Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η ΘΗΛΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΩΝ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΩΝ


Παναγιώτης Ε. Πετράκης | Panagiotis E. Petrakis
Καθηγητής Οικονομικών | Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ - Professor at the Department of Economics - National and Kapodistrian University of Athens
Η ελληνική πολιτική τάξη και κοινωνία έχει να κάνει μια μεγάλη επιλογή μπροστά της: να δεχτεί μια αργή σταδιακή αναπτυξιακή πορεία που θα απαιτήσει μια δεκαετία για να θεραπεύσει τις πληγές της υφεσιακής δεκαετίας ή να επιδιώξει την υπέρβαση της κανονικότητας με τη φιλοδοξία να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών! Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι το σοβαρότερο από τα φρένα της δεύτερης επιλογής.
            Υπάρχουν ιστορικά περιστατικά (Ιταλία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία κ.λπ.) στα οποία διατηρήθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα του 3% επί πολλά χρόνια, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις. Μάλιστα, επειδή τα ιστορικά στοιχεία είναι από την περίοδο 1974-2013, την περίοδο, δηλαδή της λεγόμενης Μεγάλης Ομαλοποίησης στις δυτικές οικονομίες, τα περιστατικά συνέβησαν όταν υπήρχαν εύφορες συνθήκες ανάπτυξης. Πολιτικά αυτό έγινε δυνατόν επειδή υπήρχαν ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, σε αρκετές περιπτώσεις αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις και ισχυρά κίνητρα, π.χ. η επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία έχει ένα καλό προφίλ χρέους: σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης 18,5 έτη, ενεργό επιτόκιο 2%, 85% του χρέους της έχει σταθερό επιτόκιο και το 79% του χρέους της διακρατείται από τον επίσημο τομέα.

Επίσης έχει μια ικανοποιητική επίδοση στην διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων και από τον προηγούμενο χρόνο εμφανίζει και εθνικό πλεόνασμα. Όμως λιγότερο από το μισό των πρωτογενών πλεονασμάτων, σύμφωνα με τους κανονισμούς του μνημονίου και σήμερα της ενισχυμένης επίβλεψης, οφείλεται σε διαρθρωτικούς παράγοντες, ενώ το υπόλοιπο σε one-off ενέργειες, όπως π.χ. διευρύνσεις του δημόσιου τομέα. Μέχρι το 2022 έχουν εξασφαλιστεί οι γενικές δημοσιονομικές χρηματοοικονομικές ανάγκες (GFN) μέσω του μαξιλαριού ρευστότητας και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η διατήρηση, όμως, των πρωτογενών πλεονασμάτων έχει πραγματοποιηθεί στηριζόμενη στην πλευρά των εσόδων μέσω πολύ υψηλής φορολογίας και τελευταίως από την πλευρά των δαπανών μέσω της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων. Όμως, οι υψηλοί φόροι λειτουργούν ως αντικίνητρο για τις επενδύσεις και την κατανάλωση και αυξάνουν την τάση για φοροδιαφυγή και το brain drain. Επίσης, αποτελούν τροχοπέδη για την είσοδο κεφαλαίων του εξωτερικού. Η φιλοδοξία της διατήρησης των πλεονασμάτων αυτών προσκρούει και σε μια νέα πλέον οικονομική πραγματικότητα, που συνδέεται με την ηλικιακή επιδείνωση, την ισχνή αγορά εργασίας και τέλος με τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες από τη μία πλευρά απαιτούν επενδύσεις και από την άλλη αφαιρούν εργαζομένους με λιγότερα προσόντα από την αγορά εργασίας.
Όμως, κάθε προσπάθεια μείωσης της υποχρέωσης του πρωτογενούς  κατ’ αρχάς θα αποκρουστεί από τους εταίρους, με βάση αφενός τον κίνδυνο δημιουργίας ηθικού κινδύνου μέσω της άρνησης των δανειακών μας υποχρεώσεων και αφετέρου τον χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης στην ελληνική πολιτική τάξη, αφού μπορεί να αμφισβητηθεί ότι έχει αναπτυξιακές προθέσεις και ότι παροτρύνεται από λαϊκιστική σκοπιμότητα. Στο πλευρό μας, όμως, αυτή τη φορά έρχεται η οικονομική επιστήμη και λογική που αφορά τη σχέση ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας και του κόστους δανεισμού. Αρχίζει, δηλαδή, να γίνεται κατανοητό στη διεθνή οικονομική επιστημονική κοινότητα κάτι που είναι κατανοητό στην καθημερινή ζωή. Δηλαδή το ότι είναι θετικό να χρηματοδοτούνται τα ελλείμματα όταν το ονομαστικό κόστος τους είναι μικρότερο του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης.
Βεβαίως, αυτό μπορεί να ισχύει με ακρίβεια για το σύνολο μιας νομισματικής ένωσης και όχι για τα επί μέρους κράτη της, που δεν έχουν το δικαίωμα έκδοσης χρήματος, αλλά είναι εμφανές ότι, εάν μια οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμούς υψηλότερους του κόστους δανεισμού της, δεν είναι ορθό να εμποδίζεται. Ιδίως όταν η «απελευθέρωσή της» θα στηριχτεί σε ένα ευρύ και ειλικρινές μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να συζητηθεί το πώς τηρείται ο κανόνας της υποχρέωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος. Όπως είναι σήμερα τεχνικά οργανωμένος (σε έναν κουβά όλα τα μεγέθη), δίνει από μόνος του την έμφαση στο εύκολο, δηλαδή στους φόρους, και όχι στη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας που είναι το ιερό δισκοπότηρο της άσκησης μικροπολιτικής. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να επανεξεταστεί όσον αφορά το πώς τίθενται οι στόχοι παρακολούθησης. Το βάρος της προσοχής θα πρέπει να πέσει πλέον στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και λιγότερο στους φόρους που έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να μειωθούν.
Προφανώς, λοιπόν, απαιτείται επανοργάνωση των υποχρεώσεών μας ώστε, χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση η πρόθεσή μας να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας, θα πρέπει να «επιτραπεί» στη χώρα να αξιοποιήσει τη μεταμνημονιακή δυναμική επιτυγχάνοντας ρυθμούς μεγέθυνσης υψηλότερους του κόστους δανεισμού της μέσω της εισόδου ξένων κεφαλαίων, της μείωσης της ανεργίας και της αύξησης των εισοδημάτων.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Real Niews, 03 Φεβρουαρίου 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου