Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Ο αρνητικός υπερκαθορισμός της ελληνικής οικονομίας είναι το υψηλότατο δημόσιο χρέος.



του Κώστα Μελά
Είναι δύσκολο η Ελλάδα να αφήσει πίσω της την κρίση και να σταθεί στα πόδια της, ως μια κανονική οικονομία, αν δεν ελαφρυνθεί το δημόσιο χρέος της . Γνωρίζουν όλοι, ακόμη και όσοι προσποιούνται ότι δεν το αντιλαμβάνονται, ότι ο αρνητικός υπερκαθορισμός της ελληνικής οικονομίας είναι το υψηλότατο δημόσιο χρέος.
 Το ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ το Δεκέμβριο του 2017, διαμορφώθηκε στα 328,7 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ έως τα τέλη του 2018 εκτιμάται από το ελληνικό ΥΠΟΙΚ ότι θα ανέλθει στα 332 δισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για ένα τεράστιο βάρος δημοσίου χρέους που αγγίζει σχεδόν το 180% του ΑΕΠ της χώρας, ύψος που το κάνει να θεωρείται δύσκολα διαχειρίσιμο και εύκολα  μη βιώσιμο στην πρώτη αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Βασικός αρνητικός υπερκαθορισμός σημαίνει απλά ότι η οικονομία δεν μπορεί να αποκτήσει εκείνους τους βαθμούς ελευθερίας που θα της επιτρέψουν να αναπτυχθεί εκμεταλλευόμενη τις πραγματικές δυνατότητές της μέσα στο δεδομένο διεθνές περιβάλλον, αποπληρώνοντας.

Η «ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους έρχεται τώρα στην ημερήσια διάταξη των ευρωπαίων ΥΠΟΙΚ, και ενώ η τεχνική προπαρασκευαστική διαδικασία σε επίπεδο ειδικών βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από το Μάρτιο εν όψει της συνάντησης των αρμόδιων Υπουργών της Ευρωζώνης στις 27 Απριλίου στη Σόφια. Στο πλαίσιό της  θα τεθεί το ζήτημα σχετικά με τη μετέπειτα πορεία για το θέμα της Ελλάδας, αλλά μία απόφαση δεν πρέπει να αναμένεται πριν η χώρα ολοκληρώσει επιτυχώς το τρέχον πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η προοπτική παροχής ελαφρύνσεων για το ελληνικό χρέος έχει ήδη τεθεί από το Νοέμβριο του 2012, με ανανέωση των σχετικών δεσμεύσεων από καιρού εις καιρόν στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει έως σήμερα. Το γεγονός ότι το θέμα παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών οφείλεται, στους Ευρωπαίους δανειστές και εταίρους, και κατά κύριο λόγο στον πρώην ομοσπονδιακό ΥΠΟΙΚ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, o οποίος, θέλοντας να διατηρήσει αμείωτη την πίεση προς την εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων», επέβαλε την άποψη οι σχετικές αποφάσεις να ληφθούν με το πέρας του προγράμματος το 2018, και αυτό μόνον εάν είναι απαραίτητο. Για να είμαστε αντικειμενικοί έχουν τεθεί σε εφαρμογή τα βραχυπρόθεσμα μέτρα. Όμως ο αντίκτυπός τους είναι ελάχιστος στη βελτίωση του τρόπου αντιμετώπισης από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η ουσία βρίσκεται στο είδος και στον τρόπο εφαρμογής των μεσοπρόθεσμων, αλλά και των μακροπρόθεσμων μέτρων, που θα αποφασισθούν με τη λήξη του προγράμματος. 
Είναι γνωστό ότι ο ESM και οι ειδικοί του Euro Working Group εξετάζουν τώρα μία δέσμη μέτρων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι μεγαλύτεροι χρόνοι αποπληρωμής, τα χαμηλά επιτόκια σε βάθος χρόνο και επιπρόσθετα έτη χωρίς υποχρέωση αποπληρωμής των χρεών. Επίσης η επιστροφή των κερδών που έχουν αποκομίσει από τα ελληνικά ομόλογα η ΕΚΤ και οι υπόλοιπες Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες.  Ένα επιπλέον μέτρο είναι και αυτό της αντικατάστασης των ακριβών δανείων του ΔΝΤ από φθηνότερα του ESM, δεδομένου ότι υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι καθώς η Ελλάδα δεν έκανε χρήση του συνόλου από τα προβλεπόμενα 86 δις ευρώ του τρέχοντος προγράμματος βοήθειας.

Στο πλαίσιο της συζήτησης o ΕΜΣ και η Γαλλία υπέβαλαν προτάσεις, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης των δανείων, του ανώτατου ορίου επιτοκίου, της ελάφρυνσης του χρέους που συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη.  Σύμφωνα με τις υπάρχουσας πληροφορίες το σχέδιο προβλέπει ότι η Ελλάδα θα απαλλαγεί από τις αποπληρωμές εάν ο μέσος όρος της πενταετούς ανάπτυξης μειωθεί κάτω από το 2,8%. Η μερική εξόφληση του χρέους θα ήταν απαραίτητη εάν η ανάπτυξη κυμαινόταν μεταξύ 2,8% και 3,4%, ενώ η πλήρης εξόφληση, εάν η αύξηση ήταν μεγαλύτερη.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου