Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Την ώρα που, ως φαίνεται, ο λαϊκισμός κερδίζει έδαφος παγκοσμίως με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πολιτικό επίπεδο, μήπως όλοι όσοι θεωρούν την ανοικτή κοινωνία ύπατη πολιτική αξία θα πρέπει να ξανασκεφτούν το περιεχόμενό της; Μήπως «περίεργες» πολιτικές επιλογές και συμπεριφορές υπαγορεύονται από πολύπλοκα συναισθήματα που συνδέονται άμεσα με τις νέες μορφές που αναδύονται στην οικονομία και την κοινωνία, ιδιαιτέρως δε στον αναπτυγμένο κόσμο; Με διαφορετικά λόγια, δεν θα πρέπει να αναρωτηθούμε σε ποιον βαθμό οι αναπτυγμένες κοινωνίες, στο μέτρο που αναπτύσσονται τεχνολογικά, δημιουργούν ένα περιβάλλον απομόνωσης, το οποίο από μόνο του οδηγεί σε νέες μορφές ανισοτήτων; Ανισότητες που, για παράδειγμα, χαρακτηρίζονται από την αντιπαράθεση ανθρώπων ταλαντούχων με όλους αυτούς που απειλούνται από το φάσμα της αχρηστίας;
Το θέμα είναι τεράστιο, εξόχως επίκαιρο και ελάχιστα συζητημένο, ίσως γιατί οι ειδικοί δεν θέλουν να το δουν με διαφορετικά γυαλιά από αυτά του παρελθόντος.
Υπάρχει όμως ένας συγγραφέας που έκανε την προσπάθεια αυτή. Πρόκειται για τον γνωστό καθηγητή Ρίτσαρντ Σένετ (Richard Sennett) ο οποίος, στο βιβλίο του «Η Κουλτούρα του Νέου Καπιταλισμού» (το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 2006 στις ΗΠΑ και το 2008 στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Σαββάλα) θέτει το πρόβλημα των αλλαγών στην εργασιακή οργάνωση και ηθική, υπό το πρίσμα των νέων πεποιθήσεων και αξιών που αποδίδονται στο ταλέντο.
Κάνει λόγο έτσι για την ανάδυση μιας «κοινωνίας δεξιοτήτων», στους κόλπους της οποίας πολλοί από εκείνους που βρίσκονται αντιμέτωποι με την προοπτική της ανεργίας είναι μορφωμένοι και ειδικευμένοι. Πλην όμως, η εργασία που επιθυμούν έχει «μεταναστεύσει» σε μέρη του κόσμου όπου είναι φθηνότερη. Επομένως, απαιτούνται δεξιότητες εντελώς διαφορετικού είδους και στενά δεμένες με την εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγηση. Συμβαίνει, ωστόσο, η ταχύτατα αναδυόμενη οικονομία των δεξιοτήτων να αφήνει πίσω τους πολλούς. Και αυτό συμβαίνει γιατί σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες τα εκπαιδευτικά συστήματα παράγουν κατά κόρον μη απασχολήσιμους μορφωμένους νέους, οι οποίοι από τα πρώτα τους βήματα τελούν υπό συνθήκες αβεβαιότητας. Ό,τι χειρότερο δηλαδή από ψυχολογικής σκοπιάς.
Προκύπτει, έτσι, το αποκαλούμενο από τον καθηγητή Ρ. Σένετ «φάσμα της αχρηστίας», το οποίο διαμορφώνουν τρεις δυνάμεις: η παγκόσμια προσφορά εργασίας, ο αυτοματισμός και η διαχείριση του γήρατος. Κάθε μία από τις δυνάμεις αυτές, όμως, δεν είναι αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Και αυτός είναι ο λόγος που πολύπλοκα φαινόμενα αποτελούν πηγή λαϊκισμού μέσω υπεραπλουστευμένων ερμηνειών - που είναι και η πρώτη ύλη ενός διεθνούς «εμπορίου φόβου».
Έτσι, όταν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας προβάλλουν ιστορίες φόβου για την παγκόσμια προσφορά εργασίας, τονίζοντας ότι αφαιρεί θέσεις απασχόλησης από τις πλούσιες περιοχές και τις μεταφέρει στις φτωχές, το όλο θέμα παρουσιάζεται συνήθως ως «ανταγωνισμός προς τα κάτω» μόνον όσον αφορά τους μισθούς. Τονίζεται κατά κόρον ότι ο καπιταλισμός αναζητά εργατικό δυναμικό οπουδήποτε αυτό είναι φθηνότερο. Ωστόσο, κατά τον Ρίτσαρντ Σένετ, αυτή είναι μόνον η μισή αλήθεια.
«Η άλλη μισή είναι ότι συντελείται επίσης ένα είδος πολιτισμικής επιλογής, μέσω της οποίας οι θέσεις απασχόλησης εγκαταλείπουν τις χώρες με υψηλούς μισθούς, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, και μεταναστεύουν σε οικονομίες με χαμηλή αμοιβή της εργασίας και ειδικευόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι διαθέτουν μερικές φορές περισσότερα από τα απαιτούμενα προσόντα. Τα τηλεφωνικά κέντρα της Ινδίας είναι ένα καλό παράδειγμα. Οι εργασίες σε αυτά τα κέντρα εκτελούνται από άτομα που είναι τουλάχιστον δίγλωσσα και έχουν τελειοποιήσει τις γλωσσικές τους δεξιότητες σε τέτοιον βαθμό ώστε αυτός που καλεί, δεν γνωρίζει αν έχει συνδεθεί με το Χάρτφορντ ή τη Βομβάη. Πολλοί εργαζόμενοι σε τηλεφωνικά κέντρα έχουν διετή ή τριετή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, διαθέτουν δε επιπλέον πολύ καλή πρακτική εξάσκηση.
Οι μισθοί γι’ αυτή την δουλειά είναι πολύ χαμηλοί, αλλά καταβάλλονται σε πολύ ικανούς ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς, έτσι, μπορούν και δημιουργούν τις δικές τους μικροεπιχειρήσεις στο εσωτερικό μεγάλων μονάδων. Συνεπώς, η κοινωνική θέση των ατόμων αυτών είναι ανώτερη από αυτήν αντίστοιχων ατόμων στον ανεπτυγμένο κόσμο, παρότι δεν αμείβονται τόσο καλά. Διαθέτουν, όμως, επιχειρηματικό πνεύμα που διευκολύνει την ανάληψη υπεργολαβιών από μεγάλες ξένες εταιρείες, οι οποίες καταβάλλουν μικρότερο κόστος από το αντίστοιχο της μισθωτής εργασίας στον αναπτυγμένο κόσμο. Έτσι, στον ανεπτυγμένο κόσμο, ταλαντούχοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να μην είναι πια αναγκαίοι, φαινόμενο που οδηγεί στην αίσθηση της αχρηστίας - με ό,τι αυτή συνεπάγεται. «Το φάσμα της αχρηστίας διασταυρώνεται εν προκειμένω με την ξενοφοβία, η οποία, κάτω από το κέλυφος των απλών εθνικών ή φυλετικών προκαταλήψεων υποκρύπτει την ανησυχία ότι οι ξένοι μπορεί να είναι καλύτερα εφοδιασμένοι για εργασίες επιβίωσης», γράφει ο Ρ. Σένετ. Και με τον τρόπο του μας ανοίγει μια πόρτα στη «Διεθνή» του λαϊκισμού.
Ναυτεμπορική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου