Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Ο ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΜΙΣΘΟΣ


Παναγιώτης Ε. Πετράκης | Panagiotis E. Petrakis
Καθηγητής Οικονομικών | Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ - Professor at the Department of Economics - National and Kapodistrian University of Athens
Όταν διαβάσαμε την πρώτη έκθεση της Ενισχυμένης Επίβλεψης της Ε.Ε. τον προηγούμενο Νοέμβριο για την ελληνική οικονομία καταλάβαμε κάτι ακόμα από τα μυστήρια των Βρυξελλών. Προέβαλαν την πολύ ορθή σχέση μεταξύ περιορισμού της φτώχειας και του κατώτατου μισθού.
Παρόλο που ξεκίνησαν την ανάλυσή τους με τη διαπίστωση ότι το ύψος του επιπέδου του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα δεν κινείται στα άκρα (εννοώντας προφανώς τα κατώτατα άκρα) της κατανομής των κατώτατων μισθών των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά κάπου στη μέση προχώρησαν την ανάλυσή τους (στην οποία αφιερώνουν δύο σελίδες) αναδεικνύοντας το γεγονός ότι ο αμειβόμενος με κατώτατο μισθό στην Ελλάδα (683,76 ευρώ σε 12μηνη βάση) δεν κινδυνεύει με φτωχοποίηση. Όταν όμως λάβουμε υπόψη μας ότι μπορεί να έχει δύο εξαρτώμενους (π.χ. δύο παιδιά), τότε κινδυνεύει. Μάλιστα διαπιστώνουν ότι αυτό εξαρτάται  και από το ύψος του αφορολόγητου ανοίγοντας και το τελευταίο αυτό θέμα.
Στη συνέχεια πρόσθεσαν στην παρουσίασή τους ένα περιορισμένο σχετικά μέρος για την ανταγωνιστικότητα, όπου το ενδιαφέρον τους  περιορίζεται αποκλειστικά στην «μη-τιμολογιακή ανταγωνιστικότητα» ξεχνώντας εντελώς να αναφερθούν στα αποτελέσματα που θα είχαν οι επιπτώσεις του κατώτατου μισθού στην ανταγωνιστικότητα. Ξέχασαν δηλαδή να ασχοληθούν με το trade-off, δηλαδή τα κέρδη και τις ζημιές που συνδέουν την επιδίωξη της βελτίωσης της ζωής των χαμηλόμισθων εργαζομένων με την επιδίωξη της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων σε μία οικονομία που τα προϊόντα χαμηλής εξειδίκευσης και άρα χαμηλού μισθολογικού κόστους είναι ο κανόνας.

Η σχέση όμως μεταξύ των δύο μεγεθών είναι αρνητική. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012-2013 η μείωση του κατώτατου (2011-2012) βελτίωσε τον δείκτη της ανταγωνιστικότητας (Real Effective Exchange Rate) κατά 7,63% γεγονός που ευνόησε τα ελληνικά προϊόντα έναντι των ανταγωνιστών μας (Ιταλούς, Ολλανδούς, Τούρκους κ.ά.) στην ελληνική και εξωτερική αγορά. Εξάλλου, η υψηλή ανεργία συντέλεσε αποφασιστικά στο να διατηρηθούν οι πιέσεις στην αμοιβή εργασίας. Η ανεργία άρχισε να μειώνεται τα τρία τελευταία χρόνια. Επίσης, η αμοιβή εργασίας άρχισε να αυξάνεται ακολουθώντας κατά τρόπο θετικό και την παραγωγικότητα που άρχισε και αυτή δειλά-δειλά να ανέρχεται. Αυτές οι ήπιες τάσεις ανάκαμψης ανατρέπονται σχετικά απότομα με την απόφαση του 11% προφανώς υπό την πίεση του πολιτικού κύκλου.
Προς θεού, η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο από το κόστος εργασίας! Σοβαρότεροι παράγοντες είναι η συναλλαγματική ισοτιμία, που έτσι κι αλλιώς είναι ένας μονίμως αρνητικός παράγοντας για εμάς, το εάν τα παραγόμενα προϊόντα τοποθετούνται υψηλά στην κλίμακα εισοδηματικής ελαστικότητας, το μη μισθολογικό κόστος, οι κανονιστικές ρυθμίσεις της αγοράς κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά, με μία σχετικά απλή εκτίμηση η συγκεκριμένη απόφαση της κυβέρνησης θα επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού προτύπου κατά 4,41%. Αυτή είναι η ψυχρή ανάλυση των αριθμών χωρίς κανείς να επικαλείται καταστροφολογικές προβλέψεις.
Είναι μία απόφαση όπου σε οικονομικούς όρους η έκταση της αύξησης δεν δικαιολογείται. Δικαιολογείται μόνο με βάση ένα κοινωνικό υπόβαθρο.      
Είμαστε λοιπόν μπροστά σε μία περίπτωση όπου η πολιτική τοποθετεί προτεραιότητες και στην συνέχεια η οικονομική επιστήμη καλείται εκ των υστέρων να αναλύσει  και ο επιχειρηματικός κόσμος να προσαρμοστεί.
Επιπροσθέτως, εάν το αποτέλεσμα αυτό ήταν το προϊόν μίας διαπραγμάτευσης εργαζομένων και εργοδοτών, λίγα σχόλια θα μπορούσαν να γίνουν. Όταν όμως είναι το προϊόν μίας κυβερνητικής απόφασης, η οποία δεν έχει δικαιολογηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είναι ένα πραγματικά ανησυχητικό μήνυμα.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Πρώτο Θέμα, 03 Φεβρουαρίου 2019


Πηγή indeepanalysis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου