Γράφει ο Κώστας Μελάς –
Η καθημερινή ζωή των δημοκρατικών κοινωνιών σήμερα, η ίδια η δημοκρατία δηλαδή, πολύ απέχει από την κοινοβουλευτική δημοκρατία των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Τότε, με όλες τις υπάρχουσες αδυναμίες (εγγενείς ή μη), υπήρχε μια συνεχής προσπάθεια για την ενδυνάμωση και τη διεύρυνσή της με τις ενδιάμεσες μορφές δημοκρατίας, την προσπάθεια συμμετοχής των πολιτών, τη δημιουργία του δημόσιου νοικοκυριού, του δημόσιου χρόνου, την κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη.
Είναι τόσο δύσκολο να γίνει αντιληπτό ότι αυτό που ονομάζεται δυτική δημοκρατία (το κατεστημένο φιλελεύθερο-δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα) δεν είναι πλέον ζωντανό με την έννοια που αναφέρει ο Ζίζεκ (Καλωσορίσατε στην Έρημο του Πραγματικού, εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2003), αποδίδοντάς την στον Απόστολο Παύλο. Δεν υπάρχει πάθος για τη ζωή.
Τις έντονες συγκινήσεις του και την αδρεναλίνη του, πρέπει ο καθένας να τις κατασκευάσει μόνος του, ανακαλύπτοντας τα όρια του εαυτού του με κατάλληλο συνδυασμό «εμπειριών με περιπέτεια» ή έστω με «επικίνδυνα σπορ». Ο μετανεωτερικός σύγχρονος άνθρωπος ταξιδεύει πολύ και «επικοινωνεί» συνεχώς, δημιουργώντας την αίσθηση ότι ο χρόνος του είναι πάντα γεμάτος.
Έχει εγκαταλειφθεί η προθυμία να δώσει κανείς τα πάντα και να θυσιάσει τα πάντα για μιαν υπόθεση, ή για ένα πρόσωπο. «Το πάθος αποτελεί ακριβώς το αντίθετο της διάχυσης του προσώπου (θα μπορούσε να ορισθεί ως η απόλυτη συγκέντρωση του Εγώ σ’ έναν και μόνο σκοπό) και επί πλέον τη σφοδρότερη διαμαρτυρία ενάντια στην εξασθένιση των ηθικών αρχών (εφ’ όσον δεν φούντωνε πάντα ως τυφλή επιθυμία, αλλά γεννιόταν είτε μέσα στην προσπάθεια υπεράσπισης ηθικών αρχών είτε ως εσωτερική σύγκρουση εξ αιτίας της παραβίασής της)» (Κονδύλης, Π., Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1991, σ. 257).
Το «αναλωμένο πάθος» του σήμερα
Ίσως θα ήταν ακριβέστερο να υποστηριχθεί ότι υπάρχει πάθος στη σημερινή εποχή, αλλά διαφορετικού είδους από αυτό στο οποίο αναφέρονται τα παραπάνω παρατιθέμενα αποσπάσματα. Θα το ονομάζαμε «αναλωμένο πάθος», (Sennett, R., Η Κουλτούρα του Νέου Καπιταλισμού, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2008, σ. 140-145). Μπορεί να σημαίνει πάθος που εξαντλείται λόγω της ίδιας του της έντασης.
Η επιθυμία μας να αποκτήσουμε κάποιο καταναλωτικό αντικείμενο μπορεί να είναι διακαής, αλλά αφού το αγοράσουμε και το φορέσουμε μερικές ημέρες, μας συγκινεί λιγότερο. Η σημερινή οικονομία ενισχύει αυτό το είδος του αυτοαναλώμενου πάθους, τόσο στα εμπορικά κέντρα όσο και στην πολιτική. Η υπερπληθώρα και η σπατάλη πάνε μαζί στο αυτοαναλώμενο πάθος.
Συγχρόνως διαπιστώνεται ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κατανάλωσης, η παραίτηση από ένα αντικείμενο δεν βιώνεται ως απώλεια. Μάλλον εντάσσεται στη διαδικασία εξεύρεσης νέων ερεθισμάτων-αντικειμένων, από τα οποία παραιτείται κανείς εύκολα επειδή είναι τυποποιημένα αγαθά. (στο ίδιο, ό.π. σ. 151). Πρόκειται για αυτό που σημειώνει ο Γκυ Ντεμπόρ (Η Κοινωνία του Θεάματος, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2000), ότι δεν έχει σημασία αν τα πράγματα που αγοράζει ο καταναλωτής είναι τα ίδια ή παρόμοια, φθάνει να αγοράζει.
Ο καταναλωτής μοιάζει με τουρίστα που ταξιδεύει από τη μια κλωνοποιημένη πόλη στην άλλη και στην καθεμιά από αυτές επισκέπτεται τα ίδια καταστήματα και αγοράζει τα ίδια πράγματα. Έχει, όμως, ταξιδέψει: για τον καταναλωτή, το ερέθισμα έγκειται σ’ αυτή καθ’ εαυτή τη διαδικασία της συνεχούς μετακίνησης (Sennett, R., Η Κουλτούρα του Νέου Καπιταλισμού, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2008, σ. 151).
Ανάμεσα στο στέρεο και το ωραίο
Αυτή η αδιάκοπη μανία για συνεχή κατανάλωση σίγουρα επηρεάζεται από «την κινητήρια δύναμη της μόδας». Έχουν δοθεί δύο εξηγήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό εξηγούν αυτή την εξέλιξη. Η διαφήμιση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό τις επιθυμίες των καταναλωτών. Παράλληλα, αυτή διαμορφώνεται και από την «προγραμματισμένη απαρχαίωση». Τα πράγματα φτιάχνονται έτσι ώστε να διαρκούν συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάτι που ωθεί στην γρήγορη αντικατάστασή τους.
Αξίζει η αντιπαραβολή με τα «στέρεα» καταναλωτικά αντικείμενα της πρώιμης αστικής εποχής (1850-1875), όπως την αναφέρει ο Hobsbawm (Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1996) σε ολόκληρο το Κεφάλαιο ΙΓ′, και συγκεκριμένα στο παρακάτω απόσπασμα, από τη σ. 348: «Τα αντικείμενα, όπως και τα σπίτια που τα περιείχαν, ήταν στέρεα, ένας όρος που, χαρακτηριστικά, αποτελούσε και τον ύψιστο έπαινο για μια επιχείρηση. Ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν και διαρκούσαν.
»Ταυτόχρονα έπρεπε να εκφράζουν, με την ομορφιά τους, τις ανώτερες, πνευματικές φιλοδοξίες του αστού, εκτός αν τις εξέφραζαν με την ίδια την ύπαρξή τους, όπως τα βιβλία και τα μουσικά όργανα (που, περιέργως, διατήρησαν τη λειτουργικότητα στο σχήμα τους, ξέχωρα από μερικές μάλλον δευτερεύουσες διακοσμήσεις της επιφάνειάς τους), ή, αν εξυπηρετούσαν καθαρά πρακτικούς σκοπούς, όπως τα κουζινικά και οι αποσκευές… Η ομορφιά, λοιπόν, σήμαινε διακόσμηση, κάτι που αφορούσε την επιφάνεια των αντικειμένων. Έτσι, ο δυϊσμός ανάμεσα στο στέρεο και στο ωραίο εξέφραζε μια έντονη διάσταση ανάμεσα στο υλικό και στο ιδανικό, στο σώμα και στο πνεύμα, μια διάσταση χαρακτηριστικότατη για τον αστικό κόσμο».
Το νόημα της ζωής
Όμως υπάρχει και μια ακόμη εξήγηση, χωρίς την οποία είναι δύσκολο να διαφοροποιήσουμε την σημερινή εποχή της μετανεωτερικότητας από την δεκαετία του 1920 και τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχει μια δομική αλλαγή στον τρόπο που η εργασία ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία της σύγχρονης μετανεωτερικής εποχής σε σχέση με την προηγούμενη ύστερη νεωτερική εποχή. Όλες οι αλλαγές έχουν να κάνουν με τις μεταβολές αντίληψης του χρόνου. Θα αναφερθούμε με λεπτομέρεια στα ζητήματα αυτά σε άλλο σημείο του κειμένου.
Εκείνο, όμως, που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι η έλλειψη πάθους για τη ζωή. Στον πραγματιστικό κόσμο του ύστερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, με όλη την απέχθεια απέναντι στις μεγάλες εικόνες και τις μεγάλες αφηγήσεις, και τις σκληρές διαψεύσεις του μεταφυσικού, η «ζωή» είναι απλώς ακόμη μια έννοια μέσα σε μια σειρά εννοιών που έχουν περιπέσει σε ανυποληψία. Δεν υπάρχει πάθος για τη ζωή, επειδή ο μεταμοντερνισμός θεωρεί περιττή και άνευ ουσίας την οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το ερώτημα: ποιο είναι το νόημα της ζωής.
Ο μοντερνισμός αποσυναρμολόγησε τις απαντήσεις που η μεταφυσική και η θεολογία έδινε σε αυτό το ερώτημα, προτάσσοντας με τη σειρά του απαντήσεις εδραζόμενες σε έννοιες όπως Φύση, Άνθρωπος, Λογική, Ιστορία, Εξουσία και ούτω καθεξής. Ο μεταμοντερνισμός αντιθέτως αρνείται οποιαδήποτε λογική που αναζητεί κάποιο βαθύ νόημα, δεδομένου ότι μια τέτοιου είδους προσέγγιση πάντα, έστω και υποδορίως, θα θέτει το ζήτημα της αναζήτησης του νοήματος των νοημάτων, το οποίο δεν αποτελεί παρά μια χίμαιρα.
Αποστασιοποιούμενοι από αυτές τις ερωτήσεις, υποστηρίζει ο μεταμοντερνισμός, θα μπορέσουμε να είμαστε ελεύθεροι. «Όχι, βεβαίως, ελεύθεροι να είμαστε ο εαυτός μας, διότι έχουμε επίσης αποσυναρμολογήσει και την μεταφυσική οντότητα την γνωστή ως «εαυτός». Ποιος ακριβώς θα ελευθερωθεί από αυτό το πρόταγμα παραμένει μυστήριο. Μπορεί, τελικά, ακόμη και ο μεταμοντερνισμός, μολονότι αποστρέφεται τα απόλυτα θεμέλια, να μπάζει στη ζούλα μια ανάλογη απολυτότητα μες στην επιχειρηματολογία…. Για τον μεταμοντερνισμό αυτή η απολυτότητα είναι γνωστή ως Κουλτούρα» ( Ήγκλετον, Τ., Το Νόημα της Ζωής, εκδόσεις Θύραθεν, Αθήνα, 2015, σ. 36).
Πηγή slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου