Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ*

«Αλλάζουμε αλλάζοντας τον κόσμο»
                           
                                           Μαρξ, τρίτη θέση για τον

                                                   Φόυερμπαχ


Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Πρώτη φορά μετά το 1949, η αριστερά βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορικής εξέλιξης. Από τον τρόπο που η ηγεσία της, και ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ, θα διαχειρισθούν την κατάσταση, εξαρτάται το μέλλον, ενδεχομένως η ίδια της η ύπαρξη. Θα επηρεασθεί, ίσως καθοριστικά, η τύχη της δημοκρατίας και της χώρας.
 
Αυτό δεν αφορά μόνο αριστερούς, αφορά όλους τους πολίτες. Η υποταγή των κυβερνητικών κομμάτων στην τρόικα κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο, αλλά μακράν σημαντικότερο «αντιμνημονιακό», ανεξάρτητο πολιτικό υποκείμενο. Υποψήφιο, παρά τις αδυναμίες που του προσάπτουν, να ηγηθεί πολιτικά μιας - απαραίτητης για τη σωτηρία της χώρας - προσπάθειας ρήξης με το Μνημόνιο.
 
Αντίστροφα, η καταστροφή της δημοκρατίας και ο εξανδραποδισμός του ελληνικού λαού προϋποθέτουν την καταστροφή κάθε ανεξάρτητου πολιτικού υποκειμένου, τη μετατροπή της κοινωνίας σε ακέφαλο σώμα.
 
Η (υποχρεωτική) ευκαιρία της αριστεράς να επηρεάσει τη μοίρα του ‘Εθνους της (και να επηρεαστεί από αυτό!) δεν έχει προηγούμενο μετά τη δεκαετία του 1940. Ούτε οι τεράστιοι κίνδυνοι που ταυτόχρονα αντιμετωπίζει (και, μαζί της, ο ελληνικός λαός). ‘Οσοι  εξωραϊζουν ή απλουστεύουν την πραγματικότητα, ιδίως εν ονόματι της «κυβερνησιμότητας», προσφέρουν χείριστη υπηρεσία στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό.
 
 
Αριστερά και «κυβερνησιμότητα»
 
Παρεμπιπτόντως, πολύ μας παραξένεψε αυτός ο όρος που «εισπήδησε», μετά το καλοκαίρι, στον δημόσιο διάλογο, εντός και εκτός αριστεράς. «Κυβερνήσιμος», στα ελληνικά, δεν είναι αυτός που μπορεί να κυβερνήσει, αλλά αυτός που μπορεί να κυβερνηθεί. ‘Ισως, αυτή η λέξη προήλθε από κάποιον εξοικειωμένο με τα «αυτοκρατορικά» αγγλικά, που εμπνεύστηκε από το  governance (διακυβέρνηση) ή governability (κυβερνησιμότητα). Το governance προτάθηκε για το πώς πρέπει να κυβερνάται η ΕΕ. Σε αντίθεση με το government (κυβέρνηση), που αποδίδει λαό που κυβερνάει, το governance σημαίνει τρόπο διακυβέρνησης ενός λαού.  
 
Ανεξαρτήτως ελληνικών, η «κυβερνησιμότητα» είναι λάθος. Προσδιορίζει την ικανότητα ενός υποκειμένου να αντικαταστήσει ένα άλλο στη διακυβέρνηση ενός χοντρικά δεδομένου κρατικού πλαισίου. Ο ελληνικός λαός, ιδίως οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ, προφανώς έψαξαν στις εκλογές να αντικαταστήσουν τα δύο κόμματα εξουσίας, διαπιστώνοντας τον καταστροφικό ρόλο τους. Αυτή η ανάγκη «συγκαλύπτει» όμως μια άλλη, πολύ βαθύτερη, «εθνική». Την ανάγκη διακοπής της «μνημονιακής καταστροφής».
 
Το Μνημόνιο δεν είναι απλό πρόγραμμα νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης. Οδηγεί σε καταστροφή κοινωνία και δημοκρατία, εν μέρει σε «αεροπειρατεία», εν μέρει σε καταστροφή του κράτους. Είναι βαθύτερο και ριζοσπαστικότερο από τον Θατσερισμό. Ο τελευταίος τροποποίησε ριζικά τους όρους λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας. Ούτε αυτήν όμως κατήργησε, ούτε το πλαίσιο του «έθνους-κράτους». Εκεί οδηγεί το ελληνικό πρόγραμμα, αν ολοκληρωθεί. Η διάγνωση έχει σημασία. Αν είμαστε στο οικονομικο-κοινωνικό «ισοδύναμο» του 1941, χρειαζόμαστε το κοινωνικο-πολιτικό «ισοδύναμο» ενός «ΕΑΜ», όχι ενός «καλού ΠΑΣΟΚ» ή ενός «καλού Εργατικού Κόμματος», που θα χρειαζόμαστε, αν είχαμε «Θάτσερ».
 

Τι σημαίνει διακοπή του Μνημονίου
 
Η διακοπή δεν μπορεί να γίνει απλά με πολύ βελτιωμένη διακυβέρνηση του υπάρχοντος κράτους και κοινωνίας. Προϋποθέτει και συνεπάγεται βαθύ μετασχηματισμό τους. Η ρήξη με το Μνημόνιο δεν θα είναι περίπατος, αλλά, πιθανότατα, βαθύς κοινωνικός συγκλονισμός. Ο ελληνικός λαός θα κληθεί να γίνει, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, υποκείμενο της ιστορίας του. Εύχεται κανείς ο «συγκλονισμός» να γίνει με τους καλύτερους δυνατούς όρους και να πετύχει εύκολα. Είναι εφικτό σενάριο, ιδίως με κατάλληλη προετοιμασία. Αλλά δεν γίνεται πολιτική με το καλύτερο, πρέπει να ετοιμάζεσαι για το χειρότερο σενάριο. Βγαίνουμε από μακρά περίοδο κάθε είδους «ευκολίας» και ποικίλων «κόλπων» με την πολιτική και την ιστορία. Τείνουμε να προσαρμόζουμε την αντικειμενική πραγματικότητα στα πλαίσια που νοιώθουμε ότι μπορούμε (ή θέλουμε) να την αντιμετωπίσουμε. Αυτό μπορεί να αποβεί ολέθριο.

Η άνοδος αντιμνημονιακού κόμματος ή μετώπου στην κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως συνήθης εναλλαγή κομμάτων, ούτε φαινόμενο ανάλογο με την άνοδο ΠΑΣΟΚ (1981). Αν μη τι άλλο, τότε «λεφτά υπήρχαν». Σήμερα δεν υπάρχουν (ούτε επικίνδυνες «μαγικές λύσεις», πετρέλαια, ΑΟΖ, Αμερικές, άλλοι «μύθοι της Αχερουσίας», κατασκευασμένοι να καθησυχάζουν και να εκτρέπουν, ενώ συνεχίζουμε τον πλου προς τον αφανισμό).

Δεν πρέπει να διακόψουμε το Μνημόνιο γιατί μας περιμένει παράδεισος έξω από το «Μεσολόγγι» που βρεθήκαμε, αλλά γιατί θα χαθούμε αν μείνουμε εδώ. Καθυστερήσαμε πολύ. Αν συνεχίσουμε, δεν θα υπάρχει χώρα να σώσουμε. Ηγεσία και λαός δεν θέλουμε όμως να πιστέψουμε την πραγματικότητα.
 
Παραπονιόμαστε γιατί οι απεργίες κάνουν κόλαση την Αθήνα. Δεν σκεφτόμαστε την κόλαση της υπόλοιπης ζωής μας. Θέλουμε να διακοπεί η φοροεπιδρομή, αλλά δεν έχουμε αντίρρηση να κοπούν μισθοί-συντάξεις άλλων. Υπολογίζουν, όσοι έχουν πέντε φράγκα στην άκρη, ότι θα επιβιώσουν, δεν τους περνάει από το μυαλό ότι θα βρεθούν στην εντατική και θα πεθάνουν γιατί διαλύονται τα νοσοκομεία. Παρηγοριόμαστε ότι «δεν χρεωκοπήσαμε», αλλά αυτό συνιστά εθνικό έγκλημα – πραγματικά «χρεωκοπήσαμε» τον Μάιο 2010, χωρίς τις προστασίες των χρεωκοπούντων. ‘Εκτοτε, καταστρεφόμεθα αφοπλιζόμενοι.   


Τι σημαίνει να είσαι ριζοσπάστης
 
Η Αριστερά οφείλει να βρει τρόπο να τα πει αυτά, με ενιαίο-σταθερό λόγο,  να εξηγήσει χωρίς εξωραϊσμούς την πραγματικότητα, τις δύσκολες επιλογές. Η διακοπή του Μνημονίου σημαίνει σύγκρουση με ισχυρές δυνάμεις, κοινωνία που γίνεται υποκείμενο για τον εαυτό της, κινητοποιείται ολόκληρη για τη σωτηρία της, κάνει «το σκατό της παξιμάδι», ζει, εν ανάγκη «με ψωμί κι αλάτι» για να επιβιώσει, ξανασηκώνοντας όμως τη χώρα στα πόδια της και μην αφήνοντας ούτε έναν ‘Ελληνα χωρίς ένα πιάτο φαί.
 
Για να ηγηθείς τέτοιου αγώνα, με πιθανότητες επιτυχίας, πρέπει να «εκπέμπεις» σαφές, ολοκάθαρο σήμα, που θα αντανακλά ένα πειστικό, αν και οδυνηρό συνεκτικό σχέδιο και, ακόμα περισσότερο, τη βούληση να το εφαρμόσεις. Για να το κάνεις πρέπει πρώτα να το πιστέψεις σε βάθος. Ο ψυχολογικός παράγοντας είναι ο καθοριστικότερος. Γι’ αυτό, εκτός από γενικό πρόγραμμα χειραγώγησης που εφαρμόζει η τρόικα στην Ελλάδα (όπως και σε πολλές άλλες χώρες, βλ. και τα παραδείγματα στο βιβλίο της Κλάιν), εφαρμόζει ειδικό πρόγραμμα χειραγώγησης ελίτ. 
 

Αριστερά και «Επικοινωνία»

Για να εκπέμψει μια ηγεσία τέτοιο μήνυμα, η συμβατική «επικοινωνία» είναι άχρηστη έως επιβλαβής – σε τέτοιες περιόδους αναπαράγει το παρελθόν που φεύγει, όχι το νέο που πρέπει νάρθει. Νομίζει ότι καθησυχάζει, αλλά τρομάζει, γιατί είμαστε ήδη κατατρομοκρατημένοι. Αν μας παρουσιάσουν την κατάσταση καλύτερη απότι ενδόμυχα την πιστεύουμε, θα τρομοκρατηθούμε περισσότερο, χάνοντας την εμπιστοσύνη σε αυτόν που τα λέει. Για να βγει ο ελληνικός λαός από κατάσταση παραλυσίας-σύγχυσης, πρέπει να πειστεί από την εμπειρία και τους υποψήφιους «γιατρούς» ότι μπορεί και πρέπει να κάνει την δυσάρεστη, επικίνδυνη, απαραίτητη «εγχείρηση», ότι δεν έχει άλλη λύση. Χρειάζεται περίτεχνη ισορροπία «αισιοδοξίας» και «συνείδησης», όχι αντιπαράθεση της αισιοδοξίας στη συνείδηση. Χρειαζόμαστε αισιοδοξία, αλλά η αισιοδοξία μπορεί να πηγάσει από την Πράξη, όχι την ακινησία.

Μόνο μαζοχιστές θέλουν να «διαχειριστούν» καταστροφές. Αλλά δεν επιλέγουμε τι διαχειριζόμαστε. Η χώρα υπέστη ήδη καταστροφή και απειλείται με πολύ μεγαλύτερη. Στο χειρότερο σενάριο, η διακοπή του προγράμματος θα σημαίνει ανάγκη προσφυγής σε οικονομικές μεθόδους έκτακτης ανάγκης, δεν αντιμετωπίζεται με «αριστερό κευνσιανισμό». Δεν υπάρχει τρόπος να είμαστε εκ των προτέρων βέβαιοι τι θα γίνει με το ευρώ. Αυταπάτες και εξωραϊσμοί δεν βοηθούν το λαό να στηρίξει τέτοια πορεία. Μπορεί να καταστούν πολύ επικίνδυνο μπούμερανγκ, γιατί υπάρχει τρομερή συσσωρευμένη οργή που αναζητά θύμα να ξεσπάσει.


Η προετοιμασία του λαού

Η Ελλάδα έχει επικίνδυνα αλλά ισχυρότατα όπλα να αποπειραθεί τη σωτηρία της. Παραμένει, έστω και εξασθενημένος, οικονομικός, πολιτικός, αν όχι γεωπολιτικός «συστημικός κίνδυνος». Αλλά χρειάζεται η πιο απόλυτα ειλικρινής, σε βάθος προετοιμασία του ελληνικού λαού, υψηλοτάτου επιπέδου τεχνοκρατική επάρκεια, βαθειά αίσθηση ιστορίας και καθήκοντος, ορθάνοιχτα αυτιά στη λαϊκή έκφραση και συνείδηση, στους όρους και τις κατηγορίες που εκείνη αρθρώνεται και καταλαβαίνει τον κόσμο, όχι αυτούς που τα «στελέχη» αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Χρειάζεται προσέγγιση νεολαίας και ανέργων, η υποχρεωτική συμμετοχή τους σε κάποιο ποσοστό σε όλα τα όργανα, ο μετασχηματισμός των δομών αλληλεγγύης σε δομές κοινωνικής αυτοοργάνωσης (όπως, π.χ., οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί). Χρειάζεται η αντιμνημονιακή πολιτικοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων, η εκπομπή σήματος ανιδιοτέλειας, αλληλεγγύης, θυσίας ακόμα, από όσους θέλουν να επάγουν τέτοιες συμπεριφορές, ηγούμενοι της απαιτούμενης, τιτάνειας προσπάθειας για τη σωτηρία της χώρας.
 

Το μέτωπο της Ευρώπης και του κόσμου

Προϋποθέτει, η «ρήξη», γιγάντια και έξυπνη, υψηλοτάτου επιπέδου, ευρωπαϊκή και παγκόσμια καμπάνια υπεράσπισης της Ελλάδας, μια πολιτική πρόκληση ισχυρότερη από αυτήν που προβάλλουν οι αγορές κατά της Ευρώπης και της Δημοκρατίας.

Οι επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία ή τη Λιβύη κρίθηκαν, πριν γίνουν, στις δυτικές τηλεοράσεις. Οι πόλεμοι του Βιετνάμ και της Αλγερίας κερδήθηκαν εξίσου στα πεδία των μαχών και στους δρόμους της Ευρώπης και της Αμερικής. Η Ελλάδα και η Αριστερά της δέχονται ανηλεή επικοινωνιακό και πολιτικό πόλεμο επί τριετία χωρίς να απαντάνε, κάνοντας ελάχιστα έως τίποτα σχεδόν για να αμυνθούν.
 
Καλή, τελείως όμως ανεπαρκής και σε ορισμένες περιπτώσεις ακατάλληλη η κριτική στις πολιτικές της λιτότητας, όταν μιλάμε για την καταστροφή μιας χώρας, τη γενοκτονία του λαού της, τη διάλυση του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου, την παράδοση της εξουσίας στο Χρήμα και τον νέο ολοκληρωτισμό του, από τις κυρίαρχες τάξεις της Ευρώπης και της Γερμανίας, με τον ίδιο τρόπο που την παρέδωσαν, τη δεκαετία του 1930, στον Αδόλφο Χίτλερ.
 
Θα είναι πολύ δύσκολη, σχεδόν αδύνατη η παραμονή στο ευρώ, αν από τώρα δεν φροντίσουμε να κάνουμε «πολιτική κόλαση» τη ζωή αυτών, που ενδεχομένως θα θελήσουν να αποφασίσουν αύριο τη διακοπή της χρηματοδότησης της ΕΚΤ.  

 

Δεν υπάρχει άλλη λύση
 
Αυτά όλα απαιτούν τη γρήγορη μεταβολή της νοοτροπίας των στελεχών, που χρειάζονται ψυχολογία μάχης, πολέμου, έστω και αν, μέχρι τώρα, έχει πάρει άλλη μορφή από τους συμβατικούς πολέμους, σημαίνει την εισαγωγή παντού αυστηρά «αξιοκρατικών» κριτηρίων, τη συσπείρωση και συστράτευση, στον πόλεμο αυτόν για τη σωτηρία της χώρας, κατ’ επέκτασιν και της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, πολύ ευρύτερων δυνάμεων από όσες διαθέτει ένα κόμμα.

Δύσκολα; Σκεφτείτε τις εναλλακτικές, σκεφθείτε το κόστος της αδράνειας. Κυρίως, μην έχετε καμιά αυταπάτη για το τι μπορεί να συμβεί σε αυτή τη χώρα.
 

 

  *Δημοσιεύτηκε με ελαφρές παραλλαγές στο περιοδικό «Επίκαιρα», 31.1.2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου