Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΥ 1911



ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ



Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας μιας χώρας όσον αφορά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του πολίτη, την οργάνωση και βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης 1821 - 1829, ψηφίσθηκαν τρία Συντάγματα. Πρώτο σύνταγμα ήταν αυτό που ψηφίστηκε από την Α' Εθνοσυνέλευση στις 1 Ιανουαρίου 1822 στην Επίδαυρο με ονομασία «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Αυτό αναθεωρήθηκε το 1823 από την Β' Εθνοσυνέλευση στο Άστρος με τον «Νόμο της Επιδαύρου». Η Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827 ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» το οποίο όμως αναστάλθηκε από την Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους μετά από πρόταση του Ιωάννη Καποδίστρια. Το 1832 η Ε' Εθνοσυνέλευση Ναυπλίου στο Ναύπλιο ψήφισε το «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε και ο Όθων βασίλευσε χωρίς σύνταγμα μέχρι το Μάρτιο του 1844...


Σύνταγμα παραχωρήθηκε μετά από την εξέγερση της Γ' Σεπτεμβρίου 1843. Αυτό το Σύνταγμα του 1844 (τ.Α' 5/18.3.1844), εγκαθίδρυσε τη συνταγματική μοναρχία και βασίστηκε αρκετά στο Γαλλικό σύνταγμα του 1830 και το Βελγικό του 1831. Μετά την ανατροπή του Όθωνα ψηφίστηκε στην Αθήνα, Σύνταγμα του 1864 (τ.Α' 48/17.11.1864), το οποίο εισήγαγε τον θεσμό της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Το σύνταγμα του 1864 αναθεωρήθηκε με το Σύνταγμα του 1911 (τ.Α' 127/1.6.1911) ενώ τα έτη 1920 και 1924 αποπειράθηκε να αναθεωρηθούν ξανά αλλά η διαδικασία διακόπηκε λόγω επαναστατικών πράξεων.

Το 1926 συντάχθηκε το «Σύνταγμα της τριακονταμελούς επιτροπής» το οποίο δεν ίσχυσε αφού συντάχθηκε νέο από αναθεωρητική βουλή που ψήφισε το «Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας» με το οποίο το πολίτευμα μετατρεπόταν σε αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το 1935 επανήρθε η μοναρχία με το σύνταγμα του 1864 / 1911 αλλά μετά την δικτατορία της 4 Αυγούστου 1936 έπαυσαν να ισχύουν ουσιώδεις διατάξεις του. Μετά τον Β' Π. Π. το σύνταγμα αναθεωρήθηκε το 1952. Η δικτατορία παρουσίασε νέο Σύνταγμα το 1968 το οποίο επικυρώθηκε στο δημοψήφισμα του ίδιου έτους και ένα νεώτερο το 1973 που επίσης επικυρώθηκε με δημοψήφισμα το 1973, το οποίο έπαυσε να έχει ισχύ με την πτώση της το 1974.


Οπότε μετά από το Δημοψήφισμα του 1974 που διεξάχθηκε τη 8η Δεκεμβρίου 1974, το πολίτευμα της Ελλάδας μετατράπηκε ξανά σε αβασίλευτη δημοκρατία και συντάχθηκε νέο Σύνταγμα του 1975 (τ.Α' 111/9.6.1975) από την πέμπτη Αναθεωρητική Βουλή και τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουνίου 1975, το οποίο ισχύει σήμερα όπως αναθεωρήθηκε το 1986 (τ.Α' 23/14.3.1986), το 2001 (τ.Α' 85/18.4.2001) και το 2008 (τ.Α' 120/27.6.2008).

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 

Ορισμός και Διαστάσεις 

Το Κοινοβουλευτικό σύστημα είναι το κυβερνητικό σύστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται από το κοινοβούλιο, δηλαδή αναδεικνύεται και διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ελεγχόμενη κατά τη διάρκεια του βίου της από τη μειοψηφία.

α) Το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι κυβερνητικό σύστημα και διακρίνεται βασικά από το προεδρικό σύστημα, κατά το οποίο η κυβέρνηση δεν εξαρτάται από το κοινοβούλιο, αλλά από τον πρόεδρο.

β) Έννοια στενότερη του κοινοβουλευτικού συστήματος, το «κοινοβουλευτικό κυβερνητικό σύστημα» (parlamentarisches Regierungssystem) είναι όρος με τον οποίο προσδιορίζεται συγκεκριμένη συνταγματική σχέση, ανάμεσα στο κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση.

γ) Το κοινοβουλευτικό σύστημα περιέχει σύνολο συνταγματικών κανόνων, αποτελεί δέσμη μερικότερων συνταγματικών αρχών. Ο εννοιολογικός του πυρήνας, ο κοινός παρανομαστής των μερικότερων αρχών του, είναι η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της βουλής.

Όπως προκύπτει από τον παραπάνω ορισμό, η εξάρτηση αυτή, δηλαδή το κοινοβουλευτικό σύστημα, έχει τρείς μερικότερες διαστάσεις, την ανάδειξη, τη διατήρηση και τον έλεγχο της κυβέρνησης. Στις δύο πρώτες πρωταρχικό ρόλο κατέχει η πλειοψηφία, ενώ στην τρίτη η μειοψηφία. Κάθε μερικότερη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελεί ένα μερικότερο σύστημα δικαίου, μέσα σε όλο το κοινοβουλευτικό σύστημα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαστάσεων του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι η στενή αιτιώδης σύνδεσή τους. Πρόκειται για αλληλοεπηρεαζόμενες και διαρκώς εξελισσόμενες διαστάσεις στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης του συνολικού συστήματος.

Οι διαστάσεις αυτές δεν έχουν μεταξύ τους απλά και μόνο «εννοιολογική συγγένεια». Παράλληλα συνδέονται με δεσμούς αιτιώδους συνάφειας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η λειτουργία της μίας να οδηγεί αναγκαία -με τη συνδρομή των ευρύτερων ιστορικών προϋποθέσεων- στη δημιουργία και των άλλων. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήματος, από την εποχή της εμφάνισής του μέχρι σήμερα. Η ελεγκτική διάσταση, η καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος ως συστήματος ελέγχου της κυβέρνησης από τη Βουλή, οδήγησε νομοτελειακά στη δημιουργία της ιστορικά δεύτερης διάστασής του.

Δηλαδή της διατήρησης της κυβέρνησης στην εξουσία με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου και στη συνέχεια το κοινοβουλευτικό σύστημα αναπτύχθηκε και ως σύστημα ανάδειξης της κυβέρνησης.

Το Κοινοβουλευτικό Σύστημα στα Συντάγματα του 1911 και του 2001 

Η συνταγματική αναθεώρηση του 1911 παρέλειψε να καθιερώσει ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα και διατηρήθηκε το προηγούμενο πλέγμα διατάξεων του Συντάγματος του 1864. Η αναθεώρηση του 1911 αποτελούσε πράγματι μία ευκαιρία για τη γραπτή expressis verbis καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα, της αρχής της διατήρησης, αλλά και της αρχής της δεδηλωμένης. Η μη ρητή καθιέρωση δε σήμαινε ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν αναγνωριζόταν στον συνταγματικοπολιτικό χώρο, ότι δεν περιεχόταν στο Σύνταγμα του 1864 ή ότι επηρέασε την εφαρμογή του. Το Σύνταγμα και μετά την αναθεώρηση του 1911 εξακολούθησε, όσον αφορά το κοινοβουλευτικό σύστημα, να εφαρμόζεται, όπως και πριν από αυτή.


Ως προς τις επιμέρους διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος, κατά πρώτο λόγο, η ανάδειξη της κυβέρνησης ανήκει στα περιεχόμενα του κοινοβουλευτικού συστήματος, είναι τμήμα, αναπόσπαστο στοιχείο του κοινοβουλευτικού συστήματος και αποτελεί τη λογικά πρώτη αλλά ιστορικά τρίτη και τελευταία διάσταση της εξέλιξής του. Το Σύνταγμα του 1911, μη καθιερώνοντας ρητά, ως προαναφέρθηκε, το κοινοβουλευτικό σύστημα, παρουσιάζει πολλές ελλείψεις όσον αφορά στους κανόνες που το προσδιορίζουν. Συνεπώς, η μοναδική αναφορά του Συντάγματος του 1911 στον τρόπο ανάδειξης της κυβέρνησης γίνεται στο άρθρο 31, όπου ορίζεται ότι «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού».

Εν αντιθέσει με το Σύνταγμα του 1911, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001 αφιερώνει το άρθρο 37 όχι μόνο στην αναφορά των διατάξεων και κανόνων που ρυθμίζουν την ανάδειξη της κυβέρνησης αλλά και στην επεξήγησή τους. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 1 του άρθρου 37 του Συντάγματος αναφέρεται ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς». Η ποιοτική μεταβολή της Δημοκρατίας γενικότερα και του κοινοβουλευτικού συστήματος ειδικότερα, είχε ως αναγκαίο αποτέλεσμα την ποιοτική μεταβολή του τρόπου ανάδειξης της κυβέρνησης.

Συνοπτικά, η μεταβολή αυτή βρίσκεται στο ότι το όλο ζήτημα, ενώ στο παρελθόν ήταν ζήτημα αναγόμενο στην εξουσία του ανώτατου άρχοντα, σήμερα έχει διαφύγει από την εξουσία αυτή. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν προσδιορίζει, απλώς διορίζει τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Η ανάδειξη της κυβέρνησης δεν είναι πλέον ζήτημα αποκλειστικής αρμοδιότητας του ανώτατου άρχοντα, του οποίου η συμμετοχή έχει καταστεί τυπική. Η μετάβαση αυτή συνεπάγεται αναγκαία μεταβολή του «νομικού χαρακτήρα» του όλου ζητήματος. Η άνοδος της Κυβέρνησης από ζήτημα αρμοδιότητας του ανώτατου άρχοντα ανάγεται σε συνταγματική διαδικασία.

Εν συνεχεία, στο Σύνταγμα του 1911 δε γίνεται μνεία ούτε στη δεύτερη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος, την αρχή της διατήρησης. Αποτελεί ακόμα μία από τις ελλείψεις του Συντάγματος αυτού, ενώ στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 γίνεται ξεκάθαρη αναφορά της αρχής της διατήρησης της κυβέρνησης στο άρθρο 84 παράγραφος 1, η οποία ρυθμίζει ότι «η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε». Η υποχρέωση αυτή της κυβέρνησης δεν έχει χρονικό περιορισμό.

Η κυβέρνηση οφείλει πάντοτε να στηρίζεται στην πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Το ισχύον Σύνταγμα καταρχήν θέτει το βασικό κανόνα της διατήρησης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη της Βουλής, δηλαδή το κανόνα : «Η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής». Το Σύνταγμα καθιερώνει την απόλυτη αρχή της διατήρησης. Η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής και όχι μόνο της παρούσας Βουλής (σχετική αρχή της διατήρησης). Οι άλλες διατάξεις του άρθρου 84 είναι αφιερωμένες στη ρύθμιση των προτάσεων εμπιστοσύνης και δυσπιστίας. Τέλος, και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος από μέρους της Βουλής είναι ως ορισμός καθώς και ως περιεχόμενο άγνωστος και ανύπαρκτος στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911.

Στο Σύνταγμα του 2001 αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 70 παράγραφος 6 ότι η Κυβέρνηση υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής (Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται από τη Βουλή σε Ολομέλεια, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής (Κ.Β.) στα άρθρα 124 επόμενα ). Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται από τη Βουλή σε ολομέλεια δύο τουλάχιστον φορές την εβδομάδα. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος μπορεί να ασκείται και από το Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής και τις διαρκείς επιτροπές της συνόδου. Τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου, εκτός από την πρόταση δυσπιστίας, είναι:

  • Οι αναφορές. 
  • Οι ερωτήσεις. 
  • Οι επίκαιρες ερωτήσεις. 
  • Οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων. 
  • Οι επερωτήσεις.
  • Οι επίκαιρες επερωτήσεις. 
  • Η διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των ανεξάρτητων αρχών.

Τα έγγραφα με τα οποία ασκούνται τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου υποβάλλονται στη Βουλή και πρέπει να αναφέρουν τον υπουργό στον οποίο απευθύνονται. Η καταχώρησή τους από την αρμόδια υπηρεσία της Βουλής γίνεται με τη χρονολογική σειρά κατάθεσής τους σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορία βιβλίο συνεχούς αρίθμησης. Αντίγραφο του εγγράφου που κατατέθηκε διαβιβάζεται στον υπουργό στον οποίο απευθύνεται. Σε περίπτωση που ο υπουργός στον οποίο απευθύνεται κρίνει ότι είναι αναρμόδιος, το διαβιβάζει στον αρμόδιο υπουργό και ταυτόχρονα κοινοποιεί αντίγραφο του διαβιβαστικού στην υπηρεσία της Βουλής και στο βουλευτή που το κατέθεσε.

Τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου ισχύουν για τη σύνοδο στην οποία κατατέθηκαν. Αν εκκρεμούν και δε συζητηθούν ως τη λήξη της τακτικής συνόδου, μπορούν να επανακατατεθούν. Τα έγγραφα των μέσων κοινοβουλευτικού ελέγχου τυπώνονται σε ιδιαίτερους πίνακες και διανέμονται περιοδικά στους βουλευτές.


Το Κοινοβουλευτικό Σύστημα στα υπόλοιπα Συντάγματα 

Η τρείς διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος, η ανάδειξη της κυβέρνησης, η διατήρησή της και ο έλεγχός της από τη Βουλή δεν εμφανίζονται στα Ελληνικά συντάγματα πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911, με μοναδική εξαίρεση την ανάδειξη της κυβέρνησης, όπου εμφανίζεται στα Συντάγματα του 1844 (άρθρο 24) και 1864 (άρθρο 31) με ακριβώς την ίδια διατύπωση με αυτή του 1911 (άρθρο 31), «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού», διατύπωση που τη συναντάμε και αρκετά αργότερα, στο Σύνταγμα του 1952 στο άρθρο 31. Στο Σύνταγμα του 1925 η διατύπωση διαφοροποιείται και στο άρθρο 69 ορίζει ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει και παύει τον Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου, επί τη προτάσει δε αυτού και τους λοιπούς Υπουργούς».

Με τον ίδιο τρόπο ρυθμίζεται η ανάδειξη της κυβέρνησης και στο Σύνταγμα του 1927. Στο Σύνταγμα του 1948 επανερχόμεθα στα πρότυπα των προγενέστερων συνταγμάτων, όπου «ο Βασιλεύς -πλέον- διορίζει και παύει τον Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου, επί τη προτάσει δε αυτού και τους λοιπούς Υπουργούς» στο άρθρο 79. Στο Σύνταγμα του 1968, η διατύπωση πάλι διαφοροποιείται ελαφρώς αναφέροντας στο άρθρο 43 § 1 εδ. α', ότι «ο Βασιλεύς διορίζει τον Πρωθυπουργόν και τη προτάσει αυτού διορίζει και παύει τα μέλη της Κυβερνήσεως». Στο Σύνταγμα του 1973, στο άρθρο 43 § 1 εδ. α' και β', «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργόν.

Διορίζει και παύει τους υπουργούς και υφυπουργούς Εθνικής Αμύνης, Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξεως, προτάσει δε του Πρωθυπουργού τα λοιπά μέλη της Κυβερνήσεως και τους υφυπουργούς». Τέλος, στο Σύνταγμα του 1975, στο άρθρο 37 § 2, «Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του διαθέτοντος εν τη Βουλή την απόλυτον πλειοψηφίαν των εδρών κόμματος». Στον Ελληνικό κοινοβουλευτικό χώρο, η σχετική κοινοβουλευτική αρχή της διατήρησης τελειοποιείται σύντομα και προσλαμβάνει τη σημερινή της μορφή, κατά την οποία η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής πάντοτε, και της παρούσας και της απούσας, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν βρίσκεται σε σύνοδο.

Expressis verbis η αρχή συναντάται στο πρώτο στο Σύνταγμα του 1925 και αναγράφεται έκτοτε σε όλα τα συντάγματα: Σύνταγμα 1925, άρθρο 86, « Η Κυβέρνησις πρέπει να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής», Σύνταγμα 1927, άρθρο 89 § 1 εδ. α', ομοίως, Σύνταγμα 1948, άρθρο 102 § 1 εδ. α', ομοίως, Σύνταγμα του 1952, άρθρο 78 § 1 εδ. α', Σύνταγμα του 1968, άρθρο 43 § 1 εδ. β' και άρθρο 93 § 1, Σύνταγμα του 1973, άρθρα 43 § 1 εδ. γ' και 93 § 118. Τέλος, η άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης από μέρους της Βουλής προβλέπεται για πρώτη φορά στο Σχέδιο Συντάγματος 20μελούς Επιτροπής το 1967, στο άρθρο 70, όπου «η Βουλή εν ολομελεία συνεδριάζει άπαξ της εβδομάδος προς άσκησιν του κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβερνήσεως».

Η προαναφερθείσα διατύπωση επαναλαμβάνεται στο Σύνταγμα του 1968, στο άρθρο 73, με μόνη την προσθήκη της λέξης «τουλάχιστον» ως προς τη συχνότητα της συνεδριάσεως της Βουλής («άπαξ τουλάχιστον της εβδομάδος»). Η αυτή διάταξη επαναλαμβάνεται αυτούσια και στο Σύνταγμα του 1973, επίσης στο άρθρο 73. Η χρονική συχνότητα κατά την οποία συνεδριάζει η Βουλή με σκοπό την άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου μεταβάλλεται ακόμα μία φορά με το άρθρο 70, παράγραφος 6, όπου «ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται υπό της Βουλής εν Ολομελεία δις τουλάχιστον της εβδομάδος, ως ο Κανονισμός της Βουλής ορίζει».

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 

Ορισμός και Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 

Στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, την εξουσία που ανάγεται στον προσδιορισμό και την άσκηση της γενικής πολιτικής της χώρας ασκεί η Κυβέρνηση. Όπου δε η εξουσία αυτή επιμερίζεται στους δύο πόλους της εκτελεστικής εξουσίας, το πολίτευμα αποκτά χαρακτήρα που εκφεύγει του αμιγούς κοινοβουλευτικού και, για το λόγο αυτό, αποκαλείται από τη θεωρία ημιπροεδρικό. Ο όρος «Κυβέρνηση» γίνεται αντιληπτός με δύο έννοιες, την οργανική ή τυπική και τη λειτουργική. Με την πρώτη αποδίδεται το συλλογικό κρατικό όργανο, ενώ η δεύτερη συμπίπτει με τον όρο «διακυβέρνηση».

Με την ουσιαστική ή λειτουργική έννοια, ο όρος «Κυβέρνηση» σημαίνει τη λειτουργία με την οποία πραγματοποιείται ο καθορισμός της γενικής πολιτικής του κράτους, αυτή την ίδια τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων. Με αυτή την έννοια ο όρος κυβέρνηση συμπίπτει με τον όρο «διακυβέρνηση». Με την τυπική ή οργανική έννοια, ο όρος «κυβέρνηση» σημαίνει το συλλογικό κρατικό όργανο, που απαρτίζεται από τον πρωθυπουργό και τα άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, τους υπουργούς και ενδεχομένως τους υφυπουργούς. Επισημαίνεται, ορθά, ότι η εν λόγω εξουσία, είτε ασκείται από την Κυβέρνηση ως μόνο φορέα της είτε κατανέμεται μεταξύ της Κυβέρνησης και του αρχηγού του κράτους.

Δεν ανήκει αποκλειστικά στην εκτελεστική εξουσία, αλλά, εμμέσως, και στη νομοθετική εξουσία, εφόσον οι τυπικοί νόμοι ορίζουν το δικαιϊκό πλαίσιο εντός του οποίου η εκτελεστική εξουσία καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας. Γενική πολιτική η οποία πραγματώνεται με κείμενα που παράγονται περαιτέρω και με τον θεσμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης (ουσιαστικοί νόμοι) και έχουν, κατά συνέπεια, κανονιστικό χαρακτήρα. Στην πράξη, όμως, όπως επίσης επισημαίνεται στη θεωρία, είτε η εξουσία αυτή ανήκει καθ’ ολοκληρίαν στην Κυβέρνηση, όταν το πολίτευμα είναι αμιγώς κοινοβουλευτικό, είτε και στους δύο πόλους της εκτελεστικής εξουσίας, όταν φέρει χαρακτηριστικά ημιπροεδρικής δημοκρατίας.

Εκτείνεται και σε ζητήματα που αποτελούν διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας -κατ’ εξοχήν της εξωτερικής πολιτικής- χωρίς να απαιτείται η έκδοση πράξεων κανονιστικού περιεχομένου. Υπ’ αυτή δε την έννοια, η εκτελεστική εξουσία δρα και αυτή, στα πολιτεύματα στα οποία το τεκμήριο της αρμοδιότητας θεωρείται ότι διαθέτει η νομοθετική εξουσία, υπό καθεστώς τεκμηρίου αρμοδιότητας. Στο Ελληνικό πολίτευμα, ο συνταγματικός χάρτης αφιερώνει στην Κυβέρνηση, μόνη αρμόδια για τον καθορισμό και την κατεύθυνση της γενικής πολιτικής της χώρας, δύο κεφάλαια, που φέρουν αντιστοίχως τους τίτλους «συγκρότηση και αποστολή της Κυβέρνησης» και «σχέσεις Βουλής και Κυβέρνησης».

Εξ αντιδιαστολής συνάγεται, ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν θεώρησε αναγκαίο να αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο στις σχέσεις της Κυβέρνησης και του αρχηγού του κράτους. Χωρίς αυτό να πρέπει να ερμηνευθεί ως απόδοση μικρότερης σημασίας στις σχέσεις αυτές, οι οποίες αναπτύσσονται σε άλλα σημεία του Συντάγματος και ιδίως στο κεφάλαιο περί του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου περιέχονται οι ρυθμίσεις για την ανάδειξη του Πρωθυπουργού και τον σχηματισμό Κυβέρνησης, ενώ αρμοδιότητές της ανευρίσκονται και σε άλλα κεφάλαια του καταστατικού χάρτη. 


Η Κυβέρνηση στα Συντάγματα του 1911 και του 2001 

Το Σύνταγμα του 1911 παρουσιάζεται, για ακόμα μία φορά, ελλιπές και ως προς το θέμα της συγκρότησης και του σχηματισμού κυβέρνησης, πέρα από το ζήτημα της ανάδειξης της κυβέρνησης, για το οποίο μιλήσαμε ανωτέρω. Εν αντιθέσει, ο ισχύων συνταγματικός χάρτης χρησιμοποιεί στο άρθρο 81 § 1 τους όρους Κυβέρνηση και Υπουργικό Συμβούλιο αφενός ορίζοντας ότι την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς, αφετέρου καταλείποντας, στη μεν κρίση του Προέδρου της Κυβέρνησης, τον καθορισμό, με προεδρικό διάταγμα, του αν το Υπουργικό Συμβούλιο θα έχει ως Αντιπροέδρους του έναν ή περισσότερους Υπουργούς.

Στον δε νόμο, αν θα υπάρχουν και αναπληρωτές Υπουργοί όπως και Υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου (Υπουργοί Επικρατείας, όπως αποκαλούνται τώρα) οι οποίοι -εφόσον υπάρχουν- συμμετέχουν υποχρεωτικά σε αυτό, όπως και το αν θα υπάρχουν και Υφυπουργοί ή και μόνιμοι υπηρεσιακοί Υφυπουργοί, οι οποίοι -εφόσον υπάρχουν- δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης ex officio. Παρατηρείται, επίσης, ότι οι όροι Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Κυβέρνησης, τους οποίους χρησιμοποιεί ο συντακτικός νομοθέτης, είναι συνώνυμοι, το αυτό συμβαίνει και για τους όρους Κυβέρνηση και Υπουργικό Συμβούλιο.

Πράγματι, από τη λογική και συστηματική ερμηνεία των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 81 του Συντάγματός μας προκύπτει ότι, εφόσον την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο και εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο σύγκειται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς, το ότι οι Υφυπουργοί μπορούν, με νομοθετική ρύθμιση, να μετάσχουν στην Κυβέρνηση έχε την έννοια ότι θα μετέχουν, κατ’ ανάγκη, και στο Υπουργικό Συμβούλιο. Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 81 § 2, το Σύνταγμα δε θεωρεί αναγκαία τη βουλευτική ιδιότητα για το διορισμό κάποιου ως μέλους της Κυβέρνησης ή ως Υφυπουργού, επιβάλλει όμως να συγκεντρώνει ο διοριζόμενος στις θέσεις αυτές τα προσόντα εκλογής στο βουλευτικό αξίωμα.

Η δυνατότητα συνύπαρξης της ιδιότητας του μέλους της Κυβέρνησης και του μέλους της Βουλής βάλλεται από μέρους της θεωρίας ως παράγων που ευνοεί την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων μεταξύ εκλεκτορικού σώματος και μελών της Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα τον περισπασμό των τελευταίων από τα κυβερνητικά καθήκοντά τους. Με διατύπωση που διαφέρει ως προς τη γενικότητά της από την αντίστοιχη για τα ασυμβίβαστα προς το βουλευτικό αξίωμα έργα και ιδιότητες, ο συντακτικός νομοθέτης κάνει λόγο για αναστολή οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους για τους Υπουργούς και τους Υφυπουργούς, παραπέμπει δε στον νόμο για τη θέσπιση ασυμβιβάστου και προς άλλα έργα.

Στην ίδια παράγραφο, καθιερώνεται η εν λόγω αναστολή και για τον Πρόεδρο της Βουλής, ενώ ευλόγως, δε γίνεται αναφορά και στους Αντιπροέδρους της Κυβερνήσεως, εφόσον οι Αντιπρόεδροι επιλέγονται μόνο μεταξύ των Υπουργών. 

Η Κυβέρνηση στα Υπόλοιπα Συντάγματα 

Τον τρόπο ανάδειξης της Κυβέρνησης ρύθμισε λεπτομερειακά ο συντακτικός νομοθέτης προκειμένου να αποφεύγονται αντισυνταγματικές παρεμβάσεις από μέρους του ανώτατου άρχοντα κατά τον διορισμό του Πρωθυπουργού και την ανάθεση της εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης. Παρεμβάσεις που σημάδεψαν και την πρόσφατη και την απώτερη συνταγματική ιστορία της χώρας, ιδίως μετά την καθιέρωση της αρχής της «δεδηλωμένης» υπό μορφή συνθήκης του πολιτεύματος, αλλά και τη ρητή θέσπισή της ως συνταγματικής αρχής από το Σύνταγμα του 1927 και εφεξής.

Με συνέπειες ολέθριες, όπως κατά τη διετία 1965 - 1967, όταν η αγνόηση της «δεδηλωμένης» προετοίμασε το έδαφος για τη δικτατορία των συνταγματαρχών και τη συνακόλουθη τραγωδία της Κύπρου. Έχοντας νωπές τις μνήμες των γεγονότων αυτών, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 και ο αναθεωρητικός του 1985/86, που ρύθμισε ακόμη λεπτομερέστερα τον τρόπο ανάδειξης της Κυβέρνησης, στερώντας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την ευχέρεια επιλογής του προσώπου του Πρωθυπουργού στην περίπτωση κατά την οποία είχε αποτύχει η δεύτερη διερευνητική εντολή, κατέστησαν την ανάδειξη της Κυβέρνησης μία απόλυτα τυποποιημένη διαδικασία, στην οποία ο αρχηγός του κράτους μετέχει με δέσμια αρμοδιότητα.

Ο περιορισμός των προεδρικών αρμοδιοτήτων σε συνδυασμό με τη μεταβολή του εκλογικού συστήματος και τη συνακόλουθη δυνατότητα σχηματισμού «συμμαχικών» κυβερνήσεων, μετά από 14 χρόνια, μέχρι τότε, μονοκομματικής άσκησης της εξουσίας, έφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας ζητήματα ερμηνείας του Συντάγματος και, κατ’ ακολουθία, νομικής και πολιτικής αποτίμησης ορισμένων από τις νέες ρυθμίσεις, όπως τις διαμόρφωσε η αναθεώρηση του 1985/86. Ζητήματα που εστιάσθηκαν κυρίως στην εφαρμογή, στην πράξη, του ρυθμίζοντος την ανάδειξη της Κυβέρνησης άρθρου 37, του οποίου δεν υπήρχε αντίστοιχο στα προγενέστερα Συντάγματα, με εξαίρεση τα δικτατορικά ψευδοσυντάγματα του 1968 και του 1973.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 

Ορισμός και Διακρίσεις Συνταγματικών Δικαιωμάτων

Συνταγματικά δικαιώματα είναι τα παρεχόμενα στα άτομα και ως μέλη του κοινωνικού συνόλου θεμελιώδη, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, τα οποία αποτελούν, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, βασικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας και των οποίων το αμυντικό περιεχόμενο στρέφεται κατά της κρατικής και κάθε άλλης εξουσίας, το προστατευτικό περιεχόμενο στρέφεται μόνο προς το κράτος αξιώνοντας την παροχή βοήθειας για την απόκρουση κάθε απειλής, το δε εξασφαλιστικό, εφόσον αναγνωρίζεται, στρέφεται επίσης προς το κράτος, αξιώνοντας την παροχή των απαραίτητων μέσων για την άσκηση του δικαιώματος.

Όπως το κοινό, έτσι και το συνταγματικό δικαίωμα, αποτελεί εξουσία παρεχόμενη στο άτομο από το δίκαιο, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση συμφέροντος. Εκ του όρου «συνταγματικό δικαίωμα» προκύπτει ότι είναι το δικαίωμα που παρέχεται στους πολίτες απευθείας από το Σύνταγμα. Τα συνταγματικά δικαιώματα, ενσωματούμενα στις συνταγματικές διατάξεις, δε μπορούν να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν με τη συνήθη διαδικασία και παρέχουν επιπλέον εγγυήσεις στους πολίτες. Αποστολή των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι ο καθορισμός του συνταγματικού προτύπου του πολίτη και γενικότερα του ανθρώπου. Οι συνταγματικοί κανόνες, αφενός μεν προσδιορίζουν το πρότυπο ενός κράτους, αφετέρου καθορίζουν το συνταγματικό πρότυπο του πολίτη.

Τα δύο αυτά συνταγματικά πρότυπα βαίνουν παράλληλα. Αντικείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι η γενικότερη προστασία διαφόρων βασικών εκφάνσεων της ανθρώπινης ζωής. Από την άποψη αυτή, τα συνταγματικά δικαιώματα είναι βασικά ή θεμελιώδη δικαιώματα. Τα συνταγματικά αμυντικά δικαιώματα, ειδικότερα, εφαρμόζονται στη συνολική έννομη τάξη. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι προστατεύουν το άτομο από οποιαδήποτε απειλή, ανεξάρτητα από το δημόσιο ή τον ιδιωτικό της χαρακτήρα. Η καθολική ισχύς των συνταγματικών αμυντικών δικαιωμάτων είναι απόκτημα των τελευταίων, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χρόνων και επήλθε με μεταβολή του νοήματός τους.


Η καθολική ισχύς διακρίνει τα σύγχρονα θεμελιώδη αμυντικά δικαιώματα από τις παραδοσιακές ατομικές ελευθερίες ή ατομικά δικαιώματα. Με τον όρο «ατομικά δικαιώματα» ή «ατομικές ελευθερίες» εκφράζονται τα αμυντικά δικαιώματα, τα οποία προστατεύουν τον πολίτη μόνο από την κρατική εξουσία. Δύο είναι, κατά συνέπεια, τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ατομικών ελευθεριών : ο αμυντικός τους χαρακτήρας και η κατά του κράτους κατεύθυνση. Όσον αφορά στην εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων, απαραίτητα είναι η διάκριση του γενικού από το θεσμικό περιεχόμενό τους.

Το γενικό περιεχόμενο είναι το ευρύτερο περιεχόμενο κάθε δικαιώματος και εφαρμόζεται στο πλαίσιο της γενικής σχέσης κράτους -πολίτη (γενική κυριαρχική σχέση) ή της γενικής κοινωνικής σχέσης πολίτη προς πολίτη. Θεσμικό περιεχόμενο είναι το εφαρμοζόμενο στο πλαίσιο κάθε μερικότερου θεσμού ή έννομης σχέσης δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Στις αρχές του αιώνα, ο επιφανής Γερμανός νομικός G. Jellinek συστηματοποίησε τη θεωρία των συνταγματικών δικαιωμάτων, τα οποία κατέταξε σε τρείς κατηγορίες, τα ατομικά (status negativus), τα πολιτικά (status activus) και τα κοινωνικά (status socialis).

Ως βάση της διάκρισης και της ανάλυσης που στήριξε πάνω σ’ αυτήν, έθεσε τη διαπίστωση των κινδύνων, που προέρχονται από την κρατική εξουσία. Κριτήριο της διάκρισης αποτελεί το περιεχόμενο της πράξης (θετικής πράξης ή παράλειψης) του αποδέκτη της ενέργειας του συνταγματικού δικαιώματος, δηλαδή της κρατικής εξουσίας. Τα «ατομικά» εξαναγκάζουν το κράτος σε αρνητική πράξη, σε παράλειψη και διαμορφώνουν την «αρνητική κατάσταση» του ατόμου. Τα κοινωνικά δικαιώματα εξαναγκάζουν το κράτος σε θετική πράξη, πράξη που στην κυριολεξία του όρου και διαμορφώνουν τη «θετική κατάσταση» του ατόμου. Παράλληλα, τα πολιτικά στοιχειοθετούν την «ενεργητική» του κατάσταση.

Η θεωρία του status διακρίνει τρείς βασικές κατηγορίες δικαιωμάτων, διακρινόμενες μεταξύ τους με βάση ποιοτικά και όχι απλά συστηματικά κριτήρια. Μεταξύ τους υπάρχει έντονη ποιοτική διαφοροποίηση αναγόμενη στη μορφή της πράξης της κρατικής εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, ατομικά δικαιώματα είναι τα δημόσια δικαιώματα, που παρέχουν στα άτομα αρνητική αξίωση, η οποία στρέφεται κατά του κράτους και το εξαναγκάζει σε παράλειψη. Εν συνεχεία, κατά την παραδοσιακή αντίληψη, τα κοινωνικά δικαιώματα στρέφονται προς το κράτος και περιέχουν θετική αξίωση προς πράξη. Έχουν κοινό σημείο με τα πολιτικά ότι δε στρέφονται κατά του κράτους, όπως τα «ατομικά», αλλά προς το κράτος.

Τρία είναι τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη σύγχρονη έννοια του κοινωνικού δικαιώματος. Είναι δικαιώματα υπόστασης, έχουν ως αντικείμενο κοινωνικά αγαθά και εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο περιεχόμενο. Τέλος, πολιτικά δικαιώματα είναι εκείνα που στρέφονται προς το κράτος και παρέχουν στους πολίτες αξίωση ενεργητικής συμμετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. 

Τα Συνταγματικά δικαιώματα στα Συντάγματα του 1911 και του 2001 και στα Υπόλοιπα Συντάγματα 

Στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001, ο συντακτικός νομοθέτης αφιερώνει όλο το δεύτερο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα» και περιλαμβάνει 21 άρθρα, ξεκινώντας από το άρθρο 4 και καταλήγοντας στο άρθρο 25. Λόγω της πληθώρας των δικαιωμάτων αυτών και προκειμένου για την καλύτερη μελέτη και κατανόηση του τμήματος των δικαιωμάτων και των δύο συνταγμάτων, θα προχωρήσουμε σε κατ’ άρθρο αντιπαραβολή. Στο άρθρο 4 του Συντάγματος του 2001 ορίζεται ότι:

1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.

2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.

3. Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η Ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος.

4. Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους.

5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

6. Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων.

7. Τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες.

Το Σύνταγμα του 1911 στο άρθρο 3 περιλαμβάνει όλα τα σημεία του άρθρου 4 του τωρινού Συντάγματος, εκτός από την παράγραφο 6 του τελευταίου στην οποία αντιστοιχεί η διάταξη του άρθρου 106 του Συντάγματος του 1911. Όπως αυτό αναφέρει «Άρθρο 3. - Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, και συνεισφέρουσιν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών των· μόνον δε πολίται έλληνες είναι δεκτοί εις όλας τας δημοσίας λειτουργίας, πλην των δι’ ειδικών νόμων εισαγωμένων ειδικών εξαιρέσεων. Πολίται είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα προσόντα του πολίτου κατά τους νόμους του Κράτους.

Εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται» και «Άρθρο 106. - Πας Έλλην, δυνάμενος φέρειν όπλα, υποχρεούται να συντελή εις την υπέρ πατρίδος άμυναν κατά τους ορισμούς των νόμων»28. Το άρθρο αυτό είναι από τα λίγα εκείνα άρθρα, τα οποία τα συναντάμε από τα πρώτα Ελληνικά Συντάγματα μέχρι και τα πιο σύγχρονα, από της Επιδαύρου το 1822, του Άστρους το 1823, της Τροιζήνας στα άρθρα 7, 10, 27, 8 και 29, του Ηγεμονικού Συντάγματος το 1832 στα άρθρα 27, 15, 29, 30, 31, 61 και 70, του Συντάγματος του 1844 στα άρθρα 3 και 33 § 1 εδ. Β', του Συντάγματος του 1864 στο άρθρο 3 μέχρι και τα μεταγενέστερα του 1911 Συντάγματα (1925, 1927, 1948, 1952, 1968 και 1973).


Στη συνέχεια, το άρθρο 5 του Συντάγματος του 2001 ορίζει ότι:

1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.

2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας.

3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος.

4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατό να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης, και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει.

5. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων.

Το Σύνταγμα του 1911 είναι σαφώς πιο περιεκτικό, και δεν περιλαμβάνει όλα τα προαναφερθέντα στο άρθρο 5 σημεία, ορίζοντας στο άρθρο 13 ότι «Εν Ελλάδι ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος αργυρώνυτος ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας είναι ελεύθερος, άμα πατήσι επί ελληνικού εδάφους»30. Αποτελεί ένα ακόμη άρθρο, το οποίο συναντάμε σε όλα τα προγενέστερα αλλά και μεταγενέστερα Συντάγματα του 1911, από αυτό της Επιδαύρου του 1822 μέχρι και το Σύνταγμα του 1975/1986, σαφώς με τις αναγκαίες κάθε φορά μετατροπές, προσθήκες ή αφαιρέσεις, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις συνταγματικοπολιτικές συνθήκες της χώρας στην εκάστοτε χρονική περίοδο.

Το άρθρο 5Α του Συντάγματός μας είναι νεοεισαχθέν (εισήχθη με την αναθεώρηση του 2001) και όπως είναι φυσικό δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη διάταξη σε παλαιότερα συντάγματα. Το άρθρο 6 του Συντάγματός μας ορίζει πως:

1. Κανένας δε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα.

2. Όποιος συλλαμβάνεται για αυτόφωρο έγκλημα ή με ένταλμα προσάγεται στον αρμόδιο ανακριτή το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψη, αν όμως η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του ανακριτή, η προσαγωγή γίνεται μέσα στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταγωγή του. Ο ανακριτής οφείλει, μέσα σε τρεις ημέρες από την προσαγωγή, είτε να απολύσει τον συλληφθέντα είτε να εκδώσει ένταλμα φυλάκισης. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για δύο ημέρες, αν το ζητήσει αυτός που έχει προσαχθεί, ή σε περίπτωση ανώτερης βίας που βεβαιώνεται αμέσως με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.

3. Όταν περάσει άπρακτη καθεμία από τις δύο αυτές προθεσμίες, κάθε δεσμοφύλακας ή άλλος, είτε πολιτικός υπάλληλος είτε στρατιωτικός, στον οποίο έχει ανατεθεί η κράτηση εκείνου που έχει συλληφθεί, οφείλει να τον απολύσει αμέσως. Οι παραβάτες τιμωρούνται για παράνομη κατακράτηση και υποχρεούνται να επανορθώσουν κάθε ζημία που έγινε στον παθόντα και να τον ικανοποιήσουν για ηθική βλάβη με χρηματικό ποσό, όπως νόμος ορίζει.

4. Νόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι και τρεις μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης.

Οι διατάξεις του άρθρου 6 του Συντάγματός μας περιλαμβάνονται στα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος του 1911 όπου «Άρθρο 4. - Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος· ουδείς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ή άλλως πως περιορίζεται, ειμή οπόταν και όπως ο νόμος ορίζει» και «Άρθρο 5. - Εξαιρουμένου του αυτοφώρου εγκλήματος, ουδείς συλλαμβάνεται ουδέ φυλακίζεται άνευ ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος, το οποίον πρέπει να κοινοποιηθεί κατά την στιγμήν της συλλήψεως ή προφυλακίσεως.

Ο επ’ αυτοφώρω ή δι’ εντάλματος συλλήψεως κρατηθείς προσάγεται εις τον αρμόδιον ανακριτήν άνευ τινός αναβολής, το βραδύτερον δε εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, αν δε η σύλληψις εγένετο εκτός της έδρας του ανακριτού, εντός του απολύτως αναγκαίου προς μεταγωγήν χρόνου. Ο ανακριτής οφείλει, εντός τριών το πολύ ημερών από της προσαγωγής, είτε να απολύση τον συλληφθέντα είτε να εκδώσει κατ’ αυτού ένταλμα φυλακίσεως. Παρελθούσης απράκτου εκατέρας των προθεσμιών τούτων, πας δεσμοφύλαξ ή άλλος επιτετραμμένος την κράτησιν του συλληφθέντος, είτε πολιτικός υπάλληλος, είτε στρατιωτικός, οφείλει να απολύσει αυτόν παραχρήμα.


Οι παραβάται των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται επί παρανόμω κρατήσει, υποχρεούνται δε εις τε την ανόρθωσιν πάσης ζημίας προσγενομένης εις τον παθόντα και προσέτι εις ικανοποίησιν αυτού δια χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσην του δικαστού, ουδέποτε δε κατωτέρου των δραχμών δέκα δι’ εκάστην ημέραν». Το άρθρο 7 του Συντάγματος του 2001 αναφέρει ότι:

1. Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης.

2. Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει.

3. Η γενική δήμευση απαγορεύεται. Θανατική ποινή για πολιτικά εγκλήματα δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν.

4. Νόμος ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία» ενώ το Σύνταγμα του 1911 περικλείει τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις -πλην της παραγράφου 3 που εισήχθη για πρώτη φορά με την αναθεώρηση του 2001- σε δύο ξεχωριστές διατάξεις μεν, πολύ συνοπτικού περιεχομένου δε: «Άρθρο 7. - Ποινή δεν επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος προηγουμένως αυτήν» και «Άρθρο 18. - Αι βάσανοι και η γενική δήμευσις απαγορεύονται. Ο πολιτικός θάνατος καταργείται. Η θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, καταργείται.

Όπως παρατηρούμε, το άρθρο 8 του Συντάγματός μας, το οποίο προβλέπει ότι «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν» έχει παραμείνει αμετάβλητο σε σχέση με τα άρθρα 8 και 91 § 1 του Συντάγματος του 1911 : «Άρθρο 8. - Ουδείς αφαιρείται άκων του παρά του νόμου ωρισμένου εις αυτόν δικαστού» και «Άρθρο 91. - Δικαστικαί επιιτροπαί και έκτακτα δικαστήρια υφ’ οιονδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συστηθώσιν».

Ομοίως και το άρθρο 9 του συνταγματικού μας χάρτη βρίσκεται σχεδόν αυτούσιο και στο Σύνταγμα του 1911 και οι μοναδικές τους διαφορές έγκεινται στη μεταφορά από την καθαρεύουσα στη δημοτική, καθώς και στη ρύθμιση της αποζημίωσης των παραβατών της διατάξεως αυτής. Εν προκειμένω, το άρθρο 9 του Συντάγματος του 2001 αναφέρει ότι:

1. Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.

2. Οι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει. Και το άρθρο 12 του Συντάγματος του 1911 ορίζει πως «Η κατοικία εκάστου είναι άσυλον. Ουδεμία κατ’ οίκον έρευνα ενεργείται, ειμή ότε και όπως ο νόμος διατάσσει. Οι παραβάται των διατάξεων τούτων τιμωρούνται επί καταχρήσει της εξουσίας της αρχής, υποχρεούνται δε εις πλήρη αποζημίωσιν του παθόντος και προσέτι εις ικανοποίησιν αυτού δια χρηματικού ποσού οριζομένου κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, ουδέποτε δε κατωτέρου των δραχμών εκατόν».

Ως προς το άρθρο 9Α του ισχύοντος Συντάγματος ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν για το άρθρο 5Α. Ακολούθως, τα άρθρα 10 του δικού μας Συντάγματος και 9 του Συντάγματος του 1911 είναι πανομοιότυπα με μόνη διαφορά ότι το σημερινό άρθρο 10 χωρίζεται σε τρείς παραγράφους, εκ των οποίων η τρίτη εισήχθη με την τελευταία αναθεώρηση, ενώ το άρθρο 9 του 1911 αποτελείται από μόνο μία παράγραφο, δηλαδή « Άρθρο 10:

1. Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο.

2. Μόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής στην οποία απευθύνεται η αναφορά, και με την άδειά της, επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που τυχόν υπάρχουν σε αυτή.

3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων , ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει.

Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει» ενώ «Άρθρο 9. - Έκαστος ή και πολλοί ομού έχουσι το δικαίωμα, τηρούντες τους νόμους του Κράτους, ν’ αναφέρωνται εγγράφως προς τας αρχάς, υποχρεουμένας εις ταχείαν ενέργειαν και έγγραφον απάντησιν προς τον αναφερόμενον, κατά τας διατάξεις του νόμου. Μόνον μετά την τελικήν απόφασιν της προς ην η αναφορά αρχής και τη αδεία ταύτης επιτρέπεται η ζήτησις ευθυνών παρά του υποβαλόντος την αναφοράν δια παραβάσεις εν αυτή υπαρχούσας».

Εν συνεχεία, το άρθρο 11 του Συντάγματος του 2001 αποτελεί και αυτό μεταφορά του άρθρου 10 από το Σύνταγμα του 1911 -και όχι μόνο- με μία προσθήκη στο τέλος της παραγράφου 2: άρθρο 11 (2001):

1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.

2. Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.


Άρθρο 10 (1911) «Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ησύχως και αόπλως· μόνον εις τας δημοσίας συναθροίσεις δύναται να παρίσταται η αστυνομία. Αι εν υπαίθρω συναθροίσεις δύνανται ν’ απογορευθώσιν, αν ως εκ τούτων επίκειται κίνδυνος εις την δημόσιαν ασφάλειαν». Το άρθρο 12 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο ήταν ένα από τα άρθρα που αναθεωρήθηκαν, αναλογεί τουλάχιστον ως προς τις δύο πρώτες παραγράφους του προς το άρθρο 11 του Συντάγματος του 1911, τα οποία αναφέρουν : το μεν άρθρο 12 του 2001 ότι:

1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια.

2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση.

3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματείο.

4. Οι γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί κάθε είδους αυτοδιοικούνται σύμφωνα με τους όρους του νόμου και του καταστατικού τους και προστατεύονται και εποπτεύονται από το Κράτος, που είναι υποχρεωμένο να μεριμνά για την ανάπτυξή τους.

5. Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν.

Το δε άρθρο 11 του 1911 ότι «Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τηρούντες τους νόμους του Κράτους, οίτινες όμως ουδέποτε δύνανται να υπαγάγωσιτο δικαίωμα τούτο εις προηγουμένην της Κυβερνήσεως άδειαν. Συναιτερισμός τις δεν δύναται να διαλυθή ένεκα παραβάσεως των διατάξεων των νόμων, ειμή δια δικαστικής αποφάσεως»37. Το άρθρο 13 του Συντάγματός μας, που κατοχυρώνει κατά κύριο λόγο το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης, αντιστοιχεί στο άρθρο 1 § 1 εδ. β' του Συντάγματος του 1911, πλην της παραγράφου 5 (2001) όπου τη βρίσκουμε στο άρθρο 15 του 1911 : άρθρο 13 του 2001:

1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.

2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη.

3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.

4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.

5. Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο του»38. Άρθρο 1 § 1 εδ. β': «πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων, απαγορευομένου του προσηλυτισμού και πάσης άλλης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας.

Άρθρο 15 «Ουδείς όρκος επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος και τον τύπον αυτού». Στο άρθρο 14 του Συντάγματός μας παρατηρούμε μεγαλύτερη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο συνταγμάτων, με την ολοκληρωτική μεταβολή δύο παραγραφών (§§ 5 και 7) και την εισαγωγή μίας νέας (§ 9). Οπότε, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο:

1. Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους.

2. Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται.

3. Η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από αυτή, απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία:

   α) Για προσβολή της Χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας

   β) Για προσβολή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας

   γ) Για δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της Χώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Κράτους

   δ) Για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

4. Σε όλες τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο εισαγγελέας, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την κατάσχεση, οφείλει να υποβάλλει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, και αυτό, μέσα σε άλλες είκοσι τέσσερις ώρες, οφείλει να αποφασίσει για τη διατήρηση ή την άρση της κατάσχεσης, διαφορετικά η κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως. Τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης επιτρέπονται στον εκδότη της εφημερίδας ή άλλου εντύπου που κατασχέθηκε και στον εισαγγελέα.

5. Καθένας ο οποίος θίγεται από ανακριβές δημοσίευμα ή εκπομπή έχει δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άμεσης επανόρθωσης. Καθένας ο οποίος θίγεται από υβριστικό ή δυσφημιστικό δημοσίευμα ή εκπομπή έχει, επίσης, δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άμεσης δημοσίευσης ή μετάδοσης της απάντησης. Νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο ασκείται το δικαίωμα απάντησης και διασφαλίζεται η πλήρης και άμεση επανόρθωση ή η δημοσίευση και μετάδοση της απάντησης.

6. Το δικαστήριο, ύστερα από τρεις τουλάχιστον καταδίκες μέσα σε μία πενταετία για διάπραξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, διατάσσει την οριστική ή προσωρινή παύση της έκδοσης του εντύπου και, σε βαριές περιπτώσεις, την απαγόρευση της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος από το πρόσωπο που καταδικάστηκε, όπως νόμος ορίζει.

7. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την αστική και ποινική ευθύνη του τύπου και των άλλων μέσων ενημέρωσης και με την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων.

8. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.

9. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόμος ορίζει.


Νόμος προβλέπει τα μέτρα και τους περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής. Απαγορεύεται ειδικότερα η συγκέντρωση περισσοτέρων του ενός ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής, όπως νόμος ορίζει.

Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου καταλαμβάνει και κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα, όπως συζύγους, συγγενείς, οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή εταιρείες.

Νόμος ορίζει τις ειδικότερες ρυθμίσεις, τις κυρώσεις που μπορεί να φθάνουν μέχρι την ανάκληση της άδειας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού και μέχρι την απαγόρευση σύναψης ή την ακύρωση της σχετικής σύμβασης, καθώς και τους τρόπους ελέγχου και τις εγγυήσεις αποτροπής των καταστρατηγήσεων των προηγούμενων εδαφίων» ενώ το αντίστοιχο άρθρο -14- προβλέπει τα ακόλουθα:

«Έκαστος δύναται να δημοσιεύει προφορικώς, εγγράφως και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρών τους νόμους του Κράτους. Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία ως και παν άλλο προληπτικόν μέτρον απαγορεύονται. Απαγορεύεται ωσαύτως η κατάσχεσις εφημερίδων και άλλων εντύπων διατριβών, είτε προ της δημοσιεύσεως είτε μετ’ αυτήν. Επιτρέπεται δε κατ’ εξαίρεσιν η κατάσχεσις μετά την δημοσίευσιν, ένεκα προσβολής κατά της Χριστιανικής θρησκείας ή κατά του προσώπου του Βασιλέως ή, κατά τας υπό του νόμου οριζομένας περιστάσεις, ένεκεν ασέμνων δημοσιευμάτων προσβαλλόντων καταφανώς την δημοσίαν αιδώ.

Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της κατασχέσεως οφείλουσι και ο εισαγγελεύς να υποβάλη την υπόθεσιν εις το δικαστικόν συμβούλιον και τούτο να αποφανθή περί της διατηρήσεως ή της άρσεως της κατασχέσεως· άλλως, η κατάσχεσις αίρεται αυτοδικαίως. Ανακοπή κατά του βουλεύματος επιτρέπεται εις μόνον τον δημοσιεύσαντα το κατασχεθέν, ουχί δε και εις τον εισαγγελέα. Δύναται καθ’ ον τρόπον ο νόμος ήθελεν ορίσει ν’ απαγορευθή, επί απειλή κατασχέσεως και ποινικής καταδιώξεως, η δημοσίευσις ειδήσεων ή ανακοινώσεων αναγομένων εις στρατιωτικάς κινήσεις ή εις έργα οχυρώσεως της χώρας. Εις την κατάσχεσιν εφαρμόζονται αι ανωτέρω διατάξεις.

Ο δε εκδότης εφημερίδος και ο συγγραφεύς επιληψίμου δημοσιεύματος αναφερομένου εις τον ιδιωτικόν βίον, πλην της κατά τους όρους του ποινικού νόμου επιβαλλομένης ποινής, εισίν αστικώς και αλληλεγγύως υπεύθυνοι εις πλήρη ανόρθωσιν πάσης προσγενόμενης ζημίας και εις ικανοποίησιν του παθόντος δια χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσιν του δικαστού, ουδέποτε δ’ ελάσσονος δραχμών διακοσίων. Εις μόνον πολίτας Έλληνας επιτρέπεται η έκδοσις εφημερίδων»40.

Το άρθρο 15 του Συντάγματος του 2001, μετά και τη διάνθηση με την τελευταία αναθεώρηση της παραγράφου 2, είναι το πρώτο από σειρά δικαιωμάτων που δε συμπεριλαμβάνεται στις διατάξεις του Συντάγματος του 1911, καθότι για πρώτη φορά εισήχθη η εν λόγω ρύθμιση στο Σύνταγμα του 1948 και ακολούθησαν και όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή του 1952, του 1968, του 1973 και του 1975/86, και ορίζει τα εξής:

1. Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης.

2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει.

Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.

Ακολουθεί το άρθρο 16 του Συντάγματός μας, το οποίο εντοπίζεται όχι μόνο στο Σύνταγμα του 1911, που πραγματευόμαστε, αλλά και σε όλα τα Συντάγματα, από τα μετεπαναστατικά του Άστρους το 1823 (άρ. λζ' και πζ') και της Τροιζήνας το 1827 (άρ. 20), το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832 (άρ. 34), το Σύνταγμα του 1844 (άρ. 11), του 1864(άρ. 16), καθώς και στα μεταγενέστερα του 1911 Συντάγματα. Το άρθρο 16 του 1911 αναφέρει ότι «Η εκπαίδευσις, διατελούσα υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. Η Στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους.


Επιτρέπεται εις ιδιώτας και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους» ενώ η σημερινή διατύπωση είναι η ακόλουθη:

1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα.

2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

3. Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα.

4. Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους.

5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει. Ειδικός νόμος ορίζει όσα αφορούν τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σε αυτούς.

6. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων.

Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει το όριο ηλικίας των καθηγητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Εωσότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους.

7. Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.

8. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ' αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

9. Ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους. Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης τη διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους.


Από το άρθρο 17 του Συντάγματος του 2001 το οποίο προστατεύει κατά κύριο λόγο την ιδιοκτησία και ρυθμίζει τα παρακάτω, στο Σύνταγμα του 1911 βρίσκουμε στο άρθρο 17 §1 στοιχεία των σημερινών παραγραφών 1, 2 και 4. Άρθρο 17 (2001):

1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.

2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο.

Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου.

3. Η ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη.

4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες.

Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας είναι δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον οριστικό η προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος της αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγυήσεως υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης, όπως νόμος ορίζει.

Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές. Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. Η αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος.

5. Νόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης.

6. Όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας, νόμος μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων. Ο ίδιος νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί.

7. Νόμος μπορεί να ορίσει ότι για την εκτέλεση έργων με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμών κοινής ωφέλειας και δημόσιων επιχειρήσεων, επιτρέπεται να διανοιχθούν υπόγειες σήραγγες στο επιβαλλόμενο βάθος, χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα παραβλάπτεται η συνήθης εκμετάλλευση του υπερκείμενου ακινήτου.

Άρθρο 17 § 1 (1911): «Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφέλειαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης αποζημιώσεως. Η αποζημίωσις ορίζεται πάντοτε δια της δικαστικής οδού. Εν περιπτώσει δ’ επειγούση δύναται και προσωρινώς να ορισθή δικαστικώς, μετ’ ακρόασιν ή πρόσκλησιν του δικαιούχου, όστις δύναται να υποχρεωθή, κατά την κρίσιν του δικαστού, εις παροχήν αναλόγου εγγυήσεως, καθ’ ον τρόπον ορίσει ο νόμος. Προ της καταβολής της οριστικής ή προσωρινής ορισθείσης αποζημιώσεως διατηρούνται ακέραια πάντα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτου, μη επιτρεπομένης της καταλήψεως».


Συνεχίζοντας με το άρθρο 18 που στην πρώτη του παράγραφο ορίζει πως «Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του υπόγειου πλούτου», αυτό που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι ότι για πρώτη φορά εισάγεται τέτοιου είδους ρύθμιση στο άρθρο 17 § 2 του Συντάγματος του 1911, το οποίο και αναφέρει ότι «Ειδικοί νόμοι κανονίζουσι τα της ιδιοκτησίας και διαθέσεως των μεταλλείων, ορυχείων, αρχαιολογικών θησαυρών και ιαματικών και ρεόντων υδάτων». Από το 1911 κι έπειτα, η παρούσα διάταξη περιλαμβάνεται σε όλα τα Συντάγματα που ακολουθούν. Το άρθρο 19 του Συντάγματός μας:

1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.

3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α.

Ρυθμίζει το απαραβίαστο των επιστολών, αφενός διανθίστηκε κατά την τελευταία αναθεώρηση με την προσθήκη των παραγραφών 2 και 3, αφετέρου είναι το τελευταίο από τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που το συναντάμε και στο Σύνταγμα του 1911 (στο άρθρο 20) με την εξής λιτή διατύπωση, την οποία βλέπουμε και στα Συντάγματα του 1844, 1864, 1925, 1927: «Το απόρρητον των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστον». Από το Σύνταγμα του 1948 και στα επόμενα, η αναφορά στο απόρρητο των επιστολών και στην ελεύθερη ανταπόκριση ή επικοινωνία γίνεται εκτενέστερη και πλησιάζει όλο και περισσότερο στη σημερινή διατύπωση. Ακολουθεί το άρθρο 20 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο ρυθμίζει ως ακολούθως:

1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.

2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του.

Η διάταξη αυτή, με την αυτή διατύπωση ή ελαφρώς παραλλαγμένη, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της στο Σχέδιο Συντάγματος 20μελούς Επιτροπής του 1967 στο άρθρο 110, κι έκτοτε δε λείπει από τα συνταγματικά κείμενα. Το άρθρο 21 του Συντάγματός μας που ορίζει ότι:

1. Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους.

2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος.

3. Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.

4. Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους.

5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.

6. Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας.

Παρά το γεγονός ότι παρόμοια ως προς τη διατύπωση διάταξη αλλά του αυτού αντικειμένου προστασίας συμπεριλαμβάνεται στα Συντάγματα του 1822, 1823 και 1827, παραλείπεται από τα επόμενα Συντάγματα και την ξανασυναντάμε από το Σύνταγμα του 1925 κι έπειτα. Το άρθρο 22, που αναθεωρήθηκε το 2001, είναι ένα ακόμη άρθρο, το οποίο δεν ενσωματώνεται στις διατάξεις του Συντάγματος του 1911 και κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο Σύνταγμα του 1925 σαφώς πιο συρρικνωμένο και προχωρώντας στα επόμενα Συντάγματα σταδιακά διευρύνεται. Η σημερινή του μορφή είναι η ακόλουθη:

1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.

2. Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία.

3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τους δημόσιους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

4. Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών.

5. Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει.


Τα τελευταία άρθρα του δεύτερου κεφαλαίου του συνταγματικού μας χάρτη που αφορά στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ακολουθούν την «πεπατημένη» των τελευταίων άρθρων που εξετάσαμε, δηλαδή δεν συμπεριλαμβάνονται στο Σύνταγμα του 1911. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 23, του οποίου η σημερινή διατύπωση είναι η εξής:

1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ' αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου.

2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ' αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας.

Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά συνταγματικά δεδομένα στο Σύνταγμα του 1952.

Το άρθρο 24, το οποίο ήταν ένα από τα άρθρα που αναθεωρήθηκαν το 2001, κι αυτό δεν υπήρχε ως διάταξη μέχρι το νεότερο -σχετικά- Σύνταγμα του 1975/1986 κι έχει την ακόλουθη μορφή:

1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.

2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. Η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους.

3. Για να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει.

4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής.

5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν. Οι ελεύθερες εκτάσεις, που προκύπτουν από την αναμόρφωση, διατίθενται για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν οι δαπάνες της πολεοδομικής αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει.

6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.

Τέλος, ούτε το άρθρο 25 υπήρχε μέχρι την εμφάνιση του στο Σχέδιο Συντάγματος 20μελούς Επιτροπής του 1967. Παρατηρώντας τη δομή και το περιεχόμενο του άρθρου αυτού, όπως διατυπώθηκε κατά την τελευταία αναθεώρηση του 2001:

1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.

2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.

3. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται.

4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.


Γινόμαστε μάρτυρες στη παράγραφο 1 εδάφιο γ' «Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν», μίας κορυφαίας στιγμής της Ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, όπου πλέον οι συνταγματικές διατάξεις βρίσκουν εφαρμογή και στην περιοχή του ιδιωτικού δικαίου, και όχι μονάχα στην περιοχή του δημοσίου δικαίου, όπως ίσχυε μέχρι πρότινος. Η εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων, ως τυπικά ανώτερων, δεν εμποδίζεται από τη διάκριση του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό και από το χαρακτηρισμό συγκεκριμένης διάταξης ή συγκεκριμένης σχέσης ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ 

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις για το Σχέδιο Συνθήκης για τη Θέσπιση του Συντάγματος της Ευρώπης 

Όταν το Δεκέμβριο του 2001, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken αποφάσισε να συγκαλέσει μία Συνέλευση απαρτιζόμενη από προσωπικότητες για να συζητηθεί το μέλλον της Ευρώπης, θέτοντας παράλληλα υπό μορφή ερωτημάτων τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθεί η Συνέλευση αυτή, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί τις πολύ σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις της λειτουργίας ενός τέτοιου forum. Ένα από τα πλέον βασικά θέματα που έχει εξετάσει η Συνέλευση είναι εκείνο της θέσπισης μίας Συνταγματικής Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιο συγκεκριμένα, το ζητούμενο στις εργασίες της Συνέλευσης είναι να εξασφαλιστούν, στα πλαίσια της Ένωσης, η δημοκρατική ισορροπία, η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια στη λειτουργία των θεσμών, η ανάδειξη και προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη.

Ένα συνταγματικό κείμενο θα συμβάλλει αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς θα λειτουργήσει ως κωδικοποίηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο της Ένωσης, σε ευθεία αναφορά με τις ισχύουσες Ευρωπαϊκές πολιτικές. Οι Ευρωπαϊκοί λαοί θα διατηρήσουν το πολιτικό στίγμα τους και θα οικοδομήσουν μία κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, με τη βοήθεια των διακριτών πολιτισμικών τους στοιχείων. Για να αντιληφθεί κανείς τη σπουδαιότητα της ύπαρξης ενός συνταγματικού κειμένου, είναι απαραίτητο να κατανοήσει ποιο είναι το λειτουργικό νόημα της λέξεως «Σύνταγμα».

Ένα Σύνταγμα ƒ Οργανώνει τη διακυβέρνηση της πολιτειακής οντότητας για την οποία δημιουργείται. ƒ Περιγράφει το πεδίο των αρμοδιοτήτων των πολιτειακών οργάνων και τον τρόπο άσκησής τους. ƒ Αποτελεί τον απόλυτο κανόνα δράσης των πολιτειακών οργάνων και κάθε πράξη αντίθετη σε αυτό είναι παράνομη και άκυρη. Συνήθως, περιλαμβάνει ένα κατάλογο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, των οποίων εγγυάται την προστασία. ƒ Αντλεί την κανονιστική εξουσία του από το λαό, ο οποίος ή οι εκπρόσωποι του οποίου το θεσπίζει. ƒ Είναι ο θεμελιώδης κανόνας δικαίου ενός Έθνους ή ενός Κράτους. ƒ Αποτελεί σύμβολο πολιτειακής υπόστασης, οργάνωσης και λειτουργίας.

Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν το προϊόν των εργασιών της Συνέλευσης θα ονομάζεται «Σύνταγμα». Σημασία έχει το περιεχόμενο του κειμένου αυτού να έχει τα ανωτέρω στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ, συνήθως, η δημιουργία ενός κράτους προηγείται χρονικά της θέσπισης του Συντάγματος, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θέσπιση Συντάγματος προηγείται της δημιουργίας κρατικής οντότητας και, μάλιστα, θεωρείται ως στοιχείο που θα συμβάλλει στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τη δημιουργία ενός «Ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους».

Με δεδομένη την υπάρχουσα πολιτειακή δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εάν θεωρηθεί δόκιμο να εξομοιωθεί η Ένωση με μία Ευρωπαϊκή Πολιτεία), ένα Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να περιέχει διατάξεις που να αναφέρονται ρητά στα ακόλουθα : την ευδιάκριτη κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών - μελών, την οργάνωση της διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλήρη αρμοδιότητα της Ένωσης στην οργάνωση των διεθνών και εξωτερικών σχέσεών της, και την απευθείας θέσπιση του Συντάγματος από τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Η δομή και το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος είναι σημεία που εξετάζονται από τη Συνέλευση, στη βάση των κατά περίπτωση πολιτικών εισηγήσεων.

Μέχρι τώρα, έχει καταστεί δυνατό να αναγνωριστούν κάποια σημεία, τα οποία τυγχάνουν αποδοχής από την πλειοψηφία και, εφόσον σε αυτή μετέχουν ως μέλη Υπουργοί των κρατών - μελών, είναι ασφαλές να υποτεθεί ότι στα σημεία αυτά υπάρχει πολιτικό consensus από τα κράτη - μέλη. Ένα βασικό σημείο κοινής αποδοχής είναι ότι, με δεδομένο το δύσχρηστο και δυσχερές ισχύον σύστημα των κειμένων των Συνθηκών που διέπουν την Ένωση και τους πυλώνες της, πρέπει να υπάρξει ένα νέο κείμενο, πιο απλό και πιο λειτουργικό, που θα είναι ο συνταγματικός χάρτης της Ένωσης. Επίσης, τυγχάνει αποδοχής από την πλειοψηφία της Συνέλευσης το ότι το σχετικό κείμενο πρέπει, σε γενικές γραμμές, να διακρίνεται σε δύο μέρη.

Εκ των οποίων το ένα θα αφορά στο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο της Ένωσης και το άλλο στις κοινές Ευρωπαϊκές πολιτικές που θα αναπτύσσει και θα εφαρμόζει η Ένωση. Για να είναι πλήρες το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, γίνεται κοινά αποδεκτό ότι πρέπει σε αυτό να ενσωματωθεί ένα σύστημα προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων, που να προσδίδουν τη διάσταση της κοινωνικής Ευρώπης στην Ένωση. Η Συνέλευση, μέσω του συνταγματικού κειμένου που επεξεργάζεται, μπορεί να δώσει στους πολίτες τις βασικές κοινωνικές εγγυήσεις, ενσωματώνοντας τη Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και έτσι, να καταστήσει αξιόπιστη την κοινωνική πολιτική της Ένωσης σε όλα τα επίπεδα, καθώς θα έχει δημιουργήσει δεσμεύσεις για σχεδιασμό και υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικού περιεχομένου. 

Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και Σύνταγμα του 1911 

Είναι απόλυτα σαφές πως δε θα μπορούσαμε να κάνουμε πραγματική σύγκριση των δύο αυτών Συνταγμάτων (το ένα εξ αυτών είναι ακόμη εν δυνάμει Σύνταγμα) και οι λόγοι είναι πολλοί. Αρχικά, το Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση του Συντάγματος της Ευρώπης δε μπορεί να χαρακτηριστεί και ορθά δεν χαρακτηρίζεται επισήμως, Σύνταγμα, με την κλασική έννοια του όρου. Αποτελεί ακριβώς αυτό που δηλώνει, δηλαδή προσχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης. Μόνο το προοίμιο προσομοιάζει με τα γνωστά μας εθνικά συντάγματα. Τα άλλα δύο μέρη του προσχεδίου ουσιαστικά συγκεφαλαιώνουν, με απλουστευμένη μορφή, τα κείμενα των τεσσάρων δυσανάγνωστων συνθηκών και των πολυάριθμων πρωτοκόλλων που τις συνοδεύουν.

Έτσι, τίθεται μία τάξη στη δαιδαλώδη για τους Ευρωπαίους πολίτες Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Σε αντίθεση με το Σχέδιο Συντάγματος της Ευρώπης, το Σύνταγμα του 1911 είναι ένα ολοκληρωμένο (ανεξαρτήτως των ατελειών ή των ελλείψεων που μπορεί να έχει) Σύνταγμα με την κλασική έννοια του όρου, το οποίο ετέθη σε εφαρμογή την εποχή για την οποία δημιουργήθηκε. Επιπροσθέτως, το Σχέδιο Συντάγματος της Ευρώπης είναι ένα κείμενο (αν και δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή ακόμα) πλήρες και οι «συντακτικοί του νομοθέτες» έχουν λάβει υπόψη τους όλες τις πλευρές και τις πτυχές, τις ανάγκες και τα προβλήματα που δύναται να προκύψουν στον Ευρωπαίο πολίτη.


Και χρήζουν συνταγματικής κατοχύρωσης, αντιμετώπισης και τα δικαιώματα (καθώς και οι υποχρεώσεις) του ίδιου του Ευρωπαίου πολίτη χρήζουν προστασίας (και αναφοράς και επεξήγησης ως προς τις υποχρεώσεις). Το Σύνταγμα του 1911, ένα σύνταγμα που δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το κυριότερο και μεγαλύτερο κομμάτι του δημιουργήθηκε το 1864 και το 1911 ο Ελ. Βενιζέλος προχώρησε στην αναθεώρησή του, αποτελεί ένα σύνταγμα με σημαντικές ελλείψεις (όπως η μη ρητή διατύπωση και αναφορά -συνεπώς και κατοχύρωση- του κοινοβουλευτικού συστήματος), το οποίο ακόμα και για την εποχή του δεν ανταποκρινόταν επαρκώς και πλήρως στις ανάγκες της περιόδου εκείνης.

Αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κανείς, μελετώντας και τα δύο συντάγματα, είναι κάποιες ομοιότητες (εάν μπορούν να χαρακτηριστούν κατ’ αυτόν τον τρόπο) σε συγκεκριμένα άρθρα και ρυθμίσεις που περιέχουν. Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα του Μέρους ΙΙ, του Χάρτη δηλαδή των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, βρίσκουν ανταπόκριση στα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα του 1911 δικαιώματα και αυτά είναι τα ακόλουθα : Στο άρθρο 1 του Συντάγματος του 1911 ορίζεται, ανάμεσα σε άλλα, ότι πάσα θρησκεία είναι ανεκτή και στο άρθρο 10 του Σχεδίου του Συντάγματος της Ευρώπης προβλέπεται η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Επίσης, τη διάταξη του άρθρου 3 του 1911 περί ισότητας όλων των ανθρώπων ενώπιον του νόμου, τη συναντάμε στο άρθρο 20 του Σχεδίου Συντάγματος.

Εν συνεχεία, η προσωπική ελευθερία που προστατεύεται από το άρθρο 4 του Συντάγματος του 1911, προστατεύεται και στο άρθρο 6 του Σχεδίου Συντάγματος ως δικαίωμα στην ελευθερία και στην ασφάλεια. Το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές που προβλέπεται στο άρθρο 9 του 1911, ρυθμίζεται ως «δικαίωμα αναφοράς» στο άρθρο 44 του εν δυνάμει Συντάγματος της Ευρώπης. Εν συνεχεία, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (ησύχως στην πρώτη περίπτωση και ειρηνικώς στη δεύτερη) και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, αν και στο Σύνταγμα του 1911 ο νομοθέτης τα τοποθετεί σε δύο διαφορετικές διατάξεις, στο Σχέδιο Συντάγματος για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα βρίσκουμε σε μία διάταξη και τα δύο, στο άρθρο 12 («ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι»).

Το δικαίωμα της προστασίας της κατοικίας ως ασύλου το συναντάμε στο μεν Σύνταγμα του 1911 στο άρθρο 12, στο δε Σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος στο άρθρο 7, ως σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών. Η διάταξη του άρθρου 13 του 1911 όπου αναφέρει ότι στην Ελλάδα δεν πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος και είναι -ο τελευταίος- ελεύθερος ανεξάρτητα από το γένος του και τη θρησκεία του, στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα προβλέπεται ότι «Κανείς δεν µπορεί να κρατηθεί σε δουλεία ούτε σε ειλωτεία». Επιπλέον, το δικαίωμα στη δωρεάν εκπαίδευση αλλά η υποχρέωση λήψης της στοιχειώδους εκπαίδευσης, που στο Σύνταγμα του 1911 τη συναντάμε στο άρθρο 16.

Στο Σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, τη συναντάμε στο άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2. Επίσης, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ρυθμίζεται και στα δύο συντάγματα στο άρθρο 17. Τέλος, η κατάργηση της θανατικής ποινής και των βασανιστηρίων που προβλέπονται στο Σύνταγμα του 1911 στο άρθρο 18, στο Σχέδιο του Συντάγματος της Ευρώπης προβλέπονται ξεχωριστά, η μεν κατάργηση της θανατικής ποινής στο άρθρο 2 παράγραφος 2, η δε κατάργηση των βασανιστηρίων στο άρθρο 4. Μία τελευταία αντιπαραβολή που θα μπορούσε κανείς να πραγματοποιήσει είναι αυτή των άρθρων που ρυθμίζουν τα περί ανάδειξης και λοιπών της αυτής φύσεως ζητημάτων του Βασιλέως (άρθρα 29 έως 44) και της Βουλής (άρθρα 54 έως 76).

Στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, στον Τίτλο IV, που περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις όσον αφορά στα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης, στο Κεφάλαιο Ι, συναντάμε τις ρυθμίσεις για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (που αντιστοιχεί στην τότε -αλλά και τη σημερινή- Βουλή) από το άρθρο 19 κι επόμενα, για τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (τον Βασιλέα του 1911, τον σύγχρονο Πρωθυπουργό) από το άρθρο 21 κι επόμενα και, τέλος, για τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (που αντιστοιχεί και πάλι στον Βασιλέα του 1911, διότι τότε δεν υπήρχε ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, που υφίσταται σήμερα).

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Τα Τοπικά Πολιτεύματα της Επαναστατικής Περιόδου

Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», «η Βουλή της Θετταλομαγνησίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος» και η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος». Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση, προέβλεπαν δε τη μελλοντική σύσταση «Βουλής του Έθνους», στην οποία θα ανήκε η νομοθετική εξουσία.

Από την οποία θα εξηρτώντο οι κατά τόπους ιδρυθείσες «Διοικήσεις», δηλαδή οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας και ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου ψηφίσθηκαν από συνελεύσεις του επαναστατημένου λαού και τα συνταγματικά σχέδια της Σάμου και της Κρήτης. Συγκεκριμένως, το Μάιο του 1821, επικυρώθηκε η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης». Θα πρέπει να σημειωθεί, πως η ίδρυση των τοπικών αυτών πολιτευμάτων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική.

Αφενός μεν διότι περιείχαν, αν και ατελώς, αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες αγωνιζόταν τότε ο λαός, αφετέρου δε διότι αποκάλυπταν την έφεση για διοίκηση και πολιτειακή ευνομία με αιρετούς άρχοντες, με ταυτόχρονη εισαγωγή κάποιων από τα συστατικά της παραδοσιακής Ελληνικής κοινωνίας.

Τα Συντάγματα Εθνικής Εμβέλειας

Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου Ελληνικού συντάγματος από την Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις». Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β' Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής. Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων.


Βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο. Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ' Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του.

Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828 - 1832)

Ο Καποδίστριας, ωστόσο, επικαλούμενος την αταξία και τις δυσκολίες που καθιστούσαν τη διακυβέρνηση δυσχερή εισηγήθηκε στη Βουλή, και αυτή με ψήφισμά της, τον Ιανουάριο του 1828 αποδέχθηκε, την αναστολή της λειτουργίας της ιδίας και του Συντάγματος. Στη θέση της Βουλής ιδρύθηκε το «Πανελλήνιον» και αργότερα η Γερουσία, συμβουλευτικά όργανα, τα οποία μετείχαν «μετά του Κυβερνήτου της Ελλάδος των έργων της Κυβερνήσεως». Ουσιαστικώς, βεβαίως, την εξουσία ασκούσε ο ίδιος ο Καποδίστριας ο οποίος συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία με λαϊκό χρίσμα που εκείνος λάμβανε και ανανέωνε με το αντιπροσωπευτικό σύστημα.

Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρισθεί η προσπάθειά του για τη δημιουργία κρατικής υπόστασης από το μηδέν και η απελευθέρωση μεγάλου μέρους της χώρας. Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που θύμιζε έντονα το αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.

Η Απόλυτη Μοναρχία (1832 - 1843)

Στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης Ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Τα βασικά όμως χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής ήταν η έλλειψη Συντάγματος, η αυθαίρετη διακυβέρνηση, η κακή οικονομική κατάσταση και η αυταρχική νομοθεσία. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, Ελληνικού κράτους. 

Η Συνταγματική Μοναρχία (1843 - 1862)

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 στασίασε η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών και με τη συμμετοχή πολιτών, ζήτησε από τον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Το Σύνταγμα, που προέκυψε τον Μάρτιο του 1844, από τις εργασίες "της Γ' Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως", υπήρξε ένα Σύνταγμα - συνάλλαγμα, δηλαδή ένα συμβόλαιο μεταξύ του μονάρχη και του 'Έθνους. Ο Όθων, παρ' ότι δέχτηκε την ίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχε τη διάθεση της πιστής εφαρμογής του και, παραβιάζοντας το πνεύμα -αλλά και το γράμμα- του Συντάγματος, προσπάθησε να συγκεντρώσει όση περισσότερη δύναμη γίνεται. Το αυξανόμενο ρεύμα δυσαρέσκειας είχε ως αποτέλεσμα πολίτες και στρατός να εξεγερθούν τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1862 και να αποφασίσουν την έξωση του Όθωνα.

Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα - συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο. Ο ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων».

Επίσης, το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας, και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844, καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία.

Η πρώτη Περίοδος του Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας (1864 - 1909)

Οι συνεχώς, όμως, μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου και της δυναστείας των Wittelsbach.

Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο - Χριστιανό - Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig - Holstein - Sønderburg - Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α' «Βασιλεύς των Ελλήνων». Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 - Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.


Το Σύνταγμα του 1864

Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β' εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας.

Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας η οποία θα διεξήγετο και θα διενεργείτο ταυτοχρόνως σε όλη την επικράτεια, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Παραλλήλως, υιοθέτησε αρκετές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, προέβλεψε, όμως, επιπλέον, τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Τέλος, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για υποχρέωση του στέμματος «όπως λαμβάνη τους υπουργούς εκ των Βουλών» απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, η κατοχύρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, πέραν της καθιέρωσης για πρώτη φορά των δικαιωμάτων που ήδη αναφέρθηκαν, δεν άργησε να εκδηλωθεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο. Συγκεκριμένως, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών.

Νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Τα Χρόνια της Κρίσης 

Η περίοδος 1915 - 1920 υπήρξε εξαιρετικά ταραγμένη στο εσωτερικό της χώρας (παράλληλη ύπαρξη δύο κυβερνήσεων, κατοχή μέρους του ελληνικού εδάφους από ξένες δυνάμεις, πολιτικές λύσεις πέρα από κάθε συνταγματική νομιμότητα) αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα σημαντική, αφού αυξήθηκε κατά πολύ ο εθνικός χώρος.

Η Δεύτερη Περίοδος του Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και η Ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1911 - 1924)

Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911, οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του. Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το Δημόσιον Δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής) και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών.

Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήταν η ενίσχυση της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας, η μείωση από το 30ό στο 25ο του ορίου ηλικίας των εκλόγιμων βουλευτών, η φορολογική ισότητα, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβιάστου της κατοικίας. Ταυτοχρόνως, αναβαθμίσθηκε ο ρόλος της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.

Τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ' εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία.

Το Σύνταγμα του 1927 

Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927. Συμφώνως με αυτό, προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη νομοθετική λειτουργία, μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος.

Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν, αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για πρώτη φορά, τέλος, ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε «να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής».

Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς, πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875. Το Σύνταγμα αυτό, που έμελλε να ισχύσει για οκτώ μόνο χρόνια και ήταν συντηρητικότερο του σχεδίου της επιτροπής Παπαναστασίου, χαρακτηρίσθηκε στο πεδίο της οργάνωσης των εξουσιών από την τάση για υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο επιβεβλημένος, ωστόσο, από τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρατικός παρεμβατισμός δεν εξασφαλίσθηκε, με μοιραίο επακόλουθο τη συχνή παραβίασή του.


Υπό τις συνθήκες αυτές, η αβασίλευτη Δημοκρατία, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δεν κατόρθωσε να καταστεί το σημείο αναφοράς ενός νέου εθνικού οράματος, που οι δημοκρατικοί πολιτικοί άνδρες της εποχής αναζητούσαν με συνέπεια να μην προωθηθούν αποτελεσματικώς οι απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η δε σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 - 1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Η Επαναφορά της Βασιλείας 

Η Β' Ελληνική Δημοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1935. Το 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο "Βενιζελικό" πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής αστάθειας, επανήλθε στον θρόνο μετά από δημοψήφισμα και ο βασιλιάς Γεώργιος. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του Ελληνικού εδάφους από τις Γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911.

Αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου. Το νέο Σύνταγμα, μετά από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952.

Η Τρίτη Περίοδος του Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας (1952 - 1967)

Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Η εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών, επανήλθε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μετά και από την ατυχή κατάληξη, το 1948, της αναθεωρητικής διαδικασίας της Επιτροπής του Β' Ψηφίσματος.

Το Σύνταγμα του 1952

Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό και σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911. Βασικές καινοτομίες του ήσαν η ρητή καθιέρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευομένης δημοκρατίας και η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Ταυτοχρόνως, αντιμετώπιζε συντηρητικώς τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση και τον Τύπο.

Διαρκούσης της ισχύος του Συντάγματος του 1952, το Φεβρουάριο του 1963 κατατέθηκε πρόταση ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε τελικώς, λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης και της διάλυσης της Βουλής μετά από λίγους μήνες. Αρκετές ωστόσο από τις προτάσεις που περιείχε αυτή η πρόταση αναθεώρησης ανευρίσκονται στο Σύνταγμα του 1975.

Η Στρατιωτική Δικτατορία (1967 - 1974)

Η επτάχρονη, τέλος, στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967 - 1974) ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.

Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία (1974 - Σήμερα)

Η Καθιέρωση της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975

Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και επανέφερε εν μέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούσαν τον βασιλέα. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) και το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος (8 Δεκεμβρίου 1974), το οποίο απέβη υπέρ του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε τελικώς μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακώς κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών και παραχωρούσε σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει αποφασιστικώς στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής. Το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικώς, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και -εμμέσως- στην τότε ΕΟΚ.

Η Πρώτη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986)

Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, ένδεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, εισάγοντας ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, εφαρμόσθηκε κατά τρόπο που εξασφάλισε στη χώρα κοινοβουλευτική σταθερότητα και ομαλή πολιτική ζωή.

Η Δεύτερη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001)

Την άνοιξη του 2001 ψηφίσθηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και, μάλιστα, σε κλίμα κατά κανόνα συναινετικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την τροποποίηση μεγάλου αριθμού διατάξεων του Συντάγματος, η αναθεώρηση έγινε αποδεκτή, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, και, επομένως, ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.


Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα (όπως, π.χ., την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης με το Κράτος κ.ά.), προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά προς την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα με λήψη υπόψη της νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες αρχές, προέβη σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο πεδίο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας.

Η Τρίτη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008)

Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά το 2008 σε περιορισμένο αριθμό διατάξεών του. Μεταξύ των διατάξεων που έγιναν δεκτές, είναι η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, που είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού, αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Συμπερασματικώς, το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 

Επαναστατική Περίοδος (1821 -1 832) / Α' Ελληνική Δημοκρατία (1821 - 1828) 

  • 25 Μαρτίου 1821 Ξεσπά η Επανάσταση στη Νότια Ελλάδα. 
  • 1 Ιανουαρίου 1822 «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» (Σύνταγμα της Επιδαύρου). 
  • 13 Απριλίου 1823 «Νόμος της Επιδαύρου» (Σύνταγμα του Άστρους). 
  • 3 Απριλίου 1827 Η Γ´ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα εκλέγει ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος. 
  • 1 Μαΐου 1827 «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος» (Σύνταγμα της Τροιζήνας). 
  • 7 Ιανουαρίου 1828 Άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα. 
  • 18 Ιανουαρίου 1828 Μετά από εισήγηση του Καποδίστρια η Βουλή αναστέλλει την ισχύ του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Ο Καποδίστριας αποκτά δικτατορικές εξουσίες. 
  • 3 Φεβρουαρίου 1830 Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους. 
  • 27 Σεπτεμβρίου 1831 Δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. 
  • 13 Φεβρουαρίου 1832 Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις προσφέρουν το στέμμα της Ελλάδος στον πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα. 

Απόλυτη Μοναρχία (1833 - 1843)

  • 6 Φεβρουαρίου 1833 Ο Όθων αποβιβάζεται στο Ναύπλιο ως «Ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος». 
  • 1833 - 1835 Τριμελής Αντιβασιλεία ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας. 
  • 20 Μαΐου 1835 Ο Όθων αναλαμβάνει προσωπικά τη διακυβέρνηση της χώρας. 

Συνταγματική Μοναρχία (1843 - 1862) 

  • 3 Σεπτεμβρίου 1843 Μετά από στάση ο Όθων αναγκάζεται να συναινέσει στη θέσπιση Συντάγματος. 
  • 18 Μαρτίου 1844 Ψηφίζεται το Σύνταγμα του 1844 το οποίο καθιερώνει το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας. 
  • 10 Οκτωβρίου 1862 Εξέγερση υποχρεώνει τον Όθωνα να εγκαταλείψει την Ελλάδα. 

Η Περίοδος της Κυβερνώσας Βουλής (1862 - 1864)

  • Οκτώβριος 1862- Νοέμβριος 1864 Η Ελλάδα κυβερνάται από την Β' Εθνική Συνέλευση 
  • 18 Μαρτίου 1863 Η Εθνική Συνέλευση αναγορεύει (παμψηφεί) τον Γεώργιο (του οίκου Χόλσταϊν - Σόντερμουργκ - Γλύξμπουργκ της Δανίας) «Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων». 
  • 13 Ιουλίου 1863 Με τη Συνθήκη του Λονδίνου οι τρεις δυνάμεις και η Δανία κηρύσσουν την Ελλάδα κράτος «μοναρχικόν, ανεξάρτητον και συνταγματικόν». 


Η Πρώτη Περίοδος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (1864 - 1923)

  • 17 Νοεμβρίου 1864 Τίθεται σε ισχύ το Σύνταγμα του 1864 το οποίο καθιερώνει το πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας. 
  • 11 Αυγούστου 1875 Ο Γεώργιος Α' αποδέχεται την «αρχή της δεδηλωμένης» διαβάζοντας τον λόγο του θρόνου που συνέταξε ο Χαρίλαος Τρικούπης 
  • 1877 Αποκτούν δικαίωμα ψήφου όλοι οι άρρενες ενήλικοι 
  • 1881 Προσαρτήθηκαν η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας 
  • 1893 Πτώχευση του Ελληνικού κράτους 
  • 1897 Η Ελλάδα χάνει στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο 
  • 1898 Επιβάλλεται Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος στο Ελληνικό Κράτος 
  • 1903 - 1908 Μακεδονικός αγώνας (1903-1908), εξέγερση στην Κρήτη (1905) και κήρυξη της Ένωσής της με την Ελλάδα (1908). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρωταγωνιστεί στην Κρητική εξέγερση. 
  • 15 Αυγούστου 1909 Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» εκδηλώνει κίνημα στο Γουδί. 
  • Δεκέμβριος 1909 Μετά από πρόσκληση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» ο Βενιζέλος φθάνει στην Αθήνα. 
  • 2 Ιουνίου 1911 Τίθεται σε ισχύ το Σύνταγμα του 1911 
  • 1912 - 1913 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι καταλήγουν νικηφόρα για την Ελλάδα αλλά στη διάρκειά τους εκδηλώνεται η πρώτη σοβαρή σύγκρουση του (πρωθυπουργού πλέον) Βενιζέλου με τον διάδοχο Κωνσταντίνο 
  • 5 Μαρτίου 1913 Δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο Γεώργιος Α'. Στο θρόνο ανέρχεται ο διάδοχος ως Κωνσταντίνος Α'. 
  • Αύγουστος 1914 Ξεσπά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι πρώτες συγκρούσεις Κωνσταντίνου και Βενιζέλου. 
  • 21 Φεβρουαρίου 1915 Ο Βενιζέλος παραιτείται με σκοπό να προκαλέσει εκλογές. 
  • 31 Μαρτίου 1915 Το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Βενιζέλος) κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση. 
  • 29 Οκτωβρίου 1915 Λόγω των συνεχιζόμενων διαφωνιών για την εξωτερική πολιτική, ο Βενιζέλος παραιτείται. 
  • 6 Δεκεμβρίου 1915 Στις εκλογές που πραγματοποιούνται το κόμμα των Φιλελευθέρων αρνείται να συμμετάσχει. Οι βασιλικοί κερδίζουν μεγάλη πλειοψηφία και σχηματίζουν κυβέρνηση. 
  • 17 Αυγούστου 1916 Ξεσπά στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της Εθνικής Άμυνας από Βενιζελικούς. Σχηματίζεται τον Σεπτέμβριο επαναστατική κυβέρνηση υπό τον Βενιζέλο. Στις 11 Νοεμβρίου η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία και στην Αυστροουγγαρία. 
  • 30 Μαΐου 1917 Οι σύμμαχοι (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) εξαναγκάζουν τον Κωνσταντίνο και τον διάδοχο Γεώργιο να παραιτηθούν και να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Στον θρόνο ανέρχεται ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Αλέξανδρος. 
  • 14 Ιουνίου 1917 Ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση ολόκληρης της Ελλάδος. Αναβιώνει η βουλή που είχε προέλθει από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1915 (Βουλή των Λαζάρων). 
  • 12 Οκτωβρίου 1920 Ο Αλέξανδρος πεθαίνει από σηψαιμία. 
  • 1 Νοεμβρίου 1920 Στις εκλογές οι αντιβενιζελικοί / βασιλικοί κερδίζουν τις εκλογές παρά τις μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες του Βενιζέλου που οδήγησαν στην «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». 
  • 22 Νοεμβρίου 1920 Διεξάγεται νόθο δημοψήφισμα που εγκρίνει με 99% την επιστροφή του Κωνσταντίνου. 
  • Αύγουστος 1922 Η κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία οδηγεί στην καταστροφή της Σμύρνης. 
  • 11 Σεπτεμβρίου 1922 Ξεσπά κίνημα με επικεφαλής τον Βενιζελικό αξιωματικό Νικόλαο Πλαστήρα.
  • 14 Σεπτεμβρίου 1922 Ο Κωνσταντίνος παραιτείται υπέρ του υιού του Γεωργίου Β' και εγκαταλείπει μόνιμα την Ελλάδα. 
  • Νοέμβριος 1922 Δικάζονται και εκτελούνται έξι ηγετικά στελέχη της αντιβενιζελικής παράταξης ως υπεύθυνα για τη Μικρασιατική καταστροφή (Δίκη των Εξ). 
  • 16 Δεκεμβρίου 1923 Στις εκλογές τα φιλοβασιλικά κόμματα απέχουν και οι Βενιζελικοί θριαμβεύουν. 
  • 19 Δεκεμβρίου 1923 Ο Γεώργιος Β' υποχρεώνεται να αναχωρήσει από την Ελλάδα. Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας ανατίθεται στο Ναύαρχο Κουντουριώτη. 


Η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία (1924 - 1935)

  • 2 Ιανουαρίου 1924 Ο Νικόλαος Πλαστήρας καταθέτει την «εξουσίαν της Επαναστάσεως» στην Δ' Εθνική Συνέλευση. 
  • 25 Μαρτίου 1924 Η Εθνική Συνέλευση κηρύττει έκπτωτη τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ και εγκαθιδρύει πολίτευμα Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας (επικυρώνεται με το δημοψήφισμα της 13 / 4 / 1924). 
  • 25 Ιουνίου 1925 Με στρατιωτικό κίνημα ο Θ. Πάγκαλος (Βενιζελικός στρατηγός και βουλευτής) εξαναγκάζει την κυβέρνηση σε παραίτηση, σχηματίζει κυβέρνηση που λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης, τροποποιεί αυθαίρετα το Σύνταγμα και κηρύσσει δικτατορία στις 4 Ιανουαρίου 1926. 
  • 22 Αυγούστου 1926 Ο Βενιζελικός στρατηγός Γ. Κονδύλης ανατρέπει τον Πάγκαλο και αποκαθιστά τη Δημοκρατία 
  • 3 Ιουνίου 1927 Τίθεται σε ισχύ το Σύνταγμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. 1928 - 1932 Η τελευταία κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου. 
  • 5 Μαρτίου 1933 Στις εκλογές πλειοψηφεί η αντιβενιζελική παράταξη. Ο Νικόλαος Πλαστήρας οργανώνει την επομένη στρατιωτικό κίνημα που αποτυγχάνει, όπως και το στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. 
  • Απρίλιος - Ιούνιος 1935 Η κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη (αντιβενιζελικοί) με σειρά Συντακτικών Πράξεων αναστέλλει, καταργεί ή τροποποιεί διατάξεις του Συντάγματος. 
  • 9 Ιουνίου 1935 Οι Βενιζελικοί απέχουν από τις εκλογές. 

Η Δεύτερη Περίοδος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (1935 - 1936)

  • 1 Οκτωβρίου 1935 Μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα του Γ. Κονδύλη (που έχει περάσει στην αντιβενιζελική παράταξη) ο Τσαλδάρης υποχρεώνεται να καταργήσει το Σύνταγμα του 1927, να επαναφέρει το Σύνταγμα του 1864 / 1911 και να προκηρύξει δημοψήφισμα για την επαναφορά της Βασιλείας. 
  • 3 Νοεμβρίου 1935 Με άλλο ένα νόθο δημοψήφισμα η βασιλεία επιστρέφει (με 97,88%). 
  • 25 Νοεμβρίου 1935 Ο Γεώργιος ο Β' επιστρέφει στην Ελλάδα. 
  • 26 Ιανουαρίου 1936 Οι εκλογές διεξάγονται με απλή αναλογική, τα δύο κόμματα (Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί) δεν μπορούν να σχηματίσουν πλειοψηφία και το ΚΚΕ καθίσταται ρυθμιστής. 
  • 13 Απριλίου 1936 Λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης (ως προσωρινή λύση) από τη Βουλή ο Ιωάννης Μεταξάς (αντιβενιζελικός πολιτικός, πρώην στρατιωτικός). 

Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936 - 1941)

  • 4 Αυγούστου 1936 Ο Μεταξάς με τη συναίνεση του Γεώργιου εγκαθιστά δικτατορία. 
  • 28 Οκτωβρίου 1940 Μετά το «όχι» του Μεταξά, η Ελλάδα εμπλέκεται στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κατοχή (1941 - 1944)

  • Απρίλιος 1941 Η Ελλάδα καταλαμβάνεται από τις Δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία). Ο Γεώργιος Β' και η Κυβέρνηση (ο Μεταξάς έχει πεθάνει) εγκαταλείπουν την Ελλάδα. 
  • 1941 - 1944 Την Ελλάδα «κυβερνούν» κυβερνήσεις-μαριονέτες των Γερμανών. 
  • 20 Μαΐου 1944 Στο «Εθνικό Συμβούλιο» του Λιβάνου συμφωνήθηκε μεταξύ των εκπροσώπων όλων των κομμάτων και των οργανώσεων της Εθνικής Αντίστασης ότι μετά την απελευθέρωση ο Ελληνικός λαός «θα αποφασίσει κυριάρχως και δια το πολίτευμα και δια το κοινωνικό καθεστώς και την κυβέρνηση της αρεσκείας του». Οι συμφωνίες επικυρώνονται και διευρύνονται στην Καζέρτα (24 / 9 / 1944). 

Η Ανώμαλη Περίοδος (1944 - 1949)

  • 18 Οκτωβρίου 1944 Μετά την αποχώρηση των Γερμανών εγκαθίσταται στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. 
  • Δεκέμβριος 1944 -  Ιανουάριος 1945 Δεκεμβριανά 
  • 12 Φεβρουαρίου 1945 Η Συμφωνία της Βάρκιζας οδηγεί σε κατάπαυση του πυρός και ορίζει διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την επίλυση του πολιτειακού και διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης (που θα καταρτίσει νέο Σύνταγμα). 
  • 31 Μαρτίου 1946 Στις εκλογές απέχει η Αριστερά. Θρίαμβος του δεξιού Λαϊκού κόμματος του Π. Τσαλδάρη (πρώην αντιβενιζελικοί). 
  • 1 Σεπτεμβρίου 1946 Το δημοψήφισμα αποβαίνει υπέρ της επανόδου του Γεωργίου Β'. 
  • 1946 - 1949 Εμφύλιος Πόλεμος. Η δεξιά (πρώην αντιβενιζελικοί) και το κέντρο (πρώην Βενιζελικοί) συνασπίζονται κατά του κομμουνιστικού κινδύνου. 
  • 1 Απριλίου 1947 Πεθαίνει ο Γεώργιος Β'. Τον διαδέχεται ο αδελφός του (τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Α') Παύλος. 


Η Τρίτη Περίοδος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (1949 - 1967) 

  • 5 Μαρτίου 1950 Διεξάγονται οι πρώτες εκλογές μετά τον Εμφύλιο 
  • 1950 - 1952 Πολιτική κυριαρχία του κέντρου. 
  • 1 Ιανουαρίου 1952 Τίθεται σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 (η συνέχεια του Συντάγματος 1864 / 1911) 
  • 16 Νοεμβρίου 1952 Στις εκλογές (που ψηφίζουν για πρώτη φορά οι Ελληνίδες) κυριαρχεί απόλυτα το νέο κόμμα της δεξιάς Ελληνικός Συναγερμός με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπάγο. 
  • Οκτώβριος 1955 Ο Παπάγος πεθαίνει. Πριν το κόμμα του εκλέξει τον διάδοχο ο Παύλος θα δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον υπουργό Δημοσίων Έργων του Παπάγου και νέο πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Καραμανλής διαλύει τον Εθνικό Συναγερμό και ιδρύει την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς αντιβενιζελικής παράταξης, αλλά και πολλούς πρώην Βενιζελικούς και κεντρώους (Κανελλόπουλος, Αβέρωφ, κ.ά.). 
  • 1956 - 1963 Οκταετία Καραμανλή 
  • 11 Μαΐου 1958 Το αριστερό κόμμα της ΕΔΑ αναδεικνύεται στις εκλογές αξιωματική αντιπολίτευση. 
  • 29 Οκτωβρίου 1961 Οι εκλογές χαρακτηρίζονται νόθες από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ξεκινά ο «ανένδοτος αγών». 
  • 21 Φεβρουαρίου 1963 Ο Καραμανλής καταθέτει στη Βουλή πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος. 
  • 22 Μαΐου 1963 Δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρ. Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη.
  • 3 Νοεμβρίου 1963 Στις εκλογές πλειοψηφεί η Ένωση Κέντρου (ΕΚ) αλλά με μικρή διαφορά από την ΕΡΕ. Ο Καραμανλής αποχωρεί από την ενεργό πολιτική. 
  • 16 Φεβρουαρίου 1964 Μεγάλη εκλογική νίκη της ΕΚ που της δίνει απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου. 
  • Μάρτιος 1964 Πεθαίνει ο Παύλος και τον διαδέχεται ο Κωνσταντίνος Β' 
  • 15 Ιουλίου 1965 Ξεκινά η μεγάλη πολιτική και συνταγματική κρίση. Ο Κωνσταντίνος εξαναγκάζει τον Παπανδρέου σε παραίτηση και διορίζει διαδοχικά τρεις κυβερνήσεις «αποστατών» από την Ένωση Κέντρου. 
  • 24 Σεπτεμβρίου 1965 Η τρίτη κυβέρνηση των αποστατών με πρωθυπουργό τον Στ. Στεφανόπουλο κατορθώνει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. 
  • Απρίλιος 1967 Μετά από μυστική συμφωνία Παπανδρέου (ΕΚ), του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου και του Κωνσταντίνου ο δεύτερος αναλαμβάνει την πρωθυπουργία με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές τον Μάιο του 1967. 

Η Στρατιωτική Δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967 - 1974)

  • 21 Απριλίου 1967 Στρατιωτικό πραξικόπημα κατώτερων αξιωματικών (συνταγματαρχών) επιβάλλει δικτατορικό καθεστώς και υποχρεώνει τον Κωνσταντίνο να διορίσει κυβέρνηση αποτελούμενη από στρατιωτικούς και δικαστικούς. 
  • 13 Δεκεμβρίου 1967 Ο Κωνσταντίνος μετά από ένα αποτυχημένο κίνημα κατά των δικτατόρων εγκαταλείπει την Ελλάδα. 
  • 15 Νοεμβρίου 1968 Μετά από ένα νόθο δημοψήφισμα τίθεται σε ισχύ το πρώτο δικτατορικό Σύνταγμα του 1968. 
  • 1 Ιουνίου 1973 Καταργείται η Μοναρχία με Συντακτική Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. 
  • 4 Οκτωβρίου 1973 Μετά από νόθο δημοψήφισμα τίθεται σε ισχύ το δεύτερο δικτατορικό Σύνταγμα του 1973 («Προεδρικής Δημοκρατίας»). Πρόεδρος ο αρχηγός των πραξικοπηματιών Γεώργιος Παπαδόπουλος. 
  • 8 Οκτωβρίου 1973 Διορίζεται πρωθυπουργός ο πολιτικός Σπύρος Μαρκεζίνης με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. 
  • 17 Νοεμβρίου 1973 Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση πολιορκίας. 
  • 25 Νοεμβρίου 1973 Ο Παπαδόπουλος ανατρέπεται από τον Δημήτρη Ιωαννίδη. 
  • Ιούλιος 1974 Η απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου από την χούντα των Αθηνών οδηγεί σε Τουρκική απόβαση στην Κύπρο (20 / 7). 
  • 23 Ιουλίου 1974 Η δικτατορία καταρρέει. 


Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία (1974 - 2006)

  • 24 Ιουλίου 1974 Επιστρέφει ο Καραμανλής από το Παρίσι και αναλαμβάνει να σχηματίσει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με συμμετοχή μελών της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου. 
  • Ιούλιος - Αύγουστος 1974 Χορηγείται αμνηστία. Νομιμοποιείται το ΚΚΕ. Τίθεται σε ισχύ προσωρινά το Σύνταγμα του 1952 με εξαίρεση τις διατάξεις για το Πολίτευμα. 
  • 17 Νοεμβρίου 1974 Στις εκλογές θριαμβεύει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας που ίδρυσε ο Καραμανλής (δεύτερο κόμμα η Ένωση Κέντρου). 
  • 8 Δεκεμβρίου 1974 Στο τελευταίο (και μόνο γνήσιο) δημοψήφισμα στην Ελληνική πολιτική ιστορία ο Ελληνικός λαός με 70% επιλέγει την αβασίλευτη δημοκρατία. 
  • 9 Δεκεμβρίου 1974 Εκλέγεται από τη βουλή ως προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Μιχαήλ Στασινόπουλος. 
  • 11 Ιουνίου 1975 Τίθεται σε ισχύ το νέο Σύνταγμα του 1975 (το οποίο ισχύει αναθεωρημένο μέχρι σήμερα).
  • 19 Ιουνίου 1975 Εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Βουλή ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. 
  • 20 Νοεμβρίου 1977 Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει ξανά τις εκλογές (δεύτερο κόμμα το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου). 
  • 5 Μαΐου 1980 Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στις 10 / 5 ο Γεώργιος Ράλλης τον αντικαθιστά στην Πρωθυπουργία και στην αρχηγία της Ν.Δ. 
  • 1 Ιανουαρίου 1981 Η Ελλάδα εντάσσεται στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΟΚ) 
  • 18 Οκτωβρίου 1981 Τις εκλογές κερδίζει με μεγάλη διαφορά το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ορκίζεται πρωθυπουργός. 
  • Μάρτιος 1985 Ο Κ. Καραμανλής παραιτείται. Συνταγματικό θέμα με την ψήφο του Προέδρου της Βουλής (Ι. Αλευρά) που έχει αναλάβει προσωρινά καθήκοντα Προέδρου Δημοκρατίας. Εκλέγεται νέος πρόεδρος ο Χρ. Σαρτζετάκης. 
  • 2 Ιουνίου 1985 Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές. 
  • 12 Μαρτίου 1986 Τίθεται σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα 1975 / 1986 (μεταφρασμένο ολόκληρο στη Δημοτική). 
  • 18 Ιουνίου 1989 Στις εκλογές κανένα κόμμα δεν λαμβάνει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή (λόγω του συστήματος απλής αναλογικής). Τελικά σχηματίζεται κυβέρνηση από τον Τζ. Τζανετάκη με υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας και της Αριστεράς. Ο Α. Παπανδρέου και ορισμένοι υπουργοί του παραπέμπονται για οικονομικά σκάνδαλα στο Ανώτατο Δικαστήριο (τελικά θα αθωωθεί). 
  • 5 Νοεμβρίου 1989 Στις εκλογές κανένα κόμμα δεν αποκτά την πλειοψηφία στη Βουλή και έτσι σχηματίζεται οικουμενική κυβέρνηση (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Αριστεράς) με πρωθυπουργό τον Ξεν. Ζολώτα. 8 Απριλίου 1990 Στις εκλογές η Νέα Δημοκρατία καταλαμβάνει τις μισές έδρες της Βουλής (150), αλλά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σχηματίζει κυβέρνηση που τελικά λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης (152 βουλευτές). 
  • 4 Μαΐου 1990 Εκλέγεται για δεύτερη θητεία ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. 
  • 10 Οκτωβρίου 1993 Στις εκλογές το ΠΑΣΟΚ επικρατεί και σχηματίζει κυβέρνηση ο Ανδρέας Παπανδρέου. 
  • 8 Μαρτίου 1995 Εκλέγεται νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωστής Στεφανόπουλος. 
  • Ιανουάριος 1996 Ο Ανδρέας Παπανδρέου αδυνατεί (λόγω προβλημάτων υγείας) να ασκήσει καθήκοντα πρωθυπουργού. Ο Κώστας Σημίτης τον αντικαθιστά στην Πρωθυπουργία και στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ. 
  • 22 Σεπτεμβρίου 1996 Στις εκλογές το ΠΑΣΟΚ επικρατεί και σχηματίζει κυβέρνηση ο Κώστας Σημίτης. 
  • 8 Φεβρουαρίου 2000 Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος εκλέγεται για δεύτερη θητεία Προέδρου της Δημοκρατίας. 
  • 9 Απριλίου 2000 Στις εκλογές το ΠΑΣΟΚ επικρατεί και πάλι. 
  • 6 Απριλίου 2001 Τίθεται σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα 1975 / 1986 / 2001 
  • 7 Μαρτίου 2004 Στις εκλογές επικρατεί η Νέα Δημοκρατία και σχηματίζεται κυβέρνηση από τον Κώστα Καραμανλή (ανιψιό του Κωνσταντίνου Καραμανλή). 
  • 8 Φεβρουαρίου 2005 Η Βουλή εκλέγει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κάρολο Παπούλια. 
  • 25 Μαΐου 2006 Η Νέα Δημοκρατία καταθέτει στη Βουλή την πρότασή της για αναθεώρηση του Συντάγματος 1975 / 1986 / 2001.


ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1911 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις αρχές του 20ου αιώνα, παρατηρούνται στη χώρα σημαντικές κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, που συναρτήθηκαν με τις κυοφορούμενες τότε διεθνείς εξελίξεις και είχαν ως αποτέλεσμα το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Το Σύνταγμα του 1911 υπήρξε άμεση απόρροια της αναγεννητικής προσπάθειας, της οποίας ηγήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Βουλής, το νέο Σύνταγμα επέφερε σημαντικές μεταβολές. Δε μπορεί, φυσικά, να συγκριθεί με το Σύνταγμα του 2001, αλλά ούτε και με το εν δυνάμει Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, καθώς έχουν δημιουργηθεί σε τελείως διαφορετικές εποχές και κάθε φορά καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας.

Ακόμα κι έτσι, όμως, το Σύνταγμα του 1911 δεν παύει να αποτελεί ένα σε πολλά σημεία καινοτόμο Σύνταγμα. Η χρησιμότητα της μελέτης της συνταγματικής ιστορίας είναι πολλαπλή.  Η γνώση της εξέλιξης των συνταγματικών θεσμών βοηθά ως ακολούθως :

(α)   Την ερμηνεία του ισχύοντος συνταγματικού δικαίου,  καθώς πολλοί από τους θεσμούς του έχουν δοκιμασθεί στο παρελθόν,  με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ορθότερη στάθμισή τους στα σημερινά δεδομένα, με βάση την εμπειρία της εφαρμογής τους σε άλλες περιστάσεις.

(β)   Τη συνειδητοποίηση της ιστορικής σχετικότητας των σημερινών θεσμών, στο μέτρο που τους εντάσσει σε μία μακρά ιστορική πορεία,  έτσι ώστε να καθιστά δυνατή τη μελέτη αλλά και την ενδεχόμενη κριτική τους, όχι με τα απόλυτα μέτρα των ουτοπικών αφαιρέσεων,  αλλά με τα αυστηρά κριτήρια του συγκεκριμένου γίγνεσθαι.

Αυτό πρέπει να τονισθεί διότι στην Ελλάδα,  τα τελευταία χρόνια,  μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας,  παρατηρείται τόσο στον επιστημονικό,  όσο και στον πολιτικό λόγο η τάση, οι σημερινοί θεσμοί να κρίνονται ενόψει κάποιου (ανύπαρκτου)  ιδεατού μοντέλου δημοκρατικής οργάνωσης της πολιτείας,  και όχι με αφετηρία τα συγκεκριμένα δεδομένα της χώρας.

Με αποτέλεσμα, στο όνομα της επίκλησης κάποιων ιδεατών προτύπων, η προβληματική πάνω στους συνταγματικούς θεσμούς, να αποσπάται συχνά από τα υπαρκτά προβλήματα και να κινείται, στην καλύτερη των περιπτώσεων,  στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας.  Αντίθετα,  η γνώση της συνταγματικής ιστορίας,  επιτρέποντας συγκρίσεις τόσο στο χώρο, όσο και στο χρόνο, καθιστά δημιουργικότερη τη συζήτηση,  καθώς μας επιτρέπει να έχουμε επίγνωση της συγκεκριμένης πραγματικότητας με την οποία ασχολούμαστε.

(γ)   Η συνταγματική ιστορία αποτελεί, επίσης, οδηγό πολιτικής συμπεριφοράς. Πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν είναι πιθανό, αν εφαρμοστούν πάλι, να οδηγήσουν σε ανάλογα αποτελέσματα. Από την άποψη αυτή, η συνταγματική ιστορία διδάσκει, αφού, όσο και αν οι καταστάσεις αλλάζουν, έχει παρατηρηθεί πώς αντίστοιχες συμπεριφορές είναι δυνατόν να έχουν παραπλήσιες συνέπειες.

(δ)   Τέλος,  η συνταγματική ιστορία,  έχοντας ως επίκεντρο τους πολιτικούς θεσμούς, διευκολύνει τη γενική ιστορική έρευνα, βοηθώντας μία αμεσότερη κατανόηση των αντιτιθέμενων ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων.  Κι αυτό διότι,  γύρω από τη διαμόρφωση,  τη σκοπιμότητα και την εφαρμογή των πολιτικών θεσμών,  αποκρυσταλλώνονται πιο ανάγλυφα παρ’ ότι σε άλλα πεδία οι συγκρουόμενες τάσεις, με αποτέλεσμα η επισήμανση των συμπτώσεων και των διαφορών στις απόψεις των πολιτικών υποκειμένων να καθίσταται ευκολότερη

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1911

Το Σύνταγμα του 1864 , το οποίο για τα Ελληνικά δεδομένα υπήρξε πράγματι μακρόβιο, αναθεωρήθηκε το 1911. Η αναθεώρηση πραγματοποιήθηκε χωρίς την τήρηση του άρθρου 107. Όπως όλες σχεδόν οι  «αναθεωρήσεις»  των Ελληνικών Συνταγμάτων, έτσι και η αναθεώρηση του 1911 δεν έγινε σε ομαλές συνταγματικοπολιτικές συνθήκες. Η ιστορία της αρχίζει με την έναρξη της περιόδου του ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού,  που σηματοδοτείται με την άνοδο στην εξουσία της (72ης)  κυβέρνησης  «θερινών διακοπών»  του Δ. Ράλλη.  Στις 7 Ιουλίου 1909  χωρίς να διαθέτει τη δεδηλωμένη, καθόσον η παράταξη Θεοτόκη εξακολουθούσε να διατηρεί την πλειοψηφία, κυβέρνηση σχηματίζει ο Δ. Ράλλης, αρχηγός μέχρι τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Πρόκειται για κυβέρνηση κατά τύπους συγγνωστής μειοψηφίας. Ο Δ. Ράλλης ζήτησε από τον Γεώργιο τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή εκλογών, επειδή η κομματική σύνθεση της Βουλής δεν προσέφερε δυνατότητες εξασφάλισης ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Ο Γεώργιος δεν συγκατατέθηκε στη διάλυση και ο Ράλλης παρέμεινε μέχρι τη νέα σύνοδο της Βουλής, με την ελπίδα του σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού. Η κυβέρνηση Ράλλη, που ονομάστηκε «κυβέρνησις θερινών διακοπών» παραιτήθηκε στις 15 Αυγούστου 1909, την ημέρα εκδήλωσης του στρατιωτικού κινήματος.

Η κυβέρνηση αυτή ανήλθε χωρίς τη δεδηλωμένη, χωρίς να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης κατά τη διάρκεια των 37  ημερών που διατηρήθηκε και που συνέπιπταν με τις θερινές διακοπές της Βουλής.  Θέλησε να αναλάβει ρόλο προεκλογικής κυβέρνησης,  πλην όμως δεν το κατόρθωσε.  Αλλά και η παραίτησή της οφείλεται σε διαφωνία με τον στρατιωτικό σύνδεσμο και όχι σε τελική καταψήφισή της. Την κυβέρνηση Ράλλη διαδέχθηκε η 73η  «ανορθωτική»  κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη.  Στις 15  Αυγούστου 1909,  την ημέρα δηλαδή εκδήλωσης του στρατιωτικού κινήματος,  πρωθυπουργός διορίστηκε ο αρχηγός του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη  «Εθνικού Κόμματος», Κυρ.  Μαυρομιχάλης, ο οποίος και δέχτηκε τους όρους του στρατιωτικού συνδέσμου.

Η  «ανορθωτική»  κυβέρνηση Μαυρομιχάλη διορίστηκε χωρίς τη δεδηλωμένη, είναι πάντως δύσκολο να γίνεται λόγος για δεδηλωμένη κάτω από τις περιστάσεις αυτές. Η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη διετηρείτο «με την αναγκαστική εμπιστοσύνη» της βουλής, κάτω από την πίεση των στρατιωτικών,  και την απειλή ανοικτής στρατιωτικής επέμβασης, την οποία ο Μαυρομιχάλης φρόντιζε να υπενθυμίζει στους άλλους πολιτικούς αρχηγούς και κατόρθωσε την επιψήφιση πολλών νομοσχεδίων. Το μέτρο της επίδρασης αυτής φάνηκε στις 4 Νοεμβρίου με την επιψήφιση εκλογικής μεταρρύθμισης,  που έθιγε τα συμφέροντα  βουλευτών,  η οποία όπως δήλωσε ο Μαυρομιχάλης,  ισοδυναμούσε με ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής προς την κυβέρνηση.

Πέντε μήνες μετά τον διορισμό της, τον Ιανουάριο του 1910, παραιτήθηκε η κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη. Η απομάκρυνση της κυβέρνησης ανήκε στους όρους του στρατιωτικού συνδέσμου. Ακολούθησε η 74η μεταβατική κυβέρνηση Στ. Δραγούμη. Στις 15 Ιανουαρίου 1910 το συμβούλιο του συνδέσμου υπέδειξε ως νέο πρωθυπουργό, με ψήφους 8 υπέρ και 4 κατά, τον Στ. Δραγούμη. Ο Βενιζέλος ανέλαβε την πρωτοβουλία να ανακοινώσει τα αποτελέσματα και να προβεί στις τελικές συνεννοήσεις. Στις 16 Ιανουαρίου συγκαλείται το συμβούλιο του στέμματος, όπου επιτυγχάνεται συμφωνία των βασικών παραγόντων της πολιτικής ζωής και η έξοδος προς την κοινοβουλευτική ομαλότητα.


Στις 18 Ιανουαρίου 1910, κυβέρνηση σχημάτισε ο Στ. Δραγούμης με υπουργό στρατιωτικών τον αρχηγό του στρατιωτικού συνδέσμου Νικ. Ζορμπά. Η κυβέρνηση Δραγούμη μπορεί να χαρακτηριστεί μεταβατική. Η όχι ανεπηρέαστη προαπόφαση των πολιτικών δυνάμεων στο συμβούλιο του στέμματος, προσδίδει στην κυβέρνηση Δραγούμη -τυπικά- τη δεδηλωμένη. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί δεν επιτρέπουν να γίνεται λόγος κατά κυριολεξία για δεδηλωμένη. Το κοινοβουλευτικό σύστημα δε λειτουργεί ανεπηρέαστα,  αλλά κάτω από την πίεση εξωκοινοβουλευτικής δύναμης, του στρατιωτικού συνδέσμου. Ιδιαίτερη όμως σημασία έχει ότι διατηρούνται τα κοινοβουλευτικά προσχήματα.

Από αυτή την άποψη και μόνο θα μπορούσε να λεχθεί ότι η μεταβατική κυβέρνηση Δραγούμη διέθετε τη δεδηλωμένη. Στις 4  Φεβρουαρίου 1910  έγινε εκλογή προέδρου της β' έκτακτης συνόδου της βουλής. Εκλέχθηκε σχεδόν παμψηφεί ο κυβερνητικός υποψήφιος Ν. Τσαμαδός.  Την κυβέρνηση Δραγούμη στήριξαν κοινοβουλευτικά όλα τα κόμματα. Την επομένη ο πρωθυπουργός με τις προγραμματικές δηλώσεις,  αναγνωρίζει την «ιδιόρρυθμη»  προέλευση και σχηματισμό της κυβέρνησης και τονίζει ότι βασική αποστολή της είναι η διεξαγωγή εκλογών και η σύγκληση αναθεωρητικής βουλής.

Στη συνεδρίαση της βουλής της 18ης Φεβρουαρίου 1910  ψηφίστηκε με 150  ψήφους υπέρ και 11  κατά, πρόταση του βουλευτή Βοκοτόπουλου και 17 άλλων βουλευτών μεταξύ των οποίων και οι Ράλλης και Θεοτόκης,  για την αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 107 για το ίδιο θέμα έπρεπε να αποφασίσει και πάλι η βουλή της επόμενης περιόδου. Μετά από συμφωνία των κομμάτων, στην οποία δεν έφερε αντιρρήσεις ο βασιλιάς, συντμήθηκε η διαδικασία. Στις 30 Ιουνίου 1910 κηρύχτηκε η λήξη της βουλευτικής περιόδου και προκηρύχθηκαν εκλογές διπλής αναθεωρητικής βουλής.

Η κυβέρνηση Δραγούμη, τελευταία της παλαιάς περιόδου, διεξήγαγε τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910, αφετηρία μιας νέας περιόδου της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, παρέμεινε δύο μήνες μετά τις εκλογές και παραιτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1910. Η έναρξη εργασιών της νέας βουλής έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1910. Στις 27 Σεπτεμβρίου εκλέγεται πρόεδρος της βουλής ο Κ. Έσλιν. Με διάταγμα της 12ης Οκτωβρίου 1910 διαλύθηκε η αναθεωρητική βουλή. Στις εκλογές που επακολούθησαν δεν έλαβαν μέρος τα παλαιά πολιτικά κόμματα. Την κυβέρνηση Δραγούμη διαδέχθηκε η 75η μακρόβια κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου. Στις 6 Οκτωβρίου 1910 ο Ελ. Βενιζέλος, που ήδη είχε εκλεγεί πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας, σχηματίζει την πρώτη κυβέρνησή του.  

Ο Βενιζέλος, όταν του ανατέθηκε η πρωθυπουργία,  διέθετε μικρή κοινοβουλευτική ομάδα 15  βουλευτών. Δε διέθετε, επομένως, τη δεδηλωμένη. Όμως από τις εκλογές του Αυγούστου 1910, κανένα κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Η κυβέρνηση Βενιζέλου πέτυχε τελικά ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής.  Παρά την παροχή εμπιστοσύνης, μετά από πρωτοβουλία του Βενιζέλου διαλύεται στις 12 Οκτωβρίου η πρώτη αναθεωρητική βουλή και προκηρύσσονται εκλογές. Από τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, από τις οποίες εξήλθε -ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο-  νικητής ο Ελ. Βενιζέλος, προήλθε η Β' αναθεωρητική βουλή.

Η Β' Αναθεωρητική βουλή συνήλθε στις 8 Ιανουαρίου 1911 και διατηρήθηκε ένα χρόνο και τρεις μήνες. Η Β' Αναθεωρητική βουλή θεώρησε ότι δε δεσμευόταν από το ψήφισμα της 18ης Φεβρουαρίου 1910 και η αναθεώρησε επεκτάθηκε και σε διατάξεις άλλες πέραν εκείνων που είχε καθορίσει το παραπάνω ψήφισμα. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η Ιουνίου 1911 και η ισχύς του άρχισε από την επομένη. Την αναθεώρηση του 1911 χαρακτηρίζει η τάση για οργάνωση και εμπέδωση του «κράτους δικαίου»,  αλλά και γενικότερα «του στοιχείου του φιλελευθερισμού εις το δημοκρατικόν πολίτευμα».

Με την αναθεώρηση του 1911 ενισχύθηκε η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Μεταβολές επήλθαν μεταξύ άλλων, στην εξέλεγξη του κύρους των βουλευτικών εκλογών. Επίσης,  εισήχθη η μονιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων και η ισοβιότητα των δικαστικών. Επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως διοικητικό δικαστήριο και ως σώμα αρμόδιο για την επεξεργασία των προτάσεων νόμων και των σχεδίων κανονιστικών διαταγμάτων.  Μεταβολές επήλθαν, επίσης, στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία και απλοποιήθηκε. Η συνταγματική αναθεώρηση του 1911 παρέλειψε να καθιερώσει ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα και διατηρήθηκε το προηγούμενο πλέγμα διατάξεων του Συντάγματος του 1864.

Η αναθεώρηση του 1911 αποτελούσε πράγματι μία ευκαιρία για τη γραπτή expressis verbis καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα,  της αρχής της διατήρησης, αλλά και της αρχής της δεδηλωμένης. Η μη ρητή καθιέρωση δε σήμαινε ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν αναγνωριζόταν στον συνταγματικοπολιτικό χώρο, ότι δεν περιεχόταν στο Σύνταγμα του 1864 ή ότι επηρέασε την εφαρμογή του. Το Σύνταγμα και μετά την αναθεώρηση του 1911 εξακολούθησε,  όσον αφορά το κοινοβουλευτικό σύστημα, να εφαρμόζεται, όπως και πριν από αυτή. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος τέθηκε το ζήτημα, αν η αναθεωρητική βουλή δίκαια μετατρέπεται σε τακτική ή αν επιβάλλεται η προσφυγή στις εκλογές για την ανάδειξη νέας αναθεωρητικής βουλής. 

Ο Βενιζέλος υποστήριξε τη δεύτερη άποψη. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 11 Μαρτίου 1912. Οι εκλογές αυτές έδωσαν και πάλι τη νίκη στον Ελ. Βενιζέλο με 146 έδρες, σε σύνολο 181. Η κυβέρνηση Βενιζέλου διατηρήθηκε μέχρι το 1915, οπότε και παραιτήθηκε δύο φορές για την αυτή αιτία και δύο φορές διαλύθηκε η βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές.

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1911 ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ 

Η Β' Αναθεωρητική Βουλή τροποποίησε ή συμπλήρωσε 54 συνολικά άρθρα από τα 110  του Συντάγματος του 1864  και είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις μεταβολές που επέφερε -σε ότι αφορά ιδίως την οργάνωση και την άσκηση των εξουσιών- εμπνέονταν άμεσα από τις θέσεις που είχε υποστηρίξει πάνω στα ίδια θέματα ο Χαρίλαος Τρικούπης, 20 - 30 χρόνια νωρίτερα. Δε θα ήταν συνεπώς αυθαίρετο να υποστηριχθεί ότι η συγγένεια των περί πολιτείας αντιλήψεων του Τρικούπη και του Βενιζέλου -συγγένεια που γενικά πανθομολογείται- συνάγεται και από τις συγκεκριμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που οι δύο πολιτικοί εισήγαγαν ή προσπάθησαν να εισαγάγουν.


Οι κυριότερες μεταβολές που επέφερε η Β' Αναθεωρητική Βουλή στο σύνταγμα του 1864 ήταν οι ακόλουθες : 

(α)   Ανέθετε τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών, όχι πια στη Βουλή, αλλά σε ειδικό δικαστήριο  (εκλογοδικείο), που απαρτιζόταν από αρεοπαγίτες και εφέτες (άρθρο 73).

(β)   Επεξέτεινε τα ασυμβίβαστα προς το βουλευτικό αξίωμα έργα, απαιτώντας και από τους στρατιωτικούς να παραιτούνται προτού ανακηρυχθούν υποψήφιοι και καθιέρωνε ορισμένα νέα ασυμβίβαστα της ιδιότητας του βουλευτή προς ιδιωτικές θέσεις σε προνομιούχες επιχειρήσεις (άρθρο 71).

(γ)   Μείωνε το κατώτερο όριο εκλογιμότητας των βουλευτών, από το 30ό στο 25ο έτος (άρθρο 70).

(δ)   Απλούστευε τη νομοθετική διαδικασία, περιορίζοντας την κωλυσιεργία και συντομεύοντας τους σχετικούς χρονικούς περιορισμούς (άρθρα 56 και 57).

(ε)   Ίδρυε Δικαστήριο Συγκρούσεως Καθηκόντων και Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (άρθρα 101  και 103) και επανίδρυε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο (άρθρα 82 - 86), που όμως ούτε τότε έμελλε να συγκροτηθεί.

(στ)   Βελτίωνε την προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας, καθιερώνοντας τη μονιμότητα των εισαγγελέων, αντεισαγγελέων και κατώτερων δικαστικών, και ιδρύοντας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα τοποθετούσε, μετέθετε και προήγαγε τους μόνιμους και ισόβιους δικαστικούς υπαλλήλους (άρθρα 88 και 90). 

(ζ)   Απλούστευε την αναθεωρητική διαδικασία (άρθρο 108).

(η)   Καθιέρωνε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 102).

(θ)   Παρείχε πρόσθετες νομικές εγγυήσεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και ειδικότερα της φορολογικής ισότητας  (άρθρο 3), της προσωπικής ασφάλειας (άρθρο 5), του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11) και του ασύλου της κατοικίας (άρθρο 12).

(ι)   Διεύρυνε τις περιπτώσεις για τις οποίες θα ήταν επιτρεπτή ή αναγκαστική απαλλοτρίωση,  ορίζοντας ταυτόχρονα ότι τη σχετική αποζημίωση θα καθόριζαν πάντοτε τα δικαστήρια (άρθρο 17).

(ια)   Καθιέρωνε την υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση (άρθρο 16).

(ιβ)   Καθιέρωνε και πάλι το θεσμό της κατάστασης πολιορκίας,  σε συνδυασμό με αναστολή των κυριοτέρων εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών, μόνο για την αντιμετώπιση εξωτερικών κινδύνων (: εμπόλεμη κατάσταση ή γενική επιστράτευση), απαιτώντας για την έκδοση του σχετικού διατάγματος άδεια της Βουλής (άρθρο 91).

(ιγ)   Θέσπιζε ως επίσημη γλώσσα του κράτους, εκείνη «εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της Ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα», απαγορεύοντας κάθε επέμβαση «προς παραφθοράν» της.

Με εξαίρεση τις δύο τελευταίες από τις παραπάνω μεταβολές, που εξέφραζαν ένα συντηρητικό πνεύμα και μία αδιαμφισβήτητη ανασφάλεια,  και που η μεν πρώτη υιοθετήθηκε υπό την επήρεια της οδυνηρής ήττας του 1897, ενώ η δεύτερη υπό την πίεση των οπαδών της καθαρεύουσας,  το σύνολο των τροποποιήσεων και συμπληρώσεων που επέφερε το σύνταγμα του 1864  η Β' Αναθεωρητική Βουλή χαρακτηρίζονται από ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης του 1911 απέφυγε να πραγματοποιήσει μεγάλες τομές και καταπιάστηκε μόνο με δευτερεύοντες ατέλειες του πολιτεύματος, διοχετεύοντας έτσι σε κατ’ αρχήν «ανώδυνα» θέματα τον ριζοσπαστισμό του.

Η παρατήρηση αυτή, όση βάση αλήθειας και αν περιέχει, δεν ευσταθεί γιατί υποτιμά δύο στοιχεία :  πρώτον,  το ότι ένα σύνταγμα,  πέρα από το άθροισμα επί μέρους διατάξεων,  εκφράζει κάθε φορά μία πολιτειακή θέση. Και η θέση που εξέφραζε το σύνταγμα 1864 / 1911  ήταν η αποδοχή της αρχής του κράτους δικαίου και όλων των πολύ συγκεκριμένων και πρακτικών επιπτώσεων που η κατ’  αρχήν αυτή επιλογή συνεπαγόταν, τόσο στο πεδίο της άσκησης της κρατικής εξουσίας, όσο και στο πεδίο των σχέσεων κράτους και πολιτών. Από την άποψη αυτή, χωρίς να αποτελεί ποιοτικό άλμα ως προς το σύνταγμα του 1864,  το σύνταγμα του 1864 / 1911 ολοκλήρωνε τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές τάσεις που το τελευταίο εξέφραζε.

Υποτιμά, όμως, και ένα δεύτερο στοιχείο,  με το να κάνει αφαίρεση του συγκεκριμένου συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων της χώρας,  όπως διαμορφώθηκε μετά το κίνημα στο Γουδί και κυρίως μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Ελ. Βενιζέλου στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Ξεκινώντας σαν κίνημα διαμαρτυρίας που απέβλεπε περισσότερο στο να διορθώσει τα κακώς κείμενα, παρά στο να προτείνει ένα διαφορετικό πολιτειακό όραμα, το κίνημα στο Γουδί, μετά την οριστική απόφαση του Βενιζέλου να μην προχωρήσει σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση με το στέμμα, αρκέστηκε σε μία σειρά επί μέρους μεταρρυθμίσεων που κοινό παρανομαστή είχαν την επιβολή της αρχής της νομιμότητας.

Της ασφάλειας δικαίου και της ασφάλειας των συναλλαγών, σε μία κοινωνία όπου ποικίλες πρακτικές,  τόσο στην πολιτική πράξη, όσο και στο πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας, νόθευαν το πνεύμα αν όχι και το ίδιο το γράμμα των σχετικών συνταγματικών και νομοθετικών ρυθμίσεων. Έτσι, από αόριστο αίτημα, το πνεύμα του Γουδί όπως το ενσάρκωσε ο Ελ. Βενιζέλος, εξελίχθηκε σε μεγαλόπνοη από πολλές πλευρές αξίωση να κυριαρχήσει ο νόμος,  εκεί όπου κυριαρχούσαν προνόμια και παντοειδείς εύνοιες.  Και βεβαίως, η εξέλιξη αυτή, η «εγκοίτωση» της ακαθόριστης κίνησης του 1909 σε πολιτικό κίνημα για μεγαλύτερες νομικές εγγυήσεις, δεν ήταν τυχαία.

Εξέφραζε την άνοδο του αστικού στοιχείου,  που αξίωνε τη δημιουργία των θεσμικών προϋποθέσεων μίας ακώλυτης δραστηριότητας, υπό τη σκέπη του νόμου και μόνο του νόμου. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η Ελληνική αστική τάξη, την εποχή εκείνη, ούτε την οικονομική ισχύ διέθετε, ούτε τις παραδόσεις που θα της επέτρεπαν μία νικηφόρο μετωπική αναμέτρηση με τις δυνάμεις της  «ολιγαρχίας» -όπως χαρακτηριστικά τις αποκαλούσε- καθώς και ότι ποικίλοι δεσμοί, κοινωνικοί και οικονομικοί, δεν τη διαφοροποιούσαν τόσο από τις κυρίαρχες τάξεις του προηγούμενου αιώνα, ώστε η αντίθεσή της προς αυτές να είναι ριζική και ασυμφιλίωτη.


Θα αντιληφθεί γιατί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Βενιζέλου και το νέο πνεύμα που αναμφίβολα εξέφραζε δε διακρινόταν τόσο από την επαναστατική του ορμή, αλλά και από μία επίμονη τάση συμβιβασμού, που δύσκολα κρυβόταν κάτω από την πύρηνη φρασεολογία ορισμένων πολιτικών αγορεύσεων. «Ευεργετικόν πλαίσιον δια την ανάπυξιν της νέας νομοθεσίας», το νέο σύνταγμα αποτέλεσε την απαρχή μίας σημαντικής προσπάθειας θεσμικού εκσυγχρονισμού. Έτσι,  προτού διαλυθεί στις 20 Δεκεμβρίου 1911, η Β' Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε μία σειρά «οργανικών» νόμων, που μαζί με το νομοθετικό έργο της Βουλής της 12ης Μαρτίου 1912  εμπέδωσαν την τάξη και την ασφάλεια στις συναλλαγές.

Περιόρισαν τη βία, αναμόρφωσαν το φορολογικό σύστημα της χώρας, προώθησαν τη λύση του αγροτικού ζητήματος με την αποκατάσταση μεγάλου αριθμού ακτημόνων στη Θεσσαλία, θέσπισαν τα πρώτα σοβαρά μέτρα για την προστασία των εργαζομένων και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εξυγίανση της διοίκησης και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων. Η θριαμβευτική νίκη του κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 12ης Μαρτίου 1912, κατά τις οποίες απέσπασε, μαζί με τους κοινωνιολόγους με τους οποίους συνεργάστηκε, 151 έδρες σε σύνολο 181 (έναντι 27 των παλαιών πολιτικών κομμάτων, που είχαν σχηματίσει ενιαίο συνασπισμό, και 3 ανεξάρτητων)  δίνει το μέτρο της απήχησης που βρήκε στην κοινή γνώμη το ανορθωτικό έργο των πρώτων κυβερνήσεων του Βενιζέλου.

Έργο που πήρε μία νέα διάσταση μετά τη νικηφόρα έκβαση των δύο Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 1913, στους οποίους η Ελλάδα διπλασίασε σχεδόν την έκταση και τον πληθυσμό της. Ωστόσο,  η συνεννόηση ανάμεσα στους βασικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής του τόπου, που διευκόλυνε την επίτευξη τόσων πολλών σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Ο διχασμός που ξέσπασε το 1915 όχι μόνο κατέστρεψε πολλές από τις κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου,  αλλά υπονόμευσε τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος, προκαλώντας μία χωρίς προηγούμενο κρίση του συνταγματικού φιλελευθερισμού.

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΥ 1911

''ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ''

Η εν Αθήναις Β’ των Ελλήνων Εθνική Συνέλευσις .
Ψηφίζει

Περί Θρησκείας

Άρθρο 1. – Η επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων, απαγορευομένου του προσηλυτισμού και πάσης άλλης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας.

Άρθρο 2. –  Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος, κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστού, υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά τις εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης ομοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, τηρούσα απαρασαλεύτως, ως εκείναι, τους τε ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις, είναι δε αυτοκέφαλος,  ενεργούσα, ανεξαρτήτως πάσης άλλης Εκκλησίας, τα κυριαρχικά αυτής δικαιώματα, και διοικείται υπό Ιεράς Συνόδου αρχιερέων.

Οι λειτουργοί όλων των ανεγνωρισμένων θρησκειών υπόκεινται εις την αυτήν υπό της Πολιτείας επιτήρησιν, εις ην και οι λειτουργοί της επικρατούσης θρησκείας. Το κείμενον των αγίων γραφών τηρείται αναλλοίωτον, η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου, άνευ της προηγούμενης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, απαγορεύεται απολύτως.

Περί του Δημοσίου Δικαίου των Ελλήνων

Άρθρο 3. – Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, και συνεισφέρουσιν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών των, μόνον δε πολίται έλληνες είναι δεκτοί εις όλας τας δημοσίας λειτουργίας, πλην των δι’  ειδικών νόμων εισαγωμένων ειδικών εξαιρέσεων. Πολίται είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα προσόντα του πολίτου κατά τους νόμους του Κράτους. Εις πολίτας έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται.

Άρθρο 4. –  Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος, ουδείς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ή άλλως πως περιορίζεται, ειμή οπόταν και όπως ο νόμος ορίζει.

Άρθρο 5. –  Εξαιρουμένου του αυτοφώρου εγκλήματος,  ουδείς συλλαμβάνεται ουδέ φυλακίζεται άνευ ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος, το οποίον πρέπει να κοινοποιηθεί κατά την στιγμήν της συλλήψεως ή προφυλακίσεως. Ο επ’ αυτοφώρω ή δι’ εντάλματος συλλήψεως κρατηθείς προσάγεται εις τον αρμόδιον ανακριτήν άνευ τινός αναβολής, το βραδύτερον δε εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, αν δε η σύλληψις εγένετο εκτός της έδρας του ανακριτού, εντός του απολύτως αναγκαίου προς μεταγωγήν χρόνου.

Ο ανακριτής οφείλει, εντός τριών το πολύ ημερών από της προσαγωγής, είτε να απολύση τον συλληφθέντα είτε να εκδώσει κατ’ αυτού ένταλμα φυλακίσεως. Παρελθούσης απράκτου εκατέρας των προθεσμιών τούτων, πας δεσμοφύλαξ ή άλλος επιτετραμμένος την κράτησιν του συλληφθέντος,  είτε πολιτικός υπάλληλος, είτε στρατιωτικός, οφείλει να απολύσει αυτόν παραχρήμα.

Οι παραβάται των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται επί παρανόμω κρατήσει, υποχρεούνται δε εις τε την ανόρθωσιν πάσης ζημίας προσγενομένης εις τον παθόντα και προσέτι εις ικανοποίησιν αυτού δια χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσην του δικαστού, ουδέποτε δε κατωτέρου των δραχμών δέκα δι’ εκάστην ημέραν.

Άρθρο 6. –  Επί πολιτικών εγκλημάτων δύναται πάντοτε το συμβούλιον των πλημμελειοδικών, τη αιτήσει του προφυλακισθέντος, να επιτρέψει την απόλυσιν τούτου επί εγγυήσει οριζομένη δια δικαστικού βουλεύματος, καθ’ ου επιτρέπεται ανακοπή. Ουδέποτε επί των εγκλημάτων τούτων η προφυλάκισις δύναται να παραταθή πέραν των τριών μηνών.

Άρθρο 7. – Ποινή δεν επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος προηγουμένως αυτήν.

Άρθρο 8. – Ουδείς αφαιρείται άκων του παρά του νόμου ωρισμένου εις αυτόν δικαστού.

Άρθρο 9. – Έκαστος ή και πολλοί ομού έχουσι το δικαίωμα, τηρούντες τους νόμους του Κράτους,  ν’  αναφέρωνται εγγράφως προς τας αρχάς, υποχρεουμένας εις ταχείαν ενέργειαν και έγγραφον απάντησιν προς τον αναφερόμενον, κατά τας διατάξεις του νόμου. Μόνον μετά την τελικήν απόφασιν της προς ην η αναφορά αρχής και τη αδεία ταύτης επιτρέπεται η ζήτησις ευθυνών παρά του υποβαλόντος την αναφοράν δια παραβάσεις εν αυτή υπαρχούσας.

Άρθρο 10. –  Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ησύχως και αόπλως,  μόνον εις τας δημοσίας συναθροίσεις δύναται να παρίσταται η αστυνομία. Αι εν υπαίθρω συναθροίσεις δύνανται ν’  απογορευθώσιν, αν ως εκ τούτων επίκειται κίνδυνος εις την δημόσιαν ασφάλειαν.


Άρθρο 11.  –  Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι,  τηρούντες τους νόμους του Κράτους, οίτινες όμως ουδέποτε δύνανται να υπαγάγωσιτο δικαίωμα τούτο εις προηγουμένην της Κυβερνήσεως άδειαν. Συναιτερισμός τις δεν δύναται να διαλυθή ένεκα παραβάσεως των διατάξεων των νόμων, ειμή δια δικαστικής αποφάσεως.

Άρθρο 12. – Η κατοικία εκάστου είναι άσυλον. Ουδεμία κατ’ οίκον έρευνα ενεργείται, ειμή ότε και όπως ο νόμος διατάσσει. Οι παραβάται των διατάξεων τούτων τιμωρούνται επί καταχρήσει της εξουσίας της αρχής, υποχρεούνται δε εις πλήρη αποζημίωσιν του παθόντος και προσέτι εις ικανοποίησιν αυτού δια χρηματικού ποσού οριζομένου κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, ουδέποτε δε κατωτέρου των δραχμών εκατόν.

Άρθρο 13. – Εν Ελλάδι ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος αργυρώνυτος ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας είναι ελεύθερος, άμα πατήσι επί Ελληνικού εδάφους.

Άρθρο 14. – Έκαστος δύναται να δημοσιεύει προφορικώς, εγγράφως και δια του τύπου τους στοχασμούς του,  τηρών τους νόμους του Κράτους. Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία ως και παν άλλο προληπτικόν μέτρον απαγορεύονται. Απαγορεύεται ωσαύτως η κατάσχεσις εφημερίδων και άλλων εντύπων διατριβών, είτε προ της δημοσιεύσεως είτε μετ’ αυτήν.

Επιτρέπεται δε κατ’ εξαίρεσιν η κατάσχεσις μετά την δημοσίευσιν, ένεκα προσβολής κατά της χριστιανικής θρησκείας ή κατά του προσώπου του Βασιλέως ή,  κατά τας υπό του νόμου οριζομένας περιστάσεις, ένεκεν ασέμνων δημοσιευμάτων προσβαλλόντων καταφανώς την δημοσίαν αιδώ, αλλ’  εν τοιαύτη περιπτώσει, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της κατασχέσεως οφείλουσι και ο εισαγγελεύς να υποβάλη την υπόθεσιν εις το δικαστικόν συμβούλιον και τούτο να αποφανθή περί της διατηρήσεως ή της άρσεως της κατασχέσεως, άλλως, η κατάσχεσις αίρεται αυτοδικαίως.

Ανακοπή κατά του βουλεύματος επιτρέπεται εις μόνον τον δημοσιεύσαντα το κατασχεθέν, ουχί δε και εις τον εισαγγελέα. Δύναται καθ’ ον τρόπον ο νόμος ήθελεν ορίσει ν’ απαγορευθή, επί απειλή κατασχέσεως και ποινικής καταδιώξεως, η δημοσίευσις ειδήσεων ή ανακοινώσεων αναγομένων εις στρατιωτικάς κινήσεις ή εις έργα οχυρώσεως της χώρας.  Εις την κατάσχεσιν εφαρμόζονται αι ανωτέρω διατάξεις.

Ο τε εκδότης εφημερίδος και ο συγγραφεύς επιληψίμου δημοσιεύματος αναφερομένου εις τον ιδιωτικόν βίον, πλην της κατά τους όρους του ποινικού νόμου επιβαλλομένης ποινής, εισίν αστικώς και αλληλεγγύως υπεύθυνοι εις πλήρη ανόρθωσιν πάσης προσγενόμενης ζημίας και εις ικανοποίησιν του παθόντος δια χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσιν του δικαστού, ουδέποτε δ’ ελάσσονος δραχμών διακοσίων. Εις μόνον πολίτας έλληνας επιτρέπεται η έκδοσις εφημερίδων.

Άρθρο 15. – Ουδείς όρκος επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος και τον τύπον αυτού.

Άρθρο 16. –  Η εκπαίδευσις,  διατελούσα υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. Η Στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους. Επιτρέπεται εις ιδιώτας και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων,  λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.

Άρθρο 17. –  Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφέλειαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει,  πάντοτε δε προηγουμένης αποζημιώσεως. Η αποζημίωσις ορίζεται πάντοτε δια της δικαστικής οδού. Εν περιπτώσει δ’ επειγούση δύναται και προσωρινώς να ορισθή δικαστικώς,  μετ’ ακρόασιν ή πρόσκλησιν του δικαιούχου, όστις δύναται να υποχρεωθή, κατά την κρίσιν του δικαστού, εις παροχήν αναλόγου εγγυήσεως, καθ’ ον τρόπον ορίσει ο νόμος.

Προ της καραβολής της οριστικής ή προσωρινής ορισθείσης αποζημιώσεως διατηρούνται ακέραια πάντα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτου, μη επιτρεπομένης της καταλήψεως. Ειδικοί νόμοι κανονίζουσι τα της ιδιοκτησίας και διαθέσεως των μεταλλείων, ορυχείων, αρχαιολογικών θησαυρών και ιαματικών και ρεόντων υδάτων.

Άρθρο 18. –  Αι βάσανοι και η γενική δήμευσις απαγορεύονται. Ο πολιτικός θάνατος καταργείται.  Η θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, καταργείται.

Άρθρο 19. –  Ουδεμία προηγουμένη άδεια της διοικητικής αρχής απαιτείται προς εισαγωγήν εις δίκην των δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων δια τας περί την υπηρεσίαν αξιοποίνους πράξεις αυτών, εκτός των περί Υπουργών ειδικώς διαταγμένων.

Άρθρο 20. – Το απόρρητον των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστον. Περί συντάξεως της Πολιτείας

Άρθρο 21.  –  Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του Έθνους,  ενεργούνται δε καθ’  ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα.

Άρθρο 22. – Η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του Βασιλέως και της Βουλής.

Άρθρο 23. –  Το δικαίωμα της προτάσεως των νόμων ανήκει εις την Βουλήν και τον Βασιλέα, όστις ενασκεί τούτο δια των Υπουργών.

Άρθρο 24. – Ουδεμία πρότασις, αφορώσα αύξησιν των εξόδων του προϋπολογισμού δια μισθοδοσίαν ή σύνταξιν, ή εν γένει δι’ όφελος προσώπου, πηγάζει εκ της Βουλής.

Άρθρο 25. –  Πρότασις νόμου,  αποκρουσθείσα υπό του ετέρου των παραγόντων της νομοθετικής εξουσίας, δεν εισάγεται εκ νέου εις την αυτήν βουλευτικήν σύνοδον.

Άρθρο 26. – Η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει εις την νομοθετικήν εξουσίαν.


Άρθρο 27. – Η εκτελεστική εξουσία ανήκει εις τον Βασιλέα, ενεργείται δε δια των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών.

Άρθρο 28. –  Η δικαστική εξουσία ενεργείται δια των δικαστηρίων, αι δε δικαστικαί αποφάσεις εκτελούνται εν ονόματι του Βασιλέως.

Περί Βασιλέως

Άρθρο 29. –  Το πρόσωπον του Βασιλέως είναι ανεύθυνον και απαραβίαστον,  οι δε Υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι.

Άρθρο 30. –  Ουδεμία πράξις του Βασιλεώς ισχύει, ουδ’ εκτελείται, αν δεν είναι προσυπογεγραμμένη παρά του αρμοδίου Υπουργού, όστις δια μόνης της υπογραφής του καθίσταται υπεύθυνος, εν περιπτώσει δε αλλαγής ολοκλήρου του Υπουργείου, αν ουδείς των παυσάντων Υπουργών συγκατατεθή εις το να προσυπογράψει το της απολύσεως του παλαιού και του διορισμού του νέου Υπουργείου διάταγμα, υπογράφονται τούτα παρά του προέδρου του νέου Υποργείου, αφού ούτος, διορισθείς υπό του Βασιλέως, δώση τον όρκον.

Άρθρο 31. – Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού.

Άρθρο 32. – Ο Βασιλεύς είναι ο ανώτατος άρχων του Κράτους, άρχει των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων, κηρύττει πόλεμον, συνομολογεί συνθήκας ειρήνης, συμμαχίας και εμπορίας, ανακοινώνει δ’ αυτάς εις την Βουλήν μετά των αναγκαίων διασαφήσεων, άμα το συμφέρον και η ασφάλεια του Κράτους το επιτρέψωσιν. Αι περί εμπορίας όμως συνθήκαι και όσαι άλλαι περιέχουσι παραχωρήσεις, περί των οποίων κατ’ άλλας διατάξεις του Συντάγματος δεν δύναται να ορισθή τι άνευ νόμου, ή επιβαρύνουσιν ατομικώς τους Έλληνας, δεν έχουσιν ισχύν άνευ της συγκαταθέσεως της Βουλής.

Άρθρο 33. –  Ουδεμία παραχώρησις η ανταλλαγή χώρας δύναται να γίνη άνευ νόμου. Ουδέποτε τα μυστικά άρθρα συνθήκης τινός δύνανται ν’ ανατρέψωσι τα φανερά.

Άρθρο 34. –  Ο Βασιλεύς απονέμει κατά νόμον τους στρατιωτικούς και ναυτικούς βαθμούς, διορίζει και παύει ωσαύτως κατά νόμον του δημοσίους υπαλλήλους, εκτός των υπό του νόμου ωρισμένων εξαιρέσεων, αλλά δεν δύναται να διορίση υπάλληλον νενομοθετημένην θέσιν.

Άρθρο 35. – Ο Βασιλεύς εκδίδει τα αναγκαία διατάγματα προς εκτέλεσιν των νόμων, ουδέποτε δε δύναται να αναστείλη την ενέργειαν, ουδέ να εξαιρέση τινά της εκτελέσεως του νόμου.

Άρθρο 36. –  Ο Βασιλεύς κυροί και δημοσιεύει τους υπό της Βουλής ψηφισθέντας νόμους. Νόμος μη δημοσιευθείς εντός δύο μηνών από της λήξεως της συνόδου είναι άκυρος.

Άρθρο 37. – Ο Βασιλεύς συγκαλεί τακτικώς άπαξ του έτους την Βουλήν, εκτάκτως δε, οσάκις το κρίνει εύλογον, κηρύττει αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου την έναρξιν και λήξιν εκάστης βουλευτικής συνόδου και έχει το δικαίωμα να διαλύη την Βουλήν, αλλά το περί διαλύσεως διάταγμα,  προσυπογεγραμμένον υπό του Υπουργείου, πρέπει να διαλαμβάνη συγχρόνως και την σύγκλησιν των μεν εκλογέων εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών, της δε Βουλής εντός τριών μηνών.

Άρθρο 38. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα άπαξ μόνον να αναστέλλη τας εργασίας της βουλευτικής συνόδου, είτε αναβάλλων την έναρξιν είτε διακόπτων την εξακολούθησιν αυτών. Η αναστολή των εργασιών δεν δύναται να διαρκέση υπέρ τας τριάκοντα ημέρας, ουδέ να επαναληφθή κατά την βουλευτικήν σύνοδον άνευ της συναινέσεως της Βουλής.

Άρθρο 39. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να χαρίζη, μεταβάλλη και ελαττώνη τας παρά των δικαστηρίων καταγινωσκομένας ποινάς, εξαιρουμένων των περί Υπουργών διατεταγμένων, προς δε, και να χορηγή αμνηστίαν μόνον επί πολιτικών εγκλημάτων επί τη ευθύνη του Υπουργείου.

Άρθρο 40. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα ν’ απονέμη τα κανονισμένα παράσημα κατά τας διατάξεις του περίπ αυτών νόμου.

Άρθρο 41. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να κόπτη νομίσματα κατά τον νόμον.

Άρθρο 42. –  Η βασιλική χορηγία προσδιορίζεται δια νόμου, η δε προς τον Βασιλέα ΓΕΩΡΓΙΟΝ Α' ετήσια χορηγία, εν η συμπεριλαμβάνεται και το παρά της πρώην Ιονίου Βουλής ψηφισθέν ποσόν, ορίζεται εις δραχμάς εν εκατομμύριον και εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδας. Το ποσόν τούτο δύναται ν’ αυξηθή μετά δεκαετίαν δια νόμου.

Άρθρο 43. – Ο Βασιλεύς ΓΕΩΡΓΙΟΣ μετά την υπογραφήν του παρόντος Συντάγματος θέλει δώσει ενώπιον της παρούσης Εθνικής Συνελεύσεως τον ακόλουθον όρκον, «Ομνύω εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να προστατεύω την επικρατούσαν θρησκείαν των Ελλήνων, να φυλάττω το Σύνταγμα και να διατηρώ και υπερσπίζω την εθνικήν ανεξαρτησίαν και ακεραιότητα του Ελληνικού Κράτους.»

Άρθρο 44. – Ο Βασιλεύς δεν έχει άλλας εξουσίας, ειμή όσας τω απονέμουσι ρητώς το Σύνταγμα και οι συνάδοντες προς αυτό ιδιαίτεροι νόμοι.

Περί Διαδοχής και Αντιβασιλείας

Άρθρο 45. –  Το Ελληνικόν Στέμμα και τα συνταγματικά αυτού δικαιώματα είναι διαδοχικά και περιέρχονται εις τους κατ’  ευθείαν γραμμήν γνησίους και νομίμους απογόνους του Βασιλέως ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Α' κατά τάξιν πρωτοτοκίας, προτιμωμένων των αρρένων.

Άρθρο 46. – Μη υπαρχόντος διαδόχου κατά τα ανωτέρω ωρισμένα, ο Βασιλεύς διορίζει αυτόν με την συγκατάθεσιν της Βουλής, επί τούτω συγκαλουμένης, δια της ψήφου των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών και δια φανεράς ψηφοφορίας.


Άρθρο 47. –  Πας διάδοχος του Ελληνικού Θρόνου απαιτείται να πρεσβεύη την θρησκείαν της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας.

Άρθρο 48. –  Ουδέποτε τα Στέμματα της Ελλάδος και άλλης οιασδήποτε Επικράτειας δύνανται να συνενωθώσιν επί της αυτής κεφαλής.

Άρθρο 49. – Ο Βασιλεύς καθίσταται ενήλιξ κατά το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας αυτού συμπληρωμένον. Πριν η αναβή τον Θρόνον, ομνύει επί παρουσία των Υπουργών, της Ιεράς Συνόδου, των εν τη πρωτευούση βουλευτών και των άλλων ανωτέρων αρχών, τον εν τω άρθρο 43 διαλαμβανόμενον όρκον. Ο Βασιλεύς συγκαλεί το πολύ εντός δύο μηνών την Βουλήν και επαναλαμβάνει τον όρκον ενώπιον των βουλευτών.

Άρθρο 50. – Εν περιπτώσει αποβιώσεως του Βασιλέως, εάν ο διάδοχος είναι ανήλικος ή απών και δεν υπάρχη αντιβασιλεύς ήδη ωρισμένος, η Βουλή, και αν έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, συνέρχεται άνευ συγκαλέσεως την δεκάτην το βραδύτερον ημέραν μετά την αποβίωσιν του Βασιλέως, η δε συνταγματική βασιλική εξουσία ενεργείται παρά του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό την ευθύνην αυτού μέχρι της ορκωμοσίας του αντιβασιλέως, ή της αφίξεως του διαδόχου. Ιδιαίτερος νόμος θέλει κανονίσει τα περί της αντιβασιλείας.

Άρθρο 51. –  Εάν, αποβιώσαντος του Βασιλέως, ο διάδοχος αυτού είναι ανήλικος, η Βουλή, και αν έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, συνέρχεται δια να εκλέξη επίτροπον, επίτροπος δε τότε μόνον εκλέγεται, όταν δεν υπάρχη τοιούτος εκ διαθήκης του αποβιώσαντος Βασιλέως, ή όταν ο ανήλικος διάδοχος δεν έχη μητέρα μένουσαν εις την χειρείαν της, ήτις καλείται τότε εις την επιτροπείαν του τέκνου της αυτοδικαίως. Ο επίτροπος του ανήλικου Βασιλέως, είτε διορισθή δια διαθήκης, είτε εκλεχθή υπό της Βουλής, απαιτείται να είναι πολίτης έλλην του ανατολικού δόγματος.

Άρθρο 52. – Εν περιπτώσει χηρείας του Θρόνου, η Βουλή, και αν έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, εκλέγει προσωρινώς δια φανεράς ψηφοφορίας αντιβασιλέα πολίτην έλληνα του ανατολικού δόγματος, το δε Υπουργικόν Συμβούλιον ενεργεί υπό την ευθύνην του εν ονόματι του έθνους την συνταγματικήν βασιλικήν εξουσίαν μέχρι της ορκωμοσίας του αντιβασιλέως, εντός δύο μηνών το βραδύτερον εκλέγονται υπό των πολιτών ισάριθμοι των βουλευτών αντιπρόσωποι, οίτινες ει; Εν μετά της Βουλής συνερχόμενοι, εκλέγουσι τον Βασιλέα δια της πλειονοψηφίας των δύο τρίτων του όλου δια φανεράς ψηφοφορίας.

Άρθρο 53. – Εάν ο Βασιλεύς ένεκα νόσου κρίνη αναγκαίαν την σύστασιν αντιβασιλείας, συγκαλεί προς τούτο την Βουλήν και προκαλεί δια του Υπουργείου περί τούτου ειδικόν νόμον. Εάν ο Βασιλέυς δεν είναι εις κατάστσιν να βασιλεύη, το Υπουργικόν Συμβούλιον συγκαλεί την Βουλήν, η δε Βουλή, συνερχομένη, εάν δια της πλειονοψηφίας των τριών τετάρτων των ψηφοφορησάντων αναγνωρίση την ανάγκην, εκλέγει αντιβασιλέα και,  χρείας καλούσης, επίτροπον, δια φανεράς ψηφοφορίας. Ιδιαίτερος νόμος θέλει κανονίσει τα περί αντιβασιλείας ένεκεν αποδημίας του Βασιλέως εκτός του Κράτους.

Περί της Βουλής

Άρθρο 54. –  Η Βουλή συνέρχεται αυτοδικαίως κατ’ έτος την πρώτην του μηνός Οκτωβρίου εις τακτικήν σύνοδος δια τα ετήσια έργα, εκτός εάν δια τα έργα ταύτα ο Βασιλεύς συγκαλέσει αυτήν πρότερον συμφώνως τω άρθρω 37.

Άρθρο 55. –  Η Βουλή συνεδριάζει δημοσία εν τω Βουλευτηρίω, δύναται όμως να διασκεφθή κεκλεισμένων των θυρών κατ’ αίτηση δέκα εκ των μελών αυτής, αν τούτο αποφασισθή εν μυστική συνεδριάσει κατά πλειονοψηφίαν, μετά ταύτα δε αποφασίζεται αν η περί του αυτού πράγματος συζήτησις πρέπει να επαναληφθή εις δημοσίαν συνεδρίασιν.

Άρθρο 56. – Η Βουλή δεν δύναται να συζητήση άνευ της παρουσίας τουλάχιστον του ενός του όλου αριθμού των μελών αυτής, μηδέ ν’ αποφασίση τι άνευ απολύτου πλειονοψηφίας των παρόντων μελών, ήτις όμως ουδέποτε δύναται να είναι μικροτέρα των τεσσάρων πέμπτων του κατωτάτου ορίου της απαρτίας. Εν περιπτώσει ισοψηφίας η πρότασις απορρίπτεται.

Άρθρο 57. – Ουδεμία πρότασις νόμου γίνεται δεκτή, αν δεν συζητηθή και ψηφισθή υπό της Βουλής άπαξ μεν κατ’ αρχήν, δις δε κατ’ άρθρον και σύνολον, κατά τρεις διαφόρους ημέρας. Μετά την κατ’ αρχήν επιψήφισιν το υπό συζήτησιν σχέδιον παραπέμπεται εις επιτροπήν της Βουλής, αν δεν παραπέμφθη πρότερον, ή αν δεν εγένετο επεξεργασία αυτού υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Μετά δε την υπό της επιτροπής εξέτασιν ή την πάροδον της ταχθείσης προς τούτο προθεσμίας, επακολουθεί η κατ’ άρθρον συζήτησις εις διαφόρους συνεδριάσεις, απεχούσας αλλήλων δύο τουλάχιστον ημέρας. Εις εξαιρετικάς όμως περιστάσεις δύναται η Βουλή, κηρύσσουσα την πρότασιν κατεπείγουσαν, να μη παραπέμψη ταύτην εις επιτροπήν και να περιορίσει εις μίαν ημέραν τον μεταξύ των δύο κατ’ άρθρων συζητήσεων χρόνον. Αν κατά την τελευταίαν συζήτησιν εγένοντο δεκταί τροπολογίαι, η του συνόλου ψήφισις αναβάλλεται, μέχρις ου το ψηφισθέν τυπωθή και διανεμηθή, ως ετροπολογήθη.

Η επιψήφισις δικαστικών κωδίκων προπαρασκευασθέντων υπό ειδικών επιτροπών, συσταθεισών δι’  ειδικού νόμου, δύνανται να γίνη δι’ ιδιαιτέρου νόμου κυρούντος τους ειρημένους κώδικας εν όλω. Η περί τοιούτου νόμου πρότασις δεν δύναται να κηρυχθή κατεπείγουσα. Κατά τον αυτόν τρόπον δύναται να γίνη κωδικοποίησις υφιστάμενων διατάξεων δι’ απλής ταξινομήσεως αυτών, ή εν όλω επαναφορά καταργηθέντων νόμων, πλην των φορολογικών.


Άρθρο 58. –  Ουδείς αυτόκλητος εμφανίζεται ενώπιον της Βουλής δια να αναφέρη τι προφορικώς ή εγγράφως, αναφοραί όμως παρουσιάζονται δια τινος βουλευτού ή παραδίδονται εις το γραφείον. Η Βουλή έχει το δικαίωμα να αποστέλλη εις τους Υπουργούς τας διευθυνομένας προς αυτήν αναφοράς, οίτινες είναι υπόχρεοι να δίδωσι διασαφήσεις, οσάκις ζητηθώσι, και δύναται να διορίζη εκ των μελών αυτής εξετστικάς των πραγμάτων επιτροπάς.

Άρθρο 59. – Ουδείς φόρος επιβάλλεται, ουδ’ εισπράττεται άνευ νόμου. Εξαιρετικώς, επί επιβολής ή αυξήσεως εισαγωγικού δασμού, η είσπραξις αυτού επιτρέπεται από της ημέρας της εις την Βουλήν καταθέσεως της περί αυτού προτάσεως νόμου, υπό τον ρητόν όρον της δημοσιεύσεως του νόμου το βραδ’υτερον εντός δέκα ημερών από της λήξεως της Βουλευτικής συνόδου.

Άρθρο 60. – Εν τη ετησία τακτική συνόδω η Βουλή ψηφίζει δια το επόμενο οικονομικόν έτος τον προσδιορισμόν της στρατιωτικής και ναυτικής δυνάμεως, την στρατολογίαν και ναυτολογίαν και τον προϋπολογισμόν και αποφασίζει επί του απολογισμού. Όλα τα έσοδα και έξοδα του Κράτους πρέπει να σημειώνονται εις τον προϋπολογισμόν και τον απολογισμόν.

Ο προϋπολογισμός εισάγεται εις την Βουλήν εντός των δύο πρώτων μηνών της συνόδου, αφ’ ου δ’ εξετασθή υπό ειδικής επιτροπής βουλευτών ψηφίζεται άπαξ κατά κεφάλαια και άρθρα, εις τμήματα εν τω κανονισμώ της Βουλής οριστέα, και εις τέσσαρας διαφόρους ημέρας, καθ’ Υπουργείον δε δι’ ονομαστικής κλήσεως. Εντός έτους το βραδύτερον από της λήξεως της οικονομικής χρήσεως εισάγεται ο απολογισμός αυτής εις την Βουλήν. Εξετάζεται δε υπό ειδικής επιτροπής βουλευτών και ψηφίζεται υπό της Βουλής κατά τα εν τω κανονισμώ αυτής ορισθησόμενα.

Άρθρο 61. – Μισθός, σύνταξις, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται εν τω προϋπολογισμώ του Κράτους ούτε παρέχεται άνευ οργανισμού ή άλλου ειδικού νόμου.

Άρθρο 62. – Βουλευτής δεν καταδιώκεται, ουδ’ οπωσδήποτε εξετάζεται ένεκα γνώμης ή ψήφου δοθείσης παρ’ αυτού κατά την ενέργειαν των βουλευτικών του καθηκόντων.

Άρθρο 63. – Βουλευτής διαρκούσης της βουλευτικής συνόδου, δεν καταδιώκεται, ούτε συλλαμβάνεται ή φυλακίζεται άνευ αδείας του σώματος, τοιάυτη άδεια δεν απαιτείται εις τα επ’ αυτοφώρω κακουργήματα. Προσωπική κράτησις δεν ενεργείται κατά βουλευτού διαρκούσης της βουλευτικής συνόδου, τέσσαρας εβδομάδας προ της ενάρξεως και τρεις μετά την αποπεράτωσιν αυτής. Εάν ο βουλευτής τύχη διατελών υπό προσωπικήν κράτησιν, απολύεται ανυπερθέτως τέσσαρας εβδομάδας προ της ενάρξεως της συνόδου. 

Άρθρο 64.  – Οι βουλευταί ομνύουσι προ της ενάρξεως των καθηκόντων αυτών εν τω Βουλευτηρίω και εις δημόσιαν συνεδρίασιν τον εξής όρκον, «Ομνύω εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω πίστιν εις την πατρίδα και εις τον συνταγματικόν βασιλέα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους και να εκπληρώσω ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».  Αλλόθρησκοι βουλευταί αντί της επικλήσεως  «ομνύω εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» ορκίζονται κατά τον τύπον της ιδίας αυτών θρησκείας.

Άρθρο 65. – Η Βουλή προσδιορίζει δια κανονισμού πως θέλει εκπληροί τα καθήκοντά της.

Άρθρο 66.  –  Η Βουλή σύγκειται εκ βουλευτών,  εκλεγομένων κατά νόμον υπό των εχόντων δικαίωμα προς τούτο πολιτών δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας. Αι βουλευτικαί εκλογαί διατάσσονται και ενεργούνται ταυτοχρόνως καθ’ όλην την Επικράτειαν.

Άρθρο 67. – Οι βουλευταί αντιπροσωπεύουσι το Έθνος και ουχί μόνον την εκλογικήν περιφέρειαν από της οποίας εκλέγονται.

Άρθρο 68. – Ο αριθμός των βουλευτών εκάστης εκλογικής περιφέρειας προσδιορίζεται δια νόμου αναλόγως του πληθυσμού αυτής. Ουδέποτε όμως ο αριθμός του όλου των βουλευτών δύναται να η ελάσσων των εκατόν πενήκοντα.

Άρθρο 69. –  Οι βουλευταί εκλέγονται δια τέσσαρα συναπτά έτη, αρχόμενα από της ημέρας των γενικών εκλογών, άμα δε τη λήξει της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, διατάσσεται η ενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών. Εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών από της ενέργειας των εκλογών τούτων συγκαλείται υποχρεωτικώς η νέα Βουλή εις τακτικήν σύνοδον, μόνο αν υπό της απελθούσης Βουλής δεν εξεπληρώθησαν, δια το έτος της ενέργειας των εκλογών, τα εν άρθρω 60 οριζόμενα.  Έδρα βουλευτική κενωθείσα κατά το τελευταίον έτος της περιόδου δεν συμπληρούται εφ’ όσον ο αριθμός των εκλιπόντων δεν υπερβαίνει το τέταρτον του όλου αριθμού των βουλευτών.

Άρθρο 70. –  Όπως εκλεγή τις βουλευτής, απαιτείται να είναι πολίτης έλλην, έχων συμπληρωμένον το εικοστόν πέμπτον έτος και την νόμιμον ικανότητα του εκλέγειν. Βουλευτής στερηθείς των προσόντων τούτων εκπίπτει αυτοδικαίως του βουλευτικού αξιώματος Εγειρομένων περί τούτου αμφισβητήσεων, αποφασίζει η Βουλή.

Άρθρο 71. –  Έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί εν ενεργεία, δήμαρχοι, συμβολαιογράφοι,  φύλακες υποθηκών και μεταγραφών και δικαστικοί κλητήρες δεν δύνανται να εκλεχθώσι βουλευταί,  εάν μη παραιτηθώσι προ της ημέρας της ανακηρύξεως των υποψηφίων. Τα καθήκοντα του βουλευτού είναι ασυμβίβαστα προς τα έργα του διευθυντού ή άλλου αντιπροσώπου διοικητικού ή εμμίσθου νομικού συμβούλου και υπαλλήλου εμπορικών εταιρειών ή επιχειρήσεων, απολαυουσών ειδικών προνομίων ή τακτικής επιχορηγήσεως δυνάμαι ειδικού νόμου.

Οι διατελούντες εις τινα των κατηγοριών τούτων οφείλουσιν, εντός οκτώ ημερών από της επικυρώσεως της εκλογής αυτών, να δηλώσωσιν επιλογήν μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των ως άνω έργων. Εν παραλείψει δε της τοιαύτης δηλώσεως εκπίπτουσιν αυτοδικαίως του αξιώματος του βουλευτού. Νόμος δύναται να καθιερώση το ασυμβίβαστον του βουλευτικού αξιώματος και προς έτερα έργα.


Άρθρο 72. –  Βουλευταί, αποδεχόμενοι οιονδήποτε των εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένων καθηκόντων ή έργων, εκπίπτουσιν αυτοδικαίως του βουλευτικού αξιώματος.

Άρθρο 73. – Η εξέλεγξις και εκδίκασις των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων εγείρονται ενστάσεις αναφερόμεναι είτε εις εκλογικάς παραβάσεις περί την ενέργειαν τούτων είτε εις έλλειψις προσόντων, ανατίθεται εις ειδικόν δικαστήριον, συγκροτούμενον δια κληρώσεως μεταξύ πάντων των μελών του Αρείου Πάγου και των Εφετείων του Κράτους. Η κλήρωσις ενεργείται υπό του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου εν δημοσία συνεδριάσει,  την προεδρίαν δε του ειδικού δικαστηρίου λαμβάνει ο εκ των κληρωθέντων κατά βαθμόν ή αρχαιότηταν προηγούμενος. Κατά τα λοιπά, τα της λειτουργία και της όλης διαδικασίας αυτού ορισθήσονται δια νόμου. Η από του βουλευτικού αξιώματος παραίτησις είναι δικαίωμα του βουλευτού.

Άρθρο 74. – Η Βουλή εκλέγει εκ των βουλευτών κατά την έναρξιν εκάστης βουλευτικής συνόδου τον πρόεδρον, τους αντιπροέδρους και του γραμματείς αυτής.

Άρθρο 75. – Οι βουλευταί λαμβάνουσιν εκ του δημοσίου ταμείου αποζημίωσιν, οι μεν εν Αθήναις και Πειραιεί κατοικούντες δραχμών οκτακοσίων εν αρχή εκάστης τριμηνίας, οι δε λοιποί χιλίων. Εις τον τακτικόν πρόεδρον της Βουλής, παρέχεται δι’ έξοδα παραστάσεως πρόσθετος αποζημίωσις δραχμών διακοσίων πεντήκοντα μηνιαίως. Ουδεμία άλλη αποζημίωσις παρέχεται εις τους βουλευτάς εν ουδεμία περιπτώσει δια την εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτών.

Άρθρο 76. – Εν απουσία βουλευτού επί πλείονας των πέντε συνεδριάσεων κατά μήνα, άνευ αδείας της Βουλής, εν τακτική ή εκτάκτω συνόδω, κρατούνται εκ της άνω αποζημιώσεως δραχμαί είκοσι δι’ εκάστην συνεδρίασιν.

Περί των Υπουργών

Άρθρο 77. – Ουδείς εκ της βασιλικής οικογενείας δύναται να διορισθή Υπουργός.

Άρθρο 78. – Οι Υπουργοί έχουσιν είσοδον ελευθέραν εις τας συνεδριάσεις της Βουλής και ακούονται οσάκις ζητήσωσι τον λόγον, ψηφοφορούσι δε μόνον εάν είναι μέλη αυτής. Η Βουλή δύναται ν’ απαιτήση την παρουσίαν των Υπουργών.

Άρθρο 79. – Ποτέ διαταγή του Βασιλέως έγγραφος ή προφορική δεν απαλλάσσει της ευθύνης του Υπουργούς.

Άρθρο 80. – Η Βουλή έχει το δικαίωμα να κατηγορή τους Υπουργούς κατά τους περί ευθύνης των Υπουργών νόμους ενώπιον του επί τούτω δικαστηρίου, όπερ, προεδρευόμενον υπό του προέδρου του Αρείου Πάγου, συγκροτείται εκ δώδεκα δικαστών, κληρουμένων υπό του προέδρου της Βουλής, εν δημοσία συνεδριάσει, εξ απάντων των προ της κατηγορίας διωρισμένων αρεοπαγιτών, εφετών και προέδρων αυτών, κατά τα ειδικώτερον δια νόμου οριζόμενα.

Άρθρο 81. – Ο Βασιλεύς δύναται ν’ απονείμη χάριν εις Υπουργόν καταδικασθέντα κατά τας ανωτέρω διατάξεις μόνον επί τη συγκαταθέσει της Βουλής.  Περί Συμβουλίου της Επικρατείας.

Άρθρο 82. – Εις το Συμβούλιον της Επικρατείας ανήκουσιν ιδίως.

α’) Η επεξεργασία των προτάσεων νόμων και των κανονιστικών διαταγμάτων.

β’) Η εκδίκασις των υπό του νόμου υποβαλλομένων αυτώ διαφορών αμφισβητουμένου διοικητικού.

γ’) Η κατ’ αίτησιν ακύρωσις δια παράβασιν νόμου των πράξεων των διοικητικών αρχών κατά τα ειδικώτερων εν τω νόμω οριζόμενα.

δ’)  Η ανωτέρα πειθαρχική δικαιοδοσία επί των απολαυόντων μονιμότητος υπαλλήλων της διοικήσεως, κατά τους περί τούτου νόμους. 

Εις τας περιπτώσεις των εδαφίων β’, γ’, και δ’ εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 92 και 93 του Συντάγματος.

Άρθρο 83. – Το Υπουργικόν Συμβούλιον ορίζει τας προτάσεις νόμων, ων η επεξεργασία ανατίθεται εις το Συμβούλιον της Επικρατείας πριν η εισαχθώσιν εις την Βουλήν. Η Βουλή δύναται να παραπέμψη εις το Συμβούλιον της Επικρατείας τας εις αυτήν υποβαλλομένας προτάσεις. Ο προϋπολογισμός του Κράτους ουδέποτε παραπέμπεται εις το Συμβούλιον της Επικρατείας.

Άρθρο 84. – Τα κανονιστικά διατάγματα εκδίδονται μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφαινομένου εντός αναλόγου προθεσμίας τασσομένης υπό του αρμοδίου Υπουργού,  ης παρερχομένης απράκτου, εκδίδεται το διάταγμα και άνευ γνωμοδοτήσεως. Η γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι υποχρεωτική δια τον Υπουργόν.

Άρθρο 85. – Τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι τακτικά και έκτακτα. Ο αριθμός αυτών, οριζόμενος δια νόμου, των μεν τακτικών δεν δύναται να η ελάσσων των επτά ούτε μείζων των δεκαπέντε, των δε εκτάκτων μείζων των δέκα. Τα έκτακτα μέλη λαμβάνονται εκ των ανωτέρων δημοσίων υπαλλήλων του Κράτους, πλην των δικαστικών, επί επιμισθίω οριζομένω υπό του νόμου.

Άρθρο 86. –  Τα τακτικά μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας διορίζονται δια βασιλικού διατάγματος προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της υπηρεσίας του εκάστου αυτών είναι δεκαετής, εκείνοι δε, των οποίων η υπηρεσία έληξε,  δύνανται να αναδιορισθώσιν. Αλλά κατά την πρώτην εγκατάστασιν του Συμβουλίου της Επικρατείας του μεν ενός τρίτου των μελών, δια κλήρου οριζομένων, θα θεωρηθή λήξασα η υπηρεσία άμα τη συμπληρώσει του δωδεκάτου έτους.

Τα καθήκοντα των τακτικών μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας εισίν ασυμβίβαστα προς τα καθήκοντα οιουδήποτε δημοσίου, δημοτικού ή εκκλησιαστικού υπαλλήλου πλην των του καθηγητού των νομικών και πολιτικών επιστημών εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω και των του Υπουργού, αλλ’  ουδέποτε επιτρέπεται η σύγχρονος ενάσκησις των έργων του Υπουργού και του συμβούλου της Επικρατείας.


Ιδιαίτερος νόμος θέλει κανονίσει τα προσόντα των τακτικών μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα περί αποχωρήσεως τούτων διαρκούσης της θητείας, τα περί βοηθητικού προσωπικού και πάντα τα αφορώντα εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Περί Δικαστικής Εξουσίας

Άρθρο 87. – Η δικαιοσύνη απονέμεται υπό δικαστών διοριζομένων υπό του Βασιλεώς κατά τον νόμον.

Άρθρο 88. –  Οι αρεοπαγίται, εφάται και πρωτοδίκαι εισίν ισόβιοι, οι δε εισαγγελείς, αντεισαγγελείς, ειρηνοδίκαι, ειδικοί πταισματοδίκαι, γραμματείς και υπογραμματείς των δικαστηρίων και εισαγγελιών, συμβολαιογράφοι, φύλακες υποθηκών και μεταγραφών εισίν μόνιμοι, εφ’ όσον υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι.

Οι ισιοβιότητος ή μονιμότητος απολεύοντες δικαστικοί υπάλληλοι δεν δύνανται να παύθωσιν άνευ δικαστικής αποφάσεως είτε κατ’ ακολουθίαν ποινικής καταδίκης είτε ένεκα πειθαρχικών παραπτωμάτων ή νόσου ή ανεπαρκείας, βεβαιουμένων καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 92 και 93.

Αποχωρούσι δε υποχρεωτικώς της υπηρεσίας κατά την συμπλήρωσιν του υπό του νόμου κανονιζομένου ορίου ηλικίας, όπερ δεν δύναται να είναι δια μεν τα μέλη του Αρείου Πάγου ανώτατον του εβδομηκοστού πέμπτου έτους, μηδέ κατώτερον του εξηκοστού πέμπτου, δια πάντας δε τους λοιπούς εμμίσθους δικαστικούς υπαλλήλους ανώτερον του εβδομηκοστού, μηδέ κατώτερον του εξηκοστού. Μέχρι της επιψηφίσεως νέου ειδικού νόμου περί ορίου ηλικίας πάντες οι ανωτέρω έμμισθοι δικαστικοί υπάλληλοι αποχωρούσι κατά το εξηκοστόν πέμπτον έτος συμπεπληρωμένον.

Άρθρο 89. – Τα προσόντα των δικαστών εν γένει υπαλλήλων ορίζονται δια νόμου.

Άρθρο 90. – Διακστικοί υπάλληλοι, απολαύοντες ισοβιότητος ή μονιμότητος, εκτος των υπογραμματέων, τοποθετούνται, μετατίθενται και προάγονται δι’ Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αποτελουμένου εκ μελών του Αρείου Πάγου, καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει. Η εις τας θέσεις του προέδρου, αντιπροέδρου και εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προαγωγή δεν υπάγεται εις το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον.

Άρθρο 91. – Δικαστικαί επιιτροπαί και άκτακτα δικαστήρια υφ’ οιονδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συστηθώσιν. Ειδικώς νόμος θέλει κανονίσει, δια την περίπτωσιν εμπολέμου καταστάσεως, ή γενικής, ένεκεν εξωτερικών κινδύνων, επιστρατεύσεως,  τα της προσωρινής, εν όλω ή εν μέρει, αναστολής της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 5, 6, 10, 11, 12, 14, 20 και 95 του Συντάγματος, τα της κηρύξεως της καταστάσεως πολιορκίας και τα της συστάσεως και λειτουργίας εξαιρετικών δικαστηρίων.

Ο νόμος ούτους δεν δύνανται να μεταρρυθμισθή κατά το διάστημα των εργασιών της προς εφαρμογήν τούτου συγκαλουμένης Βουλής. Τίθεται δε κατά πάσας ή τινας μόνον αυτού διατάξεις εις εφαρμογήν καθ’ όλην την Επικράτειαν ή μέρος αυτής δια βασιλικού διατάγματος, αδεία της Βουλής εκδιδομένου. Εν απουσία της Βουλής ο νόμος δύναται να τεθή εις εφαρμογήν και άνευ αδείας αυτής δια βασιλικού διατάγματος προσυπογεγραμμένου υφ’ ολοκλήρου του Υπουργικού Συμβουλίου.

Δια του αυτού βασιλικού διατάγματος και επί ποινή ακυρότητος αυτού συγκαλείται η Βουλή εντός πέντε ημερών, και αν έτι έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, όπως δια πράξεως αυτής αποφασίση την διατήρησιν ή άρσιν των ορισμών του βασιλικού διατάγματος. Η βουλευτική ασυλία του άρθρου 63 ισχύει από της δημοσιεύσεως του βασιλικού διατάγματος. Η ισχύς των ανωτέρω βασιλικών διαταγμάτων, προκειμένου μεν περί πολέμου, δεν εκτείνεται πέραν της λήξεως αυτού, προκειμένου δε περί επιστρατεύσεως,  αίρεται αυτοδικαίως μετά δίμηνον, εάν εν τω μεταξύ δεν παραταθή η ισχύς αυτών αδεία πάλιν της Βουλής.

Άρθρο 92. – Αι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι δημόσιαι, εκτός όταν η δημοσιότης ήθελεν είσθαι επιβλαβής εις τα χρηστά ήθη ή την κοινήν ευταξίαν, αλλά τότε τα δικαστήρια οφείλουσι να εκδίδωσι περί τούτου απόφασιν.

Άρθρο 93. – Πάσα απόφασις πρέπει να είναι ειδικώς ητιολογημένη και ν’ απαγγέληται εν δημοσία συνεδριάσει.

Άρθρο 94. – Το ορκωτικόν σύστημα διατηρείται.

Άρθρο 95. – Τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται υπό των ενόρκων, ωσαύτως και τα του τύπου, οσάκις ταύτα δεν αφορώσι τον ιδιωτικόν βίον.

Άρθρο 96. – Δεν επιτρέπεται εις τον δικαστήν να δεχθή και άλλην έμμισθον υπηρεσίαν, εκτός της του καθηγητού εν των Πανεπιστημίω.

Άρθρο 97. –  Τα περί στρατοδικείων, ναυτοδικείων, πειρατείας, ναυταπάτης και δικαστηρίων λειών κανονίζονται δι’ ειδικών νόμων.

Περί Ελεγκτικού Συνεδρίου

Άρθρο 98. – Οι ελεγκταί και πρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου εισίν ισόβιοι και δεν παύονται,  ειμή κατά τους όρους του άρθρου 88, απωχωρούσι δε υποχρεωτικώς της υπηρεσίας κατά την συμπλήρωσιν του υπό του νόμου κανονιζομένου ορίου ηλικίας, όπερ δεν δύναται να είναι ανώτερον του εβδομηκοστού πέμπτου,  μηδέ κατώτερον του εξηκοστού πέμπτου έτους. Τα προσόντα των ελεγκτών και παρέδρων ορίζονται δια νόμου.


Γενικαί Διατάξεις
Άρθρο 99. –Άνευ νόμου στρατός ξένος δεν είναι δεκτός εις την ελληνικήν υπηρεσίαν, ουδέ δύναται να διανέμη εις το Κράτος ή να διέλθη δι’ αυτού.

Άρθρο 100. – Μόνον όταν και όπερ ο νόμος διατάσσει οι στρατιωτικοί και ναυτικοί στερούνται του βαθμού των τιμών και των συντάξεών των.

Άρθρο 101. –Αι του αμφισβητούμενου διοικητικού υποθέσεις εξακολουθούσιν υπαγόμεναι εις τα τακτικά δικαστήρια, υφ’ ων δικάζονται ως κατεπείγουσαι, πλην εκείνων, δι’ ας ειδικοί νόμοι συνιστώσι διοικητικά δικαστήρια, παρ’ οις τηρούνται αι διατάξεις των άρθρων 92 και 93. Μέχρι της εκδόσεως ειδικών νόμων ισχύουσιν οι υφιστάμενοι περί διοικητικής δικαιοδοσίας. Αι αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται από της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποκλειστικώς εις την δικαιοδοσίαν αυτού.

Η άρσις των συγκρούσεων μεταξύ δικαστικών και διοικητικών αρχών, ως και μεταξύ Συμβουλίου Επικρατείας και διοικητικών αρχών, δικάζεται υπό του Αρείου Πάγου, μέχρις ου ιδιαίτερος νόμος συστήση προς εκδίκασιν ταύτης μικτόν δικαστήριον, αποτελούμενον εξ ίσου αριθμού αρεοπαγιτών και τακτικών συμβούλων της Επικρατείας, υπό την Προεδρίαν του Υπουργού της Δικαιοσύνης ή του υπό του νόμου οριζομένου αναπληρωτού αυτού.

Άρθρο 102. – Τα προσόντα των διοικητικών εν γένει υπαλλήλων ορίζονται δια νόμου. Μετά την έναρξιν της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι υπάλληλοι ούτοι από του οριστικού αυτών διορισμού εισί μόνιμοι, εφ’ όσον υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι, πλην δε των περιπτώσεων της παύσεως δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, ούτε μετατίθενται άνευ συμφώνου γνωμοδοτήσεως ούτε απολύονται ή υποβιβάζονται άνευ ειδικής αποφάσεως κατά νόμον οργανωμένου και εκ μονίμων υπαλλήλων κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον αποτελουμένου συμβουλίου.

Κατά της αποφάσεως ταύτης επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα εν τω νόμω ειδικώτερον οριζόμενα. Των προσόντων και της μονιμότητος επιτρέπεται να εξαιρεθώσι δια νόμου οι πρέσβεις και διπλωματικοί πράκτορες, οι γενικοί πρόξενοι, οι γενικοί γραμματείς των Υπουργείων, οι ιδιαίτεροι γραμματείς των Υπουργών, οι νομάρχαι, ο βασιλικός επίτροπος παρά τη Ιερά Συνόδω, και ο γενικός διευθυντής των Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων.

Άρθρων 103. – Αγωγαί κακοδικίας κατ’ αρεοπαγιτών, ισοβίων μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τακτικών συμβούλων της Επικρατείας δικάζονται υπό πενταμελούς ειδικού δικαστηρίου, συγκροτουμένου καθ’ ον ο νόμος ορίσει τρόπον δια κληρώσεως εκ των τριών τούτων σωμάτων,  των εκ δικηγόρων μελών του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου και των καθηγητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου, λαμβανομένου ενός μέλους εξ εκάστου σώματος.

Εις το δικαστήριον τούτο υπάγεται και πάσα προπαρασκευαστική διαδικασία, ουδεμία δ’ άλλη άδεια απαιτείται. Εις το αυτό δικαστήριον δύναται να υπαχθώσιν δια νόμου και αι αγωγαί κακοδικίας κατά πρωτοδικών, εφετών και εισαγγελέων.

Άρθρο 104. –  Η πειθαρχική εξουσία επί των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου,  του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκείται και υπό συμβουλίου συγκειμένου εκ δύο μελών εξ εκάστου των σωμάτων τούτων και δυο καθηγητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου, οριζομένων πάντων δια κλήρου, υπό την προεδρίαν του Υπουργού Δικαιοσύνης. Εκ των μελών του συμβουλίου εξαιρούνται εκάστοτε τα ανήκοντα εις το σώμα εκείνο, επί ενεργείας του οποίου, είτε ολοκλήρου είτε μελών αυτού, καλείται ν’ αποφανθή το συμβούλιον.

Άρθρο 105. – Η εκλογή των δημοτικών αρχών γίνεται δια καθολικής ψηφοφορίας.

Άρθρο 106. – Πας Έλλην, δυνάμενος φέρειν όπλα, υποχρεούται να συντελή εις την υπέρ πατρίδος άμυναν κατά τους ορισμούς των νόμων.

Άρθρο 107. – Επίσημος γλώσσα του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα, πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται.

Άρθρο 108. – Δεν επιτρέπεται αναθεώρησις ολόκληρου του Συντάγματος. Μετά δεκαετίαν από της ισχύος της διατάξεως ταύτης επιτρέπεται αναθεώρησις των μη θεμελιωδών διατάξεων αυτού, οσάκις η Βουλή δια των δύο τρίτων του όλου αριθμού των μελών αυτής ζητήση ταύτην δι’ ιδίας πράξεως,  οριζούσης ειδικώς τα αναθεωρητέας διατάξεις και ψηφιζομένης εις δύο ψηφοφορίας, αμφισταμένας αλλήλων κατά ένα τουλάχιστον μήνα. Αποφασισθείσης της αναθεωρήσεως διαλύεται αυτοδικαίως η υφεστώσα Βουλή και συγκαλείται νέα, ήτις κατά την πρώτην σύνοδον αυτής αποφασίζει επί των αναθεωρητέων διατάξεων δι’ απολύτου πλειονοψηφίας του όλου αριθμού των μελών αυτής.

Άρθρο 109. – Όλοι οι νόμοι και τα διατάγματα, καθ’ όσον αντιβαίνουσιν εις το παρόν Σύνταγμα, καταργούνται.

Άρθρο 110. –  Το παρόν Σύνταγμα εμβαίνει εις ενέργειαν, άμα υπογραφή υπό του Βασιλέως, το δε Υπουργικόν Συμβούλιον οφείλει να δημοσιεύση αυτό δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εντός είκοσι τεσσάρων ωρών μετά την υπογραφήν. Πάσα ψηφιζόμενη αναθεώρησις μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος εκδίδεται και δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εντός δέκα ημερών από της επιψηφίσεως αυτής υπό της Βουλής τίθεται δ’ εις ενέργειαν δι’ ειδικού ταύτης ψηφίσματος.

Άρθρο 111. – Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων.


Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1911

Το Κίνημα στο Γουδί το Δεκαπενταύγουστο του 1909 τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της πολιτικής ζωής του τόπου και σηματοδότησε μια ειρηνική επανάσταση. Επανάσταση, που έθεσε σε κίνηση ελεγχόμενες ίσως και συμβιβαστικές διαδικασίες, οι οποίες, όμως, με την είσοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή και την ανάδειξή του σε λαοπρόβλητο κυβερνήτη της χώρας, οδήγησαν στη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας. Η Επανάσταση έδωσε διέξοδο στις ανερχόμενες νέες κοινωνικές δυνάμεις και επέβαλε την κρατική ανασυγκρότηση, μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης εθνικής και κοινωνικής αναγέννησης και με την καθολική συμμετοχή του λαού.

Το θεσμικό επιστέγασμα της προσπάθειας αυτής σε συνταγματικό επίπεδο για μία νέα διάρθρωση των κρατικών εξουσιών και τον επανακαθορισμό των σχέσεων κρότους-πολίτη ήταν η Αναθεώρηση του 1911. Δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε το νόημα και το ουσιαστικό περιεχόμενο της Αναθεώρησης αυτής αν δεν τη δούμε σε συνάρτηση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Επανάστασης του 1909 και των συνθηκών που την προκάλεσαν και μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου κοινωνικού μετασχηματισμού που δημιούργησε η ανάπτυξη της αστικής τάξης στην Ελλάδα και οι νέες οικονομικές συνθήκες και οι ιδεολογικές κατευθύνσεις της εποχής.

Όμως, την έκταση της Αναθεώρησης, τον μετριοπαθή της χαρακτήρα και τον τρόπο της πραγματοποίησης, ιδιαίτερα στο τελικό της στάδιο, η επίδραση της προσωπικότητας και των πολιτικοκοινωνικών αρχών και αντιλήψεων του Ελ. Βενιζέλου ήταν κεφαλαιώδους σημασίας, χωρίς να παραβλέψουμε τη συμβολή και τη σημασία του έργου πλειάδας διακεκριμένων νομικών της εποχής εκείνης που διαπνέονταν από τις ίδιες φιλοσοφικοκοινωνικές αντιλήψεις και επετέλεσαν το ουσιαστικό έργο της Αναθεώρησης, δίνοντάς του τη σφραγίδα της νομικής αρτιότητας και της, σε μεγάλο βαθμό, αντιστοιχίας του προς τις δεδομένες κοινωνικές ανάγκες. Η Επανάσταση του 1909 δεν επέβαλε πολιτειακή μεταβολή.

Κάτι τέτοιο θα υπερκέραζε τους βασικούς στόχους της και θα είχε συνέπειες τόσο στην εσωτερική συνοχή του Έθνους, όσο και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και την αντιμετώπιση των επερχομένων συρράξεων στο βαλκανικό χώρο. Η πολιτειακή μεταβολή προϋπέθετε γενικότερες συνθήκες που δεν υπήρχαν, ενώ από την άλλη μεριά η συνετή και συμφιλιωτική στάση του βασιλέως Γεωργίου Α' έδωσε στον Ελ. Βενιζέλο την αναγκαία στήριξη για την επιβολή της μετριοπαθούς και πολυδιάστατης πολιτικής του, που απέβλεπε στην εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου κράτους δικαίου και μιας ουσιαστικής δημοκρατίας, ανεξάρτητα από τον κληρονομικό ή μη χαρακτήρα του ανώτατου άρχοντα.

Η τυχόν επικράτηση των ακραίων αντιλήψεων ορισμένων από τους παράγοντες ή παραστάτες της Επανάστασης του 1909 και δη στο αρχικό της στάδιο, θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα, ως συνέπεια την εξάντλησή της στην προσπάθεια θέσεως σε λειτουργία της νέας πολιτειακής μορφής, προς την οποία ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος ήταν εκ προοιμίου αντίθετος, ενώ τα βαθύτερα κοινωνικά προβλήματα και η ανάγκη της άμεσης πολεμικής προπαρασκευής της χώρας απαιτούσαν συνολική συναίνεση και απερίσπαστη από εσωτερικές διαμάχες πολιτική ηγεσία.

Αφού αυτό επιτεύχθηκε με τους επιδέξιους χειρισμούς του Βενιζέλου, ο περιορισμός της αναθεώρησης του Συντάγματος σε επιμέρους θέματα της πολιτειακής οργανώσεως και στον εμπλουτισμό των ατομικών δικαιωμάτων με νέες ρυθμίσεις ήταν η αναγκαία μέθοδος για τη νομική κατοχύρωση των βασικών σκοπών της Επανάστασης και των φιλελεύθερων τάσεων που εξέφραζαν την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής, αλλά και τους πόθους ολοκλήρου σχεδόν του ελληνικού λαού. Την αντίθεσή του προς πολιτειακή μεταβολή, είτε με την έννοια της αλλαγής της μορφής του πολιτεύματος είτε με επιλογή άλλης δυναστείας.

Ο Ελ. Βενιζέλος εξέφρασε περιεκτικά αλλά και πανηγυρικά στο λόγο του στην πλατεία Συντάγματος, το Σεπτέμβριο του 1910 προς τον Αθηναϊκό λαό, όταν στις φωνές για Συνταγματική Συνέλευση επέβαλε σιωπή, καθορίζοντας το χαρακτήρα της Βουλής ως Αναθεωρητικής. Η Αναθεώρηση του Συντάγματος δεν αποτελούσε αυτοσκοπό. Εξέφραζε την πάνδημη απαίτηση ικανοποιήσεως συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών και την τάση διασφαλίσεως του πλαισίου λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, πάνω στις αρχές που πρακτικά είχαν ήδη τεθεί ως συνθήκες του πολιτεύματος από το 1875 με την καθιέρωση της δεδηλωμένης.

Είχαν προηγηθεί αρκετές προσπάθειες και προτάσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, οι ατέλειες και η αυστηρότητα του οποίου ως προς τη διαδικασία αναθεωρήσεως είχαν επισημανθεί αρκετά νωρίς. Ιδίως, όμως, μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, η ανόρθωση της χώρας συνδυάστηκε με την εισαγωγή διαφόρων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, με προεξέχοντες και ένθερμους κήρυκες της συνταγματικής μεταβολής, τους Γ. Φιλάρετο και Αθ. Ευταξία. Ο πρώτος είχε ταχθεί υπέρ πολιτειακής μεταβολής, υποστηρίζοντας ανοιχτά το πολίτευμα της αβασίλευτης (προεδρευομένης) δημοκρατίας, ενώ ο δεύτερος και η πλειοψηφία των λοιπών αρθρογράφων (Κ. Καραπάνος, Δ. Βοκοτόπουλος, Κ. Εσλιν, Γ. Αντωνόπουλος) περιορίζονταν στη διακήρυξη της ανάγκης απλής αναθεωρήσεως.

Την αβουλία και την αμηχανία των πρώτων μηνών από την εξέγερση στο Γουδί, τον Αύγουστο του 1909, μετέβαλε σε εργώδη προσπάθεια εθνικής αναγεννήσεως η έλευση του Ελ. Βενιζέλου στην Αθήνα, στο τέλος του έτους αυτού και η αναγόρευσή του σε Σύμβουλο της Επανάστασης, ουσιαστικά όμως και του βασιλέως Γεωργίου Α' ο οποίος αναγνώρισε αμέσως την αξία και τις δυνατότητες του μεγάλου Κρητικού, που σε λίγους μήνες θα γινόταν ο αδιαφιλονίκητος πολιτικός ηγέτης της χώρας και ο ενσαρκωτής των προσδοκιών του Έθνους.

Η δραστηριοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας για την Αναθεώρηση του Συντάγματος -χωρίς δηλαδή την τήρηση του χρονοβόρου τυπικού του άρθρου 107- άρχισε με τη σύνταξη και υποβολή «προμελέτης» συνταγματικών μεταβολών από τον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης και καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, Ν.Ν. Σαρίπολο και με το ψήφισμα της Βουλής για τις αναθεωρητέες διατάξεις που ψηφίστηκε το Φεβρουάριο του 1910 και έγινε αποδεκτό με βασιλικό διάγγελμα του Μαρτίου του 1910. Οι εκλογές για τη σύγκληση διπλής Αναθεωρητικής Βουλής προκηρύχθηκαν την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου και με την προκήρυξη αυτή θεωρήθηκε τερματισθείσα και η Επανάσταση του 1909.


Η από τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 προελθούσα Βουλή (Α' Αναθεωρητική) δεν επρόκειτο να έχει μακρύ βίο ούτε να εισέλθει καν στο αναθεωρητικό της έργο. Αυτό, έγινε στην πράξη με την εκλογή της Β' Αναθεωρητικής Βουλής, το Νοέμβριο του 1910, που συνήλθε στην εναρκτήρια συνεδρίασή της στις 8 Ιανουαρίου 1911. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη Βουλή έγινε δεκτό ότι είχαν γενική αναθεωρητική αρμοδιότητα που περιλάμβανε ανεξαρτήτως όλες τις συνταγματικές διατάξεις, πλην των θεμελιωδών, εκείνων, δηλαδή, που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος. Δεν υπήρχε, επομένως, δέσμευση των αναθεωρητικών Βουλών από το ψήφισμα της προηγούμενης Βουλής που καθόριζε -και περιόριζε- τις αναθεωρημένες διατάξεις.

Χαρακτηριστική ήταν η αγόρευση του Ν. Δημητρακόπουλου την 1η Σεπτεμβρίου 1910, με την οποία έδινε στη Βουλή εκείνη το χαρακτήρα της Ευρείας Αναθεωρητικής Βουλής. Ο όρος αυτός κράτησε και σε μεταγενέστερες αναθεωρήσεις αυτού του τύπου, όπως η αναθεώρηση του 1975 και εσήμαινε ότι η Αναθεωρητική Βουλή, πλην του πολιτειακού θέματος, ήταν «κυρία της ημερησίας αυτής διατάξεως». Το κυρίως αναθεωρητικό έργο επιτελέσθηκε από τη Βουλή, την προελθούσα από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1910 που έφεραν τον Ελ. Βενιζέλο πάλι πρωθυπουργό, επικεφαλής όμως ενός νέου ισχυρότατου κόμματος, του Κόμματος των Φιλελευθέρων, που θα εδέσποζε της πολιτικής ζωής του τόπου επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες, και μιας ισχυρής ομοιογενούς κυβερνήσεως.

Η πολιτική σημασία της μεταβολής αυτής ήταν προφανής. Η χώρα περνούσε από το σύστημα της κυβερνώσης Βουλής, που ουσιαστικά είχε επικρατήσει κατά το διάστημα της ισχύος του Συντάγματος του 1864, με μερική εξαίρεση το σχηματισμό των μονοκομματικών κυβερνήσεων Τρικούπη, στο σύστημα της αναδείξεως σε κυβέρνηση του πλειοψηφούντος, στις εκλογές και στη Βουλή, ενιαίου κόμματος προς άσκηση της πολιτικής του. Ο κοινοβουλευτισμός εισερχόταν σε νέα φάση και η εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Το αναθεωρητικό έργο που επρόκειτο να συντελεστεί στο πρώτο στάδιο των εργασιών της νέας Βουλής θα έφερε τα γνωρίσματα της ουσιαστικής αυτής μεταβολής.

Θα ήταν δηλαδή έργο όχι ετεροκλήτων προτάσεων και ευκαιριακών συμβιβασμών, αλλά θα ενσωμάτωνε την κοινωνικοοικονομική ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος και την πολιτική βούληση του λαοπρόβλητου πρωθυπουργού. Η Αναθεώρηση του 1911 έγινε υπό την αιγίδα και στο μέτρο των γενικοτέρων πολιτικών επιδιώξεων του Ελ. Βενιζέλου, όπως και η Αναθεώρηση του 1975 είχε κατά μεγάλο μέρος τη σφραγίδα των οραμάτων και της πείρας του Κ. Καραμανλή, σε αντιδιαστολή π.χ. προς το Σύνταγμα του 1952, που ήταν προϊόν αδυναμιών, συμβιβασμών και υπαναχωρήσεων (σε σχέση με το σχέδιο της Επιτροπής του Β' ψηφίσματος) και αποδείχθηκε ανίκανο να ανταποκριθεί στις διαμορφωθείσες μεταπολεμικά στη χώρα μας συνθήκες.

Ποιες ήταν οι αλλαγές στο συνταγματικό μας χάρτη που κρίθηκαν τότε επιβεβλημένες και θεωρήθηκαν ότι θα εθεράπευαν βασικά δεινά του δημόσιου βίου; Ορισμένες τροποποιήσεις είχαν περιορισμένους σκοπούς σχετιζομένους με τρέχοντα ζητήματα της τότε πολιτικής ζωής, όπως η κατοχύρωση του αμετάβλητου του κειμένου των αγίων γραφών που είχε σχέση με τα προηγηθέντα «Ευαγγελικά». Σοβαρότερες και ως ιδιαίτερα επιτυχείς θα πρέπει να θεωρηθούν οι τροποποιήσεις των διατάξεων περί ατομικών δικαιωμάτων, με την παροχή μεγαλύτερων εγγυήσεων για την κατοχύρωση της προσωπικής ελευθερίας -άρθρα 5,6 και 12- και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι -άρθρο 11.

Σημαντική, επίσης, ήταν η διεύρυνση των υποχρεώσεων του κράτους για την Παιδεία και η παροχή μεγαλύτερων εγγυήσεων στην ατομική ιδιοκτησία αλλά και η διευκόλυνση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως με την προσφυγή στην ευρύτερη έννοια της δημόσιας ωφέλειας αντί της δημόσιας ανάγκης, πράγμα που επέτρεπε την απαλλοτρίωση μεγάλων κτημάτων για την αποκατάσταση ακτή μόνων καλλιεργητών. Επίσης, σημαντική επίδραση στη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών και στην εξυγίανση του δημόσιου βίου είχαν οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν στην εκλογή των βουλευτών, στα ασυμβίβαστα και στη λειτουργία της Βουλής.

Μία σπουδαιότατη καινοτομία, η οποία, όμως, δεν επρόκειτο να τελεσφορήσει υπό το κράτος του Συντάγματος εκείνου, ήταν η πρόβλεψη επανιδρύσεως του Συμβουλίου Επικράτειας, όχι μόνο ως διοικητικού δικαστηρίου και συμβουλευτικού οργάνου της Διοικήσεως, αλλά και ως συμπαραστάτου της νομοθετικής εξουσίας, αφού σ’ αυτό θα ανήκε και η επεξεργασία των νομοσχεδίων. Με την ίδρυση του Συμβουλίου συνδέθηκε και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Υπήρξε μεγάλη ζημιά για τον τόπο το γεγονός ότι το Συμβούλιο Επικράτειας δεν ιδρύθηκε αμέσως μετά την επιψήφιση του Συντάγματος του 1911 και ότι τελικά στερήθηκε της συμβουλευτικής αρμοδιότητας στο νομοθετικό επίπεδο.

Πολλές εμπλοκές του δημόσιου βίου της χώρας, αλλά και τα περισσότερα από τα ακανθώδη ζητήματα που προκαλούνται από την εκ των υστέρων κρίση πολλών νόμων ως αντισυνταγματικών με απρόβλεπτες συνέπειες στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου (όπως π.χ. ορισμένων πολεοδομικών διατάξεων, οργανωτικών νόμων ή νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων κ.λπ.) θα είχαν αποφευχθεί. Η αγόρευση του Ελ. Βενιζέλου για την ανάγκη και τον επιθυμητό ρόλο του Συμβουλίου Επικράτειας, κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 1911, παραμένει μνημειώδης. Παρά τις αξιόλογες καινοτομίες και επιτυχείς μεταρρυθμίσεις που επέβαλε το Σύνταγμα του 1911 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαναστατικό.

Ακόμα θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι μεγάλα και σοβαρά ζητήματα όπως οι σχέσεις Κοινοβουλίου και Ανωτάτου Άρχοντος, δηλαδή ουσιαστικά οι βασικοί κανόνες λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος έμειναν έξω από το ρυθμιστικό πεδίο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Η τάση συμβιβασμού προς τον συντηρητισμό της εποχής εκείνης είναι έκδηλη και αποτελούσε προσωπική επιλογή του Ελ. Βενιζέλου για την επίτευξη μιας ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης που την έκρινε απαραίτητη εν όψει της εκκρεμότητας των εθνικών διεκδικήσεων και της γενικότερης προσπάθειας για την ανόρθωση της χώρας. Οι αδυναμίες αυτές του Συντάγματος έγιναν έκδηλες ευθύς μόλις εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη κρίση που οδήγησε στο Διχασμό.

Αντίθετα, στο χώρο των ατομικών δικαιωμάτων οι διατάξεις που προέ-κυψαν από την αναθεώρηση αποτέλεσαν τη βάση των σχετικών ρυθμίσεων μέχρι και το σημερινό Σύνταγμα. Η αναντιστοιχία, όμως, μεταξύ των κοινωνικών αναγκών και των συνταγματικών ρυθμίσεων υπήρξε λιγότερο ή περισσότερο έκδηλη σε όλα τα συνταγματικά μας κείμενα και η πορεία του εκσυγχρονισμού του δημόσιου βίου δεν έβρισκε πάντοτε επαρκές θεμέλιο στις συνταγματικές επιταγές, είτε από την ανεπάρκειά τους είτε από τον απαγορευτικό τους χαρακτήρα που έθετε εμπόδια στην επιθυμητή προσαρμογή, όπως π.χ. συνέβαινε στο θέμα της γλώσσας.


Παρ’ όλα αυτά τα μειονεκτήματα, το Σύνταγμα του 1911 ήταν η βάση για τη διαμόρφωση και την πορεία του δημόσιου βίου της χώρας στον εικοστό αιώνα. Με το Σύνταγμα αυτό άνοιξε ένας κύκλος συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που θα έκλεινε με το Σύνταγμα του 1975. Η αναθεώρηση του 1911 προτάθηκε ως διέξοδος από την πολιτειακή κρίση της περιόδου εκείνης ενώ δε στόχευε στη μεταβολή ούτε του πολιτεύματος ούτε της οργανωτικής δομής της πολιτείας. Κύριος στόχος του συντάγματος ήταν η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και η καθιέρωση νέων κανόνων στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Η αναθεώρηση αυτή επικεντρώθηκε στην ενίσχυση της προστασίας των ατομικών ελευθεριών, στην εισαγωγή ρυθμίσεων για τη διευκόλυνση του νομοθετικού έργου της Βουλής, στην καθιέρωση της υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης, στην παροχή της δυνατότητας για αναγκαστική απαλλοτρίωση, στην κατοχύρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Στη δυνατότητα πρόσκλησης ξένων διοργανωτών για τη διοίκηση και το στράτευμα, στην επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην απλοποίηση των διαδικασιών αναθεώρησης του Συντάγματος. Η ίδια Βουλή παρέτεινε τις εργασίες της και μετά το τέλος του αναθεωρητικού της έργου, ως τακτική πλέον Βουλή, συνεχίζοντας το νομοθετικό της έργο μέχρι τη λήξη της συνόδου στα τέλη του 1911.

Στόχος του μεταρρυθμιστικού προγράμματος ήταν η εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας και του κράτους δικαίου, και η ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Όπως παρατηρήσαμε και παραπάνω, παρά την πληθώρα των καινοτόμων ρυθμίσεων που εισήγαγε το Σύνταγμα του 1911, δε φαίνεται να έχει καλύψει όλους τους τομείς και τις ανάγκες που πήγαζαν εκ των συνταγματικοπολιτικών συνθηκών της εποχής εκείνης, καθώς ο αριθμός των ελλείψεων δεν είναι μικρός αλλά ούτε και αρκετός για να υποσκελίσει τη βαρύνουσα σημασία μίας σειράς μεταρρυθμίσεων που στόχο τους είχαν την επιβολή της αρχής της νομιμότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και την καλύτερη δυνατή ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ ατόμου και πολιτείας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ











(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)




ΠΗΓΕΣ :




Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου