Τι επιθυμούμε να κάνουμε; Τι μπορούμε να κάνουμε; Πώς θα το κάνουμε; Το τι επιθυμούμε σχετίζεται με την πολιτική, το τι μπορούμε σχετίζεται με τις δυνατότητες της οικονομίας. Το πώς θα το κάνουμε σχετίζεται τώρα με τα δημόσια οικονομικά και τις τράπεζες.
Είναι γεγονός ότι όταν η επιθυμία μετατρέπεται σε ενεργητική κινητοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε μία καλύτερη προοπτική. Γι’ αυτό, όμως, χρειάζεται έμπνευση και ευτυχή συγκυρία. Τέτοια φαινόμενα κοινωνικής κινητοποίησης συνήθως εμφανίζονται μετά από μεγάλες καταστροφές, πολέμους, πτωχεύσεις. Όμως εάν παρέλθουν αναξιοποίητα (βλέπε το πρώτο εξάμηνο του 2015), αργούν να ξαναέρθουν λόγω διάχυτης απογοήτευσης.
Διαφορετικά, υπό κανονικές συνθήκες, η επιθυμία και η πραγματικότητα μπορεί να ταυτίζονται αλλά μόνο σε έναν μαγικό κόσμο. Κάτι σαν την σμαραγδένια πολιτεία του Μάγου του Οζ, όπου υπάρχουν ιδανικές λύσεις.
Εμείς δεν ζούμε στον κόσμο αυτό. Δεν αρκεί, λοιπόν, να βγούμε από το μνημόνιο, για να έρθουν αυτομάτως καλύτερες ημέρες. Μάλιστα, οι οικονομικές ημέρες που έρχονται μπροστά μας σκοτεινιάζουν όλο και περισσότερο, με τη διεθνή οικονομική κρίση να χτυπάει προς το παρόν μόνο τις χρηματιστηριακές αγορές. Έτσι, επειδή οι βασικοί διεθνείς παίκτες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι κατά βάση ριψοκίνδυνοι (hedge funds), στα πρώτα σημάδια διεθνούς κρίσης αντιδρούν υπερβολικά στην ευάλωτη και ρηχή αγορά που έχουμε. Γι’ αυτό ενδεχομένως ζούμε ένα προάγγελμα των διεθνών αρνητικών εξελίξεων. Φυσικά, εμείς δεν μπορούμε να αποτρέψουμε τη διεθνή κρίση που το πιο πιθανόν είναι ότι θα πάρει τη μορφή μίας παρατεταμένης κατάστασης έλλειψης ρευστότητας και υψηλής αβεβαιότητας. Όμως, μπορούμε να προετοιμαστούμε γι’ αυτή, βελτιώνοντας την εσωτερική οικονομική πολιτική.
Δύο είναι οι βασικοί χώροι άσκησης που φαίνεται να υποφέρουν: οι τράπεζες και τα δημόσια οικονομικά. Τα τελευταία έχουν ένα χαρακτηριστικό: τις υψηλές πρωτογενείς υποχρεώσεις, την πολύ υψηλή φορολογική επιβάρυνση και την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική δαπανών, με έμφαση την μείωση των δημόσιων επενδύσεων. Οι αποσπασματικές επιδοματικές κινήσεις δεν είναι σε θέση να αντιστρέψουν κάτι που έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια.
Στο τραπεζικό τοπίο υπάρχει μία αμφισημία πολιτικής για την αντιμετώπιση της χρόνιας πλέον τραπεζικής αδυναμίας. Αυτή συνδέεται κυρίως με το κατάλοιπο της φύσης της κρίσης («κόκκινα» δάνεια) και με την αδύναμη τραπεζική διακυβέρνηση στα χρόνια της κρίσης.
Το να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές –και ιδίως οι εταιρικοί– είναι ίσως το κρισιμότερο βήμα τώρα. Όπως κρίσιμο βήμα είναι να αντιμετωπίσουμε και τα «κόκκινα» δάνεια.
Η αντιμετώπιση και των δύο θεμάτων απαιτεί ορισμένες συνθήκες που μπορούν να λειτουργήσουν διαζευκτικά ή και προσθετικά:
α) Μείωση των απαιτήσεων σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα. Εάν ξεσπάσει η διεθνής κρίση (σε πλήρη διάσταση) το να επιμένει η Ελλάδα σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι απολύτως εκτός λογικής.
β) Αποχή από πελατειακές προσλήψεις και μη αποτελεσματικές δημοσιονομικές παροχές. Το να επιδοματοποιούμε τους θρησκευτικούς μισθούς, για να απελευθερώσουμε προσλήψεις, δίνει ακριβώς το αντίστροφο μήνυμα. Αντιθέτως, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για δημοσιονομική δράση όποτε απαιτηθεί. Ιδίως στον τομέα των δημόσιων υποδομών.
γ) Εμβάθυνση των μη δημοσιονομικών διαρθρωτικών μεταβολών που αφορούν κυρίως τους τομείς εφαρμογής του νόμου (rule of law): ιδιοκτησιακά θέματα (κτηματολόγια, αιγιαλοί κ.λπ.), ανεξαρτησία Δικαιοσύνης και βελτίωση της αποτελεσματικότητας του νομικού συστήματος. Είναι αρνητικό μήνυμα η κίτρινη κάρτα της Κομισιόν στις μεταρρυθμίσεις και η αναβολή της καταβολής του μέρους των κερδών των ελληνικών ομολόγων.
δ) Αποτελεσματική συνεργασία του Single Supervisory Mechanism, της EKT, της Τράπεζας της Ελλάδος και του ελληνικού ΥΠΟΙΚ για μία σύνθετη δραστική λύση στο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων που δεν θα επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά. Θυμόμαστε όλοι την καταστροφική περίοδο 2010-2011 όταν η Μέρκελ με τον Σαρκοζί προσπαθούσαν επί ενάμιση χρόνο να διατυπώσουν και να εφαρμόσουν το δόγμα της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στα υπερχρεωμένα κράτη (Ελλάδα). Αυτό ήταν το ένα από τα δύο-τρία κρίσιμα λάθη της ελληνικής τραγωδίας. Η ίδια ευρωπαϊκή διστακτικότητα και ο εθνικός «προβληματισμός» χαρακτηρίζουν και την παρούσα περίοδο στο θέμα των ελληνικών τραπεζών, παρόλο που το θέμα έχει πολύ μικρότερες διαστάσεις. Η τότε «περίσκεψη» υπήρξε μοιραία. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επαναληφθεί.
Το να έχεις την έγκριση των κέντρων εξουσίας της Ευρώπης είναι μόνο το ένα προαπαιτούμενο για μία καλή οικονομική πολιτική. Αποδεικνύεται, μάλιστα, πλέον ότι δεν είναι αρκετό. Το άλλο είναι να βρίσκεις λύσεις και να ασκείς αποτελεσματική διοίκηση με τους πόρους που έχεις.
Πηγή indeepanalysis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου