Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Η Ελλάδα δεν πεθαίνει, καταρρέει!


Ο οδικός χάρτης κατάρρευσης των κοινωνιών και τα περιθώρια να αντιστραφεί η κατάσταση. Το κρίσιμο ερώτημα αν έχει δίκιο ο Ελύτης ή ο Αγγελόπουλος; 

Γράφει ο Κ. Μαρκάζος*

Υπάρχουν σκηνές από ταινίες που δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου, όσα χρόνια και αν περάσουν. Στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο αείμνηστος Θανάσης Βέγγος, υποδυόμενος έναν ταξιτζή που μετέφερε ένα σκηνοθέτη (Χάρβεϊ Καϊτέλ), φώναζε με δάκρυα στα μάτια:
«Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε...
Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα.
Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο».
Είναι όμως ποτέ δυνατόν να πεθάνει μια χώρα που «ποτέ δεν πεθαίνει»; Αρκετοί μέσα στην απελπισία της κρίσης θυμήθηκαν τον Ελύτη που έλεγε: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει, με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
Φοβάμαι ότι τα λόγια του ποιητή είναι παρηγοριά στον άρρωστο και αφορούν μια Ελλάδα που έχει χαθεί. Είναι αλήθεια ότι τα κράτη δεν πεθαίνουν όπως οι βιολογικοί τους κάτοικοι. Η Ιστορία όμως αναφέρει πληθώρα πολιτισμών που εξαφανίστηκαν, αυτοκρατοριών που διαλύθηκαν και έθνη που κανείς δεν γνωρίζει πλέον ούτε το όνομά τους. Κάποιοι επιστήμονες έχουν βρει κάποια κοινά στάδια και αιτίες πίσω από αυτές τις τραγωδίες.

Γιατί αυτοκτονούν τα έθνη

Από τη στιγμή που εμφανίστηκε η κρίση στη χώρα, συχνά θυμάμαι το βιβλίο του Jared Diamond: «Κατάρρευση - Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν» (εκδόσεις Κάτοπτρο), όπου παρουσιάζει έναν οδικό χάρτη κατάρρευσης των κοινωνιών, που περιλαμβάνει τέσσερις στάσεις:
(α) Πρώτη στάση: οι ομάδες μπορούν να κάνουν καταστροφικά πράγματα, διότι δεν κατάφεραν να προβλέψουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, πριν εκείνο εμφανιστεί, για μια σειρά από λόγους. Ένας λόγος είναι ότι ίσως δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία από τέτοια προβλήματα, οπότε δεν ευαισθητοποιήθηκαν μπροστά σε μια τέτοια δυνατότητα.
(β) Δεύτερη στάση: αφορά την ικανότητα ή την ανικανότητα μιας κοινωνίας να αντιληφθεί ένα πρόβλημα, όταν όντως έχει αυτό εμφανιστεί, είτε προηγουμένως το προέβλεψε είτε δεν είχε καταφέρει να προβλέψει.
(γ) Τρίτη στάση: είναι η πιο συχνή και εκείνη η οποία απαιτεί τη μεγαλύτερη συζήτηση, καθώς εμφανίζεται με ευρύτητα μορφών. Διαπιστώνεται ότι οι κοινωνίες συχνά δεν επιχειρούν καν να λύσουν ένα πρόβλημα από τη στιγμή που αυτό γίνεται αντιληπτό. Πολλοί από τους λόγους μιας τέτοιας αποτυχίας εμπίπτουν σε ό,τι οι οικονομολόγοι και άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες ονομάζουν «ορθολογική συμπεριφορά», η οποία προκύπτει από τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ανθρώπων.
Δηλαδή, μερικοί άνθρωποι μπορεί να υπολογίζουν -σωστά- ότι μπορούν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους με συμπεριφορά που βλάπτει άλλους ανθρώπους. Οι επιστήμονες ονομάζουν μια τέτοια συμπεριφορά «ορθολογική», ακριβώς επειδή η συλλογιστική της είναι ορθή, έστω και αν μπορεί να κριθεί ηθικά κατακριτέα. Οι δράστες γνωρίζουν ότι συχνά η κακή τους συμπεριφορά θα μείνει ατιμώρητη, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρχει νόμος που να την απαγορεύει, ή εάν ο νόμος δεν εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Αισθάνονται ασφαλείς, διότι συνήθως είναι συγκεντρωμένοι σε μικρούς αριθμούς και έχουν ένα ισχυρό κίνητρο: την προοπτική να δρέψουν μεγάλα, σίγουρα και άμεσα κέρδη, ενώ οι ζημιές διαχέονται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
(δ) Τέλος, ακόμη και όταν μια κοινωνία έχει προβλέψει, αντιληφθεί ή προσπαθήσει να λύσει ένα πρόβλημα, και πάλι μπορεί να αποτύχει για προφανείς πιθανούς λόγους: «Το πρόβλημα μπορεί να υπερβαίνει τις υπάρχουσες δυνατότητες αντιμετώπισής του, μια λύση μπορεί να υπάρχει αλλά να κρίνεται απαγορευτικά δαπανηρή, ή οι προσπάθειές μας ίσως είναι πολύ λίγες και ίσως έγιναν πολύ αργά». Είναι φανερό ότι είμαστε ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη (και μοιραία) περίπτωση.

Πού βρισκόμαστε σήμερα

Η Ελλάδα συρρικνώνεται δημογραφικά. Το καλύτερο σενάριο κάνει λόγο για δέκα εκατομμύρια Έλληνες το 2050 και το χειρότερο για οκτώ εκατομμύρια και το ένα τρίτο θα είναι πάνω από 65 χρονών. Η μόνη δυνατή θετική παρέμβαση είναι η εισερχόμενη μετανάστευση, αλλά το 55% των Ελλήνων θεωρεί ότι «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».
Μετά την καταστροφή της κρίσης, το ελληνικό ΑΕΠ σήμερα ανέρχεται στα επίπεδα του 2000, ενώ σε όρους σύγκλισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από το 1970, όταν η ένταξη ήταν μακρινό όνειρο. Ταυτόχρονα ο κόσμος αλλάζει τρέχοντας με μεγάλες ταχύτητες, ενόσω εμείς νομίζουμε ότι παραμένουμε ακίνητοι με προσωρινές απώλειες και αμετακίνητοι σε ένα παρελθόν που νομίζουμε ότι μας προστατεύει χιλιάδες χρόνια.
Χάσαμε την ευκαιρία να ηγηθούμε οικονομικά στα Βαλκάνια και αψιμαχούμε με γειτονικές χώρες που εξακολουθούμε να χλευάζουμε σαν κατώτερες ή ανύπαρκτες. Εν τω μεταξύ, όλες οι κατατάξεις από όλους τους διεθνείς Οργανισμούς σχεδόν σε όλους τους τομείς μάς κατατάσσουν σε θέσεις καθυστερημένων κρατών. Είναι φανερό ότι η χώρα χάνει σε ισχύ και δημιουργεί ένα κενό στην περιοχή. Επειδή εκτός από τη Φύση και η Ιστορία σιχαίνεται τα κενά, αυτό θα έρθουν να το καλύψουν, αργά ή γρήγορα, γειτονικά κράτη.

Να βγούμε από τη νιρβάνα

Η κρίση έχει και θετικές πλευρές. Μία από αυτές είναι ότι συνέβαλε στην αυτογνωσία. Όχι για όλους και όχι σε όλα τα θέματα, αλλά έχει γίνει συνείδηση με τον πλέον οδυνηρό τρόπο ότι δεν υπάρχουν ξένοι σωτήρες ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση. Είμαστε (ευτυχώς) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που όμως έχει δομικά προβλήματα να λύσει και η Ελλάδα δεν είναι (ούτε θα μπορούσε ποτέ να γίνει) πρώτη προτεραιότητα. Η Ελλάδα σήμερα έχει ανθρώπινο δυναμικό τέτοιας ποιότητας που ποτέ δεν διέθετε.
Αν αντιμετωπίσουμε ριζικά τον χειρότερο εαυτό μας σε όλες του τις πλευρές, τότε υπάρχουν περιθώρια να αντιστραφεί η μετανάστευση των νέων μας. Οι δυνατότητες της χώρας είναι μεγάλες αλλά οι προϋποθέσεις δεν είναι θεόσταλτες. Αντίπαλος είναι ο χειρότερος εαυτός μας και ουδείς ξένος, ενώ σύμμαχοί μας, οι καλύτερες παραδόσεις μας.
Αλλά, για να ξαναθυμηθούμε τον Ελύτη, «την αλήθεια τη "φτιάχνει" κανείς ακριβώς όπως και το ψέμα».

* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)


euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου