analyst
Είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς πώς είναι δυνατόν να έχει πλεονάσματα η Ελλάδα, έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και δημόσιο χρέος που συνεχώς αυξάνεται – ενώ με βάση τις ιδιομορφίες της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις αντιλήψεις της Γερμανίας, δύσκολα θα αποφύγει η Ευρωζώνη τη διάλυση της, όταν ξεσπάσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση.
.
Ανάλυση
Σε μία χώρα που η πολιτική, οικονομική, κοινωνική, ηθική, θεσμική και πολιτισμική κατάρρευση συνεχίζεται ασταμάτητα, είναι δύσκολο να ενδιαφερθούν οι Πολίτες της για παγκόσμια θέματα – πόσο μάλλον όταν η επιβίωση τους είναι αυτό που τους απασχολεί καθημερινά, με τη δαμόκλειο σπάθη των χρεών να αιωρείται επάνω από τα κεφάλια τους, σε συνδυασμό με το ότι δεν διακρίνουν καμία προοπτική για το μέλλον τους. Απορεί βέβαια κανείς, σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να επιλέγουν ξανά τους θύτες τους με κριτήριο τις δημοσκοπήσεις – επιφυλασσόμενος όμως για την αντικειμενικότητα τους, αφού είναι ξεκάθαρο πως διενεργούνται με στόχο τη χειραγώγηση των εκλογέων.
Από την άλλη πλευρά, η κακοδιαχείριση των οικονομικών της χώρας συνεχίζεται χωρίς σταματημό – κρίνοντας από την αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 2,914 δις € στο 4ο τρίμηνο του 2018, η οποία κατά την κυβέρνηση οφείλεται στους τόκους των βραχυπρόθεσμων δανείων «τύπου repos». Με απλά λόγια, όταν για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους που προέρχεται από την Τρόικα και τον ESM η Ελλάδα πληρώνει ετήσιους τόκους της τάξης των 5,66 δις € (σελίδα 121 του προϋπολογισμού, πηγή) ή μέσο σταθμικό επιτόκιο κάτω του 1,7%, ενώ για το βραχυπρόθεσμο δανεισμό από τις ελληνικές τράπεζες της τάξης των 24,5 δις € το 2018 (γράφημα), δαπανήσαμε 2,9 δις € που σημαίνει επιτόκιο γύρω στο 12% (σε ετήσια βάση), τότε ασφαλώς δεν λειτουργεί σωστά το υπουργείο οικονομικών.
Βέβαια, εάν δούμε το συνολικό ποσόν των «repos» που διακινήθηκαν, ξανά από τον προϋπολογισμό στην ίδια σελίδα, θα διαπιστώσουμε πως πρόκειται για εξωπραγματικά μεγέθη – αφού έφτασαν στα 787,64 δις € (γράφημα), για τα οποία η κυβέρνηση επιμένει να μην δίνει καμία εξήγηση, δημιουργώντας εύλογα πολύ μεγάλες υποψίες.
Πόσο μάλλον όταν το ποσόν αυτό γίνεται θηριώδες μετά το 2015 (μεσαία στήλη), από μηδενικό έως το 2013 – ενώ όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη το 2015 με τις τράπεζες κοκ. Σε κάθε περίπτωση, «ανακύκλωση» 787 δις € σε μία χώρα που οφείλει 359 δις € είναι κάτι που δεν γίνεται κατανοητό – σημειώνοντας πως τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου στο πρώτο γράφημα στις 31.12 ήταν 23 δις €, οπότε λιγότερα από το μαξιλάρι των 24,5 δις € που δημιούργησε αρχικά η κυβέρνηση.
Οι διαφορές της ΕΚΤ με τη Fed
Περεταίρω, η Ελλάδα δεν είναι μόνη της στον πλανήτη, οπότε οι όποιες εξελίξεις στην οικονομία της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα άλλα κράτη – γεγονός που σημαίνει πως είναι επί πλέον απαραίτητη η γνώση του τι συμβαίνει σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις κεντρικές τράπεζες. Εν προκειμένω, κατά την αναφορά μας στην ΕΚΤ (ανάλυση), διαπιστώσαμε πως υπάρχει μία πολύ μεγάλη διαφορά της σε σχέση με τη Fed – με την έννοια πως ενώ μετά την κρίση τα κέρδη της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας και τα μερίσματα της προς το κράτος αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, βοηθώντας σημαντικά τον προϋπολογισμό των Η.Π.Α., με την ταυτόχρονη μείωση των κεφαλαιακών της εφεδρειών (αντίστοιχα σχεδόν με την Τράπεζα της Ιαπωνίας), με την ΕΚΤ συνέβη το ακριβώς αντίθετο.
Ειδικότερα, τόσο τα ίδια, όσο και τα εφεδρικά κεφάλαια της ΕΚΤ αυξήθηκαν με ισχυρό ρυθμό, ενώ τα μερίσματα της προς τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών της Ευρωζώνης μειώθηκαν ή διατηρήθηκαν σταθερά χαμηλά – οπότε δεν στήριξαν τους προϋπολογισμούς των χωρών τους. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες – εν πρώτοις στο ότι το σύστημα της Fed διαθέτει ελάχιστα αποθέματα χρυσού, αφού μπορεί μεν ο αμερικανικός χρυσός να αποθηκεύεται στα θησαυροφυλάκια της, μαζί με το χρυσό άλλων χωρών, όμως δεν ανήκει στην ίδια, αλλά στο υπουργείο οικονομικών των Η.Π.Α.
Αντίθετα, οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης εμφανίζουν συχνά μεγάλες ποσότητες χρυσού στους Ισολογισμούς τους – οπότε η αύξηση της τιμής του είναι συνδεδεμένη με την άνοδο των περιουσιακών τους στοιχείων. Ουσιαστικά πρόκειται για δημοσιονομικά περιουσιακά στοιχεία που αποθηκεύονται στις κεντρικές τράπεζες – ενώ, επειδή οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες σε αντίθεση με τη Fed έχουν αυξημένη δυνατότητα διάθεσης, όσον αφορά το χρυσό, κερδίζουν από τα αποθέματα τους (αν και θεωρητικά, εάν δεν πουλούν το χρυσό).
Κάτι ανάλογο συμβαίνει επίσης με τα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία στις Η.Π.Α. διατηρούνται κυρίως εκτός του συστήματος των κεντρικών τραπεζών της Fed – οπότε η ευθύνη του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών για τη νομισματική πολιτική, ιδίως για τη θέση του δολαρίου στο παγκόσμιο συναλλαγματικό σύστημα, είναι πολύ μεγάλη. Σε πλήρη αντίθεση, οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης συνέχισαν να διατηρούν οι ίδιες συναλλαγματικά αποθέματα ακόμη και μετά το 2ο ΠΠ – στην αρχή σε δολάρια, ενώ στη συνέχεια επί πλέον σε γερμανικά μάρκα.
Εάν τώρα αφαιρέσει κανείς το χρυσό και τα συναλλαγματικά αποθέματα από την εξέλιξη των κερδών των κεντρικών τραπεζών, τότε θα παραμείνουν στην ουσία μόνο αυτά από τους τόκους – όπου μπορεί μεν η Fed να έχει χάσει μεγάλα ποσά στην ιστορία της από τη διάσωση τραπεζών, αλλά τα αποτελέσματα της ήταν πάντοτε θετικά. Είχε και έχει δηλαδή συνεχώς κέρδη, οπότε από την αμερικανική οπτική γωνία δεν υπάρχει λόγος διατήρησης υψηλών κεφαλαίων και κεφαλαιακών εφεδρειών (=ρεζέρβες) – πόσο μάλλον όταν καλύπτεται από το υπουργείο οικονομικών των Η.Π.Α., το οποίο σε περίπτωση ανάγκης μπορεί να τη στηρίξει.
Στην Ευρωζώνη όμως δεν ισχύουν τα παραπάνω, όχι μόνο επειδή πολλές εθνικές κεντρικές τράπεζες είχαν στην ιστορία τους καταγράψει σημαντικές ζημίες – μεταξύ των οποίων η ομοσπονδιακή τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank). Το κυριότερο είναι η εξαιρετικά κρίσιμη ιδιαιτερότητα της νομισματικής ένωσης του ευρώ: το ότι δηλαδή πίσω από την ΕΚΤ και το σύστημα της δεν υπάρχει κανένα υπουργείο οικονομικών που να είναι σε θέση να τη στηρίξει σε περίπτωση ανάγκης. Με απλά λόγια, το ευρώ είναι το μοναδικό νόμισμα χωρίς πατρίδα – επειδή η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δεν είναι και δεν θα εξελιχθεί ποτέ σε μία δημοσιονομική ένωση.
Ως εκ τούτου η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να διατηρεί υψηλά ίδια κεφάλαια και ρεζέρβες για μελλοντικούς κινδύνους, ενεργώντας έτσι κυρίως μετά την κρίση χρέους – ενώ με τον τρόπο αυτό μειώνεται κατά την άποψη της το ρίσκο να μην δίνει μερίσματα στις εθνικές κεντρικές τράπεζες σε ζημιογόνες εποχές, οπότε να δέχεται τις επιθέσεις/κριτικές των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Όσον αφορά δε τον επιμερισμό των ζημιών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, εφόσον υπάρξουν, θα ερχόταν σε σύγκρουση με την περίφημη «αποποίηση ευθυνών» της μίας χώρας για την άλλη που επιβάλλει η συμφωνία του Μάαστριχτ – με την έννοια πως κανένα κράτος δεν θέλει να εγγυάται, πόσο μάλλον να πληρώνει τα χρέη του άλλου.
Ουσιαστικά οι ζημίες των κεντρικών τραπεζών μοιάζουν με μειωμένα φορολογικά έσοδα, τα οποία αυξάνουν τα χρέη – οπότε οδηγούν στην επιβολή μέτρων λιτότητας για την αντιμετώπιση τους. Επομένως δεν θέλει κανείς να επιμερίζονται οι ζημίες (ούτε τα κέρδη, με εξαίρεση τα μονεταριστικά έσοδα) των εθνικών κεντρικών τραπεζών μεταξύ των εταίρων στο σύστημα του ευρώ – κάτι που διαπιστώθηκε καθαρά κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Τότε φάνηκε πόσο σημαντικό ήταν το σημείο αυτό, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη διάσωση των εμπορικών τραπεζών – δηλαδή, σε σχέση με την κλασσική λειτουργία μίας κεντρικής τράπεζας, ως δανειστής ύστατης ανάγκης (lending of last resort), για τη στήριξη της ρευστότητας τραπεζών που ήταν σε κατάσταση ανάγκης. Ειδικότερα, η παροχή έκτακτης ρευστότητας (ELA, Emergency Liquidity Assistance) στην Ευρωζώνη δεν είναι θέμα της ΕΚΤ, αλλά των επί μέρους εθνικών κεντρικών τραπεζών – ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας ίσχυσε για ολόκληρο το τραπεζικό της σύστημα, επειδή τα κρατικά ομόλογα της χώρας μας είχαν αποκλεισθεί να λαμβάνονται ως εγγύηση από το συνολικό πρόγραμμα ρευστότητας της ΕΚΤ.
Συνεχίζοντας, όταν επιτέλους η ΕΚΤ ξεκίνησε το 2015 το PSPP (public sector purchaseprogram), τον πυρήνα του QE, η αντίληψη παρέμεινε η ίδια: οι εθνικές κεντρικές τράπεζες επικεντρώθηκαν στην αγορά των δημοσίων ομολόγων των κρατών τους, κάτι που συνέβαινε για λογαριασμό του δημοσίου τους και με δικό τους ρίσκο. Ο στόχος δε ήταν ξανά ο ίδιος: η διασφάλιση του ότι η μία χώρα δεν θα είναι υπεύθυνη και δεν θα εγγυάται τα χρέη της άλλης.
Με ακόμη πιο απλά λόγια, εάν τυχόν ένα κράτος της Ευρωζώνης χρεοκοπήσει, τότε οι ζημίες από την απαξίωση των δημοσίων ομολόγων του θα επιβαρύνουν αποκλειστικά την κεντρική του τράπεζα και κανέναν άλλο.
Μόνο για το μερίδιο της ΕΚΤ στο PSPP, καθώς επίσης για τις αγορές εκ μέρους των εθνικών κεντρικών τραπεζών χρεογράφων υπερεθνικών ιδρυμάτων, ισχύει ο επιμερισμός του ρίσκου σύμφωνα με το «κλειδί» της ΕΚΤ – κάτι που τεκμηριώνει με ποιόν πονηρό τρόπο η Ευρωζώνη προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις πλάνες, καθώς επίσης τα «κατασκευαστικά» λάθη της συμφωνίας του Μάαστριχτ που καθορίζει το καθεστώς της Ευρωζώνης.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, θεωρείται δεδομένο πως η Ευρωζώνη δύσκολα δεν θα διαλυθεί όταν ξεσπάσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση – ενώ αυτή τη φορά οι δυνατότητες της ΕΚΤ να επέμβει με ένα επόμενο QE είναι ελάχιστες, αφού εμποδίζεται από το «μαύρο μηδενικό» που επέβαλλε στη Γερμανία συνταγματικά ο κ. Σόιμπλε. Δηλαδή από το μηδενικό έλλειμμα προϋπολογισμού και από το φρένο χρέους, τα οποία επιχειρεί η χώρα να επιβάλλει εντελώς ανόητα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη – κάτι που θα αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο μας διεξοδικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου