της Ν.Δ., πέρα από την απογύμνωσή της από τα πολιτικά φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της, στόχο ύψιστης σημασίας αποτελεί η ανάδειξη όλων των σκοτεινών πτυχών της κυβερνητικής πολιτικής της των προηγούμενων περιόδων και των σκανδάλων που αυτή παρήγαγε σε βάθος χρόνου.
Καθώς μέχρι στιγμής κανένα σκάνδαλο διαφθοράς δεν έχει σκιάσει την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ από τα πρόσωπα που κατηγορήθηκαν ως δική του «νέα διαπλοκή» κανένα δεν έχει καταγράψει αξιοσημείωτα οικονομικά ή άλλα οφέλη επί της θητείας του, προτεραιότητα παραμένει η ανάδειξη του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς».
Η επίτευξη του στόχου αυτού προϋποθέτει την ανάδειξη και, κυρίως, την τεκμηρίωση των σκανδάλων προηγούμενων πολιτικών περιόδων, ώστε να μην μείνουν σκιές περί «σκευωρίας». Επ’ αυτού πολλά ενδέχεται να δούμε και να ακούσουμε το επόμενο διάστημα – σε συνάρτηση και με τον διαθέσιμο πολιτικό χρόνο, δηλαδή την ημερομηνία διεξαγωγής των επόμενων εκλογών.
Ο φόβος για τη... Δεξιά της
Από την πλευρά της η Ν.Δ. επιχειρεί να ενισχύσει το δικό της πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο, στηριζόμενη σε μια «εθνική» ατζέντα. Σε τέσσερις βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις από το 2012 και εντεύθεν, είτε ως νικήτρια είτε ως ηττημένη, η Ν.Δ. ουδέποτε έφτασε το 30%.
Η ύπαρξη των ΑΝΕΛΛ, της Χρυσής Αυγής, άλλων μικρότερων (νέο)φιλελεύθερων σχηματισμών, ακόμη και η εκλογική επιτυχία της Ένωσης Κεντρώων έχουν συμβάλει στην απορρόφηση παλαιών ψηφοφόρων της Ν.Δ. και στον περιορισμό των επιδόσεών της στην κάλπη. Για τον λόγο αυτόν, το τελευταίο που θα επιθυμούσαν στην οδό Πειραιώς θα ήταν η εμφάνιση ενός ακόμη κόμματος στις παρυφές της, και μάλιστα με αφορμή το Σκοπιανό.
Έτσι, κατά κύριο λόγο, εξηγούνται τόσο η κάθετη άρνησή της να αποδεχθεί οποιοδήποτε σχέδιο επίλυσης της διαφοράς όσο και η συστηματική προσπάθεια του Μητσοτάκη να καταδείξει ότι κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν μπορεί να τον θεωρεί δεδομένο.
Εν γνώσει του αναλαμβάνει το ρίσκο να θυμώσει κεντρώους και φιλελεύθερους ψηφοφόρους προκειμένου να κατοχυρώσει ότι δεν θα του προκύψει νέα αιμορραγία, και μάλιστα για εθνικό θέμα, η οποία ίσως να απέβαινε καταστροφική. Τα ίδια κριτήρια ισχύουν εν πολλοίς και στο μεταναστευτικό, στο οποίο όμως άμεση επιρροή έχει πλέον και η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης.
Ωστόσο, η Ν.Δ. διατρέχει τον κίνδυνο, εφ’ όσον κερδίσει τις επόμενες εκλογές, να βρει και τα δύο αυτά θέματα μπροστά της, ενώ είναι επίσης βέβαιο ότι θα κληρονομήσει και την όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας σε περίπτωση που οι εκλογές γίνουν συντομότερα από τον Μάιο του 2019.
Όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, είναι τόσο περίπλοκη η κατάσταση στον ιδεολογικό και πολιτικό της περίγυρο, ώστε να μην εκλείπει η ανάγκη προσέλκυσης κεντρώων ψηφοφόρων – είτε αυτοί στεγάζονται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ είτε στο ΚΙΝΑΛΛ είτε έχουν διασκορπιστεί απογοητευμένοι στην Ένωση Κεντρώων, στους αναποφάσιστους ή ακόμη και εκτός πολιτικής.
Η καταγγελία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ως «πολιτικών απατεώνων», η μερική συσκότιση επώδυνων πλευρών του προγράμματός της και η διαβεβαίωση ότι θα ασκηθεί μια «εθνικά υπεύθυνη» πολιτική αποτελούν τα μέσα επίτευξης αυτού του στόχου.
Περαιτέρω, η Ν.Δ., παρ’ ότι σήμερα «πλακώνεται» ανέξοδα με τον Μοσκοβισί, φροντίζει να επιδεικνύει «ευρωπαϊκή υπευθυνότητα» καταθέτοντας διαπιστευτήρια στο Βερολίνο και υποσχόμενη τήρηση των συμφωνιών της περιόδου Τσίπρα – ακόμη και στο Σκοπιανό, αν η επικύρωση της συμφωνίας γίνει επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛΛ.
Ποιος πιστεύει ποιον;
Βεβαίως, ανεξάρτητα από τους αντιτιθέμενους πολιτικούς σχεδιασμούς, ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. έχουν έναν κοινό στόχο: από τον διπολισμό, για τον οποίο συζητούσαμε παλαιότερα, η χώρα να περάσει σε έναν καθαρό δικομματισμό, ίσως ανάλογο με αυτόν των δεκαετιών από τη μεταπολίτευση έως τη χρεοκοπία. Αυτή η εξέλιξη προϋποθέτει την αποδυνάμωση έως αποσύνθεση των ενδιάμεσων ή περιφερειακών πολιτικών σχηματισμών και τη δημιουργία πολυσυλλεκτικών και ιδιαίτερα ευρύχωρων σχημάτων.
Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν έχει βγει από την κρίση και η αποκατάσταση της κοινωνικής καταστροφής αργεί ακόμη. Οι νέοι εξακολουθούν να εγκαταλείπουν τη χώρα και οι επόμενες εκλογές θα δείξουν αν θα σταματήσει ή, έστω, θα περιοριστεί η συρρίκνωση του εκλογικού σώματος, το οποίο έχει μειωθεί κατά 1.478.311 ψηφοφόρους στη διάρκεια των μνημονίων: από τους 7.044.606 (σε σύνολο 9.929.065 εγγεγραμμένων – αποχή 29,05%) το 2009, έφτασαν τους 5.566.295 (σε σύνολο 9.840.525 εγγεγραμμένων – αποχή 43,43%) τον Σεπτέμβριο του 2015.
Το ποιος πιστεύει ποιον, ποιος προσδοκά κάτι (και τι) και ποιος θεωρεί ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχει μέλλον ίσως αποτυπωθεί στην κάλπη, ερήμην των πολιτικών σχεδιασμών των δύο μονομάχων...


Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2029 στις 12-7-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου