Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Καμένα χαρτιά

analyst


Ο περιορισμός του χρέους μέσω της νόμιμης αποζημίωσης με βάση το άρθρο 340 του Μάαστριχτ και η συγχώνευση των τραπεζών είναι δύο λύσεις που έχουμε ακόμη στη διάθεση μας – αρκεί να στηριχθούν από όλους τους Έλληνες συναινετικά και να συνοδευθούν από την αποτελεσματική λειτουργία του δημοσίου, με την αποδόμηση του διεφθαρμένου κομματικού-πελατειακού κράτους.
.

Ανάλυση

- του Βασίλη Βιλιάρδου
Η Ελλάδα είχε πάρα πολλές λύσεις στο παρελθόν στη διάθεση της, τις οποίες δυστυχώς «έκαψαν» οι κυβερνήσεις της. Δύο από αυτές, τις οποίες «σπατάλησε» η κυβέρνηση που βρέθηκε στην εξουσία από το 2012 έως το 2014, ήταν η διαγραφή μέρους των χρεών της χώρας και η διάσωση του τραπεζικού συστήματος – λύσεις που συνεχίζουμε να έχουμε ανάγκη σήμερα, αφού δεν δρομολογήθηκαν σωστά, ενώ από τις συγκεκριμένες εξαρτάται απόλυτα το μέλλον μας. Καμία χώρα δεν μπορεί άλλωστε να επιτύχει τίποτα, ακόμη και αν έχει μία θεϊκή κυβέρνηση, εάν οι Πολίτες της δεν βλέπουν προοπτικές για το μέλλον τους – κάτι που ασφαλώς διαπιστώνεται σήμερα στην Ελλάδα.
Ξεκινώντας από το θέμα του χρέους, η τότε κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε και υπέγραψε το PSI, με το οποίο όχι μόνο δεν επιλύθηκαν τα προβλήματα της χώρας αλλά, αντίθετα, επιδεινώθηκαν – ενώ ταυτόχρονα χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία για να ξεφύγουμε από την κρίση.
Με απλά λόγια, ενώ η Ελλάδα είχε στα χέρια της ισχυρότατα διαπραγματευτικά χαρτιά, οπότε ήταν σε θέση να πετύχει πάρα πολλά, συμφώνησε να συμμετέχουν στη διαγραφή οι ελληνικές τράπεζες και οι οργανισμοί του δημοσίου παρά το ότι εξαιρέθηκε η ΕΚΤ, να υπαχθούν τα ομόλογα της στο αγγλικό δίκαιο, να χάσει τη δυνατότητα μετατροπής τους σε εθνικό νόμισμα, να υποθηκευθούν τα κρατικά της περιουσιακά στοιχεί κοκ. – έναντι μίας ελάχιστης μείωσης του χρέους της (ανάλυση) που, το κυριότερο, δεν της εξασφάλιζε καμία μελλοντική προοπτική.

Αντίθετα η Γερμανία το 1953 εξασφάλισε την αναγκαία διαγραφή των χρεών της, την πληρωμή των υπολοίπων με ρήτρα ανάπτυξης, καθώς επίσης την αναβολή της εξόφλησης των πολεμικών επανορθώσεων για μετά την τυχόν επανένωση της – οπότε τις σωστές προϋποθέσεις για το μέλλον της. Φυσικά δεν το πέτυχε τόσο εύκολα, όπως ίσως νομίζει κανείς, αλλά μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις δύο ετών – από μία εθνοκεντρική κυβέρνηση που στηριζόταν ουσιαστικά από όλα τα πολιτικά κόμματακαθώς επίσης από τους Πολίτες.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πως το νούμερο ένα απαιτούμενο στην Ελλάδα για να βρεθεί πραγματικά μία βιώσιμη λύση σήμερα είναι η συναίνεση – όπου δεν είμαστε βέβαια σε θέση να διαπραγματευθούμε ξανά με τον ίδιο τρόπο, αφού «κάψαμε» τα χαρτιά μας το 2012, αλλά έχουμε ασφαλώς τη δυνατότητα να ζητήσουμε αποζημίωση για τις ζημίες που μας προκάλεσαν οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί και η ΕΚΤ, με βάση το άρθρο 340 του Μάαστριχτ (ανάλυση). Εάν όμως δεν το πιστέψουμε, εάν ειρωνευόμαστε αυτούς που το προτείνουν όπως μας έχει συμβεί, εάν δεν συμπεριφερθούμε αποφασιστικά και εάν δεν υπάρξει συναίνεση σε τέτοιου είδους κρίσιμα θέματα, θέματα ζωής και θανάτου, τότε ασφαλώς δεν θα τα καταφέρουμε.
Δυστυχώς οι αποτυχίες των κυβερνήσεων μας, έχουν δημιουργήσει την πεποίθηση στους Πολίτες πως οι επιλογές ήταν λάθος και όχι οι ενέργειες – ότι αυτά που ζητήσαμε δηλαδή ή δρομολογήσαμε δεν ήταν σωστά και όχι ο τρόπος που διαπραγματευθήκαμε ή τα χειρισθήκαμε. Με απλά λόγια ότι φταίει το αυτοκίνητο για το δυστύχημα και όχι ο οδηγός – κάτι που φυσικά είναι εσφαλμένο και μας οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Κάτι ανάλογο έχει συμβεί με τη διαπραγμάτευση του 2015 – η οποία ήταν καταδικασμένη να αποτύχει επειδή δεν πήρε η τότε κυβέρνηση έγκαιρα τα σωστά μέτρα, όπως θα ήταν οι έλεγχοι κεφαλαίων και όχι επειδή αυτά που έλεγε προεκλογικά ήταν λάθος.
Το δεύτερο μεγάλο χαρτί που έκαψε η ίδια κυβέρνηση ήταν η διάσωση των τραπεζών, οι οποίες είχαν ουσιαστικά εθνικοποιηθεί μετά την πρώτη κεφαλαιοποίηση του 2013 (γράφημα). Η σωστή ενέργεια τότε θα ήταν η συγχώνευση τους, η οποία θα έλυνε σε χρόνο μηδέν όλα τους τα προβλήματα – ειδικά τη μείωση των καταθέσεων τους που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό, επειδή η Ελλάδα δεν έκανε το αυτονόητο: την επιβολή ελέγχων κεφαλαίων το 2010, προτού ανακοινωθεί επίσημα η υπαγωγή της στο ΔΝΤ.
Οφείλεται βέβαια και στις εσφαλμένες οδηγίες του ίδιου του Ταμείου – το οποίο όμως ενδιαφερόταν μόνο για τη διάσωση των επενδυτών, κυρίως των γαλλικών και των γερμανικών τραπεζών, όπως συνηθίζει στις χώρες που εισβάλλει. Για να γίνει κατανοητό εδώ το πώς θα λυνόταν τα προβλήματα των τραπεζών εάν συγχωνευόταν, υπενθυμίζουμε τα εξής:
.
«Εύλογα αναρωτιέται κανείς, ειδικά εάν είναι τραπεζικός υπάλληλος, γιατί οι τράπεζες αναζητούν καταθέσεις, αφού δεν απαιτούνται για την παροχή δανείων, από τα οποία άλλωστε ζουν. Πόσο μάλλον όταν δεν τις χρειάζονται ούτε για τα πάγια που αγοράζουν, όπως είναι τα ομόλογα του δημοσίου, από τα οποία κερδίζουν διπλά – αφού τα χρησιμοποιούν αφενός μεν για την κάλυψη των εγγυητικών ποσών στην ΕΚΤ (1 € για κάθε 100 € δάνειο), αφετέρου για να εισπράττουν τόκους (κάτι που έχει απαγορευθεί επίσης στις ελληνικές τράπεζες).
Η αιτία είναι πως, παρά το ότι για το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μίας χώρας δεν έχει κανένα νόημα σε ποιά τράπεζα καταθέτει κανείς τα χρήματα του, για την εκάστοτε είναι πολύ σημαντικό – όχι όμως για την παροχή δανείων, αλλά για τις μεταξύ τους συναλλαγές.
Για παράδειγμα, όταν αποσύρονται σε μεγάλο βαθμό οι καταθέσεις από την Πειραιώς, οδηγούμενες στην Εθνική, επειδή ίσως οι αποταμιευτές ή οι δανειολήπτες που διατηρούν τα χρήματα τους στους λογαριασμούς τους χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Πειραιώς, τότε η Πειραιώς αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα.
Αυτό οφείλεται στο ότι, η Πειραιώς πρέπει να εμβάσει τα χρήματα στην Εθνική (ή να τα δώσει σε μετρητά στους καταθέτες, τα οποία όμως δεν δημιουργεί η ίδια από το πουθενά, αλλά τα «αγοράζει» από την ΕΚΤ), επειδή τα χρέη μεταξύ των τραπεζών δεν πληρώνονται με την απλή εγγραφή του ποσού σε κάποιον λογαριασμό. Με απλά λόγια, οι συναλλαγές των τραπεζών μεταξύ τους δεν διενεργούνται με χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά – αλλά με τα εγγυητικά κεφάλαια που η κάθε τράπεζα διατηρεί στην ΕΚΤ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις των πελατών της.
Συνεχίζοντας, οι λογαριασμοί που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ εξυπηρετούν τις μεταξύ τους εκκαθαρίσεις (Clearing system), οι οποίες γίνονται στο τέλος της ημέρας. Για παράδειγμα, οι πελάτες της Πειραιώς εμβάζουν χρήματα στην Εθνική για να πληρωθεί κάποιος προμηθευτής τους που διατηρεί εκεί το λογαριασμό του – ενώ το ίδιο συμβαίνει με τους πελάτες της Εθνικής. Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, εκκαθαρίζονται οι συναλλαγές αυτές, με αποτέλεσμα εάν η Εθνική είχε μεγαλύτερες εισροές εμβασμάτων από την Πειραιώς από ότι εκροές προς την Πειραιώς, τότε να πρέπει η Πειραιώς να πληρώσει τη διαφορά στην Εθνική.
Όσο περισσότερα χρήματα όμως οδηγούνται από την Πειραιώς στην Εθνική, τόσο μεγαλύτερες κεφαλαιακές ρεζέρβες χρειάζεται να έχει η Πειραιώς στην ΕΚΤ και τόσο λιγότερες η Εθνική – γεγονός που σημαίνει ότι, η Πειραιώς έχει ανάγκη υψηλότερων καταθέσεων εκ μέρους των πελατών της, συγκριτικά με την Εθνική. Όταν βέβαια και οι δύο συναλλασσόμενοι, πελάτες και προμηθευτές, διατηρούν το λογαριασμό τους στην ίδια τράπεζα, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα – αφού διενεργούνται απλά συμψηφιστικές εγγραφές μεταξύ τους.
Η απώλεια τώρα των καταθέσεων από μία τράπεζα, την υποχρεώνει να συμπληρώσει τις ρεζέρβες της στην κεντρική με άλλο τρόπο – είτε πουλώντας στοιχεία του ενεργητικού της, είτε δανειζόμενη από την κεντρική, είτε από τις άλλες τράπεζες. Κάτι τέτοιο όμως κοστίζει, αφού είναι αναγκασμένη να πληρώνει τόκους – επομένως, λειτουργεί αρνητικά ως προς την κερδοφορία της, οπότε το αποφεύγει» (πηγή).
.
Ξανά στο παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία ποτέ δεν υιοθετεί βραχυπρόθεσμες λύσεις και ημίμετρα, αλλά μόνο μακροπρόθεσμες και ολοκληρωμένες, είναι γνωστή η πρόθεση της να συγχωνεύσει τη Deutsche Bank με την COMMERZBANK, στην οποία το κράτος συμμετέχει ήδη με 15% – επειδή και οι δύο τράπεζες αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, ενώ χωρίς έναν υγιή χρηματοπιστωτικό τομέα δεν υπάρχει μέλλον για καμία χώρα. Ένα από τα σενάρια που εξετάζονται είναι η συμμετοχή του κράτους στη Deutsche Bank (άρα η εθνικοποίηση της) για πέντε χρόνια, έως ότου δρομολογηθεί η συγχώνευση – ενώ ένα άλλο η δημιουργία μίας εταιρείας χαρτοφυλακίου ή ενός «οχήματος ειδικού σκοπού», το οποίο θα κατέχει μετοχές και των δύο τραπεζών για να μπορέσει να τις συγχωνεύσει. Αποτελεί βέβαια πρόβλημα η συμμετοχή της αμερικανικής Cerberus Capital LLP και στις δύο γερμανικές τράπεζες – το οποίο όμως θα μπορούσε να λυθεί.
Αντίθετα η Ελλάδα επιτρέπει την κερδοσκοπία των ξένων, όπως στην περίπτωση της EUROBANK – στην οποία το δημόσιο από 93,55% το 2013 κατέχει πλέον μόνο 1,40% παρά τα τεράστια ποσά που επένδυσαν (και έχασαν) οι Έλληνες φορολογούμενοι (ανάλυση). Παρά το ότι όμως και εδώ υπάρχει λύση, η συγχώνευση, πόσο μάλλον αφού απέναντι στα δάνεια των τραπεζών υπάρχουν εγγυήσεις της τάξης των 300-400 δις €, ενώ σε αυτές είναι υποθηκευμένη πάνω από τη μισή αγροτική γη, χιλιάδες ακίνητα και δεκάδες επιχειρήσεις, δεν γίνεται καμία αναφορά.
Παράλληλα, υποβάλλονται ανόητα αντικρουόμενα σχέδια εκ μέρους του ΤΧΣ και της Τράπεζας της Ελλάδας (ούτε καν εδώ δεν μπορούν να συναινέσουν), τα οποία είναι χειρότερα από μπαλώματα – ενώ φυσικά δεν λύνουν ένα βασικό πρόβλημα της χώρας: την αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, οπότε την ανάπτυξη, χωρίς την οποία δεν λύνεται κανένα πρόβλημα. Ακόμη περισσότερο, διευκολύνουν την υφαρπαγή της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων, οπότε την αλλαγή ιδιοκτησίας της πατρίδας μας.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, λύσεις συνεχίζουν να υπάρχουν, όπως συμβαίνει πάντοτε ακόμη και στην άκρη του γκρεμού. Δυστυχώς όμως «καίγονται» η μία πίσω από την άλλη από τις κυβερνήσεις – όχι από άγνοια, αφού ασφαλώς γνωρίζουν περισσότερα από εμάς, αλλά από τη δουλική υποταγή τους στις εντολές της Γερμανίας που ουσιαστικά κυβερνάει την Ελλάδα από το παρασκήνιο, ενδιαφερόμενη μόνο για τα δικά της συμφέροντα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου