Νέα Πολιτική
του Χρήστου Ζιώγα*
Τα Χριστούγεννα του 1991 συντελέστηκε το τελευταίο κοσμοϊστορικό γεγονός του, ούτως ή άλλως, σημαντικού 20ου αιώνα. Τα 24 έτη που έχουν μεσολαβήσει από την πτώση της κραταιής Σοβιετικής Ένωσης αποτελούν μια επαρκή περίοδο για να τοποθετηθούμε βάσιμα επί ορισμένων ζητημάτων.
Η πολιτική του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ αποσκοπούσε πέραν από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας και στην άμβλυνση της αμερικανοσοβιετικής αντιπαράθεσης. Εν τέλει, το όλο εγχείρημα απελευθέρωσε εθνικές και κοινωνικές δυνάμεις που οδήγησαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανάδειξη 15 διάδοχων κρατών. Η κατάρρευση του σοβιετικού κράτους δεν αποτέλεσε μια τυπική, με ιστορικούς όρους, στρατιωτική ήττα μιας χώρας που προσαρμόστηκε στα τετελεσμένα της ισχύος ούτε καν μια διπλωματική αναδίπλωση βάσει των νέων συσχετισμών, αν και στην πρώτη φάση ομοίαζε με μια τέτοια κατάσταση. Η παύση της ΕΣΣΔ σήμαινε και το τέλος της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, η οποία επιδίωκε για περισσότερα από 70 έτη να αναμορφώσει την κοινωνία και το άτομο, καθορίζοντας ανεπίστρεπτα την πορεία της ανθρώπινής ιστορίας.
Το συγκεκριμένο γεγονός διαφοροποίησε τη δομή ισχύος του διεθνούς συστήματος από διπολική, ως έκφανση του ανταγωνισμού ΗΠΑ–ΕΣΣΔ, σε μονοπολική εφ’ όσον οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελέσαν το μοναδικό κράτος που δύνατο να ασκήσει εξωτερική πολιτική πλανητικών διαστάσεων, ικανότητα που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Η νέα κατάσταση πραγμάτων δεν σήμαινε όμως μεταβολή της φύσης του διεθνούς συστήματος η οποία παραμένει κρατοκεντρική. Χώρες όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ρωσσία, η Ινδία κι άλλες σε μικρότερο βαθμό βελτιώνουν διαρκώς τις παραμέτρους των συντελεστών ισχύος τους, και παρουσιάζουν μια ποικιλία χαρακτηριστικών συνεργασίας και αντιπαράθεσης τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και με τις ΗΠΑ. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μεταβατική φάση όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων οι οποίες τείνουν προς μια πιο ισόρροπη αποτύπωση, όπου οι ΗΠΑ θα παραμείνουν και στο ορατό μέλλον ως primus inter pares.
Το συγκεκριμένο γεγονός διαφοροποίησε τη δομή ισχύος του διεθνούς συστήματος από διπολική, ως έκφανση του ανταγωνισμού ΗΠΑ–ΕΣΣΔ, σε μονοπολική εφ’ όσον οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελέσαν το μοναδικό κράτος που δύνατο να ασκήσει εξωτερική πολιτική πλανητικών διαστάσεων, ικανότητα που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Η νέα κατάσταση πραγμάτων δεν σήμαινε όμως μεταβολή της φύσης του διεθνούς συστήματος η οποία παραμένει κρατοκεντρική. Χώρες όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ρωσσία, η Ινδία κι άλλες σε μικρότερο βαθμό βελτιώνουν διαρκώς τις παραμέτρους των συντελεστών ισχύος τους, και παρουσιάζουν μια ποικιλία χαρακτηριστικών συνεργασίας και αντιπαράθεσης τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και με τις ΗΠΑ. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μεταβατική φάση όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων οι οποίες τείνουν προς μια πιο ισόρροπη αποτύπωση, όπου οι ΗΠΑ θα παραμείνουν και στο ορατό μέλλον ως primus inter pares.
Ο φιλελευθερισμός επικράτησε κι έναντι του υπαρκτού σοσιαλισμού˙ είχε προηγηθεί η κατίσχυσή του, δια πυρός και σιδήρου, έναντι των αυταρχικών καθεστωτικών προτύπων κατά τον Α’ Π.Π. και των ολοκληρωτικών, τουτέστιν ναζισμού, φασισμού και ιαπωνικού μιλιταρισμού, κατά τον Β΄Π.Π.. Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κοσμοσυστήματος, εκτός από τις γεωπολιτικές συνέπειες, επέφερε και την αξίωση διάχυσης των φιλελεύθερων (αγγλοσαξονικών) πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών προτύπων, με κύριο φορέα διάδοσής τους τις ΗΠΑ, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα του διεθνούς συστήματος.
Υπό αυτές τις συνθήκες η επιθυμία της Δύσης αρχικά να ενσωματώσει και μετέπειτα να «κοινωνικοποιήσει» κράτη, που μέχρι πρότινος απείχαν από το πλέγμα των δυτικογενών διεθνών θεσμών, εκπληρώθηκε κυρίως στην πρώτη της στόχευση˙ ο βαθμός κοινωνικοποίησης ήταν και είναι αντιστρόφως ανάλογος του μεγέθους της υπό «αναμόρφωσης» χώρας. Γενικά οι εν λόγω φιλελεύθερες κανονιστικές προσεγγίσεις θεωρούσαν πως η συγκεκριμένη διαδικασία θα οδηγούσε στην τελική εκδίπλωσή της σε ειρηνικότερες διακρατικές σχέσεις. Εντός, λοιπόν, του μεταβαλλόμενου διεθνούς συστήματος οι αισιόδοξες αντιλήψεις, που είχαν δημιουργηθεί μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου για μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη, μάλλον έχουν ατονήσει.
Το αναπάντεχο, για πολλούς, τέλος της Σοβιετικής Ένωσης και των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού, με εξαιρέσεις τη Βόρεια Κορέα και μέχρι πρόσφατα την Κούβα, δημιούργησε, σε ακόμη περισσότερους, την ελπίδα πως η μεταψυχροπολεμική εποχή θα αποτελέσει το εφαλτήριο για μια διεθνή τάξη διαφορετικής χροιάς από αυτή που γνωρίζουμε τους τέσσερις τελευταίους αιώνες. Δύο δεκαετίες μετά διαπιστώνουμε πως οι συντελεσθείσες πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές διαδικασίες είναι όντως εξόχως σημαντικές όχι όμως σε τέτοια ένταση και βαθμό που να αλλάξουν τη φύση του διεθνούς συστήματος˙ απ’ ό,τι φαίνεται κυρίως την εμπλουτίζουν. Τα κράτη εξακολουθούν να δρουν στο διεθνές γίγνεσθαι επί τη βάσει των ιεραρχούμενων συμφερόντων τους και των περιορισμών που θέτει ο άναρχος και εξαρτημένος της ισχύος χαρακτήρας του. Η πύκνωση των οικονομικών, πολιτικών και ακόμη διαπροσωπικών σχέσεων δεν συντείνει μονοσήμαντα προς τη συνεργασία αλλά πολλές φορές οξύνει και τον ανταγωνισμό. Η εμφάνιση της βίας ενδοκρατικά και διακρατικά ή κι ως τρομοκρατική πράξη εξακολουθεί να αποτελεί μια πιθανή εξέλιξη.
Η τελευταία, «ζώσα», υλιστική κοσμοθεωρία της νεωτερικότητας, δηλαδή ο φιλελευθερισμός ως άξονας πολιτικής συγκρότησης στο εσωτερικό των κρατών και ως κατευθυντήρια ιδέα της διεθνούς τάξης, οφείλει να πορευθεί αδυνατώντας να επιφέρει ή να επιβάλλει τις νομοτέλειές στο σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Παράλληλα, κι ως συνέπεια αυτού του γεγονότος, οφείλει να συνυπάρξει με τα εναλλακτικά κοσμοθεωρητικά σχήματα, φορείς των οποίων είναι μερικές από τις αναδυόμενες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, ενώ στο μεσοδιάστημα και μέσω της «παγκοσμιοποίησης» έχει διανείμει το πρότερο τεχνολογικό και υλικό του προβάδισμα.
* Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου