Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

Φούσκα ο πολλά υποσχόμενος Μάρτιν Σουλτς


Απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα για το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έφεραν τα αποτελέσματα των εκλογών στο κρατίδιο του Ζάαρλαντ που διενεργήθηκαν την Κυριακή 26 Μαρτίου 2017. Εκ πρώτης όψεως οι συγκεκριμένες εκλογές δεν είχαν να στείλουν κάποιο πολιτικό μήνυμα, δεδομένου του μικρού πληθυσμού του κρατιδίου (800.000 είναι περίπου οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους) που βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα και της παραδοσιακής δεξιάς κυριαρχίας, με εξαίρεση ένα διάλλειμα 13 ετών όταν πρωθυπουργός ήταν ο χαρισματικός Όσκαρ Λαφοντέν.
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Οι εκλογές στο Ζάαρλαντ ωστόσο είχαν εδώ και πολλές εβδομάδες χαρακτηριστεί κρας τεστ για τους Σοσιαλδημοκράτες. Η ανάδειξη του Μάρτιν Σουλτς στην ηγεσία τους αποτέλεσε αφορμή για να δημιουργηθούν προσδοκίες εκλογικής αντεπίθεσης του SPD, με τους πιο τολμηρούς να ονειρεύονται ότι μπορεί ακόμη και να κερδίσει τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Δεν έλειψαν μάλιστα και δημοσκοπήσεις που πρόβλεπαν ότι η Μέρκελ μπορεί να αποτύγχανε να κερδίσει μια τέταρτη θητεία στην καγκελαρία, λόγω της επιρροής του Σουλτς.
Η αλήθεια είναι ότι η επιστροφή του Σουλτς στα πολιτικά πράγματα της Γερμανίας έδωσε μια ώθηση στο SPD. Κι αυτό δε συνέβη καθόλου τυχαία. Ο Σουλτς δεν κουβάλαγε στις πολιτικές του αποσκευές κανένα από τα βαρίδια που έχουν καταδικάσει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας στην ανυποληψία, αφότου ο Γκέρχαρντ Σρέντερ επέβαλε τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις με την Ατζέντα 2010, που διέλυσε το αξιοζήλευτο γερμανικό κράτος πρόνοιας και τις σταθερές εργασιακές σχέσεις. Ο μόνος πολιτικός ρόλος που είχε αναλάβει ο Μάρτιν Σουλτς πριν εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες και γίνει γνωστός ως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου ήταν επαρχιακός δήμαρχος. Ο ίδιος μάλιστα μετά την επιστροφή του στα πολιτικά του πράγματα της Γερμανίας φρόντισε να κάνει ακόμη πιο ορατή την απόστασή του από την βαριά αρνητική κληρονομιά του Σρέντερ υποσχόμενος να τροποποιήσει ορισμένες διατάξεις της Ατζέντας 2010. Επομένως, αν κάπου όφειλε ο Σουλτς την πολιτική του έλξη ήταν στην απόσταση που τον χώριζε από το SPD. Μια απόσταση πρώτα χιλιομετρική και στη συνέχεια πολιτική καθώς ούτε συνεργάτης του Σρέντερ διετέλεσε, ούτε χρεώθηκε τον «μεγάλο συνασπισμό» με την Μέρκελ στο πλαίσιο του οποίου οι σοσιαλδημοκράτες ταυτίστηκαν με τη Δεξιά, χάνοντας κάθε πολιτική αυτοτέλεια. Κάπου εκεί τελείωσε κι ο μήνας του μέλιτος του «Άγιου Μάρτιν» (όπως είχαν φτάσει να τον αποκαλούν οι οπαδοί του κόμματος που τον έβλεπαν σαν σωτήρα) με τους γερμανούς ψηφοφόρους.

Νίκη και άνοδος της Δεξιάς
Μετά ήρθαν οι εκλογές το κρατίδιο του Ζάαρλαντ, όπου αποδείχτηκε ότι ο Μάρτιν Σουλτς δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τη δεξιά πολιτική του κόμματος του. Κι εισέπραξε το κατάλληλο αντίτιμο… Προς επίρρωση η απορριπτική ψήφος των κατοίκων του μικρού κρατιδίου που ανέδειξαν πρώτο κόμμα το δεξιό Χριστιανοδημοκρατικό της Μέρκελ (CDU) με 40,7%, όταν στις προηγούμενες εκλογές είχε κερδίσει 5,5 εκατοστιαίες μονάδες λιγότερες και δεύτερο κόμμα το σοσιαλδημοκρατικό με 29,6%, όταν στις προηγούμενες εκλογές είχε κερδίσει μία μονάδα επιπλέον!  Με τον Σουλτς επομένως έχασαν οι Σοσιαλδημοκράτες…
Με βάση αυτά τα αποτελέσματα εμφανίζεται ως μονόδρομος μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της Δεξιάς και του SPD, που είναι όμως σίγουρο ότι θα ψαλιδίσει ακόμη περισσότερο τη δυναμική του Σουλτς, καθώς θα αρχίσει και ο ίδιος να χρεώνεται τη συνεργασία με την Μέρκελ και τον Σόιμπλε. Οδεύοντας έτσι προς τις εκλογές θα εξανεμίζεται η φρεσκάδα που έφερε ή, καλύτερα, θα αποκαλύπτεται ότι αυτή η ανανέωση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα επικοινωνιακό παιχνίδι που σκόπευε στην εξαπάτηση των γερμανών ψηφοφόρων.
Το αρνητικό πρόσημο των εκλογικών αποτελεσμάτων στο κρατίδιο του Ζάαρλαντ υπογραμμίζεται από δύο ακόμη στοιχεία. Το πρώτο σχετίζεται με το αποτέλεσμα της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) που μπορεί να υπολείπεται των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί ειδικά το 2016, όταν η προσφυγική κρίση ήταν στο αποκορύφωμά της, έφτασε ωστόσο το 5,9%.
Μάλιστα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία επιχείρησε πρόσφατα να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, που άφησε η μείωση των μεταναστευτικών ροών από τη Μέση Ανατολή, παρουσιάζοντας μια σειρά προγραμματικών θέσεων τις οποίες μάλιστα εμφάνισε ως όρους εκ των ων ουκ άνευ για τη συμπερίληψή τους στο κυβερνητικό πρόγραμμα σε περίπτωση συγκρότησης συμμαχικής κυβέρνησης με τα δύο δεξιά κόμματα. Ωστόσο, ούτε το CDU ούτε η CSU έχουν αφήσει ανοιχτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι προγραμματικές θέσεις της Εναλλακτικής ήταν πάντως δηλωτικές για το δημόσιο φλερτ του κόμματος με τις χιτλερικές πολιτικές παραδόσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των «εγκληματιών μεταναστών», κατά την ορολογία της, που ακόμη και δέκα χρόνια μετά αφότου έχουν γίνει Γερμανοί πολίτες συμμετέχουν αποδεδειγμένα σε τρομοκρατικές ομάδες ή συμμορίες η Εναλλακτική πρότεινε να τους αφαιρείται η ιθαγένεια! Πρόκειται για μέτρο που δεν παραβιάζει μόνο το γερμανικό σύνταγμα (που από το 1949 απαγόρευσε ανάλογες κυρώσεις) αλλά και το διεθνές δίκαιο, το οποίο απαγορεύει τέτοιου είδους τιμωρίες που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους Ναζί απέναντι σε μορφές όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και η Χάνα Άρεντ.
Φλερτ με το ναζισμό
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία, μαζί με την απαγόρευση της μαντήλας, την κατάργηση του φόρου κληρονομιάς και των ελέγχων στα ενοίκια, πρότεινε επιπλέον να επανέλθουν τα «Ελβετικού τύπου» δημοψηφίσματα, στο όνομα της προώθησης της άμεσης δημοκρατίας. Μόνο που τα τοπικά δημοψηφίσματα απαγορεύονται από το σύνταγμα της Γερμανίας, επειδή τέτοιες ακριβώς ψηφοφορίες είχε χρησιμοποιήσεις κι ο Χίτλερ το 1933 για να ανέλθει στην εξουσία. Η Εναλλακτική επομένως θέτει ζήτημα συνταγματικής αναθεώρησης η οποία μάλιστα να καταργήσει εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες που τέθηκαν ώστε ποτέ ξανά οι Γερμανοί να μη δώσουν τα κλειδιά της καγκελαρίας σε κάποιο φασίστα. Σημείο των καιρών κι αυτό…
Το δεύτερο στοιχείο που υπογραμμίζει τον αρνητικό χαρακτήρα του εκλογικού αποτελέσματος σχετίζεται με την αποτυχία των Πράσινων να συγκεντρώσουν 5% των ψήφων, που ως αποτέλεσμα είχε να μην εκλέξουν βουλευτές. Έτσι κι όποια σχέδια καταστρώνονταν για κυβέρνηση μεταξύ σοσιαλδημοκρατών, Αριστεράς που κέρδισε 12,4% και Πρασίνων έμειναν στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα ωστόσο από πουθενά δεν φαινόταν ως πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μιας και οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν επιλέξει ως στρατηγικούς του συμμάχους τη Δεξιά. Γι’ αυτό και οι ψηφοφόροι τους τιμώρησαν, απορρίπτοντας τη συντηρητική τους πολιτική γραμμή, όπως υλοποιείται ανεξαρτήτως ηγέτη…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 30 Μαρτίου 2017



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου